ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.1228/2008)
19 Μαρτίου, 2010
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA (α) 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Αιτητής,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ ΕΦΟΡΟΥ
ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ,
Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - -
Χρ. Μίτσιγκας, για τον Αιτητή.
Α. Καλησπέρα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα προσφυγή είναι μια από σειρά υποθέσεων που ήχθηκαν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου από αγοραστές μεταχειρισμένων αυτοκινήτων πολυτελείας, τα οποία είχαν εισαχθεί και εκτελωνισθεί νόμιμα στην Κύπρο από το Ηνωμένο Βασίλειο, πλην όμως, σύμφωνα με στοιχεία τα οποία δόθηκαν στις αρχές της Δημοκρατίας, επρόκειτο για κλοπιμαία αυτοκίνητα, η εισαγωγή και εγγραφή των οποίων συνοδεύτηκε με παραποιημένα έγγραφα.
Στην παρούσα περίπτωση, ο αιτητής, προφανώς ανυποψίαστος και καλή τη πίστη, αγόρασε κατά το 2008 αυτοκίνητο τύπου Range Rover από φυσικό πρόσωπο, μετά που το όχημα αυτό είχε εισαχθεί στην Κύπρο από το Ηνωμένο Βασίλειο από εταιρεία η οποία κατέβαλε όλους τους οφειλόμενους δασμούς και φόρους. Με επιστολή του ημερομηνίας 9.6.2008, ο Αν. Έφορος Μηχανοκινήτων Οχημάτων πληροφόρησε τον αιτητή ότι τέθηκαν ενώπιόν του στοιχεία και πληροφορίες σύμφωνα με τα οποία τα έγγραφα που είχαν παρουσιαστεί κατά την εγγραφή του οχήματος στο Μητρώο του Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων είναι πλαστά ή δεν αφορούσαν το συγκεκριμένο όχημα που ενεγράφη, ή/και ότι η ταυτότητα του οχήματος είναι παραποιημένη και όχι η χαραχθείσα από τον κατασκευαστή του. Επιπρόσθετα, ότι το ίδιο όχημα ενδέχεται να είναι προϊόν κλοπής. Ως εκ τούτου, το πιστοποιητικό καταλληλότητας του οχήματος έπαυσε να ισχύει. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του Νόμου αρ. 1(Ι)/2007, όπως επληροφορείτο περαιτέρω ο αιτητής, συνεπεία των ανωτέρω, απαγορευόταν η οδική χρήση του οχήματος το οποίο δεν ήταν πλέον εφοδιασμένο με πιστοποιητικό καταλληλότητας, η δε άδεια κυκλοφορίας του λογιζόταν ως ανασταλείσα μέχρι την εξασφάλιση πιστοποιητικού καταλληλότητας. Μέχρι δε την παρουσίαση αυθεντικών εγγράφων και στοιχείων ως προς την πραγματική ταυτότητα του οχήματος και το πραγματικό ιδιοκτησιακό καθεστώς του, ο Έφορος απαγόρευσε τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης σχετικά με το όχημα, περιλαμβανομένης της μεταβίβασής του, της αποξένωσης και της έκδοσης αδειών και πιστοποιητικών και κάλεσε τον αιτητή να του παραδώσει το εκδοθέν πιστοποιητικό εγγραφής του οχήματος, την άδεια κυκλοφορίας και το πιστοποιητικό καταλληλότητας.
Τις πιο πάνω περιγραφείσες ενέργειες του καθ΄ου η αίτηση προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή του ο αιτητής, επιζητώντας την ακύρωση των αποφάσεων που του είχαν κοινοποιηθεί. Προβάλλει δε ο αιτητής διαφορετικούς λόγους για τους οποίους ισχυρίζεται ότι καθεμιά από τις επιμέρους αποφάσεις του καθ΄ου η αίτηση θα πρέπει να ακυρωθούν.
Προβολή της νομιμότητας/ορθότητας της απόφασης περί ανάκλησης του εκδοθέντος πιστοποιητικού καταλληλότητας. Κατ΄ ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνη περί τα πράγματα.
Αυτό ο λόγος ακύρωσης βασίζεται στη θέση του αιτητή ότι το συγκεκριμένο μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης του καθ΄ου η αίτηση είχε στηριχθεί στην επιστολή ημερομηνίας 3.6.2008, που είχε απευθύνει ο Β. Αρχηγός Αστυνομίας προς το Γενικό Εισαγγελέα, πλην όμως στην επιστολή εκείνη δεν αναφερόταν ότι η ταυτότητα του οχήματος όπως είχε χαραχτεί από τον κατασκευαστή του ήταν αλλοιωμένη, ενώ τέτοια αναφορά γινόταν σε σχέση με τέσσερα άλλα αυτοκίνητα. Επομένως, το συμπέρασμα του καθ΄ου η αίτηση ότι η ταυτότητα του οχήματος ήταν παραποιημένη, ήταν αυθαίρετο και πεπλανημένο και λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα. Ως αποτέλεσμα δε, η ακύρωση της ισχύος του πιστοποιητικού καταλληλότητας, που ήταν το αποτέλεσμα του εσφαλμένου συμπεράσματος, ήταν παράνομη.
Σε σχέση με τη θέση τούτη παρατηρώ τα εξής: Στην επιστολή του προς το Γενικό Εισαγγελέα ημερομηνίας 3.6.2008, ο Β. Αρχηγός Αστυνομίας ανέφερε μεταξύ άλλων και τα εξής:
"Στις 18/05/2008 πέντε μέλη του Ειδικού Τμήματος Διοίκησης Κλοπιμαίων Οχημάτων της Αστυνομίας Μητροπόλεως από το Ηνωμένο Βασίλειο, έφθασαν στην Κύπρο για συνεργασία με τις Κυπριακές Αστυνομικές Αρχές στα πλαίσια έρευνας γνωστής ως επιχείρηση CRENSHAW που αφορά σε οργανωμένη κλοπή οχημάτων μεγάλης αξίας από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Με την άφιξη των Άγγλων Ανακριτών στην Κύπρο και σε πλήρη συνεργασία με το Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων Αρχηγείου Αστυνομίας, άλλων αστυνομικών υπηρεσιών και του Τ.Ο.Μ. άρχισε από τις 19/05/2008 στις εγκαταστάσεις της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας του Αρχηγείου Αστυνομίας, ο έλεγχος και η επιθεώρηση των προαναφερθέντων οχημάτων τα οποία είναι όλα πολυτελείας.
Με βάση την μέχρι τώρα αξιολόγηση της υπόθεσης διαπιστώθηκε ότι τα εν λόγω αναφερόμενα μηχανοκίνητα οχήματα όσο και τα σχετικά έγγραφα που τα συνόδευαν κατά την εγγραφή τους στην Δημοκρατία ήταν είτε προϊόν κλοπής, είτε παραποιημένα-πλαστογραφημένα.
Συγκεκριμένα εξετάστηκαν 140 οχήματα και κατασχέθηκαν τα ακόλουθα αυτοκίνητα:
..............................................
18)KRN 345 μάρκας RANGE ROVER χρώματος μαύρου το οποίο είχε Αγγλικούς αριθμούς εγγραφής H1KLC. Το εν λόγω όχημα είχε πλαστό Αγγλικό πιστοποιητικό ιδιοκτησίας και είχε καταγγελθεί ως κλοπιμαίο και διεκδικείται από ασφάλεια στο Ηνωμένο Βασίλειο."
Στη δική του επιστολή ημερομηνίας 9.6.2008 προς τον αιτητή, ο καθ΄ου η αίτηση κοινοποιώντας τις προσβαλλόμενες αποφάσεις του, ανέφερε και τα εξής:
"Αναφορικά με το πιο πάνω μηχανοκίνητο όχημα σας πληροφορώ ότι έχουν τεθεί ενώπιον μου στοιχεία και πληροφορίες που δεικνύουν ότι τα έγγραφα που παρουσιάστηκαν κατά την εγγραφή του οχήματος στο Μητρώο του Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων είναι πλαστά ή δεν αφορούσαν το συγκεκριμένο όχημα που ενεγράφη ή/και ότι η ταυτότητα του οχήματος είναι παραποιημένη και όχι αυτή που χαράκτηκε από τον κατασκευαστή του. Επιπρόσθετα, με βάση τα εν λόγω στοιχεία και πληροφορίες, το όχημα ενδέχεται να είναι προϊόν κλοπής.
2. Επειδή, με βάση τα στοιχεία που έχω ενώπιο μου, η ταυτότητα του υπό αναφορά οχήματος είναι παραποιημένη και όχι αυτή που χαράκτηκε από τον κατασκευαστή του, διαπιστώνω ότι δεν τηρείται η προϋπόθεση που καθορίζεται στο σημείο 10, του Πίνακα Β΄του Πέμπτου Παραρτήματος των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984, όπως τροποποιήθηκαν, ως προς τα σημεία ελέγχου, αναφορικά με την ισχύ του πιστοποιητικού καταλληλότητας του οχήματος. Ως εκ τούτου, το πιστοποιητικό καταλληλότητας του υπό αναφορά οχήματος δεν ισχύει."
Όπως ορθά εισηγείται και η συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση, το σύνολο του λεκτικού της επιστολής του καθ΄ου η αίτηση δεικνύει ότι οι προβαλλόμενοι σ΄ αυτήν λόγοι συνάδουν πλήρως με το περιεχόμενο της επιστολής του Β. Αρχηγού Αστυνομίας, δεδομένου, κατά κύριο λόγο ότι τα έγγραφα τα οποία είχαν παρουσιαστεί κατά την εγγραφή του οχήματος δεν αφορούσαν το συγκεκριμένο όχημα, το οποίο συνοδεύτηκε με πλαστό Αγγλικό πιστοποιητικό ιδιοκτησίας. Ανεξάρτητα από το εάν και κατά πόσο η ταυτότητα του οχήματος ήταν παραποιημένη, το γεγονός που είχε προκύψει από τις έρευνες ήταν ότι κατά την εγγραφή του τα έγγραφα που παρουσιάστηκαν ήταν πλαστά ή δεν αφορούσαν το συγκεκριμένο όχημα, το οποίο, όπως είχε καταγγελθεί, ήταν κλοπιμαίο. Τα στοιχεία δε τούτα προέκυπταν από τις έρευνες και την επιστολή της Αστυνομίας και επιπρόσθετα ή εναλλακτικά προστέθηκε και το ενδεχόμενο παραποίησης της ταυτότητας του οχήματος.
Όσον αφορά στις διενεργηθείσες έρευνες, αυτές συνοψίζονται με επάρκεια στη σχετική ανταλλαγείσα αλληλογραφία, τα κύρια σημεία της οποίας παρατέθηκαν προηγουμένως. Αυτά τα στοιχεία, και άλλα που λεπτομερώς περιέχονται στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, καταδεικνύουν επαρκή διερεύνηση από μέλη της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας του Αρχηγείου Αστυνομίας, σε συνεργασία με ειδικά αφιχθέντες Άγγλους ανακριτές οι οποίοι παρέσχαν στοιχεία. Επίσης, καταδεικνύουν, όπως άλλωστε ειδικά αναφέρεται στην επιστολή του Β. Αρχηγού Αστυνομίας, ότι ο έλεγχος και η επιθεώρηση των υπό διερεύνηση οχημάτων, γινόταν σε πλήρη συνεργασία με το Τ.Ο.Μ. (δηλαδή το Τμήμα Οδικών Μεταφορών), του οποίου προΐσταται ο καθ΄ου η αίτηση. Εύλογα, επομένως, προκύπτει το ερώτημα, ποία περαιτέρω διερεύνηση θα απαιτείτο να εγίνετο από τον καθ΄ου η αίτηση, προτού αυτός λάβει τις επίδικες αποφάσεις του, και εξίσου εύλογα εξάγεται και το συμπέρασμα ότι η προηγηθείσα έρευνα ήταν επαρκής υπό τις περιστάσεις, κατ΄ εφαρμογή και του άρθρου 46 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999.
Εξάλλου, η απόφαση του καθ΄ου η αίτηση για ανάκληση ή τερματισμό της ισχύος του πιστοποιητικού καταλληλότητας του οχήματος του αιτητή δε βασίστηκε ή δε βασίστηκε αποκλειστικά σε παραποίηση του αριθμού μηχανής ή πλαισίου του οχήματος. Το κύριο γεγονός στο οποίο βασίστηκε η προσβαλλόμενη απόφαση έγκειτο στη διαπίστωση ότι κατά την εγγραφή του οχήματος στο μητρώο, οι αρχές είχαν εξαπατηθεί, εφόσον για την εγγραφή είχαν χρησιμοποιηθεί πλαστά πιστοποιητικά.
Κρίνω επομένως πως ούτε έλλειψη δέουσας έρευνας παρατηρείται, ούτε και έχει εμφιλοχωρήσει στην παρούσα περίπτωση οποιαδήποτε πλάνη περί τα πράγματα στη βάση της οποίας ενήργησε ο καθ΄ου η αίτηση.
Ως προς τη δυνατότητα ανάκλησης της πράξης έκδοσης του πιστοποιητικού καταλληλότητας, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος του αιτητή, τέτοια δυνατότητα η οποία παρέχεται γενικά από το άρθρο 54(1) και (2) του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, δεν έπρεπε εδώ να είχε ασκηθεί, εφόσον είχε παρέλθει εύλογο διάστημα και εφόσον με την ανάκληση επηρεάζονταν αρνητικά δικαιώματα τα οποία είχαν αποκτηθεί από καλή τη πίστη αγοραστή.
Κατ΄ αρχάς, αδυνατώ να δεχθώ ότι στην υπό εξέταση περίπτωση είχε παρέλθει μη εύλογο διάστημα μεταξύ της έκδοσης και ανάκλησης της πράξης έκδοσης πιστοποιητικού καταλληλότητας και άδειας κυκλοφορίας. Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Γ. Λυσιώτης ν. Αναπληρωτή Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων, Υπόθεση αρ. 1091/1990, ημερομηνίας 12.2.1992, στην οποία παρέπεμψε η συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση, η εγγραφή και η άδεια κυκλοφορίας οχήματος ανακλήθηκε από τον Έφορο λόγω παρουσίασης πλαστών εγγράφων κατά την αρχική εγγραφή του, 18 περίπου μήνες μετά. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι αποτέλεσμα της παραπλάνησης ως προς γεγονός που αποτελούσε προϋπόθεση για την εγγραφή, ήταν η εγγραφή του οχήματος κατά παράβαση ρητής πρόνοιας του Κανονισμού 4(2)(α)(iv) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984. Επομένως, με την προσβαλλόμενη πράξη ανακλήθηκε παράνομη και όχι νόμιμη πράξη. Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο χρόνος των 18 περίπου μηνών που μεσολάβησε μεταξύ της έκδοσης και της ανάκλησης της παράνομης πράξης από τη διοίκηση, κρινόμενος υπό το φως των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένου και του γεγονότος ότι οι έρευνες είχαν επεκταθεί και σε ξένη χώρα, ήταν εύλογος. Και αν ακόμα δεν εθεωρείτο εύλογος ο χρόνος, σε μια τέτοια περίπτωση η εγγραφή θα μπορούσε να ανακληθεί εν πάση περιπτώσει.
Στην παρούσα περίπτωση, το υπό αναφορά όχημα εγγράφηκε στη Κύπρο κατά την 12.10.2007 και στο όνομα του αιτητή, σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου εγγράφηκε στις 12.5.2008, ενώ σύμφωνα με τον αιτητή, εγγράφηκε στο όνομά του κατά την 9.1.2008 και παρουσίασε προς τούτο αντίγραφο του πιστοποιητικού εγγραφής. Η ανάκληση του πιστοποιητικού καταλληλότητας και της άδειας κυκλοφορίας από τον καθ΄ου η αίτηση έγινε στις 9.6.2008. Οι καταγγελίες ως προς παρανομίες σε σχέση με το υπό αναφορά και πολλά άλλα οχήματα, κοινοποιήθηκαν στις Κυπριακές Αρχές και άρχισε η διερεύνησή τους από την 19.5.2008. Με αυτά τα δεδομένα, είναι πιστεύω τελείως απρόσφορο να τίθεται εδώ θέμα ότι μεταξύ εγγραφής και ανάκλησης παρήλθε χρόνος ο οποίος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εύλογος έτσι ώστε να συνιστούσε δυνητικό εμπόδιο στη νόμιμη ανάκληση μιας παράνομης πράξης. Επομένως, παρέλκει η οποιαδήποτε περαιτέρω ακαδημαϊκή συζήτηση ως προς το εάν και κατά πόσο ο καθ΄ου η αίτηση μπορούσε να ανακαλέσει παράνομη πράξη και μετά την παρέλευση χρόνου που δεν θεωρείται εύλογος. (Σπύρος Γιαννή ν. Αν. Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων κ.ά. (1991) 4 ΑΑΔ 1785).
Η κατ΄ ισχυρισμό χωρίς εξουσία απαγόρευση διενέργειας οποιασδήποτε πράξης σε σχέση με το όχημα από τον καθ΄ου η αίτηση.
Σύμφωνα με τον αιτητή, ο καθ΄ου η αίτηση δεν είχε καμιά εξουσία να απαγορεύσει τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης σε σχέση με το όχημα. Ενώ είχε εξουσία, αν επιθυμούσε, να ανακαλέσει την πράξη έκδοσης πιστοποιητικού εγγραφής στο όνομα του αιτητή, δεν είχε εξουσία χωρίς να πράξει κάτι τέτοιο, να απαγορεύσει τη μεταβίβαση, αποξένωση κλπ του οχήματος υπό τύπον προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος, το οποίο μόνο Επαρχιακό Δικαστήριο που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία θα μπορούσε να πράξει.
Σε σχέση με το θέμα τούτο, ο καθ΄ου η αίτηση στην επιστολή του στην οποία παρετίθετο η προσβαλλόμενη απόφαση, καλούσε τον αιτητή όπως του παρουσιάσει:
(i) τα αυθεντικά έγγραφα του οχήματος,
(ii) στοιχεία για την πραγματική ταυτότητα του οχήματος, και
(iii) στοιχεία που να ξεκαθαρίζουν πλήρως το ιδιοκτησιακό καθεστώς του οχήματος.
Όπως δε πρόσθεσε στην επιστολή του ο καθ΄ου η αίτηση:
". με οδηγίες μου έχει απαγορευτεί οποιαδήποτε πράξη σχετίζεται με το όχημα περιλαμβανομένων των πράξεων μεταβίβασης, αποξένωσης, έκδοσης άδειας κυκλοφορίας και έκδοσης πιστοποιητικού καταλληλότητας."
Όπως διαπιστώνεται από την ως άνω περικοπή, πέραν της προσβαλλόμενης απόφασης περί ανάκλησης του πιστοποιητικού καταλληλότητας, ο καθ΄ου η αίτηση έδωσε και παρεπόμενες διοικητικής φύσεως οδηγίες σε σχέση με τη διαφύλαξη της κρατούσας κατάστασης πραγμάτων. Αυτές οι οδηγίες θα επέφεραν βέβαια έννομα και εκτελεστά αποτελέσματα μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο αιτητής απεπειράτο να αποξενώσει το όχημα ή αποτεινόταν για έκδοση άλλης άδειας κυκλοφορίας σε σχέση με το όχημα του οποίου το πιστοποιητικό καταλληλότητας είχε ανακληθεί και, επομένως, η κυκλοφορία του απαγορευόταν με βάση τις πρόνοιες του Νόμου αρ. 1(Ι)/2007, Άρθρο 12. Ο καθ΄ου η αίτηση, επομένως, όχι μόνο είχε τη δυνατότητα αλλ΄ είχε και το καθήκον να ενεργήσει όπως ενήργησε σε σχέση με ένα όχημα το οποίο εμφανιζόταν να είναι κλοπιμαίο, άγνωστης ταυτότητας και αμφίβολης καταλληλότητας να κυκλοφορεί.
Η κατ΄ ισχυρισμό χωρίς εξουσία διαταγή όπως ο αιτητής παραδώσει στον καθ΄ου η αίτηση το πιστοποιητικό εγγραφής, την άδεια κυκλοφορίας και το πιστοποιητικό καταλληλότητας του οχήματος.
Κατ΄ αρχήν, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι στην επιστολή του ο καθ΄ου η αίτηση δεν μετέφερε διαταγή, αλλά παράκληση, όπως του παραδοθούν τα πιο πάνω αναφερόμενα έγγραφα. Και πολύ φυσιολογικά βέβαια. Εφόσον είχε ανακληθεί το πιστοποιητικό καταλληλότητας, με αποτέλεσμα να ανασταλεί και η ισχύς του δικαιώματος κυκλοφορίας ενός οχήματος που παρουσιαζόταν να είναι κλοπιμαίο και αγνώστου ταυτότητας, διερωτάται κάποιος ποιά χρήση θα μπορούσαν να είχαν τα ζητηθέντα έγγραφα αν παρέμεναν στην κατοχή του αιτητή, με αποτέλεσμα να έδιδαν προς αυτόν και προς το όχημα ένα φαινομενικό μόνο δικαίωμα που παρουσιαζόταν στην όψη των εγγράφων, χωρίς κανένα πραγματικό αντίκρυσμα και με όποιους κινδύνους θα εμπεριείχε η συνεχιζόμενη κατοχή τους.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, κρίνω ότι η προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται με €1.000 έξοδα εναντίον του αιτητή.
Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ