ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 4 ΑΑΔ 1025

18 Νοεμβρίου, 2009

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ORTHA G.B.W. LTD.,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1757/2007)

 

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως ― Άρθρο 163(1) του       Ν. 82/67 ― Η έννοια της «αφεύκτου αιτίας» ― Η ερμηνεία της οποίας έτυχε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η διαφοροποίηση της επίδικης περίπτωσης, με βάση τα γεγονότα της.

Λέξεις και Φράσεις ― Η «άφευκτη αιτία» στο Άρθρο 163(1) του Ν.82/67 ― Ερμηνεία από την νομολογία.

Η αιτήτρια εταιρεία προσέφυγε κατά της σε βάρος της επιβολής εισαγωγικού δασμού, φόρου κατανάλωσης και Φ.Π.Α. ύψους Λ.Κ.7.223, αναφορικά με εμπορεύματα τα οποία είχαν κλαπεί, ενόσω βρίσκονταν υπό την φύλαξή της.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφγή, αποφάσισε ότι:

Κεντρικός άξονας της θέσης της αιτήτριας, ήταν ότι η απώλεια των μη ανευρεθέντων εμπορευμάτων δεν οφειλόταν σε οποιαδήποτε παράλειψη και/ή αμέλεια της να λάβει όλα εκείνα τα λογικώς αναμενόμενα υπό τις περιστάσεις μέτρα, που θα απέτρεπαν τις διαρρήξεις. Η απώλειά τους οφειλόταν αποκλειστικά σε «άφευκτη αιτία», ως ο συγκεκριμένος όρος χρησιμοποιείται στο Άρθρο 163(1) του Νόμου 82/67 και έτυχε ερμηνείας από την Ολομέλεια στη Χατζημάμας v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 512. Βασικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφονται τα επιχειρήματα των  καθ' ων η αίτηση συνιστά η θέση ότι η αιτήτρια παρέλειψε να λάβει όλα τα λογικά υπό τις περιστάσεις μέτρα που θα απέτρεπαν την κλοπή των εμπορευμάτων που τελούσαν υπό τη φύλαξή της. Η απόφαση στην υπόθεση Χατζημάμας (πιο πάνω) καθιέρωσε την αρχή ότι προκύπτει ευθύνη για την πληρωμή δασμού, εφόσον ο ιδιοκτήτης της αποθήκης αποταμίευσης, παρέλειψε να λάβει εκείνα τα λογικά μέτρα, που θα απέτρεπαν τη διάρρηξη της αποθήκης.

Από μόνη της η τοποθέτηση του εμπορευματοκιβωτίου εν προκειμένων στον ανοικτό χώρο, εντός του οποίου η πρόσβαση ήταν απόλυτα ευχερής, πολύ απέχει από τη λήψη λογικών μέτρων από την αιτήτρια, για αποτροπή της διάρρηξης του εμπορευματοκιβωτίου και κλοπής του περιεχομένου του. Η αιτήτρια περαιτέρω, αντί να λάβει, ως υπείχε καθήκον και ευθύνη να πράξει, αποτελεσματικά μέτρα, έτσι ώστε η εύκολη πρόσβαση στο εσωτερικό της αποθήκης, μέσω των παραθύρων, να καταστεί ανέφικτη, παρέλειψε να το πράξει. Η παρουσία στην παρούσα περίπτωση της πιο πάνω μαρτυρίας, η απουσία της οποίας στην υπόθεση Χατζημάμας διαδραμάτισε καθοριστικό υπέρ του αιτητή παράγοντα, δικαιολογεί τη διαφοροποίηση της παρούσας περίπτωσης, από εκείνη την υπόθεση. Η εν λόγω μαρτυρία καταδεικνύει ότι η αιτήτρια στην παρούσα περίπτωση παρέλειψε να λάβει εκείνα τα λογικά μέτρα, που θα απέτρεπαν τη διάρρηξη της αποθήκης και του εμπορευματοκιβωτίου.

Η προσφυγή απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Χατζημάμας v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 512.

Προσφυγή.

Ν. Νικολάου για Α. Γιωρκάτζη, για την Αιτήτρια.

Γ. Λαζάρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 21/8/2002 άγνωστοι διέρρηξαν τη Γενική Αποθήκη Αποταμίευσης 5.129, στη Λεμεσό, την οποία διατηρούσε και κατά τον ουσιώδη χρόνο λειτουργούσε η αιτήτρια εταιρεία με άδεια που της είχε παραχωρηθεί δυνάμει του Αρθρου 71 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου 82/1967. Οι διαρρήκτες πέτυχαν είσοδο στο εσωτερικό της αποθήκης σπάζοντας το γυάλινο υπερυψωμένο παράθυρο. Το ίδιο βράδυ, οι δράστες διέρρηξαν το εμπορευματοκιβώτιο με αριθμό MAΕU639220/4 το οποίο βρισκόταν σε ανοικτό αλλά περιφραγμένο χώρο, στον ίδιο χώρο στον οποίο βρισκόταν και η αποθήκη. Και στις δύο περιπτώσεις κλάπηκαν κούτες από τσιγάρα συνολικής αξίας Λ.Κ.1.750, για τα οποία δεν είχε καταβληθεί ο δασμός. Τα αδασμολόγητα τσιγάρα που κλάπηκαν από το εμπορευματοκιβώτιο προορίζονταν για εξαγωγή και είχαν τοποθετηθεί στο εμπορευματοκιβώτιο την προηγούμενη της διάρρηξης μέρα, στην παρουσία και υπό την επίβλεψη Τελωνειακού Λειτουργού ο οποίος και σφράγισε το εμπορευματοκιβώτιο με τελωνειακή σφραγίδα.

Παρά τα επιπρόσθετα, σύμφωνα με την αιτήτρια, μέτρα ασφάλειας που λήφθηκαν για αποτροπή επανάληψης της διάρρηξης και συγκεκριμένα την τοποθέτηση συστήματος συναγερμού στην αποθήκη, την αποθήκη διέρρηξαν για δεύτερη φορά άγνωστοι λίγες βδομάδες αργότερα και συγκεκριμένα μεταξύ 7 και 10/10/2002. Και αυτή τη φορά κλάπηκαν κούτες από αδασμολόγητα τσιγάρα. Την είσοδο τους στην αποθήκη τη δεύτερη φορά, οι διαρρήκτες πέτυχαν μέσω παραθύρου από αλουμίνιο το οποίο παραβίασαν με αιχμηρό όργανο.

Και στις δύο περιπτώσεις οι διαρρήξεις καταγγέλθηκαν στην Αστυνομία, οι έρευνες της οποίας απεκάλυψαν τον ακριβή αριθμό των τσιγάρων που κλάπηκαν. Αναφορικά με τη διάρρηξη της αποθήκης και την παραβίαση του εμπορευματοκιβωτίου στις 21/8/2002, προέκυψε μαρτυρία εναντίον συγκεκριμένων προσώπων, τα οποία αφού συνελήφθηκαν, κατηγορήθηκαν. Στην κατοχή των εν λόγω προσώπων εντοπίστηκε μέρος των κλαπέντων συνολικής αξίας Λ.Κ.1.225,02, τα οποία επιστράφηκαν στην αιτήτρια εταιρεία.

Με επιστολή του ημερομηνίας 25/9/2007 το Τμήμα Τελωνείων κοινοποίησε στην αιτήτρια την απαίτηση του για εισαγωγικούς δασμούς και φόρους σε σχέση με τις κλαπείσες ποσότητες τσιγάρων που δεν είχαν ανακτηθεί. Συγκεκριμένα το Τμήμα Τελωνείων αξιώνει από την αιτήτρια το συνολικό ποσό των Λ.Κ.7.223 με τόκο 8% ως εισαγωγικό δασμό, φόρο κατανάλωσης και Φ.Π.Α.. Αυτή είναι και η απόφαση των τελωνειακών αρχών, της οποίας την ακύρωση η αιτήτρια εταιρεία επιδιώκει με την παρούσα προσφυγή της.

Κεντρικός άξονας της θέσης της αιτήτριας ήταν ότι η απώλεια των μη ανευρεθέντων εμπορευμάτων δεν οφειλόταν σε οποιαδήποτε παράλειψη και/ή αμέλεια της να λάβει όλα εκείνα τα λογικώς αναμενόμενα υπό τις περιστάσεις μέτρα που θα απέτρεπαν τις διαρρήξεις. Η απώλεια τους οφειλόταν αποκλειστικά σε «άφευκτη αιτία», ως ο συγκεκριμένος όρος χρησιμοποιείται στο Άρθρο 163(1) του Νόμου 82/67 και έτυχε ερμηνείας από την Ολομέλεια στην Αναθεωρητική Έφεση Χατζημάμας v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 512. Προς επίρρωση της συγκεκριμένης θέσης της η αιτήτρια επικαλείται και την ενέργεια της να μεριμνήσει αμέσως μετά την πρώτη διάρρηξη, πριν όμως τη δεύτερη, για εγκατάσταση συστήματος συναγερμού, στην αποθήκη.

Βασικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφονται τα επιχειρήματα των καθ'ων η αίτηση συνιστά η θέση ότι η αιτήτρια παρέλειψε να λάβει όλα τα λογικά υπό τις περιστάσεις μέτρα που θα απέτρεπαν την κλοπή των εμπορευμάτων που τελούσαν υπό τη φύλαξή της. Ενδεικτικό της συγκεκριμένης θέσης των καθ'ων η αίτηση συνιστά το πιο κάτω απόσπασμα από τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου τους, το οποίο θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο:

"Το γεγονός και μόνο ότι σε διάστημα δύο μηνών πραγματοποιήθηκε νέα κλοπή, δείχνει κατά την ταπεινή μου εισήγηση, ότι οι δράστες διαπίστωσαν πως δεν λήφθηκαν από τους αιτητές επαρκώς και ή ικανοποιητικά μέτρα για να τους αποτρέψουν από τη διάπραξη της δεύτερης κλοπής. Το ότι οι αιτητές μετά την πρώτη κλοπή παρέλειψαν να ενισχύσουν την ασφάλεια των παραθύρων με την τοποθέτηση μονίμων, σταθερών και στερεών μεταλλικών πλεγμάτων (σχάρες), δείχνει πόσο επιπόλαια και υπερφίαλα αντιμετωπίστηκε το ζήτημα της ασφάλειας της αποθήκης, αφού σύμφωνα με την έκθεση της αστυνομίας η χρήση και μόνο απλού αιχμηρού αντικειμένου ήταν ικανή για την παραβίαση των παραθύρων.

Οι αιτητές, κατά την ταπεινή μου εισήγηση, όφειλαν, ως διαχειριστές αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης, να λάβουν όλα εκείνα τα λογικά και ενδεικνυόμενα μέτρα προφύλαξης και προστασίας των επίδικων εμπορευμάτων, από οποιονδήποτε κίνδυνο, περιλαμβανομένου και αυτού της διάρρηξης. Σε καμιά περίπτωση δεν έπρεπε τα αλουμινένια παράθυρα να ήταν φτιαγμένα κατά τρόπο που η παραβίαση τους να είναι τόσο απλή και εύκολη που με μόνο το σπάσιμο γυαλιού (πρώτη διάρρηξη) ή τη χρήση ενός αιχμηρού αντικειμένου (δεύτερη διάρρηξη) να καθίσταται δυνατή η είσοδος στην αποθήκη.

Η παράλειψη των αιτητών να λάβουν όλα εκείνα τα λογικά μέτρα που θα απέτρεπαν την κλοπή των εμπορευμάτων που τελούσαν υπό τη φύλαξή τους δεν σταματά, όπως προκύπτει από τα δεδομένα της υπόθεσης, με τα εμπορεύματα του εμπορευματοκιβωτίου, αφού αντί να μετακινήσουν το εμπορευματοκιβώτιο στον ασφαλισμένο περιφραγμένο χώρο του λιμανιού, το άφησαν εκτεθειμένο έξω από την αποθήκη.

Τα πιο πάνω στοιχεία, κατά την ταπεινή μου άποψη, καταδεικνύουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι οι αιτητές επέδειξαν υπέρμετρη αμέλεια τόσο αναφορικά με την παράλειψη έγκαιρης μετακίνησης του εμπορευματοκιβώτιου στον ασφαλισμένο χώρο του λιμανιού όσο και αναφορικά με την παράλειψη λήψης όλων εκείνων των αναγκαίων μέτρων ασφάλειας των παραθύρων που θα απέτρεπαν τη διάρρηξη της επίδικης αποθήκης."

Όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες θέσεις στις οποίες έχω ήδη αναφερθεί πιο πάνω, το βασικό και κύριο ουσιαστικά ερώτημα που εγείρεται στην παρούσα προσφυγή είναι το κατά πόσο η επίδικη απόφαση δικαιολογείτο με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 163(1) του Νόμου. Για σκοπούς ολοκλήρωσης της εικόνας θα πρέπει να πω ότι η αιτήτρια και ιδιοκτήτρια της επίμαχης αποθήκης αποταμίευσης υπέχει ευθύνη και αυτή την ευθύνη την εναποθέτει στους ώμους της το Άρθρο 76 του Νόμου 82/67, να καταβάλει τους δασμούς που αναλογούν σε ελλείμματα τα οποία δεν είναι δυνατό να αποδοθούν σε νόμιμη αιτία. Στο βαθμό και την έκταση που οι πρόνοιες του Άρθρου 163(1) του Νόμου μας αφορούν, τις παραθέτω αυτούσιες:

"(1) Εφ' όσον αποδειχθή τω Διευθυντή ότι εμπορεύματα υποκείμενα εις τίνα δασμόν ή φόρον απωλέσθησαν ή κατεστράφησαν εξ αφεύκτου τινος αιτίας:

(α)     .........................

(β)     .........................

(γ)     εν όσω είναι αποταμιευμένα εν τίνι δημόσια ή ιδιωτική αποθήκη ή

(δ)     .........................

(ε) .........................

ο Διευθυντής απαλλάττει τα εμπορεύματα του φόρου ή δασμού ή επιστρέφει τον καταβληθέντα δασμόν ή φόρον ή παραιτείται πάσης αξιώσεως προς επαναπληρωμήν οιουδήποτε δασμού ή φόρου επιστραφέντος επί τη αποταμιεύσει τούτων."

Ο όρος «εξ αφεύκτου τινος αιτίας» ερμηνεύθηκε σχετικά πρόσφατα και συγκεκριμένα στην υπόθεση Χατζημάμας (πιο πάνω). Ο πρωτόδικος Δικαστής, με αναφορά σε διάφορα ερμηνευτικά λεξικά, ελληνικά όπως και αγγλικά, αφού ερμήνευσε το συγκεκριμένο όρο στη βάση της γραμματικής έννοιας των λέξεων κατέληξε ότι ο όρος «άφευκτος», σημαίνει «αναπόφευκτος», «αναπόδραστος», «inevitable, unavoidable», ή όπως πολύ εύστοχα σημειώνει «εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να αποφύγει». Η ερμηνεία που δόθηκε πρωτόδικα στο συγκεκριμένο όρο, δεν αμφισβητήθηκε από το Εφετείο. Αμφισβητήθηκαν όμως οι προεκτάσεις του όρου στα γεγονότα της υπόθεσης. Συγκεκριμένα το Εφετείο διαφωνώντας με το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, «ενόψει των πολλών διαρρήξεων και κλοπών από την εν λόγω αποθήκη μέσα στον ίδιο χρόνο τα γεγονότα ήταν τέτοια που δείχνουν ότι ο αιτητής δεν έλαβε τα λογικά μέτρα που όφειλε για αποτροπή των διαρρήξεων με αποτέλεσμα να μπορεί να θεωρηθούν οι κλοπές ως άφευκτη αιτία», επισημαίνει τα εξής:

"Το γεγονός ότι μέσα σε εννέα μήνες είχαν σημειωθεί τρεις διαρρήξεις στην αποθήκη αποταμίευσης δεν εξυπακούει ότι ο εφεσείων δεν έλαβε εκείνα τα λογικά μέτρα που θα απέτρεπαν την επανάληψη των διαρρήξεων. Δεν υπάρχουν οποιαδήποτε στοιχεία στα διάφορα έγγραφα που έχουν κατατεθεί και δεν έχει προσφερθεί οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία ότι ο εφεσείων υπήρξε ένοχος αμέλειας λήψης εκείνων των λογικών μέτρων που θα απέτρεπαν τη διάρρηξη της αποθήκης, ούτε και άλλη οποιαδήποτε μαρτυρία η οποία υποστηρίζει ότι ο κάτοχος της αποθήκης υπήρξε συνεργός στη διάπραξη των αδικημάτων της κλοπής.»

Μπορεί επομένως να λεχθεί ότι η απόφαση στην υπόθεση Χατζημάμας (πιο πάνω) καθιέρωσε την αρχή ότι προκύπτει ευθύνη για την πληρωμή δασμού εφόσον ο ιδιοκτήτης της αποθήκης αποταμίευσης παρέλειψε να λάβει εκείνα τα λογικά μέτρα που θα απέτρεπαν τη διάρρηξη της αποθήκης.

Στην παρούσα περίπτωση απουσιάζει παντελώς οποιαδήποτε μαρτυρία που να υποστηρίζει ότι η αιτήτρια, κάτοχος της αποθήκης και του εμπορευματοκιβωτίου, υπήρξε συνεργός στη διάπραξη των αδικημάτων της κλοπής. Όμως, σε αντίθεση με την υπόθεση Χατζημάμας, στην περίπτωση μας από το διοικητικό φάκελο προκύπτει η εξής μαρτυρία:

(α) Μέρος των εμπορευμάτων που κλάπηκε, επειδή η αιτήτρια το προόριζε για εξαγωγή, είχε μετακινηθεί την προηγούμενη της πρώτης διάρρηξης μέρα από την αποθήκη, και στην παρουσία των Τελωνειακών Αρχών είχε τοποθετηθεί σε εμπορευματοκιβώτιο το οποίο και σφραγίστηκε από τις Τελωνειακές Αρχές για να μεταφερθεί από την αιτήτρια στο αεροδρόμιο Λάρνακας με σκοπό την εξαγωγή του. Η αιτήτρια, αντί να μεριμνήσει ώστε το εν λόγω εμπορευματοκιβώτιο να μεταφερθεί για σκοπούς ασφαλούς φύλαξης σε χώρο στο αεροδρόμιο, εγκεκριμένο από τις Τελωνειακές Αρχές, επέλεξε να αναβάλει τη μεταφορά του, αφήνοντας το, σύμφωνα με τη μαρτυρία (βλ. έκθεση του Ανώτερου Τελωνειακού Λειτουργού Π. Θεοδότου, ημερομηνίας 27/1/2003, που αποτελεί μέρος του φακέλου), σε περιφραγμένο μεν, πλην όμως μη εγκεκριμένο, ανοικτό χώρο έξω από την κυρίως αποθήκη, εντός του οποίου η πρόσβαση, όπως έχει διαφανεί, ήταν πολύ ευχερής και χωρίς να λάβει μέτρα για την ασφαλή φύλαξή του. Από μόνη της η τοποθέτηση του εμπορευματοκιβωτίου στον ανοικτό χώρο εντός του οποίου η πρόσβαση ήταν απόλυτα ευχερής, πολύ απέχει από τη λήψη λογικών μέτρων για αποτροπή της διάρρηξης του εμπορευματοκιβωτίου και κλοπής του περιεχομένου του. Κοντολογίς, η αιτήτρια αντί να μεριμνήσει για την ασφαλή φύλαξη του εμπορευματοκιβωτίου για όσο χρονικό διάστημα αυτό θα παρέμενε στο συγκεκριμένο χώρο, ως είχε καθήκον και ευθύνη να πράξει, το άφησε ουσιαστικά εκτεθειμένο καθιστώντας το έτσι έρμαιο στις ορέξεις επίδοξων διαρρηκτών.

(β) Οι διαρρήκτες στις 21/8/2002, δηλαδή την πρώτη φορά, πέτυχαν είσοδο στο εσωτερικό της αποθήκης μέσω παραθύρου αφού έσπασαν το γυαλί του, ενώ τον Οκτώβριο πέτυχαν είσοδο και πάλι μέσω παραθύρου αυτή τη φορά παραβιάζοντας απλά με τη χρήση αιχμηρού οργάνου, την από αλουμίνιο κατασκευή του. Όπως προκύπτει από τη μαρτυρία (βλ. έκθεση Π. Θεοδότου, Ανώτερου Τελωνειακού Λειτουργού, ημερομηνίας 27/1/2003), η αποθήκη της αιτήτριας βρίσκεται σε απομονωμένη τοποθεσία. Στο πίσω μέρος της υπάρχουν παραπήγματα τα οποία, καθιστούν εύκολη την πρόσβαση στα από αλουμίνιο υπερυψωμένα  παράθυρα της αποθήκης τα οποία «καλύπτουν ένα κενό πλάτους περίπου ενός μέτρου από το οποίο μπορεί να πραγματοποιηθεί πρόσβαση εντός της αποθήκης». Η αιτήτρια αντί να λάβει, ως υπείχε καθήκον και ευθύνη να πράξει, αποτελεσματικά μέτρα για θεραπεία της εν λόγω κατάστασης έτσι ώστε η εύκολη πρόσβαση στο εσωτερικό της αποθήκης, μέσω των παραθύρων, να καταστεί ανέφικτη, παρέλειψε να το πράξει. Ειδικότερα η αιτήτρια αντί να αντικαταστήσει τις από αλουμίνιο κατασκευές των παραθύρων της αποθήκης, των οποίων η παραβίαση δεν παρουσίαζε ιδιαίτερες δυσκολίες, με σιδερένιες κατασκευές ή κατασκευές από άλλο πιο στερεό και ασφαλές από το αλουμίνιο υλικό, ή τουλάχιστον να ενισχύσει τις υπάρχουσες κατασκευές με σιδερένιες σχάρες, παρέλειψε να το πράξει, (βλ. φάκελο και ιδιαίτερα την έκθεση Π. Θεοδότου), καθιστώντας έτσι την αποθήκη και το περιεχόμενο της εύκολη ουσιαστικά λεία για επίδοξους διαρρήκτες. Η τοποθέτηση συστήματος συναγερμού στην αποθήκη μετά την πρώτη, πριν όμως τη δεύτερη διάρρηξη, βελτίωσε την τότε υπάρχουσα κατάσταση, ουδόλως όμως την θεράπευσε.

Η παρουσία στην περίπτωση μας της υπό στοιχεία (α) και (β) πιο πάνω μαρτυρίας, η απουσία της οποίας στην υπόθεση Χατζημάμας διαδραμάτισε καθοριστικό υπέρ του αιτητή παράγοντα, δικαιολογεί τη διαφοροποίηση της παρούσας περίπτωσης από εκείνη την υπόθεση. Η εν λόγω μαρτυρία καταδεικνύει ότι η αιτήτρια στην παρούσα περίπτωση παρέλειψε να λάβει εκείνα τα λογικά μέτρα που θα απέτρεπαν τη διάρρηξη της αποθήκης και του εμπορευματοκιβωτίου.

Σαν αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα €1.200 υπέρ των καθ' ων η αίτηση.

Η επίδικη πράξη επικυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο