ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μελινιώτης Χριστόδουλος ν. Δήμου Λευκωσίας και Άλλων (2003) 1 ΑΑΔ 1067
Μελινιώτης Χριστόδουλος ν. Ταμείου Πλεονασμού (2006) 1 ΑΑΔ 144
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 2380/2006]
11 Ιανουαρίου, 2010
[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΜΕΛΙΝΙΩΤΗΣ
Αιτητής
ν.
ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
Λ. Λουκαΐδης για τον αιτητή.
Γ.Ζ. Γεωργίου για τους καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής κατείχε, στους καθ' ων η αίτηση, την οργανική θέση του Υπεύθυνου Τροχονόμων. Με την απόφαση των καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 24.2.00, αποφασίστηκε η κατάργηση της θέσης του και, παράλληλα, η αναγκαστική αφυπηρέτηση και συνταξιοδότησή του. Ο αιτητής αποχώρησε από την Υπηρεσία αφού εισέπραξε εφ' άπαξ φιλοδώρημα στο οποίο εκρίθη ότι δικαιούταν. Επίσης, έκτοτε, εισπράττει μηνιαία σύνταξη.
Ο αιτητής, με την επιστολή του τότε δικηγόρου του, ημερομηνίας 15.9.06, ζήτησε από τους καθ' ων η αίτηση «όλους τους μισθούς του μετά των τόκων από τις 30.4.00». Αυτό, στη βάση της σκέψης πως τον είχαν απολύσει παράνομα, «ως το Ανώτατο Δικαστήριο απεφάνθη στην απόφασή του ημερομηνίας 20.2.06». Οι καθ' ων η αίτηση, με την επιστολή τους ημερομηνίας 26.10.06, του απάντησαν πως τα συμπεράσματα του δεν υποστηρίζονται από το κείμενο της ως άνω πολιτικής έφεσης. Με την επισήμανση πως ο αιτητής, «αποδέχτηκε την πρόωρο αφυπηρέτησή του και έχει ήδη λάβει το ποσό το οποίο αυτός εδικαιούτο».
Ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή, ακριβώς με αναφορά στην πιο πάνω επιστολή των καθ' ων η αίτηση, ως περιλαμβάνουσα παράνομη άρνηση καταβολής «των μισθών, των δικαιωμάτων, των ωφελημάτων και των προνομίων του από της 30.4.2000 μέχρι την 1.10.2006, ημέρα της αφυπηρετήσεως του».
Προβλήθηκαν προδικαστικές ενστάσεις σε σχέση με το παραδεκτό της προσφυγής από διάφορες απόψεις και, για την κατανόηση του θέματος, θα παραθέσω το ιστορικό όπως το καταγράφουν οι δικαστικές αποφάσεις που προηγήθηκαν.
Στις 3.5.00, μετά την απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 24.2.00, ο αιτητής υπέβαλε στο Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού αίτημα για πληρωμή λόγω πλεονασμού. Το αίτημα απορρίφθηκε στις 21.1.01 και στις 22.6.01 καταχώρησε αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών με αξίωση να του επιδικαστούν ποσά για παράνομη απόλυση, αποζημιώσεις για απώλεια σταδιοδρομίας, μισθών και άλλες αποζημιώσεις. Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, με την απόφασή του ημερομηνίας 13.9.02, απέρριψε την αίτηση αφού έκρινε πως η οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη του Δήμου σε σχέση με την υπηρεσία του εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, για τον έλεγχο της νομιμότητας της οποίας αποκλειστική δικαιοδοσία, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, είχε το Ανώτατο Δικαστήριο. Ασκήθηκε έφεση και η πρωτόδικη απόφαση, στην έκταση που αφορούσε στην περί την παράνομη απόλυση και τις προεκτάσεις της, επικυρώθηκε. Αυτά, όπως εξηγήθηκε, ορθά κρίθηκε πως ενέπιπταν στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Όχι, όμως, και τα διαζευκτικά σε σχέση με το αίτημα για πληρωμή λόγω πλεονασμού. Αυτό το αίτημα «εβασίζετο όχι σε παράνομη απόλυση αλλά σε πλεονασμό που ακριβώς εξυπάκουε το νόμιμο της απόλυσης», και δεν ήταν ορθή η απόρριψή του ως εάν και επί αυτού το πρωτόδικο Δικαστήριο να μην είχε δικαιοδοσία. Επομένως, χωρίς και να διατυπώσει οποιαδήποτε άποψη «ως προς το δίκαιο της απαίτησης», παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών για να καταλήξει εκείνο σε απόφαση επί της ουσίας. (Βλ. Μελινιώτης ν. Δήμου Λευκωσίας (2003) 1 ΑΑΔ 1067).
Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών συζήτησε τα περί πλεονασμού στην ουσία τους και απέρριψε το αίτημα αφού, όπως έκρινε, ο τερματισμός των υπηρεσιών του εφεσείοντα δεν ενέπιπτε σε οποιεσδήποτε από τις πρόνοιες του άρθρου 18 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν. 24/67, όπως τροποποιήθηκε). Ασκήθηκε η έφεση με αριθμό 12012 και επειδή είναι από αυτή που θεωρεί ο αιτητής ότι προκύπτουν όσα τώρα διεκδικεί, θα παραθέσω αυτούσιο το σκεπτικό της απόφασης που εξέδωσε για το Εφετείο ο Αρτεμίδης Π. (Βλ. Μελινιώτης ν. Ταμείου Πλεονασμού, (2006) 1 ΑΑΔ 144).
«Έχουμε ως δεδικασμένο πως ο εφεσείων υπηρετούσε σε οργανική θέση, η οποία εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 53(1) του περί Δήμων Νόμου 111/85, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα προβλέπονται δε για τη θέση σχέδια υπηρεσίας τα οποία εγκρίθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο. Το άρθρο 54(3) του Νόμου προνοεί πως πρόσωπο που κατέχει οποιαδήποτε θέση, απ' αυτές που δημιουργούνται σύμφωνα με το εδάφιο 1, παύει να την κατέχει όταν συμπληρώσει το 60ον έτος της ηλικίας του. Ο δε Κανονισμός 31 των περί Δήμων Κανονισμών, ΚΔΠ71/2000, προβλέπει τα εξής:
«31. Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου, σε περίπτωση κατάργησης θέσης ο κάτοχος αυτής θεωρείται ότι εξακολουθεί να την κατέχει μαζί με όλα τα προνόμια και ωφελήματα της μέχρις ότου ο κάτοχος της θέσης που καταργήθηκε μ' αυτό τον τρόπο αφυπηρετήσει ή διοριστεί ή προαχθεί, είτε σε θέση που δημιουργήθηκε είτε σ' άλλη θέση.»
Είναι πρόδηλο από τα πιο πάνω πως η υπηρεσία του αιτητή διασφαλιζόταν θεσμικά μέχρι την αφυπηρέτηση του, στο 60ον έτος της ηλικίας του. (Δες για επιβεβαίωση των πιο πάνω την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας Άρτεμις Γεωργίου Αντωνίου v. Δημοτικού Συμβουλίου Κάτω Πολεμιδιών (2005) 3 Α.Α.Δ. 471. Προφανώς με συναίνεση του ενεργοποιήθηκαν οι διατάξεις των Δημοτικών (τροποποιητικών) Κανονισμών Λευκωσίας του 1997, Κ.Δ.Π. 284/97, που τροποποίησαν, με την εισαγωγή του Κανονισμού 31(1), τους περί Συντάξεων και Φιλοδωρημάτων Κανονισμούς, για πρόωρη αφυπηρέτηση του. Η προϋπόθεση της συγκατάθεσης δημοτικού υπαλλήλου για τη λειτουργία αυτού του κανονισμού υποδηλώνει ακριβώς την εκ του νόμου διασφάλιση της υπηρεσίας του μέχρι το 60ον έτος της ηλικίας του.
Η λειτουργία του Ταμείου Πλεονασμού αφορά στις περιπτώσεις όπου εργοδότης, για τους λόγους που αναφέρονται στο Νόμο, δικαιολογημένα απολύει υπάλληλο του, οπόταν ο τελευταίος δικαιούται τα υπό του Νόμου καθοριζόμενα ωφελήματα. Στην υπόθεση που εξετάζουμε οι όροι υπηρεσίας του αιτητή είναι θεσμοθετημένοι στους νόμους και κανονισμούς, που αναφέρουμε πιο πάνω. Ειδικότερα διασφαλίζεται η παραμονή του στην υπηρεσία μέχρι το 60ον έτος της ηλικίας του. Δεν τίθεται θέμα ως εκ τούτου εφαρμογής των διατάξεων του Νόμου που αφορούν στον πλεονασμό. Εργοδοτούμενοι που υπηρετούν στο δημόσιο, και διασφαλίζεται η υπηρεσία τους μέχρι την αφυπηρέτηση τους, εξ ορισμού δεν μπορεί να κηρυχθούν πλεονάζοντες. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα».
Η αντίληψη του αιτητή πως στην πιο πάνω έφεση αποφασίστηκε ότι η απόλυση του ήταν παράνομη και πως δικαιούταν στους μισθούς του αναδρομικά, μέχρι την ημέρα κατά την οποία θα αφυπηρετούσε, έχει στη βάση της την αναφορά, στην απόφαση του Εφετείου, στον Κανονισμό 31. Ήταν δε και ενώπιόν μου το κεντρικό επιχείρημα πως αφού αναγνωρίστηκε από το Εφετείο πως η υπηρεσία του διασφαλιζόταν θεσμικά μέχρι την αφυπηρέτηση του στο 60ό έτος της ηλικίας του, με συνέπεια τα προβλεπόμενα από τον Κανονισμό 31, προέκυπτε ως δικαίωμα του η καταβολή των μισθών του για όλη την περίοδο που μεσολάβησε, αφού θα πρέπει να θεωρηθεί ότι εξακολουθούσε να κατέχει τη θέση, με όλα τα προνόμια και ωφελήματά της. Αυτό σήμαινε αναγνώριση δημόσιου δικαιώματος από το οποίο δεν χωρεί παραίτηση και, περαιτέρω, πως η άρνηση της διοίκησης ήταν, αντίθετα προς την άποψη των καθ' ων η αίτηση, εκτελεστή διοικητική πράξη. Αυτό, αφού παρενεβλήθη η απόφαση του Εφετείου και η απόρριψη του αιτήματος συνιστούσε άρνηση συμμόρφωσης προς αυτή. Οπότε, ουσιαστικά, βρισκόμαστε μπροστά σε παράλειψη της οφειλόμενης ενέργειας για καταβολή των μισθών όπως αυτή επιβαλλόταν από την κανονιστική διάταξη στην οποία αναφέρθηκε το Εφετείο.
Ενώπιον του Εφετείου, στην Πολιτική Έφεση 12012, ήταν επίδικο το ιδιωτικού δικαίου ζήτημα του πλεονασμού και με κανένα τρόπο τα όποια δημοσίου δικαίου δικαιώματα του αιτητή. Η αντίληψη δε πως το Εφετείο, με την αναφορά στον Κανονισμό 31, προσδιόρισε τέτοια δημόσια δικαιώματα, όπως ορθά υποδεικνύουν οι καθ' ων η αίτηση, είναι λανθασμένη. Το Εφετείο έκρινε πως ορθά απορρίφθηκε το αίτημα για πληρωμή λόγω πλεονασμού με παραπομπή στις θεσμικές ρυθμίσεις σε σχέση με τη διασφάλιση της υπηρεσίας του αιτητή για να εξηγήσει πως, ενόψει εκείνων, δεν υπήρχε περιθώριο για πληρωμή λόγω πλεονασμού. Αυτές οι θεσμικές ρυθμίσεις περιλαμβάνουν, βεβαίως, τον Κανονισμό 31 αλλά δεν εξαντλούνται σ' αυτό. Αν είχαμε περίπτωση για κατάργηση της θέσης και αναζήτησης του πρακτέου ενόψει της, το θέμα θα ήταν διαφορετικό. Έχουμε όμως και το γεγονός της πράγματι αφυπηρέτησης του αιτητή, η οποία, μάλιστα, κατέστη δυνατή, όπως ακριβώς σημειώνει το Εφετείο, ενόψει του Κανονισμού 31(1) της ΚΔΠ 284/97 ο οποίος συμπληρώνει τη θεσμική ρύθμιση, με την προφανή συνέναισή του. Συνεπώς, στις 30.4.00 λήφθηκε απόφαση για αφυπηρέτηση και συνταξιοδότηση του αιτητή, αυτή ασφαλώς ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη και ήταν θέμα του αιτητή να την προσβάλει αν είχε την άποψη πως ήταν παράνομη. Αν ασκούσε δε τότε προσφυγή, ασφαλώς θα εξεταζόταν και το ζήτημα της νομιμοποίησής του ενόψει της συμμετοχής του, με τη σημειωθείσα ως προφανή συναίνεσή του, και του γεγονότος ότι, όπως επίσης σημείωσε το Εφετείο στην αρχή της απόφασής του, εισέπραξε «όλα τα κεκτημένα ωφελήματα του ...». Δεν έχει, όμως, ασκηθεί τέτοια προσφυγή και, βεβαίως, δεν είναι δυνατό τώρα, μετά από 6 χρόνια, να ελεγχθεί η νομιμότητα της απόφασης για την αφυπηρέτηση και συνταξιοδότησή του. Με απρόσβλητη και ισχυρή την αφυπηρέτηση και συνταξιοδότησή του, δεν μπορεί πλέον να τίθεται ζήτημα αυτόνομης λειτουργίας του Κανονισμού 31 της ΚΔΠ 71/00 που αναφέρεται στα δικαιώματα ενόψει κατάργησης της θέσης. Με δοσμένες τις πρόνοιες του Κανονισμού 31 της ΚΔΠ 71/00 αποφασίστηκε η αφυπηρέτηση και συνταξιοδότησή του και δυνατότητα πλέον για επίκλησή του θα παρεχόταν μόνο στην περίπτωση προσφυγής και ακύρωσης της απόφασης για αφυπηρέτηση και συνταξιοδότηση. Αποτέλεσμα της οποίας ήταν, όπως σημειώθηκε, η πράγματι αφυπηρέτηση του αιτητή από την υπηρεσία, η είσπραξη εφάπαξ φιλοδωρήματος γι' αυτό αλλά και η έκτοτε είσπραξη μηνιαίας σύνταξης.
Καταλήγω πως η διεκδίκηση τώρα των μισθών, ως οφειλόμενης ενέργειας, κατ' επίκληση του Κανονισμού 31 της ΚΔΠ 71/00, είναι αβάσιμη. Συναφώς, πως η επιστολή των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 26.10.06, δεν περιλάμβανε εκτελεστή απόφαση επί του θέματος. Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα πλέον ΦΠΑ.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/μσιαμπαρτά