ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Υπόθεση Αρ. 1454/2008)

 

4 Μαρτίου, 2010

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΒΥΡΩΝΑΣ ΒΡΥΩΝΗΣ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΜΕΣΩ ΔΙΟΙΚΗΤΗ 3ΗΣ ΤΑΞΙΑΡΧΙΑΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΕΩΣ Ε.Φ.,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Σ. Οικονομίδης, για τον Αιτητή.

Κ. Σταυρινός, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Ο Αιτητής με την προσφυγή του επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης ημερομηνίας 26.8.2008 του Διοικητή της 3ης Ταξιαρχίας Υποστηρίξεως, στο εξής η «ΙΙΙ ΤΑΞΥΠ», με την οποία επαύξησε σε 10 μέρες φυλάκιση, την πειθαρχική ποινή του διήμερου περιορισμού που είχε επιβάλει στον Αιτητή ο Διοικητής του.

 

Ο Αιτητής είναι μόνιμος Αξιωματικός του Όπλου του Πεζικού του Στρατού Ξηράς της Δημοκρατίας.  Την 1.12.1978 διορίστηκε στο Στρατό ως Αξιωματικός με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού και από την ίδια ημέρα αποσπάστηκε για υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά.  Από τις 22.12.2006 κατέχει το βαθμό του Συνταγματάρχη.

 

Ο Αιτητής, από 3.8.2007 μέχρι 23.7.2008, υπηρετούσε στο Σύνταγμα Αναπληρώσεως Απωλειών (ΣΑΑ) της ΙΙΙ ΤΑΞΥΠ και εκτελούσε τα καθήκοντα του Διοικητή.  Μετά από πρόταση του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς και απόφαση του Υπουργού Άμυνας ημερομηνίας 30.5.2008, μετατέθηκε από το ΣΑΑ στη Διεύθυνση Εθνοφυλακής (ΔΕΘ) της Ταξιαρχίας, για να ασκεί τα καθήκοντα του Υποδιοικητή.  Τόσο το ΣΑΑ όσο και η ΔΕΘ υπάγονται διοικητικά στην ΙΙΙ ΤΑΞΥΠ, που εδρεύει στη Λεμεσό.

Ο Αιτητής, όταν έλαβε γνώση της πιο πάνω απόφασης του Υπουργού Άμυνας, με αναφορά του ημερομηνίας 30.6.2008, που υπέβαλε στο Διοικητή της ΙΙΙ ΤΑΞΥΠ, παραπονέθηκε ότι νεότερός του Αξιωματικός μετατέθηκε από το Τμήμα Επιστράτευσης της Ταξιαρχίας στην Ταξιαρχία, ως Υποδιοικητής, ενώ ο ίδιος μετατέθηκε από το ΣΑΑ, που ήταν Διοικητής, στη Διεύθυνση Εθνοφυλακής (ΔΕΘ) της Ταξιαρχίας, ως Υποδιοικητής.  Ο Αιτητής, στην αναφορά του αυτή, ανέφερε ότι η τοποθέτηση του συναδέλφου του στη θέση Υποδιοικητή της ΙΙΙ ΤΑΞΥΠ, κατά τη γνώμη του είναι αντικανονική και άδικη, παραθέτοντας και τους λόγους.  Θεώρησε ότι η θέση στην οποία ο ίδιος μετατέθηκε δεν προβλέπεται για το βαθμό του και ως τέτοια είναι αντικανονική, προφανώς επειδή θα ήταν αναγκασμένος να αναφέρεται διοικητικά στο συνάδελφο του, ο οποίος ήταν χαμηλόβαθμος του.

 

Ο Διοικητής της ΙΙΙ ΤΑΞΥΠ, στον οποίο τέθηκε η αναφορά του Αιτητή, εξέτασε τα παράπονά του και με επιστολή του ημερομηνίας 13.8.2008, ενημέρωσε το Διοικητή του Αιτητή ότι η θέση που τοποθετήθηκε ο Αιτητής, δεν υπάγεται διοικητικά στον Υποδιοικητή της Ταξιαρχίας, δηλαδή τον συνάδελφο του, αλλά στον Διοικητή της Διεύθυνσης Εθνοφυλακής (ΔΕΘ) της Ταξιαρχίας, ο οποίος είναι αρχαιότερός του και ότι οι λόγοι που ο Αιτητής παρέθετε στην αναφορά του, είναι γενικοί και αόριστοι και δεν μπορούν να τύχουν περαιτέρω διερεύνησης.  Περαιτέρω, κάλεσε το Διοικητή του Αιτητή, να εφαρμόσει τον Κανονισμό 6(1)(2) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1964 (ΚΔΠ 554/64), όπως τροποποιήθηκαν, στο εξής «οι Κανονισμοί του 1964», για να διαπιστωθεί εάν με τον τρόπο που ο Αιτητής εκφράστηκε στην αναφορά του, προσέβαλε την υπόληψη της Εθνικής Φρουράς και κατά πόσο συνιστούσε παράβαση της παραγράφου (1) του Πρώτου Πίνακα των Κανονισμών του 1964.

 

Ο Διοικητής του Αιτητή, όταν έλαβε γνώση της επιστολής του Διοικητή της ΙΙΙ ΤΑΞΥΠ, με διαταγή του ημερομηνίας 18.8.2008, κάλεσε τον Αιτητή σε διοικητική απολογία, παραθέτοντάς του και τους λόγους.

 

Ο Αιτητής, ετοίμασε την απολογία του και με αναφορά του ημερομηνίας 19.8.2008, παρέθεσε τους ισχυρισμούς του.

«1. Αναφέρω σ' εκτέλεση (ε) σχετικού, ότι με τον τρόπο που εκφράστηκα στην αναφορά μου με ημερομηνία 30 Ιουνίου 2008, για την μετάθεση μου, ΔΕΝ είχα εκφράσει σχόλια - κρίσεις εναντίον της ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ, που είχαν σαν αποτέλεσμα να προσβάλλεται η υπόληψη της ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ κατά παράβαση του άρθρου 1 του πρώτου πίνακα των πειθαρχικών κανονισμών.

2.                  ΔΕΝ είχα καμία πρόθεση να προσβάλω, να κρίνω, ή να σχολιάσω την ΙΕΡΑΡΧΙΑ και την ΕΘΝΙΚΗ ΦΡΟΥΡΑ, την οποία υπηρετώ ΕΥΔΟΚΙΜΩΣ για τριάντα (30) ολόκληρα χρόνια.

3.                  Ένιωσα αδικημένος από τη μετάθεση μου και για λόγους ευθιξίας, συνειδήσεως, εν βρασμώ ψυχής, έκανα αναφορά όπως προβλέπουν οι σχετικοί κανονισμοί.

4.                  Με τον τρόπο που εκφράστηκα στην παράγραφο 2γδ του (β) σχετικού της αναφοράς μου ΔΕΝ είχα πρόθεση να προσβάλω την υπόληψη της ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ή της ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ.  Αναφέρθηκα γενικά και αόριστα πάνω σε συγκεκριμένα θέματα για τα οποία είμαι πολύ ευαίσθητος σαν χαρακτήρας και Στρατιωτικός, τα οποία ήθελα να καυτηριάσω, ή να υπερασπιστώ αν θέλετε.  Δυστυχώς όμως μετά μεγάλης μου λύπης, έχω τη γνώμη ότι παρερμηνεύθηκαν τα γραφόμενα και συμφραζόμενα μου, και δόθηκαν σ' αυτά λάθος νομικές ερμηνείες.  Πιθανόν εν τη ρύμη του λόγου και εν βρασμώ ψυχής να εκφράστηκαν ατυχώς χωρίς διπλωματία, όχι όμως από πρόθεση, κακεντρέχεια με σκοπό να μειώσω, προσβάλλω ή θίξω την υπόληψη της ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ και της ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ την οποία σέβομαι και υπηρετώ.

Τέτοιου είδους συμπεριφορές και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί δεν είναι του χαρακτήρα και του ήθους μου.

Μπορούσα να μην τολμήσω να κάνω αναφορά, να σιωπήσω και να βολευτώ στη νέα μου θέση και να καλοπεράσω αντί αυτού είχα το θάρρος της γνώμης μου να εκφράσω ελεύθερα τις απόψεις μου. 

5.                  Έχω την γνώμη ότι ο τρόπος που ενήργησα, με προσωπική αναφορά για να εκφράσω τη δυσαρέσκεια μου για τη μετάθεση μου, ότι έπρεπε να τύχει εκτίμησης και συμπάθειας από την Ιεραρχία, και όχι αντιθέτως να καλούμαι σε απολογία από τον συμμαθητή μου και Διοικητή μου για να τιμωρηθώ.  Δεν έκανα αναφορά παρακινούμενος από προσωπικό συμφέρον (Υπήρχαν άλλοι αρχαιότεροι μου Αξκοί στην Φρουρά Λεμεσού).  Την αναφορά μου την υπαγόρευσε ειλικρινά η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ μου και οι ΑΡΧΕΣ μου.

6.                  Κατόπιν των πιο πάνω πιστεύω να έχετε πεισθεί για την ειλικρίνεια των προθέσεων μου, και με την ευθύτητα, εντιμότητα, ειλικρίνεια του χαρακτήρα μου, και με κάθε ταπεινότητα και σεμνότητα εν ονόματι της Στρατιωτικής μου τιμής και Αξιοπρέπειας σας ΑΠΟΛΟΓΟΥΜΑΙ.

7.                  Με (γ) σχετικό αιτήθηκα ιδιαίτερα ακρόαση του Υπουργού Άμυνας.  Την 29η Ιουλίου 2008, παρουσιάστηκα στον κο Α/ΓΕΕΦ, ο οποίος μου ενέκρινε να παρουσιασθώ στον κο Υπουργό.

8.                  Παρακαλώ για τις δικές σας ενέργειες.»

 

Ο Διοικητής, αφού έλαβε υπόψη την πιο πάνω διοικητική του απολογία και αφού διερεύνησε τους ισχυρισμούς του Αιτητή, έκρινε ότι αυτός διέπραξε πειθαρχικό παράπτωμα και με επιστολή του ημερομηνίας 21.8.2008, τον πληροφόρησε ότι τον τιμωρεί με 2ήμερο περιορισμό, παραθέτοντάς του και τους λόγους:-

 

 

«1. Αφού έλαβα υπόψη την Διοικητική σας απολογία από 19 Αυγ 2008 και αφού διερεύνησα τους ισχυρισμούς που προβάλατε σ' αυτήν

                                             σας τιμωρώ

με 2ήμερο περιορισμό, διότι στις 30 Ιουνίου 2008 σε γενόμενη από εσάς προσωπική αναφορά που αφορούσε την μετάθεση σας εκφραστήκατε εναντίον της ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ της ΕΦ με σχόλια - κρίσεις και συγκεκριμένα τους παρακάτω χαρακτηρισμούς:

(α) Ότι με αυτήν την ενέργεια της ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ να σας μεταθέσει στην πιο κάτω θέση έχουν προσβληθεί οι θεσμοί, η πειθαρχία και η ενότητα στις τάξεις των Αξιωματικών.

(β) ότι προωθείται η διάκριση, αμεροληψία και η αναξιοκρατία, εκφράσεις οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα να προσβληθεί η υπόληψη της ΕΦ κατά παράβαση του άρθρου 1 του πρώτου πίνακα των πειθαρχικών κανονισμών της ΕΦ.

2.                  Ο ισχυρισμός που προβάλατε στην απολογία σας για να δικαιολογήσετε τις κρίσεις και τα σχόλια στα οποία αναφερθήκατε στην αναφορά σας με ημερομηνία 30 Ιουνίου 2008 ότι δεν είχατε πρόθεση να προσβάλετε την υπόληψη της ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ καταρρίπτεται από το άρθρο 1 του πρώτου πίνακα του (α) σχετικού σύμφωνα με το οποίο με την όλη συμπεριφορά σας δηλαδή με το να μην εκφράζεστε με τον προσήκοντα σεβασμό προς τους ανωτέρους σας και την Διοίκηση της ΕΦ και να προβαίνετε σε κρίσεις και σχόλια σε αποφάσεις της ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ έχετε παρουσιάσει πράγματι Αναξιοπρεπή και ανοίκειον συμπεριφορά η οποία συνιστά παράπτωμα.

3.                  Έκτιση της ποινής στο σπίτι σας.»

 

Η πιο πάνω επιστολή του Διοικητή του Αιτητή, κοινοποιήθηκε στην ΙΙΙ ΤΑΞΥΠ.

 

Ο Διοικητής της ΙΙΙ ΤΑΞΥΠ, όταν έλαβε γνώση της πιο πάνω επιστολής, επαύξησε την πειθαρχική ποινή του 2ήμερου περιορισμού, σε 10ήμερη φυλάκιση, παραθέτοντας και τους λόγους.  Παράλληλα, με επιστολή του ημερομηνίας 26.8.2008, ενημέρωσε σχετικά το Διοικητή του Αιτητή.  Το κείμενο της σχετικής επαύξησης, έχει ως εξής:-

 

«1. Αφού έλαβα υπόψη το (δ) σχετικό, που αφορά επιβληθείσα ποινή 2ήμερου περιορισμού, από τον Δκτη της ΔΕΘ, στον Σχη (ΠΖ) Βρυώνη Βύρωνα του Μιχάλη, ΑΜ2815

                                            ε π α υ ξ ά ν ω

σε 10ήμερη φυλάκιση, λόγω της σοβαρότητας του παραπτώματος, διότι στις 20 Ιουν 08 σε γενομένη προσωπική αναφορά του, για την πρόσφατη μετάθεση του, εκφράστηκε εναντίον της ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ της ΕΦ με σχόλια - κρίσεις, δηλαδή χρησιμοποίησε εκφράσεις οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα να προσβάλει την υπόληψη της ΕΦ κατά παράβαση του άρθρου 1 του πρώτου πίνακα των Πειθαρχικών Κανονισμών της ΕΦ καθ' ότι παρουσίασε συμπεριφορά αναξιοπρεπή και Ανοίκειον η οποία συνιστά παράπτωμα.  Η επαύξηση εκρίθη αναγκαία καθότι η Αναξιοπρεπής και Ανοίκειος συμπεριφορά σύμφωνα με τον Κανονισμό 10(9) του (α) σχετικού συνιστά βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα.

2.                  Έκτιση, καταχώρηση και κοινοποίηση με μέριμνα του Διοικητή της ΔΕΘ.»

 

Με την παρούσα προσφυγή του ο Αιτητής προβάλλει ως μοναδικό λόγο ακύρωσης, ότι η επίδικη απόφαση επαύξησης της ποινής είναι γενική, αόριστη και ως εκ τούτου θα πρέπει να θεωρηθεί αναιτιολόγητη.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τον Αιτητή, εισηγήθηκε ότι ο Διοικητής της ΙΙΙ ΤΑΞΥΠ είχε την εξουσία να επαυξήσει την πειθαρχική ποινή που είχε επιβάλει ο Διοικητής του Αιτητή, όμως προέβη στην επαύξηση χωρίς να δώσει την απαιτούμενη αιτιολογία ώστε να καταστήσει στον Αιτητή γνωστούς τους παράγοντες που έλαβε υπόψη, οι οποίοι δικαιολογούσαν την επαύξηση της ποινής.

 

Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους καθ'ων η αίτηση, θεωρεί ότι η επίκληση «της σοβαρότητας του παραπτώματος» θα πρέπει να θεωρηθεί επαρκής αιτιολογία.

 

Ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Η εξουσία για αύξηση της ποινής προέρχεται από τον Κανονισμό 11Α(7) των Κανονισμών τους 1964, όπως τροποποιήθηκαν.  Η παράγραφος (7) προβλέπει ότι:-

 

«11Α(7)  Ο Προϊστάμενος του επιβαλλόντος ποινήν τινά διοικητής ή ο Διοικητής της Δυνάμεως δύναται να επαυξήση ταύτην εάν κρίνη ότι η φύσις του παραπτώματος, αι συνθήκαι υφ' ας τούτο έλαβε χώραν, η προτέρα διαγωγή του τιμωρηθέντος ή η ανάγκη περιστολής συχνών παραπτωμάτων παρομοίας φύσεως, επιβάλλουν αυστηροτέραν ποινήν.  Ο όρος επαύξησις περιλαμβάνει και μετατροπήν του είδους της ποινής επί το αυστηρότερον.».

 

Όπως προκύπτει από τον πιο πάνω Κανονισμό, επαύξηση της ποινής μπορεί να στηριχθεί σε μία ή και περισσότερες από τις τέσσερις προϋποθέσεις του Κανονισμού, ήτοι:-

(α) στη φύση του αδικήματος

(β) στις συνθήκες διάπραξης του

(γ) στην προτέρα διαγωγή του τιμωρούμενου και

(δ) στην ανάγκη για περιστολή συχνών παραπτωμάτων παρόμοιας φύσης.

Ο Διοικητής στήριξε την επαύξηση της ποινής στη σοβαρότητα του παραπτώματος του Αιτητή.  Συγκεκριμένα, θεώρησε ότι ο Αιτητής: (α) χρησιμοποίησε εκφράσεις οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα να προσβάλουν την υπόληψη της Εθνικής Φρουράς, κατά παράβαση της παραγράφου 1 του Πρώτου Πίνακα των Πειθαρχικών Παραπτωμάτων της Εθνικής Φρουράς και (β) ότι παρουσίασε συμπεριφορά αναξιοπρεπή και ανοίκειο η οποία σύμφωνα με τον Κανονισμό 10(9) συνιστά βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα.

 

Αναφορικά με το πρώτο σκέλος του σκεπτικού, η παράγραφος 1 του Πρώτου Πίνακα Πειθαρχικών Παραπτωμάτων της Εθνικής Φρουράς, επεξηγεί ως εξής την αναξιοπρεπή και ανοίκειο συμπεριφορά:-

 

«(1) Αναξιοπρεπής και ανοίκειος συμπεριφορά, ήτοι εάν μέλος τι ενεργή κατά τρόπον προκαλούντα αταξίαν, ή κατά τρόπον επιβλαβή δια την πειθαρχίαν, ή κατά τρόπον όστις είναι εύλογον και πιθανόν ότι θα προσβάλη την υπόληψιν της Δυνάμεως.»

 

Από την άλλη, ο Κανονισμός 10(9), για τα βαριά πειθαρχικά παραπτώματα, προβλέπει ότι:-

 

«(9) Η αυστηρά φυλάκισις επιβάλλεται εις τους στρατιώτας και τους στρατευσίμους υπαξιωματικούς διά βαρέα πειθαρχικά παραπτώματα, διαπραττόμενα ιδία εν ενόπλω υπηρεσία ή καθ' υποτροπήν.  Οι δι' αυστηράς φυλακίσεως τιμωρούμενοι απαλλάσσονται πάσης υπηρεσίας και εκπαιδεύσεως, εκτίουν δε ταύτην εις το πειθαρχείον της μονάδος:

Νοείται, ότι οι υπαξιωματικοί εκτίουν τας ποινάς αυτών εις ιδιαίτερον πειθαρχείον κεχωρισμένως από των στρατιωτών:

Διά τους σκοπούς της παρούσης παραγράφου ο όρος «βαρέα πειθαρχικά παραπτώματα» περιλαμβάνει τα παραπτώματα τα αναγραφόμενα εις τας παραγράφους (1), (2), (3)(γ)(δ)(ε)(στ), (4), (5), (6), (7), (8)(β), (12), (13), (15), (16), (17), (19) και (20) του Πρώτου Πίνακος.»

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ο Διοικητής στηρίζει την επαύξηση στη σοβαρότητα του παραπτώματος.  Ο δικηγόρος του Αιτητή εισηγήθηκε ότι ο Κανονισμός 11Α(7) των Κανονισμών, δεν προβλέπει για επαύξηση ποινής λόγω της σοβαρότητας του παραπτώματος ή για βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα. 

 

Ο συγκεκριμένος Κανονισμός προσδιορίζει επακριβώς τις προϋποθέσεις για επαύξηση της ποινής.  Η πρώτη αφορά στη φύση του αδικήματος, ενώ η δεύτερη στις συνθήκες διάπραξης του.  Κατά την άποψη μου, η σοβαρότητα του αδικήματος συνήθως αναδύεται τόσο από τη φύση του αδικήματος όσο και από τις συνθήκες διάπραξης του.  Επομένως, δεν συμφωνώ ότι η σοβαρότητα του παραπτώματος δεν είναι στοιχείο που περιλαμβάνεται στον Κανονισμό 11Α(7).

 

Όμως, ο Διοικητής ενώ θεώρησε ότι η σοβαρότητα συνίσταται στη χρησιμοποίηση εκφράσεων που προσβάλλουν την υπόληψη της Εθνικής Φρουράς, δεν διευκρινίζει ποιες είναι αυτές οι εκφράσεις.  Εκ πρώτης όψεως οι εκφράσεις που χρησιμοποίησε ο Αιτητής δεν φαίνονται να είναι τέτοιες που εύλογα να θεωρηθούν ότι πιθανόν να προσβάλλουν την υπόληψη της Εθνικής Φρουράς.  Δεν μπορώ να δεχθώ ότι αν ένας υψηλόβαθμος αξιωματικός της Εθνικής Φρουράς παραπονεθεί ότι μια μετάθεση του παραβιάζει το Νόμο, τους Στρατιωτικούς Κανονισμούς, προσβάλλει τους θεσμούς και κατά την άποψή του προωθεί τη διάκριση και αναξιοκρατία, αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι προσβάλλει την υπόληψη της Εθνικής Φρουράς.  Τέτοιοι ισχυρισμοί προβάλλονται συχνά σε προσφυγές κατά αποφάσεων της ηγεσίας της Εθνικής Φρουράς και αλίμονο αν θεωρούνταν ότι συνιστούν παραπτώματα.

 

Όμως, επειδή ο Αιτητής χρησιμοποίησε και κάποιες άλλες λέξεις περί προσβολής της πειθαρχίας και ενότητας στις τάξεις των Αξιωματικών και γενικά περί αμεροληψίας, δέχθηκε και ο ίδιος ότι υπέπεσε σε παράπτωμα, γι' αυτό εξάλλου και δεν προσβάλλει την ποινή του διήμερου περιορισμού που του επέβαλε ο Διοικητής του.  Όμως, αμφισβητεί τη νομιμότητα της επαύξησης της ποινής από τον Διοικητή της ΙΙΙ ΤΑΞΥΠ.

 

Το παράπονο του Αιτητή είναι ότι η απόφαση για επαύξηση είναι αναιτιολόγητη.  Σύμφωνα με τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου, όπως αυτές κωδικοποιούνται στο άρθρο 28 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε στη λήψη της απόφασης.  Δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία η αναφορά στην απόφαση σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοστούν και να ισχύουν σε κάθε περίπτωση, ούτε βέβαια και η απλή αναφορά σε γενικούς όρους του νόμου που μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε οποιαδήποτε περίπτωση.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η αιτιολογία που έδωσε ο Διοικητής της ΙΙΙ ΤΑΞΥΠ, κατά την άποψή μου, όχι μόνο δεν είναι σαφής ως προς τις ακριβείς εκφράσεις που έθιξαν την υπόληψη της Εθνικής Φρουράς, αλλά ούτε και διευκρίνισε ποια ακριβώς συμπεριφορά ήταν αναξιοπρεπής και ανοίκειος.  

 

Δεν μπορώ να δεχθώ ότι απλή διαμαρτυρία και μόνο με επίκληση γενικόλογων όρων, μπορεί εύλογα να έχει αυτό το αποτέλεσμα.  Αλλά και αν ακόμη μπορούσε να δοθεί τέτοια ερμηνεία σε μέρος της συμπεριφοράς του Αιτητή, ο Διοικητής όφειλε να την προσδιορίσει επακριβώς, ώστε όχι μόνο να γνωρίζει ο ίδιος ο Αιτητής, αλλά και ο δικαστικός έλεγχος της πράξης να είναι εφικτός.  Αντί αυτού, χρησιμοποίησε γενικούς χαρακτηρισμούς και κριτήρια, άλλα από αυτά που προβλέπουν οι σχετικοί Κανονισμοί, με αποτέλεσμα η αιτιολογία να μη θεωρείται καθόλα ικανοποιητική.  Ο Διοικητής της ΙΙΙ ΤΑΞΥΠ φαίνεται να έδειξε υπέρμετρη ευαισθησία για ένα παράπονο που όσο και αν λεκτικά δεν διατυπώθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, εντούτοις δεν δικαιολογούσε επαύξηση της ποινής, χωρίς τουλάχιστον να εξειδικεύονται με σαφήνεια οι λόγοι.  Η γενική αναφορά του ότι ο Αιτητής «εκφράστηκε εναντίον της ιεραρχίας της ΕΦ με σχόλια-κρίσεις,δηλαδή χρησιμοποίησε εκφράσεις οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα να προσβάλει την υπόληψη της ΕΦ», δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής αιτιολογία.

 

Ο δικηγόρος του Αιτητή έθιξε και ένα άλλο ζήτημα, ότι ο Διοικητής εσφαλμένα θεώρησε ότι η συμπεριφορά του Αιτητή συνιστούσε «βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα» σύμφωνα με τον Κανονισμό 10(9) των Κανονισμών του 1964.  Η εισήγηση του κ. Οικονομίδη είναι ορθή.  Ο Κανονισμός 10(9) που αφορά στην επιβολή «αυστηρής φυλάκισης» για «βαριά πειθαρχικά παραπτώματα», εφαρμόζεται όπως προβλέπει ο ίδιος ο Κανονισμός, στις περιπτώσεις «στρατιωτών» και «στρατεύσιμων υπαξιωματικών».  Δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση ανωτέρων αξιωματικών, όπως είναι ο βαθμός του Συνταγματάρχη που κατείχε ο Αιτητής.  Κατά την άποψή μου, ο Διοικητής εσφαλμένα έκαμε αναφορά στον πιο πάνω Κανονισμό.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους καθ'ων η αίτηση, έκαμε αναφορά στην υπόθεση Χριστίνα Καλαθά ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1588/07, ημερομηνίας 11.9.2009, στην οποία μια πιο λακωνική αιτιολογία από την παρούσα, θεωρήθηκε ότι ήταν επαρκής αιτιολογία και ότι η σοβαρότητα του αδικήματος, ως συνδεόμενη με τη φύση του αδικήματος, ήταν προσδιοριστική του λόγου επαύξησης.  Τα ιδιαίτερα περιστατικά εκείνης της υπόθεσης, διαφέρουν κατά πολύ με τα γεγονότα της υπό εκδίκαση υπόθεσης.  Στην υπόθεση Καλαθά, ανωτέρω, η Αιτήτρια ενώ βρισκόταν με αναρρωτική άδεια και ενώ η Διοίκηση της αρνήθηκε άδεια να μεταβεί στο εξωτερικό, αυτή ταξίδευσε στην Ελλάδα.  Η σοβαρότητα του παραπτώματος της δεν αμφισβητείτο.  Επρόκειτο για ιδιάζουσα περίπτωση παρακοής των όρων της αναρρωτικής άδειας.  Γι' αυτό κρίθηκε από το παρόν Δικαστήριο, ότι δεν χρειαζόταν να λεχθεί οτιδήποτε περαιτέρω. 

 

Όμως στην προκειμένη περίπτωση, τα γεγονότα είναι πολύ διαφορετικά.  Τα γραφόμενα του Αιτητή έχρηζαν αξιολόγησης, ώστε να διαφανεί αν συνιστούσαν παράπτωμα και αν ναι, κατά πόσον συνιστούσαν ή όχι σοβαρό παράπτωμα.  Αντί αυτού, αποδόθηκαν στις λέξεις και εκφράσεις που χρησιμοποίησε ο Αιτητής, γενικοί χαρακτηρισμοί.  Στην υπόθεση Καλαθά, έκρινα ότι ο Διοικητής ενόψει της φύσης του παραπτώματος και της δεδομένης σοβαρότητας του αδικήματος, δεν χρειαζόταν να προσθέσει οτιδήποτε στην αιτιολογία που έδωσε.  Τα ίδια όμως δεν ισχύουν και στην υπό εκδίκαση υπόθεση.

 

Κατά την άποψή μου, η απόφαση για επαύξηση είναι αναιτιολόγητη και θα πρέπει να ακυρωθεί.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1300 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του Αιτητή.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

              

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο