ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 246/1990 - Ο περί Ο Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμος του 1990
Ν. 95(I)/2000 - Ο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμος του 2000
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. αρ.1468/2008)
16 Φεβρουαρίου, 2010
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Ε. ΝΙCHOLSON & SONS LTD
Αιτητές,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω του
Υπουργού Οικονομικών και/ή του
Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.)
Καθ΄ων η αίτηση.
------------------------
Ν.Χ΄Ιωάννου, για τους Αιτητές
Γ.Λαζάρου - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Oι αιτητές αμφισβητούν τη νομιμότητα της βεβαίωσης φόρου που εξέδωσε η ΄Εφορος ΦΠΑ σε σχέση με πωλήσεις προϊόντων που πραγματοποιήθηκαν από τους αιτητές μέσω καταλόγων.
Οι αιτητές γράφτηκαν στο ΦΠΑ με αριθμό 117/1997 για πώληση αγαθών μέσω καταλόγων. Στις 14.9.2007 Λειτουργοί του ΦΠΑ εξέτασαν τις φορολογικές δηλώσεις των αιτητών της περιόδου 1.1.2000-30.6.2007. Διαπιστώθηκε ότι οι αιτητές παρέλειψαν να καταβάλουν φόρο εκροών ύψους €16,663.70.
Οι αιτητές δραστηριοποιήθηκαν σε πωλήσεις ειδών ένδυσης και είδη δώρων μέσω καταλόγου. Οι εισαγωγές των εμπορευμάτων γινόταν από την εταιρεία La Redoute η οποία προμήθευε και τους καταλόγους. Οι αιτητές συνεργάζοντο με διάφορους αντιπροσώπους οι οποίοι πραγματοποιούσαν παραγγελίες εκ μέρους πελατών σε όλη την Κύπρο και εισέπρατταν αμοιβή ή προμήθεια 10%. Εκδίδοντο για το σκοπό αυτό δελτία παράδοσης (delivery notes) στα οποία αναγραφόταν το όνομα του αντιπροσώπου και το όνομα του πελάτη, και στη συνέχεια εκδιδόταν τιμολόγιο ΦΠΑ στον αντιπρόσωπο στο οποίο αναγραφόταν ο αριθμός του delivery note με μειωμένη αξία των εμπορευμάτων κατά 10%. Ο φόρος εκροών του αποδιδόταν στις φορολογικές δηλώσεις των αιτητών ήταν επί του μειωμένου ποσού, δηλαδή επί του 90% του ποσού της αξίας των εμπορευμάτων.
Εδώ ακριβώς έγκειται και η διαφορά των δύο πλευρών γιατί οι μεν αιτητές προβάλλουν το επιχείρημα ότι οι πωλήσεις οι οποίες εγίνοντο προς τους αντιπροσώπους ήταν για αξία εμπορευμάτων που κάλυπτε το 90% της αξίας, συνεπώς καταβαλλόταν φόρος ΦΠΑ γι΄αυτό το ποσό, ενώ η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση υποστηρίζει ότι οι αιτητές έπρεπε να καταβάλλουν ΦΠΑ για το 100% της αξίας, των πωληθέντων εμπορευμάτων.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών ισχυρίστηκε ότι το μόνο στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να αιτιολογήσει την εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση, είναι το τιμολόγιο δηλαδή το invoice. Οι αντιπρόσωποι ή μεταπωλητές, όπως τους χαρακτήρισε ο συνήγορος, ήταν ανεξάρτητοι αυτοεργοδοτούμενοι άσχετοι με τους αιτητές, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για την πληρωμή της αξίας των εμπορευμάτων στους τρίτους αγοραστές. Υπήρχαν δηλαδή, όπως εισηγήθηκε, δύο ανεξάρτητες συμφωνίες, μια μεταξύ αιτητών και μεταπωλητών που κάλυπτε το 90% της αξίας του εμπορεύματος, όπως αυτό παρουσιαζόταν στον κατάλογο, και μια δεύτερη συμφωνία μεταξύ μεταπωλητών και τρίτων αγοραστών, που καθόριζε ότι ήταν ευθύνη των μεταπωλητών να εισπράξουν το συνολικό ποσό του τιμήματος πώλησης ήτοι το 100% της αξίας των εμπορευμάτων.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση ισχυρίστηκε ότι ήταν εύλογο και επιτρεπτό δυνάμει του άρθρου 34(1) του περί Φ.Π.Α. Νόμου (Ν.246/90) να υποθέσει ο ΄Εφορος ότι οι μεταπωλητές δεν ήταν ανεξάρτητοι πωλητές και η τιμολογιακή δραστηριότητα των αιτητών έχει σχέση με την όλη δομή της πώλησης των εμπορευμάτων.
Στην προκείμενη περίπτωση ο ΄Εφορος κρίνοντας, με βάση το άρθρο 34(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Ν.246/90) και του άρθρου 49(1) του Ν.95(Ι)/2000), «ότι οι φορολογικές δηλώσεις ήταν ελλιπείς ή ότι περιείχαν σφάλματα» ή «οι δηλώσεις ήταν ελλιπείς ή ανακριβείς», προχώρησε στη βεβαίωση του οφειλόμενου φόρου με την επιστολή του ημερ.20.2.2008. Στην εν λόγω επιστολή αναφέρεται:
«Λανθασμένα αποδίδατε Φ.Π.Α. επί της μειωμένης αξίας των αγαθών που πωλούσατε προς τους τελικούς καταναλωτές μέσω καταλόγων κατά την αμοιβή των συνεργατών σας - agent. Τόσο από τα συμβόλαια συνεργασίας με τους αντιπροσώπους σας όσο και από τα σχετικά έγγραφα που εκδίδατε έχει διαπιστωθεί ότι οι αντιπρόσωποι ενεργούσαν εκ μέρους σας και εν πάση περιπτώσει η μεταξύ σας σχέση δεν ήταν σχέση αγοραστή - πωλητή.»
Στις 17.4.2008, οι αιτητές, ως είχαν δικαίωμα, κατέθεσαν μέσω των ελεγκτών τους, ένσταση με την οποία πρόβαλαν τη διαφορετικότητα της σχέσης με τους αντιπροσώπους τους ή το γεγονός ότι η πώληση των εμπορευμάτων γινόταν προς τους μεταπωλητές και όχι προς τρίτους αγοραστές των εμπορευμάτων. Επί του ποσού πωλήσεις προς τους αντιπροσώπους-μεταπωλητές καταβαλλόταν φόρος εκροών.
Το ερώτημα που χρήζει απάντησης είναι αν κάτω από τα δοσμένα γεγονότα, όπως τα περιέγραψα πιο πάνω, μπορεί να κριθεί ότι ο ΄Εφορος ορθώς έκρινε ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλλαν οι αιτητές ήταν ελλιπείς ή περιείχαν σφάλματα.
Εκ πρώτης όψεως η απάντηση είναι θετική. Οι αιτητές διαφήμιζαν τη πώληση των εμπορευμάτων μέσω του καταλόγου της αλλοδαπής εταιρείας La Redoute. Το αν πληρωνόταν μέρος της αξίας του τιμήματος πώλησης και το υπόλοιπο καταβαλλόταν σε τρίτους δεν διαφοροποιεί την εικόνα. Θα μπορούσε να καταβάλλεται με τη μορφή προμήθειας ή άλλου ανταλλάγματος σε διάφορα πρόσωπα και για διάφορους λόγους. Τούτες οι αφαιρέσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν βάσιμο λόγο μείωσης του αναλογούντος ποσού για πληρωμή του αναγκαίου ποσού Φ.Π.Α.; Η απάντηση είναι αρνητική. Ιδιαιτέρως όταν το τίμημα αγοράς που καταβαλλόταν από τρίτους ήταν αυτό που προσδιοριζόταν στον κατάλογο.
Συνεπώς βρίσκω ότι ήταν εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας του Εφόρου να θεωρήσει τις φορολογικές δηλώσεις ελλιπείς και να προχωρήσει στη βεβαίωση του αναλογούντος φόρου.
Η προσφυγή απορρίπτεται. Ποσό €1.500 ως έξοδα επιδικάζονται υπέρ των καθ΄ων η αίτηση και εναντίον των αιτητών. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται με βάση το άρθρο 146 4(α) του Συντάγματος.
Κ.Παμπαλλής,
Δ.