ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 4 ΑΑΔ 443

30 Ιουνίου, 2009

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

CHRIKAR TRADING CO. LTD.,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/ ΄Η

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 414/2007)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Γραπτή αγόρευση ― Κατά πόσο μπορεί να διορθωθεί στη γραπτή αγόρευση, η διατύπωση ερωτημάτων προδικαστικής παραπομπής στο Δ.Ε.Κ..

Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο ― Άρθρο 234 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ― Προδικαστική παραπομπή ερωτήματος στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.) ― Προϋποθέσεις και διερεύνηση της συνδρομής τους στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Γραπτή αγόρευση ― Δεν μπορεί να αποτελέσει μέσο διεύρυνσης των επιδίκων θεμάτων.

Οι αιτητές με ενδιάμεση αίτηση ζήτησαν την έκδοση διατάγματος δυνάμει του Άρθρου 234 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για προδικαστική παραπομπή τριών ερωτημάτων στο Δ.Ε.Κ..

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την αίτηση, αποφάσισε ότι:

1. Οι καθ' ων η αίτηση θεωρούν την επαναδιατύπωση των ερωτημάτων στην αγόρευση παράτυπη και ανεπίτρεπτη. Από τη στιγμή όμως που και το ίδιο το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια αυτεπαγγέλτως να παραπέμψει προδικαστικά ερωτήματα, καθώς επίσης και να τα διαφοροποιήσει ή να τα επαναδιατυπώσει, δεν δημιουργείται οποιοδήποτε κώλυμα. Εν πάση περιπτώσει, οι καθ' ων η αίτηση είχαν με την γραπτή τους αγόρευση, την ευκαιρία να εκφράσουν τη θέση τους επί των ερωτημάτων, όπως έχουν επαναδιατυπωθεί και επομένως δεν επηρεάζονται από την παρατυπία.

2. Σύμφωνα με το Άρθρο 234 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για να παραπεμφθεί ένα προδικαστικό ερώτημα θα πρέπει αυτό, μεταξύ άλλων, να σχετίζεται (α) με ερμηνεία της Συνθήκης, (β) με το κύρος και την ερμηνεία κοινοτικής νομοθεσίας και (γ) η απάντηση στο ερώτημα να είναι αναγκαία για να μπορέσει το εθνικό δικαστήριο να αποφασίσει τελεσίδικα την επίδικη διαφορά μεταξύ των διαδίκων. Η διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής ερωτήματος, διακρίνεται από άλλες διαδικασίες κάτω από την ομπρέλα της «απευθείας προσφυγής» στο Δ.Ε.Κ..

3. Στην προκειμένη περίπτωση, το πρώτο ερώτημα όπως έχει επαναδιατυπωθεί, όχι μόνο δεν είναι καθαρό, αλλά ούτε και διατυπώνει την ακριβή πρόνοια του κοινοτικού δικαίου που χρήζει ερμηνείας.  Η ερμηνεία του Κανονισμού 1898/87 για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, είναι ξεκάθαρη και δεν χρειάζεται να αναζητηθεί η συνδρομή του Δ.Ε.Κ. για να ερμηνευθεί.

    Πέραν τούτου, το ερώτημα δεν μπορεί να παραπεμφθεί, γιατί δεν αφορά την ερμηνεία οποιουδήποτε κανόνα κοινοτικού δικαίου, αλλά τη συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας με το κοινοτικό δίκαιο. Σύμφωνα με το Άρθρο 234 της Συνθήκης και τη σχετική νομολογία, το Δ.Ε.Κ. έχει εξουσία να ερμηνεύει το κοινοτικό δίκαιο, όχι όμως και το εθνικό ή τη συμβατότητα του με το κοινοτικό δίκαιο. Αναφορικά με την Οδηγία 79/112/ΕΟΚ, αυτή έχει τροποποιηθεί από την Οδηγία 89/397/ΕΟΚ και στη συνέχεια καταργήθηκε με την Οδηγία 2000/13/ΕΚ και επομένως δεν τίθεται θέμα ερμηνείας Κοινοτικής Οδηγίας που καταργήθηκε από το 2000, δηλαδή πολύ πριν την λήψη της επίδικης απόφασης το 2006.

4. Σε ό,τι αφορά την Οδηγία 2000/13/ΕΚ, αυτή διατυπώθηκε για πρώτη φορά στη γραπτή αγόρευση των Αιτητών, κάτι που είναι παράτυπο εφόσον η αγόρευση δεν αποτελεί μέσο για εισαγωγή νέων θεμάτων. Στην προκειμένη περίπτωση, εάν αφεθούν τα επίδικα θέματα να διευθυνθούν μέσα από την αγόρευση των Αιτητών, αυτά θα περιπλεχθούν.

5. Ούτε το δεύτερο ερώτημα μπορεί να παραπεμφθεί. Κατ' αρχάς δεν τίθεται θέμα προστασίας των εγχώριων γαλακτοκομικών προϊόντων, αφού ο σχετικός φόρος κατανάλωσης επιβαλλόταν ομοιόμορφα και στα ομοειδή εθνικά προϊόντα. Εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχουν παραδεχτά γεγονότα αναφορικά με τον όγκο παραγωγής τυριών από γάλα και «απομιμήσεων τυριών» στην Κύπρο. Τα όσα ισχυρίζονται οι Αιτητές στην αγόρευση του δικηγόρου τους, τα περί ασήμαντης παραγωγής «απομιμήσεων τυριών» στην Κύπρο, δεν είναι τίποτε άλλο από ατεκμηρίωτες εικασίες οι οποίες με κανένα τρόπο δεν μπορούν να θεμελιώσουν το αναγκαίο υπόβαθρο, για περαιτέρω εξέταση του θέματος.

6. Ούτε το τρίτο ερώτημα πληροί τις προϋποθέσεις για παραπομπή στο Δ.Ε.Κ.. Πρώτον, δεν είναι διατυπωμένο με τρόπο σαφή ώστε να φαίνεται με ευκρίνεια η πρόνοια του Κοινοτικού Δικαίου που χρήζει ερμηνείας. Αναφέρονται διάφορες πρόνοιες της Συνθήκης, χωρίς να διευκρινίζεται ποιος συγκεκριμένος όρος χρήζει ερμηνείας. Δεύτερον, και αυτό το ερώτημα όπως διατυπώνεται, αφορά περισσότερο στη συμβατότητα του εθνικού δικαίου, παρά στην ερμηνεία συγκεκριμένης πρόνοιας του κοινοτικού δικαίου.

7. Συνολικά δεν πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις, για την παραπομπή των ερωτημάτων. Δεν έχει αποδειχθεί ότι κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο και απαραίτητο, αφού πρωτίστως δεν τίθεται θέμα ερμηνείας και εφαρμογής του Κοινοτικού Δικαίου, ώστε να παρίσταται ανάγκη διασφάλισης ενιαίας ερμηνείας του. Ούτε τα ερωτήματα είναι απαραίτητο να απαντηθούν, ώστε να μπορεί να αποφασιστεί η παρούσα προσφυγή.

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Duringello v. INPS, Case C-186/90,

Van Gend en Loos v. Netherlands Administrative der Belastingen, Case No. 26/62.

Αίτηση.

Γ. Γεωργιάδης, για τους Αιτητές.

Μ. Θεοκλήτου (κα), για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:

Η θεραπεία που ζητείται

Οι Αιτητές με γραπτή αίτησή τους, ζητούν όπως εκδοθεί διάταγμα δυνάμει του Άρθρου 234 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για προδικαστική παραπομπή τριών ερωτημάτων στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής το Δ.Ε.Κ.). Επίσης, οι Αιτητές ζητούν την αναστολή της διαδικασίας, μέχρι να εκδοθεί απόφαση από το Δ.Ε.Κ. επί της πιο πάνω προδικαστικής παραπομπής. Αρχικά οι Αιτητές παράθεσαν τα 3 ερωτήματα στην Αίτησή τους*. Όμως μετά που ηγέρθηκαν στη γραπτή ένσταση, αμφιβολίες για τον τρόπο διατύπωσης των ερωτημάτων, ο δικηγόρος των Αιτητών έκρινε σκόπιμο να τα επαναδιατυπώσει, πράγμα που έπραξε στη γραπτή του αγόρευση. Τα τρία ερωτήματα όπως έχουν επαναδιατυπωθεί, θα τα παραθέσω σε κατοπινό στάδιο κατά την εξέταση του κάθε ερωτήματος.

Οι καθ' ων η αίτηση θεωρούν την επαναδιατύπωση των ερωτημάτων στην αγόρευση παράτυπη και ανεπίτρεπτη και ζητούν από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση γι' αυτό και μόνο το λόγο.

Δεν συμφωνώ. Από τη στιγμή που και το ίδιο το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια αυτεπαγγέλτως να παραπέμψει προδικαστικά ερωτήματα, καθώς επίσης και να τα διαφοροποιήσει ή να τα επαναδιατυπώσει, δεν δημιουργείται οποιοδήποτε κώλυμα. Εν πάση περιπτώσει, οι καθ' ων η αίτηση είχαν με την γραπτή τους αγόρευση, την ευκαιρία να εκφράσουν τη θέση τους επί των ερωτημάτων όπως έχουν επαναδιατυπωθεί και επομένως δεν επηρεάζονται από την παρατυπία.

Τα περιστατικά

Τo Τμήμα Τελωνείων από το 1999, διαπίστωσε ότι κυκλοφορούσαν στην αγορά διαφόρων τύπων απομιμήσεις τυριών, γι' αυτό για σκοπούς ομοιομορφίας αλλά και διασφάλισης των δημοσίων εσόδων, διευκρίνισε με εγκύκλιο του ότι μόνο τυριά που παρασκευάζονται από γάλα ή υποπροϊόντα γάλακτος με πυτιά θα πρέπει να ταξινομούνται στη δασμολογική κλάση 0406. Τόνισε ότι οι απομιμήσεις τυριών ή άλλων μεταλλαγμένων συστατικών υποκατάστατων του γάλακτος, θα πρέπει να θεωρούνται ότι αλλάζουν το χαρακτήρα του προϊόντος, με αποτέλεσμα να παύουν να θεωρούνται γαλακτοκομικά προϊόντα και ως εκ τούτου θα πρέπει να ταξινομούνται στη δασμολογική κλάση 1901 και 2106. Παρόμοιου περιεχομένου ήταν και η Εγκύκλιος «Ο-"T"(79)» σε σχέση με «τυριά» για χορτοφάγους («vegetable cheeses»), τα οποία επίσης θεωρήθηκαν «απομιμήσεις τυριών» και επιβαρύνονταν με φόρο κατανάλωσης.

Οι Αιτητές είναι εταιρεία περιορισμένης δια μετοχών ευθύνης, δεόντως εγγεγραμμένη δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, με έδρα τη Λευκωσία. Εισάγουν από την Ελλάδα και εμπορεύονται, μεταξύ άλλων, προϊόντα της Ελληνικής εταιρείας Kolios S.A. Greek Dairy με την εμπορική ονομασία "Fast", "Tostino", "Vitam" και "Aspro with Vegetable Fat Oil". Μεταξύ 22.5.04 και 5.3.06, οι Αιτητές μετέφεραν δια θαλάσσης από την Ελλάδα σε 26 διαφορετικές αποστολές (ενδοκοινοτικές διακινήσεις), διάφορες ποσότητες των πιο πάνω εμπορευμάτων. Τα συγκεκριμένα εμπορεύματα δεν παρασκευάζονται αποκλειστικά από ζωικό γάλα ή άλλα υποπροϊόντα ζωικού γάλακτος, ώστε να θεωρούνται τυριά, σύμφωνα με τις εγκυκλίους του Τελωνείου. Αντίθετα, περιέχουν φυτικά έλαια και άλλα συστατικά, υποκατάστατα του γάλακτος. Κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν επιβαλλόταν φόρος κατανάλωσης σε τυριά που παρασκευάζονταν από γαλακτοκομικά προϊόντα και ταξινομούνταν στη δασμολογική κλάση 0406*, ενώ επιβαλλόταν τέτοιος φόρος κατανάλωσης σε παρόμοια προϊόντα με υποκατάστατα γάλακτος, αφού χαρακτηρίζονταν ως «απομιμήσεις τυριών» και ταξινομούνταν στη δασμολογική κλάση 2106 και 1901 της συνδυασμένης ονοματολογίας «Taric»**.

Οι περισσότερες αποστολές των Αιτητών, περιείχαν τόσο τυριά από ζωικό γάλα, όσο και απομιμήσεις τυριών από φυτικά και υποκατάστατα προϊόντα του ζωικού γάλακτος. Οι Αιτητές μετά την καταχώρηση στο Τελωνείο Βεβαίωσης του κοινοτικού χαρακτήρα των εμπορευμάτων, εκτελώνιζαν και τις δύο κατηγορίες προϊόντων, χωρίς να καταβάλλουν φόρο κατανάλωσης για τα προϊόντα που θεωρούνταν «απομιμήσεις τυριών» και τα οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο φορολογούνταν με φόρο κατανάλωσης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν υπάρχουν πλέον διατυπώσεις που να εμποδίζουν την ελεύθερη διακίνηση των προϊόντων που εισάγονται στη Δημοκρατία, από άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια φυσικού ελέγχου κατά την άφιξη των προϊόντων στην Κύπρο.

Σύμφωνα με τους καθ' ων η αίτηση, τα εμπορεύματα που εισήξαν οι Αιτητές, παρά την εκτελώνισή τους εξακολουθούσαν να παραμένουν δεσμευμένα υπό τη φύλαξη του εισαγωγέα και δεν μπορούσαν να εισέλθουν στην ανάλωση μέχρι να υποβληθεί διασάφηση και να πληρωθούν οι αναλογούντες φόροι. Όμως οι Αιτητές, παρά τις σαφείς πρόνοιες του περί Φόρου Κατανάλωσης Νόμου, διέθεταν τα υποκείμενα στο φόρο κατανάλωσης, χωρίς να καταχωρούν μέσα στην προθεσμία που προέβλεπε ο Νόμος 91/2004 τις απαιτούμενες διασαφήσεις.

Σε κάποιο στάδιο, το Τμήμα Τελωνείων αφού συγκέντρωσε τα απαιτούμενα στοιχεία από τα σχετικά τιμολόγια, ετοίμασε συνοπτικό Κατάλογο στον οποίο, μεταξύ άλλων, φαίνονται τα προϊόντα που έφεραν φόρο και οι οφειλόμενοι φόροι κατανάλωσης. Στη βάση του Καταλόγου, η Διευθύντρια Τελωνείων με την επιστολή της ημερομηνίας 27.12.2006, αξίωσε από τους Αιτητές την καταβολή του ανείσπρακτου φόρου κατανάλωσης που συνολικά ανερχόταν στις Λ.Κ.177.142, πλέον 10% πρόσθετη χρηματική επιβάρυνση, η οποία ανέρχεται στο ποσό των Λ.Κ.17.714, πλέον 9% τόκο ετησίως επί του καταβλητέου ποσού, από την ημέρα που αυτό κατέστη οφειλόμενο.

Η μέχρι σήμερα δικαστική διαδικασία

Οι Αιτητές με την παρούσα Προσφυγή Αρ. 414/07, η οποία καταχωρήθηκε στις 8.3.2007, ζητούν την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 27.12.06, με την οποία χαρακτήριζαν τα εισαγόμενα τυριά που αναφέρονται πιο πάνω, ως απομιμήσεις, με αποτέλεσμα να επιβάλουν φόρο κατανάλωσης, πρόσθετη χρηματική επιβάρυνση και τόκους. Οι Αιτητές προβάλλουν έξι λόγους για ακύρωση της απόφασης: (α) Έλλειψη δέουσας έρευνας, (β) παραβίαση του Ευρωπαϊκού Δικαίου, (γ) ότι η απόφαση λήφθηκε μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου, (δ) έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας, (ε) πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο, (στ) παραβίαση των αρχών του Διοικητικού Δικαίου, (ζ) παράνομη και ανεπίτρεπτη αναδρομική επιβολή φόρου και (η) παραβίαση του Άρθρου 90 της Συνθήκης Ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Η διαδικασία προχώρησε με την καταχώρηση, την 31.7.2007 γραπτής ένστασης εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση. Σ' αυτήν εγείρεται προδικαστική ένσταση, ότι η προσβολή εκ μέρους των Αιτητών της χρηματικής επιβάρυνσης, δεν αποτελεί εκτελεστή πράξη. Η έγερση της προδικαστικής ένστασης δεν επηρεάζει το θέμα της παραπομπής προδικαστικού ερωτήματος, γι' αυτό και δεν χρειάζεται να λεχθεί οτιδήποτε περαιτέρω.

Οι διάδικοι προχώρησαν στην καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων.

Στη συνέχεια, καταχωρήθηκε η επίδικη ενδιάμεση αίτηση για προδικαστική παραπομπή ερωτημάτων στο Δ.Ε.Κ., ώστε να διασαφηνιστούν τα νομικά ερωτήματα που κατά την άποψη των Αιτητών, εγείρονται.

Οι καθ' ων η αίτηση έφεραν ένσταση, προβάλλοντας συγκεκριμένους λόγους για μη παραπομπή των ερωτημάτων στο Δ.Ε.Κ.. Τις ειδικές ενστάσεις τους για το κάθε ερώτημα θα τις παραθέσω σε κατοπινό στάδιο. Όμως, πέραν των ειδικών ενστάσεων, διατύπωσαν και δύο γενικές ενστάσεις για το ότι η αίτηση ήταν παράτυπη. Αυτές αφορούσαν στην επαναδιατύπωση των ερωτημάτων και τις έχω ήδη απαντήσει.

Η Εθνική Νομοθεσία

Κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ήταν σε ισχύ ο περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμος του 2004 (Ν. 91(Ι)/2004), στο εξής «ο Νόμος». Πρόκειται για εναρμονιστικό Νόμο. Η οφειλή των Αιτητών για φόρο κατανάλωσης, βασίζεται στα Άρθρα 3, 4(1), 5(1), 5(2)(α), 100 και στην Κλάση 12 του Μέρους «Γ» του Τέταρτου Παραρτήματος του Νόμου, η οποία προβλέπει ότι:-

«Απομιμήσεις τυριών που υπάγονται στους Κωδικούς Σ.Ο. 1901 και 2106 £1,40/kg».

Το Κοινοτικό Δίκαιο

Σε σχέση με το πρώτο ερώτημα, οι Αιτητές επικαλούνται κυρίως τον Κανονισμό 1898/87 ΕΟΚ, ο οποίος αφορά στην προστασία της ονομασίας του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων κατά τη διάθεσή τους στο εμπόριο. Σύμφωνα με το Άρθρο 2(1):-

«2(1) Η ονομασία «γάλα» προορίζεται αποκλειστικά για το προϊόν της φυσιολογικής έκκρισης των γαλακτοφόρων αδένων θηλαστικών, το οποίο λαμβάνεται με μία ή περισσότερες αμέλξεις χωρίς οποιαδήποτε προσθήκη ή αφαίρεση. Ωστόσο, η ονομασία «γάλα» δύναται να χρησιμοποιείται: α) για το γάλα που έχει υποστεί επεξεργασία που δεν δημιουργεί οποιαδήποτε τροποποίηση της σύνθεσής του ή για το γάλα του οποίου η περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες είναι τυποποιημένη σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1411/71 του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1971 περί καθορισμού συμπληρωματικών κανόνων της κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, όσον αφορά τα προϊόντα που υπάγονται στην κλάση 04.01 του κοινού δασμολογίου (1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 566/76 (2) (β) σε συνδυασμό με έναν ή περισσότερους όρους για τον καθορισμό του τύπου, της ποιοτικής κατηγορίας, της καταγωγής ή/και της προβλεπόμενης χρήσης του γάλακτος ή για την περιγραφή της φυσικής επεξεργασίας που έχει υποστεί ή των τροποποιήσεων ως προς τη σύνθεσή του, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω τροποποιήσεις συνίσταται μόνο στην προσθήκη ή/και την αφαίρεση φυσικών συστατικών του γάλακτος.

(2) Κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, ως γαλακτοκομικά προϊόντα νοούνται τα προϊόντα που προέρχονται αποκλειστικά από το γάλα· εννοείται ότι είναι δυνατό να προστίθενται ουσίες που είναι απαραίτητες για την παρασκευή τους, εφόσον οι εν λόγω ουσίες δεν χρησιμοποιούνται με σκοπό την ολική ή μερική αντικατάσταση οποιουδήποτε από τα συστατικά του γάλακτος. Για τα γαλακτοκομικά προϊόντα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά:- οι ονομασίες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα, οι ονομασίες κατά την έννοια του Άρθρου 5 της οδηγίας 79/112/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 1978 περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση και την παρουσίαση των τροφίμων που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή καθώς επίσης και τη διαφήμισή τους (3), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 85/7/ΕΟΚ (4), που πράγματι χρησιμοποιούνται για τα γαλακτοκομικά προϊόντα.»

Το εδάφιο (3) του Άρθρου 2 του Κανονισμού περιέχει απαγόρευση για την χρήση της ονομασίας «γάλα» και «γαλακτοκομικά προϊόντα», από οποιοδήποτε προϊόν, άλλο από αυτά που προβλέπονται στο Άρθρο 2.

Ο δικηγόρος των Αιτητών τελικά δέχθηκε, ότι ο πιο πάνω Κανονισμός καταργήθηκε από το Άρθρο 201 του Κανονισμού 1234/07 για τη «θέσπιση της κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διαλέξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα». Εισηγήθηκε όμως, ότι ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Εν πάση περιπτώσει, στο Παράρτημα ΧΙΙ του νέου Κανονισμού, ο ορισμός για την ονομασία «γάλα» είναι παρόμοιος.

Σχετική με το πρώτο ερώτημα είναι και η Οδηγία 79/112/ΕΟΚ η οποία τροποποιήθηκε από την Οδηγία 89/395/ΕΟΚ, η οποία με τη σειρά της καταργήθηκε από το Άρθρο 26 της Οδηγίας 2000/13/ΕΚ. Στην Οδηγία αυτή, γίνεται αναφορά στο πρώτο ερώτημα όπως επαναδιατυπώθηκε.

 

Σε σχέση με το δεύτερο ερώτημα, γίνεται επίκληση του Άρθρου 90 της Συνθήκης, ενώ για το τρίτο ερώτημα των Άρθρων 30, 31, 33(ι)(κ) και 34(2) της Συνθήκης.

Το Άρθρο 234 και η εμβέλειά του

Σύμφωνα με το Άρθρο 234 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για να παραπεμφθεί ένα προδικαστικό ερώτημα θα πρέπει αυτό, μεταξύ άλλων, να σχετίζεται (α) με ερμηνεία της Συνθήκης, (β) με το κύρος και την ερμηνεία κοινοτικής νομοθεσίας και (γ) η απάντηση στο ερώτημα να είναι αναγκαία για να μπορέσει το εθνικό δικαστήριο να αποφασίσει τελεσίδικα την επίδικη διαφορά μεταξύ των διαδίκων.

Η διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής ερωτήματος, διακρίνεται από άλλες διαδικασίες κάτω από την ομπρέλα της «απευθείας προσφυγής» στο Δ.Ε.Κ..* Θα πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι σύμφωνα με το Άρθρο 234, το Δ.Ε.Κ. δεν έχει δικαιοδοσία να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο (Βλ. Duringello v. INPS, Case C-186/90).

Οι Ισχυρισμοί των Διαδίκων και η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου

Το πρώτο ερώτημα

Το πρώτο ερώτημα όπως επαναδιατυπώθηκε, έχει ως εξής:-

«1. Η απαγόρευση της λέξης τυρί σε ονομασία προϊόντος που δεν έχει τα χαρακτηριστικά του τυριού, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των Άρθρων 2 και 3 της Οδηγίας 1898/87, την αντίστοιχη νομολογία του Δ.Ε.Κ. και το Άρθρο 5 § 1 της Οδηγίας 2000/13 ΕΚ, εκτείνεται και στην Εσωτερική Νομοθεσία (νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις) ενός Κράτους Μέλους; Ο χαρακτηρισμός "απομίμηση τυριών" που βρισκόταν στην κλάση 12 του μέρους Γ΄ του Τέταρτου Παραρτήματος, του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου 2004 και αφορά μη γαλακτοκομικά προϊόντα, συνάδει ή όχι με τις πρόνοιες των ως άνω διατάξεων του κοινοτικού δικαίου;»

Οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι η Κλάση Αρ. 12, Μέρος Γ, Παράρτημα 4 του περί Φόρου Κατανάλωσης Νόμου 91(Ι)/2004, στην οποία αναφέρεται ότι οι «απομιμήσεις τυριών» υπάγονται στη δασμολογική κλάση 1901 και 2106, δεν συνάδει με τις πρόνοιες του Κανονισμού 1898/87, ο οποίος παρά την κατάργηση του από το Άρθρο 201 του Κανονισμού 1234/07, εντούτοις κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν σε ισχύ. Ο Κανονισμός 1898/87 αφορά στην προστασία της ονομασίας του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων και διατυπώνει πρότυπα εμπορίας για γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα. Σύμφωνα με το Άρθρο 2, παράγραφος 1 του Κανονισμού, η ονομασία «γάλα» αφορά «αποκλειστικά στο προϊόν της φυσιολογικής έκκρισης των γαλακτοφόρων αδένων θηλαστικών». Επίσης, ότι γαλακτοκομικά προϊόντα νοούνται τα προϊόντα που προσφέρονται αποκλειστικά από το γάλα και ο όρος δεν μπορεί να χρησιμοποιείται από οποιοδήποτε άλλο προϊόν. Οι Αιτητές ισχυρίζονται επίσης ότι η Οδηγία 2000/13/ΕΚ, η οποία προβλέπει ότι η ονομασία ενός τροφίμου θα πρέπει να είναι η ονομασία που προβλέπεται από τις κοινοτικές διατάξεις για τα τρόφιμα και ελλείψει κοινοτικών διατάξεων η ονομασία θα είναι αυτή που προβλέπεται από τις νομοθετικές διατάξεις του κράτους μέλους στο οποίο πραγματοποιείται η πώληση, αποσκοπεί στο να αντιλαμβάνεται ο αγοραστής την πραγματική φύση του εμπορεύματος και να το διακρίνει από άλλα παρόμοια.

Οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι οι κοινοτικές διατάξεις, θα πρέπει να ερμηνευθούν κατά τρόπο που να απαγορεύουν τη χρήση της λέξης «τυρί» για προϊόντα που δεν είχαν τα χαρακτηριστικά τυριού. Η απαγόρευση θα πρέπει να ισχύει και για οποιεσδήποτε νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών. Ως αποτέλεσμα, είναι της άποψης ότι η αναφορά στον όρο «απομιμήσεις τυριών» στην Κλάση 12 του Μέρους Γ του Τέταρτου Παραρτήματος του περί Φόρου Κατανάλωσης Νόμου του 2004, αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο. Κατά την άποψη του δικηγόρου των Αιτητών, εξαιτίας των πιο πάνω, θα πρέπει να παραπεμφθεί το πρώτο ερώτημα στο Δ.Ε.Κ. ώστε να διευκρινιστεί κατά πόσον η σχετική αναφορά στον περί Φόρου Κατανάλωσης Νόμο, συνάδει ή όχι με τις πρόνοιες των διατάξεων του Κοινοτικού Δικαίου και η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση, θα πρέπει να ακυρωθεί.

Οι καθ' ων η αίτηση στη γραπτή ένσταση τους διατυπώνουν τις πιο κάτω ενστάσεις:-

«2. Σε σχέση με το πρώτο ερώτημα:

(α) Το ερώτημα δεν άπτεται ερμηνείας κοινοτικού δικαίου και/ή το Δ.Ε.Κ. στα πλαίσια προδικαστικής παραπομπής δεν εξετάζει ζητήματα συμβατότητας της εθνικής νομοθεσίας με το κοινοτικό δίκαιο.

(β) Το ερώτημα όπως έχει διατυπωθεί, δεν είναι ξεκάθαρο, ούτε σαφές ως προς τις συγκεκριμένες διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας, των οποίων η Αιτήτρια ζητά την ερμηνεία.

(γ) Η Οδηγία 797112/ΕΟΚ όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 89/395/ΕΟΚ καταργήθηκε από το Άρθρο 26 της Οδηγίας 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Μαρτίου, 2000, και/ή οι εν λόγω Οδηγίες δεν έχουν ισχύ και/ή δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην υπό εξέταση υπόθεση.

(δ) Ο Κανονισμός 1898/97 της Επιτροπής της 29ης Σεπτεμβρίου 1997 για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής στον τομέα του χοιρινού κρέατος του καθεστώτος που προβλέπεται στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3066/95 του Συμβουλίου, καμία εφαρμογή δεν έχει στην υπό εκδίκαση υπόθεση, η δε Αιτήτρια ουδεμία αναφορά κάνει στον Κανονισμό αυτό στις γραπτές της αγορεύσεις.

(ε) Άνευ βλάβης της υποπαραγράφου (δ) εάν η Αιτήτρια ήθελε ισχυρισθεί ότι η ορθή αναφορά είναι στον Κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1898/87 του Συμβουλίου της 2ας Ιουλίου 1987 σχετικά με την προστασία της ονομασίας του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων κατά τη διάθεσή τους στο εμπόριο, οι Καθ' ων η Αίτηση ισχυρίζονται ότι ο εν λόγω Κανονισμός έχει καταργηθεί από το Άρθρο 201 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/07 του Συμβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2007 για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα («Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ»). Περαιτέρω, ο Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1898/87 είναι παντελώς άσχετος με την ενώπιον του Δικαστηρίου διαφορά, αφού αφορούσε τη διάθεση προϊόντων στο εμπόριο και/ή είναι ανεφάρμοστος στην υπό εκδίκαση διαφορά.

(στ) Η ερμηνεία της Οδηγίας 79/112/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 89/395/ΕΟΚ και/ή του Κανονισμού 1898/97 και/ή του Κανονισμού 1898/87 είναι ξεκάθαρη.

(ζ) Η απάντηση στο ερώτημα αυτό ουδόλως είναι απαραίτητη για την έκδοση της απόφασης του Σεβαστού Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 414/07.»

Στην προκειμένη περίπτωση, το πρώτο ερώτημα όπως έχει επαναδιατυπωθεί, όχι μόνο δεν είναι καθαρό, αλλά ούτε και διατυπώνει την ακριβή πρόνοια του κοινοτικού δικαίου που χρήζει ερμηνείας. Συμφωνώ με την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ'ων η αίτηση, ότι η ερμηνεία του Κανονισμού 1898/87 για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, είναι ξεκάθαρη και δεν χρειάζεται να αναζητηθεί η συνδρομή του Δ.Ε.Κ. για να ερμηνευθεί.

Πέραν τούτου, το ερώτημα δεν μπορεί να παραπεμφθεί γιατί δεν αφορά την ερμηνεία οποιουδήποτε κανόνα κοινοτικού δικαίου, αλλά τη συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας με το κοινοτικό δίκαιο. Σύμφωνα με το Άρθρο 234 και τη σχετική νομολογία, το Δ.Ε.Κ. έχει εξουσία να ερμηνεύει το κοινοτικό δίκαιο, όχι όμως και το εθνικό ή τη συμβατότητα του με το κοινοτικό δίκαιο.

Αναφορικά με την Οδηγία 79/112/ΕΟΚ, αυτή έχει τροποποιηθεί από την Οδηγία 89/397/ΕΟΚ και στη συνέχεια καταργήθηκε με την Οδηγία 2000/13/ΕΚ και επομένως δεν τίθεται θέμα ερμηνείας Κοινοτικής Οδηγίας που καταργήθηκε από το 2000, δηλαδή πολύ πριν την λήψη της επίδικης απόφασης το 2006.

Σε ό,τι αφορά την Οδηγία 2000/13/ΕΚ, αυτή διατυπώθηκε για πρώτη φορά στη γραπτή αγόρευση των Αιτητών, κάτι που είναι παράτυπο εφόσον η αγόρευση δεν αποτελεί μέσο για εισαγωγή νέων θεμάτων. Στην προκειμένη περίπτωση, εάν αφεθούν τα επίδικα θέματα να διευθυνθούν μέσα από την αγόρευση των Αιτητών, κατά την άποψή μου αυτά θα περιπλεχθούν.

Το δεύτερο ερώτημα

Το δεύτερο ερώτημα όπως επαναδιατυπώθηκε, έχει ως ακολούθως:-

«2. Οι απαγορεύσεις του Άρθρου 90 εκτίνονται και στην επιβολή φόρου, όπως στην προκειμένη περίπτωση, στις "απομιμήσεις τυριών" σύμφωνα με την κλάση 12 του μέρους Γ΄ του Τέταρτου Παραρτήματος, του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου 2004; Η επιβολή φόρου, στις λεγόμενες "απομιμήσεις τυριών", αντίκειται στο Άρθρο 90 της Συνθήκης; Οδηγεί η επιβολή του επίδικου φόρου στην έμμεση προστασία των εγχώριων τυριών; Ποια είναι τα κριτήρια επί τη βάση των οποίων, εσωτερικός φόρος κράτους μέλους θεωρείται ότι οδηγεί έμμεσα στην προστασία άλλων προϊόντων κατά την έννοια του Άρθρου 90;»

Οι Αιτητές θεωρούν ότι η επιβολή φόρου κατανάλωσης στα προϊόντα τους που προέρχονται από κράτος-μέλος, αντίκειται στο Άρθρο 90 της Συνθήκης, το οποίο απαγορεύει την επιβολή εσωτερικών φόρων ψηλότερων από εκείνους που επιβαρύνουν άμεσα ή έμμεσα τα ομοειδή εθνικά προϊόντα.

Κατά την άποψη των Αιτητών, η επιβολή φόρου κατανάλωσης σε «απομιμήσεις τυριών» είχε σκοπό την έμμεση προστασία των εγχώριων γαλακτοκομικών τυριών, στα οποία δεν επιβαλλόταν φόρος κατανάλωσης. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι η επιβολή φόρου κατανάλωσης στις «απομιμήσεις τυριών», η παραγωγή των οποίων στην Κύπρο όπως ισχυρίζονται ήταν ασήμαντη, δημιούργησε μερικό ανταγωνισμό με τα γαλακτοκομικά τυριά τα οποία η Κύπρος ήθελε να προστατεύσει. Ως εκ τούτου, οι Αιτητές θεωρούν ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να αποστείλει το συγκεκριμένο προδικαστικό ερώτημα, γιατί τυχόν θετική απάντηση θα σήμαινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα καταστεί άκυρη, εφόσον θα αντίκειται στο Άρθρο 90 της Συνθήκης.

Οι καθ' ων η αίτηση ενίστανται στην παραπομπή του δεύτερου ερωτήματος για τους πιο κάτω λόγους, όπως αυτοί συνοψίζονται στη γραπτή ένσταση τους:-

«3. Σε σχέση με το δεύτερο ερώτημα:

(α) Το ερώτημα δεν άπτεται ερμηνείας κοινοτικού δικαίου και/ή το Δ.Ε.Κ. στα πλαίσια προδικαστικής παραπομπής δεν εξετάζει ζητήματα συμβατότητας της εθνικής νομοθεσίας με το κοινοτικό δίκαιο.

(β) Η ερμηνεία του Άρθρου 90 της Συνθήκης είναι ξεκάθαρη (acte clair) και/ή έχει ήδη ξεκαθαριστεί (acte éclairé), και/ή το Δ.Ε.Κ. έχει ήδη εκδώσει αποφάσεις επί της ερμηνείας του εν λόγω Άρθρου.

(γ) Δεν βρίσκονται ενώπιον του Σεβαστού Δικαστηρίου, στο παρόν στάδιο, τα γεγονότα που θα ήσαν απαραίτητα για την απάντηση του ερωτήματος αυτού.»

Ούτε αυτό το ερώτημα μπορεί να παραπεμφθεί. Κατ' αρχάς δεν τίθεται θέμα προστασίας των εγχώριων γαλακτοκομικών προϊόντων, αφού ο σχετικός φόρος κατανάλωσης επιβαλλόταν ομοιόμορφα και στα ομοειδή εθνικά προϊόντα. Εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχουν παραδεχτά γεγονότα αναφορικά με τον όγκο παραγωγής τυριών από γάλα και «απομιμήσεων τυριών» στην Κύπρο.  Συμφωνώ ότι τα όσα ισχυρίζονται οι Αιτητές στην αγόρευση του δικηγόρου τους, τα περί ασήμαντης παραγωγής «απομιμήσεων τυριών» στην Κύπρο, δεν είναι τίποτε άλλο από ατεκμηρίωτες εικασίες οι οποίες με κανένα τρόπο δεν μπορούν να θεμελιώσουν το αναγκαίο υπόβαθρο, για περαιτέρω εξέταση του θέματος.

Πέραν των πιο πάνω, το Δ.Ε.Κ. δεν εξετάζει δυνάμει του Άρθρου 234 της Συνθήκης, ζητήματα συμβατότητας του εθνικού δικαίου με το κοινοτικό δίκαιο. Όπως έχω ήδη αναφέρει, η συμβατότητα του εθνικού δικαίου εξετάζεται στα πλαίσια άλλων διαδικασιών.

Το τρίτο ερώτημα

Το τρίτο και τελευταίο ερώτημα, όπως επαναδιατυπώθηκε, έχει ως εξής:-

«3. Η επιβολή φόρου κατανάλωσης μόνο στα προϊόντα, που κατά την κλάση 12 του μέρους Γ΄ του Τέταρτου Παραρτήματος του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου 2004, χαρακτηρίζονται ως «απομιμήσεις τυριών» αποτελούν "μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών" κατά την έννοια του Άρθρου 30 της Συνθήκης; Αποτελεί η επιβολή του ως άνω φόρου, μέτρο αντίθετο "προς τις αρχές της παραγράφου 1" του Άρθρου 31 ή περιορίζει "την έκταση εφαρμογής των άρθρων των σχετικών με την απαγόρευση των δασμών και των ποσοτικών περιορισμών μεταξύ των κρατών μελών" κατά το Άρθρο 31 της Συνθήκης; Περαιτέρω, αντίκειται η επιβολή του επίδικου φόρου στον στόχο του Άρθρου 33 § 1 ε της κοινής γεωργικής πολιτικής για την διασφάλιση "λογικών τιμών κατά την προσφορά αγαθών στους καταναλωτές"; Επιπρόσθετα η επιβολή του επίδικου φόρου εμπίπτει στις πρόνοιες του Άρθρου 33 § 2 όπου προβλέπεται ότι "η κοινή οργάνωση πρέπει να περιορίζεται στην επιδίωξη των στόχων του Άρθρου 33 και να αποκλείει κάθε διάκριση μεταξύ παραγωγών ή καταναλωτών εντός Κοινότητας;"»

Οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι η επιβολή φορολογίας σε προϊόντα που ονομάζονται «απομιμήσεις τυριών», προκαλεί συνθήκες δυσμενούς μεταχείρισης μεταξύ των καταναλωτών που τρέφονται με γαλακτοκομικά τυριά και αυτούς που προτιμούν «απομιμήσεις τυριών» τα οποία παρασκευάζονται από μη γαλακτοκομικά προϊόντα. Επίσης αναφέρουν ότι η επιβολή διαφορετικής φορολογίας στα τελευταία, αντίκειται στη Συνθήκη και συγκεκριμένα:

(α) Στο Άρθρο 30 το οποίο απαγορεύει τις αυθαίρετες διακρίσεις και το συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ κρατών-μελών,

(β) στο Άρθρο 31 το οποίο ρυθμίζει τα κρατικά μονοπώλια,

(γ) στο Άρθρο 33(1)(ε) το οποίο στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής διασφαλίζει λογικές τιμές κατά την προσφορά αγαθών στους καταναλωτές και

(δ) στο Άρθρο 34(2) το οποίο προβλέπει για τα κοινά και αναγκαία κριτήρια και μέτρα για την επίτευξη των στόχων του Άρθρου 33.

Για το τρίτο ερώτημα, οι λόγοι ένστασης των καθ'ων η αίτηση διατυπώνονται στην παράγραφο 4 της γραπτής ένστασής τους:-

«4. Σε σχέση με το τρίτο ερώτημα:

(α) Το ερώτημα δεν άπτεται ερμηνείας κοινοτικού δικαίου και/ή το Δ.Ε.Κ. στα πλαίσια προδικαστικής παραπομπής δεν εξετάζει ζητήματα συμβατότητας της εθνικής νομοθεσίας με το κοινοτικό δίκαιο.

(β) Η απάντηση στο ερώτημα αυτό ουδόλως είναι απαραίτητη για την έκδοση της απόφασης του Σεβαστού Δικαστηρίου στην Προσφυγή Αρ. 414/07:

  (i) Δεν γίνεται αναφορά στα Άρθρα 30, 31, 33(ε) και 34(2) της Συνθήκης στις γραπτές αγορεύσεις που καταχώρησε η Αιτήτρια και/ή τυχόν παραβίαση τους δεν μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια της Προσφυγής αρ. 414/07.

(ii)   Τα Άρθρα 30 και/ή 31 και/ή 33(ε) και/ή 34(2) της Συνθήκης δεν έχουν άμεση ισχύ (direct effect).

(iii) Τα Άρθρα 30 και/ή 31 και/ή 33(ε) και/ή 34(2) της Συνθήκης σε καμία περίπτωση δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεση και/ή είναι παντελώς άσχετα με την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου.»

Ούτε το τρίτο ερώτημα πληροί τις προϋποθέσεις για παραπομπή στο Δ.Ε.Κ.. Πρώτον, δεν είναι διατυπωμένο με τρόπο σαφή ώστε να φαίνεται με ευκρίνεια η πρόνοια του Κοινοτικού Δικαίου που χρήζει ερμηνείας. Αναφέρονται διάφορες πρόνοιες της Συνθήκης, χωρίς να διευκρινίζεται ποιος συγκεκριμένος όρος χρήζει ερμηνείας. Δεύτερον, και αυτό το ερώτημα όπως διατυπώνεται, αφορά περισσότερο στη συμβατότητα του εθνικού δικαίου παρά στην ερμηνεία συγκεκριμένης πρόνοιας του κοινοτικού δικαίου. Εν πάση περιπτώσει, οι Αιτητές δεν με έχουν πείσει ότι τα Άρθρα 30, 31, 33(1)(ε) και 34(2) της Συνθήκης μπορούν να τύχουν άμεσης ισχύος, ώστε να μπορούν να τα επικαλεστούν για σκοπούς παραπομπής ερωτήματος στο Δ.Ε.Κ..

Η κατάληξη

Έχω μελετήσει όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου και δεν έχω ικανοποιηθεί ότι πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις, για την παραπομπή των ερωτημάτων. Δεν έχει αποδειχθεί ότι κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο και απαραίτητο, αφού πρωτίστως δεν τίθεται θέμα ερμηνείας και εφαρμογής του Κοινοτικού Δικαίου, ώστε να παρίσταται ανάγκη διασφάλισης ενιαίας ερμηνείας του. Ούτε θεωρώ ότι τα ερωτήματα είναι απαραίτητο να απαντηθούν, ώστε να μπορεί να αποφασιστεί η παρούσα προσφυγή.

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η αίτηση για προδικαστική παραπομπή των ερωτημάτων στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων απορρίπτεται. Τα έξοδα της αίτησης όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, επιδικάζονται υπέρ των καθ' ων η αίτηση.

Η υπόθεση ορίζεται για προγραμματισμό στις 9.7.2009.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο