ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(Υπόθεση Αρ. 1952/2008)
8 Μαρτίου, 2010
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
IRYNA SALANGINA,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Ν. Τρυφωνίδου, για τον Αιτητή.
Γ. Χατζηχάννα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια, πολίτης της Ουκρανίας, ήρθε στην Κύπρο την 17.2.2001 με τρίμηνη άδεια εργασίας ως αρωματοθεραπεύτρια σε ξενοδοχείο. Η άδεια της ανανεώθηκε στη συνέχεια μέχρι 17.2.2002 και ακολούθως μέχρι 14.2.2003. Επειτα η αιτήτρια την 25.2.2003 υπέβαλε αίτηση και της εδόθη την 11.3.2002 νέα άδεια εργασίας ως assistant manager σε υπεράκτια εταιρεία μέχρι 24.2.2004. Την 12.3.2004 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση και την 24.4.2004 της εδόθη νέα άδεια για πέντε χρόνια μέχρι 24.2.2009 για την ίδια εργασία. Την 16.1.2008 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για απόκτηση του καθεστώτος του Επί Μακρόν Διαμένοντος δυνάμει της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2003/109/ΕΚ, η οποία ενσωματώθηκε στο κυπριακό δίκαιο με το Ν. 8(1)/2007. Η αίτηση της εξετάστηκε στη βάση σχετικής έκθεσης του Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης και απορρίφθηκε από την Επιτροπή Ελέγχου Μετανάστευσης στα πρακτικά της οποίας αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Η Επιτροπή, αφού εξέτασε λεπτομερώς την υποβληθείσα από το Τ.Α.Π. & Μ. σχετική έκθεση, αποφάνθηκε ότι η συγκεκριμένη περίπτωση δεν ικανοποιεί το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο, όπως αυτό καθορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 18Η, του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως νόμου, αναφορικά με την προϋπόθεση της συνεχούς νόμιμης και αδιάλειπτης διαμονής στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, τα τελευταία πέντε έτη πριν από την υποβολή της αίτησης, έχοντας υπόψη και τη σχετική Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 07/02/2008, στην Υπόθεση με αρ. 2097/2006 Aster Asefaw Araya Vs Κ.Δ.), καθότι αυτή είχε παραμείνει παράνομα στην Κ.Δ. μεταξύ 14/02/2003-25/02/2003 και 20/02/2004-12/03/2004, περίοδοι που εμπίπτουν στο διάστημα των πέντε ετών πριν από την υποβολή της αίτησής της.
Υπό το φως των πιο πάνω, η Επιτροπή αποφάσισε να απορρίψει την αίτηση για παραχώρηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος στην ενδιαφερόμενη.»
Η αιτήτρια, πληροφορηθείσα την απόρριψη της αίτησής της, καταχώρησε την προσφυγή κατά της εν λόγω απόφασης, εισηγούμενη ότι ήταν πεπλανημένη και αντιφατική η απόρριψη της αίτησής της. Οι μικρές περίοδοι της τυπικώς παράνομης παραμονής της, λέγει, που προήλθαν από ολιγοήμερη καθυστέρηση στην υποβολή των αιτήσεων για ανανέωση, είχαν ουσιαστικά καλυφθεί εκ των υστέρων με τις ανανεώσεις οι οποίες της εδόθησαν στη συνέχεια, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μία ευνοϊκή κατάσταση για την ίδια την οποία δεν μπορεί τώρα η διοίκηση να ανατρέπει ενάντια στις εύλογες προσδοκίες της αιτήτριας. Και μάλιστα εφ΄ όσον η τελευταία άδεια παραμονής της, η οποία έληγε την 24.2.2009, ανανεώθηκε μέχρι 1.2.2011.
Η Δημοκρατία εμμένει στη θέση ότι η μη καλυπτόμενη με άδεια παραμονής, έστω και για ολιγοήμερα χρονικά διαστήματα, παραμονή της αιτήτριας αυτομάτως διέκοπτε τη συνέχεια της νόμιμης παραμονής για σκοπούς της Οδηγίας και του Νόμου. Ούτε, εισηγείται, μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπήρξε εκ των υστέρων κάλυψη της παράνομης παραμονής αφού μάλιστα οι νέες άδειες που εδίδοντο άρχιζαν από την ημέρα της έκδοσης τους και όχι από την ημέρα της λήξης της προηγούμενης άδειας.
Υπάρχει νομολογία επί του θέματος. Η Δημοκρατία με παρέπεμψε στις δικές μου αποφάσεις στις υποθέσεις Mohamad v. Δημοκρατίας, 261/2006, 19.3.2007, και Araya v. Δημοκρατίας, 2097/2006, 7.2.2008. Η Mohamad όμως δεν αφορούσε την Οδηγία αλλά αίτηση για πολιτογράφηση, η δε παρατήρησή μου εκεί ότι το σχετικό άρθρο 110(2) του Ν. 14(1)/2002 καλύπτει και παράνομη παραμονή του αλλοδαπού στο παρελθόν, ως μέρος των γεγονότων που συνθέτουν την εικόνα του αλλοδαπού, δεν έχει απόλυτη εφαρμογή εδώ ούτε και υπάρχει αναλογία μεταξύ εκείνης της υπόθεσης που αφορούσε εσκεμμένη μακρόχρονη παραμονή και της προκειμένης. Δεν θα επεκταθώ ούτε στις άλλες αποφάσεις στις οποίες παραπέμπει η Δημοκρατία και αφορούν πολιτογράφηση, στην περίπτωση της οποίας το κράτος έχει και ευρύτερη ευχέρεια να κρίνει. Η Araya αφορούσε την Οδηγία, η παρατήρηση όμως την οποία έκανα εκεί ως προς τη διακοπή της αδιάλειπτης νόμιμης παραμονής της αλλοδαπού αφορούσε περίοδο σχεδόν δύο ετών και η παράλειψη της αλλοδαπού να ζητήσει νέα άδεια με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να εκληφθεί ως τυπική. Στην απόφαση του Ηλιάδη, Δ., στην υπόθεση D'Sοuza v. Δημοκρατίας, 1410/2008, 19.6.2009 γίνεται αναφορά στην Araya, ότι τα γεγονότα της υπόθεσης εκείνης ήσαν παρόμοια με εκείνα της D'Sοuza ώστε να ίσχυε η αρχή ότι «Η διακοπή της νομιμότητας της διαμονής της, έστω και κατά ένα μικρό χρονικό διάστημα, δεν μπορεί παρά να αιτιολογήσει την προσέγγιση των καθ΄ ων η αίτηση ότι η διαμονή της δεν ήταν νόμιμη και αδιάλειπτη.»
Βεβαίως δεν είναι ορθό ότι τα γεγονότα της Araya ήσαν παρόμοια με εκείνα της D'Sοuza, αφού η διακοπή της νόμιμης παραμονής ήταν σχεδόν δύο χρόνια στην Araya ενώ μόνο σχεδόν δύο μήνες στην D'Sοuza. Στην υπόθεση Allah v. Δημοκρατίας, 791/2007, 7.5.2008, η οποία αφορούσε πολιτογράφηση, ο αδελφός μου Κραμβής, Δ. εξέφρασε την άποψη ότι κάποιο χρονικό διάστημα που ο αλλοδαπός είχε παραμείνει παρανόμως στην Κύπρο μπορούσε να αγνοηθεί καθ΄ όσον η διοίκηση συνέχισε να ανανεώνει την άδεια παραμονής του και δεν έλαβε μέτρα εναντίον του για παράνομη παραμονή, ώστε να ήταν αντιφατικό εκ μέρους της να επικαλείται εκ των υστέρων αυτό το διάστημα της παράνομης παραμονής για να εισηγηθεί έλλειψη εννόμου συμφέροντος του αλλοδαπού στην προσφυγή. Ανάλογες απόψεις εκφράσθησαν από τον αδελφό μου Φωτίου, Δ. στην υπόθεση Z.M. v. Δημοκρατίας, 1668/2006, 27.11.2007. Στις αποφάσεις αυτές βασίζεται ιδιαιτέρως η αιτήτρια.
Στην προκειμένη περίπτωση αναγνωρίζω ότι οι δύο ολιγοήμερες διακοπές της νόμιμης παραμονής μπορεί (αν και δεν υπάρχει μαρτυρία προς τούτο) να ήσαν τυπικής φύσης με την έννοια ότι η αιτήτρια αμέλησε να ζητήσει νέα άδεια και δοθέντος ότι οι νέες άδειες της εδόθησαν. Η σταθερή παράμετρος όμως είναι η απαίτηση της Οδηγίας και του Νόμου όπως ο υπήκοος της τρίτης χώρας διαμένει στη Δημοκρατία «νόμιμα και αδιάλειπτα κατά τα τελευταία πέντε έτη αμέσως πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης». Οι διακοπές της νόμιμης παραμονής ως εκ της λήξης της άδειας παραμονής, παρά την έκδοση νέας άδειας αργότερα, δεν επιτρέπουν την εισαγωγή της περίπτωσης στους όρους «νόμιμα και αδιάλειπτα». Να παρατηρήσω μάλιστα ότι το σχετικό άρθρο 18Η(2) του Νόμου το οποίο αφορά τον υπολογισμό της «νόμιμης και αδιάλειπτης διαμονής» εξαιρεί ρητώς ορισμένες περιπτώσεις διαμονής - παράγραφος (α) - ή διακοπής της διαμονής - παράγραφος (β) - στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η εν λόγω. Και δεν εκπλήττει τούτο, αφού θα ήταν ίσως και ασυνεπές να γίνεται λόγος για «νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή» η οποία διακόπτεται ένεκα παράλειψης εξασφάλισης περαιτέρω άδειας.
Ούτε θεωρώ ότι τίθεται θέμα αντιφατικής συμπεριφοράς της διοίκησης. Στην Allah, που όπως ελέχθη εν πάση περιπτώσει αφορούσε πολιτογράφηση, το θέμα δεν ετέθη ως προς την απόρριψη της αίτησης του αλλοδαπού αλλά προς επίκληση εισήγησης για έλλειψη εννόμου συμφέροντος του στην προσφυγή. Πιο θεμελιακά όμως, δεν μπορεί να λεχθεί ότι η έκδοση νέων αδειών παραμονής από τη διοίκηση μετά τη λήξη των προηγούμενων (και ακριβώς πρόκειται για νέες άδειες και όχι για ανανεώσεις όπως ανακριβώς λέγει η αιτήτρια) συνιστά εκ των υστέρων κάλυψη της παρανομίας. Οι νέες άδειες είχαν ισχύ από την ημέρα της έκδοσής τους και ουδόλως επεκτείνοντο στην ημερομηνία της λήξης των προηγούμενων. Δεν μπορώ λοιπόν να μοιραστώ ούτε τις απόψεις του αδελφού μου Φωτίου, Δ. στην υπόθεση Ζ.Μ., που επίσης αφορούσε πολιτογράφηση, ότι «με τη μεταγενέστερη παράταση της άδειας του αιτητή για διαμονή στην Κύπρο παρά το ότι διέμενε εδώ για κάποιο διάστημα παράνομα, μετατρέπεται εκ των υστέρων και η περίοδος που ήταν εδώ παράνομα, ως νόμιμη». Ούτε η παράλειψη λήψης μέτρων σε σχέση με την παράνομη παραμονή μπορεί να θεωρηθεί ως αποδοχή της, αφού η απόφαση για λήψη ή όχι τέτοιων μέτρων έχει αναφορά στα δικά της κριτήρια και όχι αποκλειστικά στο δεδομένο της εν λόγω παράνομης παραμονής. Δεν μπορούσαν λοιπόν να δημιουργούντο εύλογες προσδοκίες στην αιτήτρια για παραγνώριση της παράνομης παραμονής της για σκοπούς της Οδηγίας και του Νόμου ώστε να ετίθετο θέμα αντιφατικής συμπεριφοράς της διοίκησης. Αντιθέτως, αν η αιτήτρια ήθελε να διαφυλάξει τις προοπτικές εξασφάλισης του καθεστώτος του Επί Μακρόν Διαμένοντος, όφειλε να ήταν συνειδητά συνεπής στην υποχρέωσή της να φροντίζει εγκαίρως για το συνεχές και αδιάλειπτα νόμιμο της παραμονής της. Καταλήγω λοιπόν, συμφωνώντας με τον Ηλιάδη, Δ., ότι έστω και σύντομες διακοπές της νόμιμης παραμονής καθιστούν την παραμονή μη «νόμιμη και αδιάλειπτη».
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η αιτήτρια θα καταβάλει €800 έξοδα στη Δημοκρατία.
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
ΣΦ.