ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 4 ΑΑΔ 320
20 Mαΐου, 2009
[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23(4), 23(5), 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΜΑΡΙΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
2. ΕΛΕΝΗ ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Αιτήτριες,
v.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΕΜΕΣΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1365/2007)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Άρθρο 23.5 του Συντάγματος ― Η ερμηνεία του από τη νομολογία και η εφαρμογή της στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης ― Η παράλειψη επιστροφής του απαλλοτριωθέντος στους αρχικούς ιδιοκτήτες του, κρίθηκε παράνομη.
Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Η υποχρέωση επιστροφής του απαλλοτριωθέντος στον αρχικό του ιδιοκτήτη σε περίπτωση μη επίτευξης του σκοπού της απαλλοτρίωσης ― Περιστάσεις παραβίασης της υποχρέωσης στην κριθείσα περίπτωση.
Οι αιτήτριες αξίωσαν την ακύρωση της παράλειψης επιστροφής σε αυτές της ιδιοκτησίας τους που είχε απαλλοτριωθεί το 1984.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, αποδεχόμενο την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος έτυχε ερμηνείας σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου μεταξύ των οποίων και η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ. ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166, όπου έγινε ανασκόπηση της προηγούμενης νομολογίας. Κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά, κυρίως τη φύση του σκοπού για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση. Υπάρχουν περιπτώσεις, που η Απαλλοτριώνουσα Αρχή θα πρέπει να δείξει ότι έχουν γίνει οι σχετικές μελέτες. Τέτοια υποχρέωση συνήθως υπάρχει εκεί όπου για επίτευξη του σκοπού της απαλλοτρίωσης είναι αναγκαία η ανέγερση κτιρίων και άλλων υποδομών.
2. Προκύπτει εν προκειμένω, ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν τέτοιος που για να επιτευχθεί χρειαζόταν η κατασκευή έργων. Όμως από το 1984 που δημοσιεύθηκε η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης μέχρι και το 2007 οι καθών η αίτηση δεν ασχολήθηκαν με την υλοποίηση του σκοπού. Άρχισαν να προωθούν την υλοποίηση μετά τις 27/4/07, που οι αιτήτριες ζήτησαν γραπτώς την επιστροφή του κτήματος. Κατά συνέπεια οι καθ' ων η αίτηση έχουν παραβεί τις πρόνοιες του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος. Αν επιθυμούν να κάνουν τώρα το έργο, αυτό είναι θέμα νέας απαλλοτρίωσης με τις δυσμενείς βέβαια οικονομικές συνέπειες για τους καθ' ων η αίτηση και τις ευμενείς οικονομικές συνέπειες για τις αιτήτριες με βάση τον περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμο του 1962 (Ν. 15/62 ως έχει τροποποιηθεί).
Η προσφυγή επέτυχε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ. v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166,
Παραπάνου ν. Δημοκρατίας (2007) 4 Α.Α.Δ. 393,
Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 892/06, ημερ. 25.9.2007,
Περατικού ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 891/06, ημερ. 28.3.2008,
Καλλικά κ.ά. ν. Δήμου Αραδίππου, Υπόθ. Αρ. 728/06, ημερ. 15.9.2008.
Προσφυγή.
Κ. Τουβανάς για Κ. Μελά, για τις Αιτήτριες.
Στ. Μουσιούτα (κα) για Χρ. Δημητριάδη & Σία, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή oι αιτήτριες ζητούν τις εξής θεραπείες που παραθέτω αυτούσιες:
«(Α) Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η συνεχιζόμενη άρνηση και/ή παράλειψη των Καθ' ων η αίτηση να ανακαλέσουν την απαλλοτρίωση και να επιστρέψουν στις Αιτήτριες το κτήμα υπ' αριθμό εγγραφής 391, τεμάχιο 534 στην Συνοικία Αποστόλου Πέτρου & Παύλου Λεμεσού, το οποίο απαλλοτριώθηκε για σκοπούς δημιουργίας υδατοδεξαμενής, πλην όμως τούτο δεν έχει χρησιμοποιηθεί μέσα στα καθοριζόμενα από το Σύνταγμα και το νόμο χρονικά περιθώρια και/ή ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε κατέστη ανέφικτος, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή ελήφθη καθ' υπέρβαση εξουσίας.
(Β) Δήλωση ή/και απόφαση του Δικαστηρίου ότι το απαλλοτριωθέν ακίνητο θα πρέπει να επιστραφεί στις Αιτήτριες λόγω του ότι αυτό δεν χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης ή/και καθόλου ή/και ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε δεν έχει επιτευχθεί, έχει εγκαταλειφθεί ή και κατέστη ανέφικτος.
(Γ) Απόφαση ή/και δήλωση του Δικαστηρίου ότι προσβαλλόμενη απόφαση, παράλειψη ή/άρνηση είναι νομικά και πραγματικά αστήρικτη, ετσιθελική, αναιτιολόγητη, αυθαίρετη, παράνομη, εξυπηρετεί αλλότριους σκοπούς και αποτελεί κατάχρηση και υπέρβαση εξουσίας.»
Γεγονότα
Οι αιτήτριες ήταν εγγεγραμμένες ιδιοκτήτριες κατά ½ μερίδιο η καθεμιά του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 391, Φ/Σχ. LIV/50.1.1 τεμάχιο 534 που βρίσκεται στη Συνοικία Αποστόλου Πέτρου & Παύλου στη Λεμεσό. Το πιο πάνω ακίνητο απαλλοτριώθηκε μετά από γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης και από τη διοικητική πράξη αρ. 175 που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με ημερομηνία 10/2/1984 για σκοπούς κατασκευής υδατοδεξαμενών η/και αντλιοστασίων και άλλων αναγκαίων έργων του Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού (πιο κάτω οι καθών η αίτηση).
Οι καθών η αίτηση είναι έκτοτε (4/7/84) ο νόμιμος ιδιοκτήτης του πιο πάνω τεμαχίου γής, όταν οι αιτήτριες, οι οποίες ήταν οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες, αποδέχθηκαν προσφορά της Απαλλοτριώνουσας Αρχής ύψους Λ.Κ.6.850 και υπέγραψαν την σχετική δήλωση αποδοχής.
Σύμφωνα με σημείωμα που ετοιμάστηκε από τον Προϊστάμενο Τεχνικών Υπηρεσιών ημερ. 26/6/07, η χωρητικότητα της υφιστάμενης υδατοδεξαμενής στη Ζώνη 1 έφτασε σε οριακά επίπεδα και ως εκ τούτου θα πρέπει να προωθηθεί επέκταση της. Έτσι οι καθών η αίτηση προκήρυξαν διαγωνισμό με αρ. 19/2007 για την ετοιμασία μελέτης και επίβλεψης εργασιών για την κατασκευή υδατοδεξαμενής.
Στο μεταξύ, οι αιτήτριες, με επιστολή τους ημερ. 27/4/07, ζήτησαν την επιστροφή του ακινήτου τους. Οι καθ' ων η αίτηση με συστημένη επιστολή τους ημερ. 28/6/07 πληροφόρησαν τις αιτήτριες ότι είναι οι νόμιμοι κάτοχοι του ακινήτου και ότι προγραμματίζουν άμεσα την αναγκαία εργασία για επέκταση της υφιστάμενης υδατοδεξαμενής και ότι δεν έχουν εγκαταλείψει, αλλά αντιθέτως εξακολουθούν να χρειάζονται την έκταση του τεμαχίου αρ. 534 για να είναι εφικτή η υλοποίηση της επέκτασης.
Νομικοί Ισχυρισμοί
Οι αιτήτριες ισχυρίζονται ότι παράνομα και κατά παράβαση του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος οι καθών η αίτηση παραλείπουν να τους επιστρέψουν το εν λόγω ακίνητο καθότι δεν έχει επιτευχθεί ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση ή η επίτευξη αυτού έχει εγκαταλειφθεί ή η ιδιοκτησία υπερβαίνει τις πραγματικές ανάγκες των καθών η αίτηση. Προβάλλουν περαιτέρω τον ισχυρισμό ότι η απόφαση των καθών η αίτηση παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και στερείται της δέουσας αιτιολογίας. Αναφορικά με την επέκταση της δεξαμενής, ο ισχυρισμός των αιτητριών είναι ότι χρειαζόταν νέα απαλλοτρίωση. Παραθέτουν οι αιτήτριες και αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπου διατάχθηκε η επιστροφή του απαλλοτριωθέντος, στην κάθε περίπτωση, ακινήτου.
Αντίθετα με τους πιο πάνω ισχυρισμούς η πλευρά των καθών η αίτηση προβάλλουν ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης «θεωρείται ακόμα εφικτός ή επιτευχθείς ή μη εγκαταλειφθείς. Υπάρχει προοπτική και/ή αναγκαιότητα να χρησιμοποιηθεί το ακίνητο για τους σκοπούς κατασκευής υδατοδεξαμενών ή/και αντλιοστασίων και άλλων αναγκαίων έργων του Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού». Επικαλούνται και οι καθών η αίτηση σχετική νομολογία.
Εξέταση Νομικών Ισχυρισμών
Το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος διαλαμβάνει ως ακολούθως:
«23.5 Οιαδήποτε ακίνητος ιδιοκτησία, ή δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας απαλλοτριωθείσα αναγκαστικώς θα χρησιμοποιηθή αποκλειστικώς προς τον δι' όν απηλλοτριώθη σκοπόν. Εάν εντός τριών ετών από της απαλλοτριώσεως δεν καταστή εφικτός ο τοιούτος σκοπός, ή απαλλοτριώσασα αρχή, ευθύς μετά την εκπνοήν της ρηθείσης προθεσμίας των τριών ετών υποχρεούται να προσφέρη την ιδιοκτησίαν επί καταβολή της τιμής κτήσεως εις το πρόσωπον παρ' ού απηλλοτρίωσεν αυτήν. Το πρόσωπον τούτο δικαιούται εντός τριών μηνών από της λήψεως της προσφοράς να γνωστοποιήση την αποδοχήν ή μη ταύτης. Εφ' όσον δε γνωστοποιήση ότι αποδέχεται την προσφοράν, η ιδιοκτησία επιστρέφεται ευθύς άμα αποδοθή παρά του προσώπου το τίμημα εντός περαιτέρω προθεσμίας τριών μηνών από της τοιαύτης αποδοχής.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μου)
Το πιο πάνω άρθρο έτυχε ερμηνείας σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου μεταξύ των οποίων και η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ. v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166, όπου έγινε ανασκόπηση της προηγούμενης νομολογίας. Στις σελ. 183 και 184 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Συμμεριζόμαστε την ανησυχία που εκφράστηκε στη Συμεωνίδης και φρονούμε ότι η παραπομπή στο εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης αποκαθιστά την ορθή διατύπωση του συνταγματικού κριτηρίου η οποία συναρτά την εφαρμογή του Άρθρου 23.5 προς τη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και έτσι να καθιστά συνεχώς, και βεβαίως όχι μόνο μέσα στην περίοδο των τριών ετών από την απαλλοτρίωση, εφικτά πραγματοποιήσιμο το σκοπό αυτό. Το να τίθεται το ερώτημα με άλλους όρους, δηλαδή κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, δεν συνιστά απλώς αλλαγή έμφασης αλλά εμπεριέχει τον κίνδυνο να διολισθήσει η διερεύνηση από τα πραγματικά αντικειμενικά δεδομένα που διέπουν το εφικτά πραγματοποιήσιμο του σκοπού σε πεδίο όχι πολύ πέραν των υποκειμενικών διαθέσεων της διοίκησης με ανάλογες συνέπειες, ως εκ της προκύπτουσας διαφοροποίησης του επιπέδου των απαιτούμενων ενεργειών της διοίκησης, στο αποτέλεσμα της όποιας συγκεκριμένης υπόθεσης. Το βάρος στον πρώην ιδιοκτήτη δεν είναι να αποδείξει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, αλλά ότι η διοίκηση δεν προέβη στις ενέργειες εκείνες που, αναλόγως βεβαίως της περίπτωσης, θα εκρίνοντο ευλόγως αναγκαίες προς υλοποίηση του έργου. Η σαφής ορολογία του Άρθρου 23.5 αντανακλά δεόντως την αντίληψη μας για την αντίληψη μας για την ουσιαστική διάσταση του όπως την έχουμε εκφράσει.»
Στην εν λόγω υπόθεση η Πλήρης Ολομέλεια στη σελ. 188, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Με όλα αυτά υπ' όψη όντως μπορεί να συναχθεί ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν έχει καταστεί εφικτός. Όχι μόνο μέσα σε τρία χρόνια μετά από την απαλλοτρίωση αλλά ούτε και μέχρι την ημέρα που απερρίφθη το αίτημα της Εφεσείουσας για επιστροφή του κτήματος ή που κατεχωρήθη η προσφυγή και ακόμα, αν αυτό ήταν σχετικό, ούτε μέχρι σήμερα. Κατακράτηση του κτήματος από τη Δημοκρατία υπό αυτές τις συνθήκες θα ισοδυναμούσε με εσαεί δέσμευση του εν αναμονή και σε περίπτωση που το κράτος θα απεφάσιζε οποτεδήποτε να οριστικοποιήσει και υλοποιήσει την πρόθεση του να το χρησιμοποιήσει για την ανέγερση του Τυπογραφείου. Αυτό θα ήταν έξω από τα πλαίσια του σκοπού της απαλλοτρίωσης, το εφικτό του οποίου ασφαλώς κρίνεται σε συνάρτηση με τα δεδομένα της απαλλοτρίωσης, και θα απέληγε σε προορισμό αδικαιολόγητου οφέλους στο κράτος και πρόκληση αντίστοιχης αδικίας στον ιδιοκτήτη αν, ως συνήθως, η αξία του κτήματος έχει εν τω μεταξύ αυξηθεί. Είναι χαρακτηριστική η επισήμανση που γίνεται σε επιστολή του Τυπογραφείου προς το Υπουργείο Οικονομικών ημερομηνίας 11.2.1999 ότι, αν δεν υλοποιηθεί το έργο και ο ιδιοκτήτης επανακτήσει το κτήμα,
«Μια τέτοια εξέλιξη θα έχει έντονα επιζήμιες επιπτώσεις για την Κυβέρνηση γιατί το κράτος θα απωλέσει μια πολύ μεγάλη περιουσία της οποίας η αξία έχει πολλαπλασιαστεί από την ημερομηνία απόκτησης της, προς όφελος των πρώην ιδιοκτητών των συγκεκριμένων τεμαχίων γης.»»
(Η υπογράμμιση είναι δική μου)
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά, κυρίως τη φύση του σκοπού για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση. Υπάρχουν περιπτώσεις που η Απαλλοτριώνουσα Αρχή θα πρέπει να δείξει ότι έχουν γίνει οι σχετικές μελέτες. Τέτοια υποχρέωση συνήθως υπάρχει εκεί όπου για επίτευξη του σκοπού της απαλλοτρίωσης είναι αναγκαία η ανέγερση κτιρίων και άλλων υποδομών. Από την άλλη υπάρχουν περιπτώσεις όπου με την απλή απαλλοτρίωση επιτυγχάνεται ο σκοπός χωρίς την αναγκαία μελέτη κ.λ.π., αφού δε χρειάζεται η κατασκευή υποδομής. Για παράδειγμα στην υπόθεση Παραπάνου v. Δημοκρατίας (2007) 4 Α.Α.Δ. 393, όπου ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η ενσωμάτωση περίκλειστων στο δάσος τεμαχίων για την καλύτερη προστασία, διαχείριση, συντήρηση και ανάπτυξη του δάσους» κρίθηκε ότι δεν χρειαζόταν να αποδειχθεί ότι θα γίνει οποιαδήποτε άλλη εργασία. Ο αδελφός Δικαστής Χατζηχαμπής, ανέφερε τα ακόλουθα:
Επί της ουσίας όμως η θέση της διοίκησης είναι ορθή. Η προσφυγή εξυπακούει, και έτσι λέγει η Αιτήτρια, ότι απαιτούντο θετικές ενέργειες και εργασίες προς επίτευξη του σκοπού της απαλλοτρίωσης που δεν έγιναν. Τέτοιες όμως δεν προσδιορίζονται, ενώ από πλευράς της διοίκησης είναι σαφής η θέση ότι ο ίδιος ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η ενσωμάτωση των κτημάτων στο εν λόγω δάσος, ως αναγκαίων για τη συντήρηση και ανάπτυξη του με σκοπό την καλύτερη διατήρηση και προστασία του, ο οποίος και επετεύχθη με την ίδια την απαλλοτρίωση. Από το φάκελο της διοίκησης προκύπτει ότι η θέση αυτή έχει πλήρες αντίκρισμα. Δεν μπορεί λοιπόν να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 23.5.»
Στην ίδια κατάληξη ήταν και η δική μου απόφαση στην υπόθεση Στυλιανού v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 892/06 ημερ. 25/9/07, όπου το ακίνητο είχε απαλλοτριωθεί επίσης για σκοπούς συντήρησης και καλύτερης προστασίας του δάσους. Δέχθηκα και υιοθέτησα ως ορθή την προαναφερθείσα απόφαση του Χατζηχαμπή, Δ. Στην ίδια γραμμή είναι και η απόφαση Περατικού v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 891/06, ημερ. 28/3/08, Παπαδοπούλου, Δ.
Στην υπόθεση Καλλικά κ.ά. v. Δήμου Αραδίππου, Υποθ. Αρ. 728/06, ημερ. 15/9/08, (η οποία σημειώνω τελεί υπό έφεση, βλ. Α.Ε. 174/08) στις 12/4/91 απαλλοτριώθηκε ακίνητη ιδιοκτησία των αιτητριών (μαζί με άλλη ακίνητη περιουσία που ανήκε σε άλλα πρόσωπα) για την ανέγερση δημοτικού μεγάρου. Το 2006 οι αιτητριες, επικαλούμενες τις πρόνοιες του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος, ζήτησαν την επιστροφή του ακινήτου τους αφού, σύμφωνα με τον ισχυρισμό τους, παρόλο που παρήλθαν 15 έτη, το ακίνητο τους δεν χρησιμοποιήθηκε για τον δηλωθέντα σκοπό. Η πλευρά των καθών η αίτηση είχε υποστηρίξει, ότι παρά την ύπαρξη κάποιας καθυστέρησης για την υλοποίηση του σκοπού, ενόψει του ότι το ακίνητο των αιτητριών είχε ενοποιηθεί με τα άλλα απαλλοτριωθέντα, καθιστούσε αδύνατη την επιστροφή του κτήματος. Το Δικαστήριο (Ναθαναήλ, Δ.) κατέληξε ότι οι καθών δεν έλαβαν τα μέτρα που απαιτεί το Σύνταγμα (όπως εμηνεύθηκε από τη νομολογία) για προώθηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης και έκανε αποδεκτή την προσφυγή. Μεταξύ άλλων ανάφερε τα ακόλουθα:
«Με τα ποιο πάνω δεδομένα είναι φανερό ότι οι καθ' ων δεν έχουν λάβει εκείνα τα λογικά αναγκαία μέτρα προς ανέγερση του δημοτικού μεγάρου ως όφειλαν και όπως έχει καθορίσει και η Ευθυμιάδης - πιο πάνω - σελ. 180:
«.... η έννοια του εφικτού να πραγματοποιηθεί έχει αναφορά όχι προς τις υποκειμενικές προθέσεις ή επιθυμίες της διοίκησης αλλά προς τα αντικειμενικά δεδομένα του πράγματος που αφορούν τις ενέργειες της διοίκησης προς υλοποίηση του έργου.»
Σχετικά με τον ισχυρισμό των καθών η αίτηση ότι η ενοπίηση του ακινήτου με άλλα, ήταν εμπόδιο για ικανοποίηση του αιτήματος των αιτητριών, ανάφερε τα εξής:
«Όμως η θεώρηση αυτή προσκρούει στο αξίωμα ότι η διοίκηση δεν μπορεί να προβάλλει δικές τις ενέργειες σε βάρος του διοικούμενου, αλλάζοντας τα δεδομένα χωρίς όμως να προωθείται ο καθαυτό σκοπός της απαλλοτρίωσης μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα στη βάση των αντικειμενικών δεδομένων της κάθε περίστασης, όπως έχει υποδείξει και η Ευθυμιάδης. Η ενοποίηση των τεμαχίων εδώ δεν θα μπορούσε να λογιζόταν παρά μόνο ως ένα αναγκαίο μεν αλλά πολύ πρωταρχικό στάδιο προς ολοκλήρωση του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Η διοίκηση δεν μπορεί να λαμβάνει μόνο την πρώτη από μια σειρά οφειλομένων ενεργειών, μετέπειτα να αδρανεί και εκ των υστέρων να προτάσσει την αρχική της ενέργεια ως κώλυμα για την επιστροφή του ακινήτου.»
Στρεφόμενος στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης από την γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης αρ. 175 (ΕΕ της Δημοκρατίας, Παράρτημα Τρίτο, Μέρος ΙΙ Α.Δ.Π. ημερ. 10/2/84) προκύπτει ότι η απαλλοτρίωση που ακολούθησε με το διάταγμα απαλλοτρίωσης, έγινε για τον εξής σκοπό:
«.. ότι η ακίνητη ιδιοκτησία που περιγράφεται στον Πίνακα που παρατίθεται πιο κάτω είναι αναγκαία για τους ακόλουθους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας, δηλαδή την προμήθεια, συντήρηση και ανάπτυξη των προμηθειών που είναι αναγκαία στη ζωή ή προάγουν την ευημερία του κοινού, τη συντήρηση και διανομή νερού και την καλύτερη χρησιμοποίηση και ανάπτυξη της ιδιοκτησίας για δημόσια ωφέλεια ή οποιοδήποτε από τους σκοπούς αυτούς και η απαλλοτρίωσή της επιβάλλεται για τους πιο πάνω λόγους, δηλαδή για σκοπούς κατασκευής υδατοδεξαμενών ή/και αντλιοστασίων και άλλων αναγκαίων έργων του Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μου)
Από τα γεγονότα της Ένστασης (βλ. παράγρ. 3 μέχρι 6), τα γεγονότα όπως τα επικαλούνται οι καθών η αίτηση στη γραπτή τους αγόρευση (βλ. ιδιαίτερα σελ. 3-5), αλλά και την ίδια την επιστολή ημερ. 28/6/07 με την οποία οι καθών η αίτηση απέρριψαν το αίτημα για επιστροφή του ακινήτου, προκύπτει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν τέτοιος που για να επιτευχθεί χρειαζόταν η κατασκευή έργων. Όμως από το 1984 που δημοσιεύθηκε η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης μέχρι και το 2007 οι καθών η αίτηση δεν ασχολήθηκαν με την υλοποίηση του σκοπού. Άρχισαν να προωθούν την υλοποίηση μετά τις 27/4/07 που οι αιτήτριες ζήτησαν γραπτώς την επιστροφή του κτήματος. Ανάφεραν οι αιτήτριες χαρακτηριστικά τα εξής: «όπως βλέπω μετά από τόσα χρόνια που έγινε η απαλλοτρίωση αυτού του κτήματος, το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων δεν εκπλήρωσε το σκοπό της απαλλοτρίωσης. Προς τούτο ζητούμε το κτήμα να μας επιστραφεί.» Είναι περαιτέρω ο ισχυρισμός των αιτητριών ότι ζήτησαν την επιστροφή του κτήματος και προηγουμένως, προφορικά, αλλά αυτό δε διαφοροποιεί την κατάσταση, αφού έχουμε τη γραπτή απαίτηση επιστροφής ημερ. 27/4/07.
Ενόψει όλων των πιο πάνω καταλήγω ότι οι καθών η αίτηση έχουν παραβεί τις πρόνοιες του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος. Αν επιθυμούν να κάνουν τώρα το έργο, αυτό είναι θέμα νέας απαλλοτρίωσης με τις δυσμενείς βέβαια οικονομικές συνέπειες για τους καθών η αίτηση και τις ευμενείς οικονομικές συνέπειες για τις αιτήτριες με βάση τον περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμο του 1962 (Ν. 15/62 ως έχει τροποποιηθεί).
Ενόψει των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.200 έξοδα υπέρ των αιτητριών και εναντίον των καθών η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Η παράλειψη των καθών η αίτηση να ακολουθήσουν τη διαδικασία του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος και του Άρθρου 15 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου επίσης κηρύσσεται άκυρη και παν το παραλειφθέν ως προς τούτο, δέον όπως εκτελεσθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.