ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 4 ΑΑΔ 128
13 Φεβρουαρίου, 2009
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
(Υπόθεση Αρ. 2308/2006)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΥΜΕΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ
ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 2309/2006)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ
ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 2308/2006, 2309/2006)
Διοικητικό Δίκαιο ― Επανεξέταση μετά από ακυρωτική δικαστική απόφαση ― Το Άρθρο 58 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99 και η εφαρμογή του στα επίδικα γεγονότα ― Η επίδικη διαδικασία αναβαθμολόγησης γραπτών εξετάσεων, κρίθηκε ότι δεν παραβιάζει τις αρχές της επανεξέτασης.
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Προαγωγές ― Ο Καν. 14 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004 (Κ.Δ.Π. 214/04) και η εφαρμογή του στην κριθείσα περίπτωση επανεξέτασης γραπτών εξετάσεων, μετά από ακυρωτική δικαστική απόφαση ― Η διενέργεια της επανεξέτασης κρίθηκε έγκυρη ― Περιστάσεις.
Οι αιτητές προσέφυγαν κατά του αποτελέσματος της αναβαθμολόγησης των γραπτών τους, η οποία διενεργήθηκε στα πλαίσια επανεξέτασης των γραπτών εξετάσεων, οι οποίες είχαν ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:
1. Σύμφωνα με τη νομολογία, όπως αυτή κωδικοποιείται στο Άρθρο 58 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), η διοίκηση κατά την επανεξέταση και συγκεκριμένα κατά την επαναβαθμολόγηση των επίδικων γραπτών των Αιτητών, όφειλε να εφαρμόσει το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Η επανεξέταση ανατέθηκε σε ανεξάρτητο υφιστάμενο εξεταστικό σώμα, το οποίο είχε συσταθεί σύμφωνα με τους νέους Κανονισμούς του 2004. Η ανάθεση της επανεξέτασης σε υφιστάμενη Ανεξάρτητη Εξεταστική Επιτροπή, αντί σε «αρμόδιο εξεταστικό σώμα», σύμφωνα με τον καταργηθέντα Κανονισμό 13 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 52/89, δεν είναι ενάντια στην πιο πάνω αρχή που κωδικοποιείται από το Άρθρο 58 του Νόμου 158(Ι)/99, αφού εκείνο που προείχε τη δεδομένη στιγμή, ήταν η επανεξέταση να γίνει από ανεξάρτητο εξεταστικό σώμα, το οποίο θα επέβλεπε την επαναδιόρθωση των γραπτών, σύμφωνα με το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που λήφθηκε η επίδικη απόφαση, δηλαδή σύμφωνα με τους καταργηθέντες Κανονισμούς, Κ.Δ.Π. 52/89.
2. Η απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας να παραπέμψει το θέμα της επανεξέτασης σε υφιστάμενη, Ανεξάρτητη Εξεταστική Επιτροπή, η οποία είχε συσταθεί δυνάμει των νεότερων Κανονισμών του 2004, αποκλίνει από τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, αλλά δεν φαίνεται να είχε καμιά απολύτως επίδραση στην επανεξέταση, και ούτε θα μπορούσε να έχει, με δεδομένο ότι επρόκειτο για επανεξέταση γραπτών με βάση πρότυπα απαντήσεων «model answers». Ούτε βέβαια υπήρξε οποιοσδήποτε ισχυρισμός, ότι η Επιτροπή δεν ήταν ανεξάρτητη.
Πέραν των πιο πάνω, στις περιπτώσεις που το όργανο το οποίο έχει εκδώσει την πράξη που ακυρώνεται δεν υφίσταται πλέον, θα πρέπει να συσταθεί εκ νέου, εκτός και αν προβλέπεται από νεότερη διάταξη η αρμοδιότητα άλλου οργάνου. Στην προκειμένη περίπτωση, αυτό ακριβώς συνέβη. Με τον Κανονισμό 14(1) των περί Αστυνομίας Κανονισμών του 2004 (Κ.Δ.Π. 214/04), συστήθηκε τριμελής Ανεξάρτητη Εξεταστική Επιτροπή, η οποία αντικατέστησε το προηγούμενο Εξεταστικό Σώμα.
3. Κατά τα λοιπά, η διαδικασία της επανεξέτασης, που ήταν και το ουσιαστικό μέρος της επανεξέτασης, τηρήθηκε ευλαβώς, αφού ήταν σύμφωνη με τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 1989 και την ΑΔ4/7. Δεν είναι ορθή η θέση του δικηγόρου των Αιτητών ότι η απόφαση του Αρχηγού στερείτο αιτιολογίας. Η απόφαση λήφθηκε καλόπιστα και χωρίς οποιαδήποτε πλάνη, με μοναδικό σκοπό να διασφαλιστεί το ανεξάρτητο της διαδικασίας επανεξέτασης, ώστε να υπάρξει, σύμφωνα με το Άρθρο 146.5 του Συντάγματος, πλήρης συμμόρφωση προς την δικαστική απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 835/03.
Οι προσφυγές απορρίφθηκαν με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Antenna TV Limited v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 711.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Α. Χριστοφόρου, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Για να γίνει καλύτερα κατανοητό το ιστορικό, θεωρώ ότι θα πρέπει να αναφερθώ στα γεγονότα που οδήγησαν στην επανεξέταση της βαθμολογίας των γραπτών εξετάσεων της Αστυνομίας. Αυτά συνοψίζονται στην Προσφυγή Αρ. 835/03, ημερ. 29.5.06 από την οποία και άντλησα βοήθεια. Την 31.10.02 διεξάχθηκαν γραπτές εξετάσεις προαγωγής στο Επαγγελματικό Μέρος για τον βαθμό του υπαστυνόμου. Σ' αυτές συμμετείχαν 116 λοχίες της Αστυνομίας. Στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της 20.11.03 δημοσιεύθηκαν τα ονόματα των επιτυχόντων. Όμως, στη συνέχεια υποβλήθηκαν καταγγελίες για τη βαθμολογία δύο υποψηφίων, του Αντρέα Συμεού και Παναγιώτη Κρητικού (Αιτητών).
Ο Αρχηγός Αστυνομίας διέταξε γενική έρευνα όλων των γραπτών. Διαπίστωσε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η βαθμολογία στις συγκεντρωτικές καταστάσεις, στη βάση των οποίων καθορίστηκαν οι επιτυχόντες, αναγραφόταν βαθμολογία ψηλότερη από εκείνη που έφεραν τα ίδια τα γραπτά. Σ' αυτή την κατηγορία δεν περιλαμβάνονται οι δύο Αιτητές. Όμως, επειδή ο Αρχηγός διαπίστωσε ότι στην περίπτωση τους υπήρχαν διαφορές στη βαθμολογία των γραπτών τους, θεώρησε ότι απαιτείται να γίνει προσεκτικότερος έλεγχος όλων των γραπτών των μελών της Αστυνομίας, που συμμετείχαν στις εξετάσεις. Μετά την αναβαθμολόγηση των γραπτών, ο Αρχηγός δεν αποδέχθηκε την βαθμολογία που έφεραν τα γραπτά τους, «αφού η έρευνα υπέδειξε με πραγματικά και αδιαμφισβήτητα στοιχεία ότι με βάση τις πραγματικές βαθμολογίες που αναγράφονταν επί των γραπτών τους, θεωρούνταν αποτυχόντες». Αρκετοί υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων και οι δύο Αιτητές, ζήτησαν αναθεώρηση των γραπτών τους. Για μερικούς από αυτούς η αναθεώρηση είχε επιτυχή κατάληξη. Όμως για τους δύο Αιτητές και άλλους τρεις υποψηφίους δεν υπήρξε θετικό αποτέλεσμα, με αποτέλεσμα να ασκήσουν την Προσφυγή Αρ. 835/03.
Το Δικαστήριο στην απόφαση του (Κωνσταντινίδης, Δ.), διαπίστωσε μη τήρηση των Κανονισμών και Αστυνομικών Διατάξεων αρ. 4/07. Επίσης ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας έκρινε τους δύο Αιτητές με βάση βαθμολογία που έκαμαν άλλοι εκ των υστέρων, κατά παράβαση των Κανονισμών. Κάτω από το σύνολο των δεδομένων, το Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση στο βαθμό που θεωρούσε τους δύο Αιτητές ως αποτυχόντες. Με δεδομένο ότι τα γραπτα τους ακόμη υπήρχαν, το Δικαστήριο ανέφερε ότι εκείνο που απέμενε ήταν η έγκυρη βαθμολόγηση τους, η οποία και θα καθόριζε αν οι απαντήσεις τους ήταν του απαιτούμενου επιπέδου.
Ο Αρχηγός Αστυνομίας αφού μελέτησε το περιεχόμενο της απόφασης και τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην Προσφυγή Αρ. 835/03, έδωσε οδηγίες στον τότε Βοηθό Αρχηγό Γ. Παπαγεωργίου, όπως προβεί σε επαναξιολόγηση των γραπτών των πέντε Αιτητών στην Προσφυγή Αρ. 835/03 με βάση τα πρότυπα των απαντήσεων από αρμόδιο όργανο σύμφωνα με το κανονιστικό και νομικό πλαίσιο που ήταν σε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ανάλογα με τα αποτελέσματα που θα προέκυπταν από την έκθεση που θα υποβαλλόταν στον Αρχηγό Αστυνομίας, θα αποφάσιζε κατά πόσο θα θεωρούνταν οι αιτητές στην Προσφυγή Αρ. 835/03 επιτυχόντες ή αποτυχόντες, ώστε να υπάρξει συμμόρφωση με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Στη συνέχεια ο τότε Βοηθός Αρχηγός, μετά από άδεια του Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, παρέλαβε από το σχετικό διοικητικό φάκελο τα γραπτά και άλλα τεκμήρια που κατατέθηκαν στην Προσφυγή Αρ. 835/03 και τα οποία αφορούσαν τους 5 αιτητές σ' εκείνη την προσφυγή. Ακολούθως ο κ. Παπαγεωργίου επισκέφθηκε το δικηγόρο της Δημοκρατίας κ. Α. Χριστοφόρου, στον οποίο υπέβαλε γραπτώς διάφορα ερωτήματα ως προς τον νομικά αποδεκτό και ορθό τρόπο επανεξέτασης των γραπτών. Η γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας είχε ως ακολούθως:-
(1) Να επαναξιολογηθούν μόνο τα γραπτά των πέντε Αιτητών στην Προσφυγή Αρ. 835/03.
(2) Η επαναξιολόγηση να γίνει από νέο εξεταστικό σώμα, γιατί εκείνο που αξιολόγησε τότε τα γραπτά τους έπαυσε να υπάρχει μετά την ολοκλήρωση των εργασιών του. Σύμφωνα με το τότε ισχύον νομικό καθεστώς, θα έπρεπε ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως να επιλέξει και ορίσει αρμόδιο εξεταστικό σώμα ύστερα από διαβούλευση του με τον Αρχηγό Αστυνομίας, (Καν. 13, των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών - Κ.Δ.Π. 52/89). Το εξεταστικό σώμα, αφού καλύψει τα στοιχεία των διαγωνισθέντων αιτητών και την αναγραφόμενη βαθμολογία από τα γραπτά τους, θα έπρεπε να ορίσει ομάδα από Αξιωματικούς για να διορθώσει και να βαθμολογήσει τα γραπτά των Αιτητών, στην παρουσία και εποπτεία όλων των μελών του εξεταστικού σώματος, σύμφωνα με την Α.Δ.4/7, παρ. 7. Μετά από τη βαθμολόγηση των γραπτών, το εξεταστικό σώμα να αποκαλύψει τα στοιχεία της ταυτότητας των διαγωνισθέντων και να ετοιμάσει κατάλογο επιτυχόντων ή αποτυχόντων με τη βαθμολογία και να τον παραδώσει στον Αρχηγό Αστυνομίας, ο οποίος να μεριμνήσει για τη δημοσίευση των επιτυχόντων ή αποτυχόντων στις Εβδομαδιαίες Διαταγές, σύμφωνα με την Α.Δ.4/7, παρ. 8 και τον Κανονισμό 17(1) των προαναφερόμενων περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών. Επιπρόσθετα, ο Αρχηγός της Αστυνομίας να ενημερώσει τους αποτυχόντες, σύμφωνα με τον Κανονισμό 17(2) των προαναφερόμενων Κανονισμών.
(3) Η επαναξιολόγηση των γραπτών δεν είναι αναγκαίο να γίνει στην παρουσία και εποπτεία των μελών του τότε εξεταστικού σώματος. Αρκεί «να διοριστεί νέο εξεταστικό σώμα το οποίο να ορίσει αξιωματικούς για τη βαθμολόγηση, όπως αναφέρεται λεπτομερώς στην απάντηση του 2ου ερωτήματος»
Ο Αρχηγός Αστυνομίας, αφού ενημερώθηκε για όλες τις ενέργειες στις οποίες προέβη ο κ. Παπαγεωργίου, στις 8.8.06 έδωσε τις πιο κάτω οδηγίες στην Ανώτερη Αστυνόμο κα Φραντζή, πρόεδρο της Επιτροπής Εξετάσεων:-
«κα Μαριάννα Φραντζή,
Διευθύντρια Δ.Ε.Ε. - Δ.Α.Σ.
Πρόεδρο Ανεξάρτητης Εξεταστικής Επιτροπής,
Προσφυγή Αρ. 835/2003 - Επανεξέταση
Αναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα και συνημμένα σας διαβιβάζεται ταυτάριθμη επιστολή του Βοηθού Αρχηγού (Δ) ημερομηνίας 07 Αυγούστου, 2006, μαζί με γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, το περιεχόμενο των οποίων μιλά από μόνο του.
2. Ο Νόμος 158(Ι)/1999 που κωδικοποιεί τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου, ορίζει ότι, κατά την επανεξέταση πράξης της Διοίκησης που ακυρώθηκε εφαρμόζεται το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης. Στην προκειμένη περίπτωση, η σύσταση νέου εξεταστικού σώματος για σκοπούς επανεξέτασης της πράξης που ακυρώθηκε δεν θα εξυπηρετήσει κανένα σκοπό και επομένως η επανεξέταση των γραπτών των αιτητών, μπορεί να διενεργηθεί από την υφιστάμενη Ανεξάρτητη Εξεταστική Επιτροπή, με βάση όμως το κανονιστικό πλαίσιο που ίσχυε τότε, δηλαδή με βάση τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 1989. Εφόσον το τότε εξεταστικό σώμα έπαυσε να υφίσταται και η ανασύσταση του με την τότε σύνθεση ή και τα διασωζόμενα μέλη δεν είναι εφικτή, υπάρχει η ευχέρεια αξιοποίησης της σημερινής Ανεξάρτητης Εξεταστικής Επιτροπής η οποία όμως θα ενεργήσει με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά την έκδοση της πράξης που ακυρώθηκε.
3. Ενόψει των όσων σημειώνονται στη συνημμένη γνωμάτευση, την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή 835/2003 καθώς και στους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 1989, παρακαλώ όπως μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής, προχωρήσετε στην επαναξιολόγηση των γραπτών των πέντε αιτητών ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες της Νομικής Υπηρεσίας και να μου υποβάλετε το συντομότερο δυνατόν κατάλογο επιτυχόντων ή αποτυχόντων για να ενεργήσω αναλόγως. Για σκοπούς επαναξιολόγησης των γραπτών θα χρησιμοποιήσετε τα πρότυπα των απαντήσεων (Model Answers).
4. Τα γραπτά των αιτητών βρίσκονται στο Γραφείο Αρχηγού Αστυνομίας, από όπου μπορείτε να τα παραλάβετε για τις δέουσες ενέργειες, παρακαλώ.
Αρχηγείο Αστυνομίας Χαράλαμπος Κουλέντης
08.08.06 Αρχηγός Αστυνομίας»
Η Ανεξάρτητη Εξεταστική Επιτροπή αποτελείτο από την Πρόεδρο της, κα Μαριάννα Φραντζή, Ανώτερη Αστυνόμο και δύο μέλη, την κα Έλενα Κλεόπα, δικηγόρο της Δημοκρατίας και τον κ. Ευστάθιο Ηλιάδη, Πρώτο Λειτουργό Εκπαίδευσης.
Μετά την ολοκλήρωση της επανεξέτασης, η κα Φραντζή ενημέρωσε σχετικά τον Αρχηγό Αστυνομίας. Το περιεχόμενο της επιστολής της έχει ως εξής:-
«27 Σεπτεμβρίου 2006
Αρχηγό Αστυνομίας
Προσφυγή αρ. 835/2003 - Επανεξέταση
Αναφέρομαι στην ταυτάριθμη επιστολή σας, ημερ. 8/8/06, σχετικά με το πιο πάνω θέμα και συνημμένα σας υποβάλλεται κατάλογος των υποψηφίων με τα αποτελέσματα της επαναξιολόγησης των γραπτών των πέντε αιτητών. Ο κατάλογος ετοιμάστηκε από την Ανεξάρτητη Εξεταστική Επιτροπή η οποία ακολούθησε πιστά τις οδηγίες της Νομικής Υπηρεσίας σύμφωνα με τις οδηγίες σας.
Πέραν του καταλόγου των υποψηφίων με τα αποτελέσματα της επαναβαθμολόγησης, σας επισυνάπτονται τα πρακτικά των συσκέψεων, στα οποία φαίνονται οι ενέργειες της Εξεταστικής Επιτροπής. Τα μέλη της Επιτροπής αφού μελέτησαν την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα στην εν λόγω Προσφυγή και τη μετέπειτα σχετική αλληλογραφία προχώρησαν στην επαναξιολόγηση των γραπτών σύμφωνα με τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας.
Προς τούτο όρισε ομάδα από Αξιωματικούς που βαθμολόγησαν τα γραπτά στην παρουσία και εποπτεία των μελών του Εξεταστικού Σώματος, με βάση τα πρότυπα των απαντήσεων (model answer) που είχαν ετοιμαστεί από το Εξεταστικό Σώμα που διεξήγαγε το Επαγγελματικό Μέρος των Εξετάσεων στις 31/10/2002. Προτού δοθούν τα τετράδια απαντήσεων στους βαθμολογητές για βαθμολόγηση, τα ίδια τα μέλη της Επιτροπής κάλυψαν τα ονόματα και τα προσωπικά στοιχεία καθώς και όλες τις προηγούμενες βαθμολογίες με ειδικά αδιαφανή αυτοκόλλητα. Μετά τη βαθμολόγηση των γραπτών, το Εξεταστικό Σώμα ετοίμασε τον κατάλογο των υποψηφίων με τη βαθμολογία τους.
Τα γραπτά των αιτητών επιστρέφονται αφού έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία επαναξιολόγηση τους.
Μαριάννα Φραντζή
Ανώτερη Αστυνόμος
Πρόεδρος Επιτροπής Εξετάσεων»
Με βάση τα αποτελέσματα της επανεξέτασης, όπως φαίνονται στον κατάλογο που ετοίμασε το Εξεταστικό Σώμα, οι πέντε αιτητές στην Προσφυγή Αρ. 835/03*, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν και οι δύο Αιτητές στην παρούσα προσφυγή, κρίθηκαν ότι εξακολουθούσαν να είναι αποτυχόντες στο Επαγγελματικό Μέρος των εξετάσεων προαγωγής στο βαθμό Υπαστυνόμου.
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω ενημέρωσης, ο Αναπληρωτής Αρχηγός Αστυνομίας προχώρησε στη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της επανεξέτασης στις Εβδομαδιαίες Διαταγές ημερ. 9.10.2006. Οι Αιτητές πέραν της ενημέρωσης, πληροφορήθηκαν ότι θα μπορούσαν μέσα σε 10 μέρες από της δημοσίευσης, να υποβάλουν αίτηση για αναθεώρηση της βαθμολογίας.
Ο Αιτητής Ανδρέας Συμεού και ο Αιτητής Παναγιώτης Κρητικού, με ξεχωριστές προσφυγές (Αρ. 2308/06 και 2309/06), οι οποίες κατά τη διαδικασία συνενώθηκαν, προσβάλλουν ως παράνομη και ως τέτοια άκυρη την πιο πάνω απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας, ημερ. 9.10.06 με την οποία μετά την επανεξέταση, τους θεώρησε εκ νέου ως αποτυχόντες.
Ο κοινός δικηγόρος των Αιτητών, κατ' αρχάς προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το δεδικασμένο, αφού όπως ισχυρίζεται με αυτή παραβιάζεται το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης. Κατά παράβαση του καθεστώτος της επανεξέτασης, είπε, αντί να συσταθεί Επιτροπή Εξετάσεων με βάση το καθεστώς το οποίο ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι τον Κανονισμό 13 των Κ.Δ.Π. 52/89 και της Αστυνομικής Διάταξης Α.Δ. 4/7, συστάθηκε Ανεξάρτητη Επιτροπή Εξετάσεων με βάση νέο νομοθετικό καθεστώς, ήτοι τον Καν. 14(Ι) της Κ.Δ.Π. 350/05, ο οποίος δεν ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Ο συνήγορος των καθ' ων η αίτηση προβάλλει ότι ο περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 (Ν. 158(Ι)/1999) που κωδικοποιεί τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, ορίζει ότι κατά την επανεξέταση πράξης της Διοίκησης που ακυρώθηκε, εφαρμόζεται το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης. Όμως στην προκειμένη περίπτωση, είπε, η σύσταση νέου εξεταστικού σώματος για σκοπούς επανεξέτασης της πράξης που ακυρώθηκε, δεν θα εξυπηρετούσε κανένα σκοπό και επομένως η επανεξέταση των γραπτών των Αιτητών, μπορούσε να διενεργηθεί από την υφιστάμενη Ανεξάρτητη Εξεταστική Επιτροπή, με βάση όμως το κανονιστικό πλαίσιο που ίσχυε τότε, δηλαδή με βάση τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 1989. Εφόσον το τότε εξεταστικό σώμα έπαυσε να υφίσταται και η ανασύσταση του με την τότε σύνθεση ή και τα διασωζόμενα μέλη δεν ήταν εφικτή, υπήρχε η ευχέρεια αξιοποίησης της υφιστάμενης Ανεξάρτητης Εξεταστικής Επιτροπής, η οποία όμως ενήργησε με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά την έκδοση της πράξης που ακυρώθηκε.
Κατά την άποψή μου, ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Ο Κανονισμός 13 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89), ορίζει ότι:-
«Η εξέταση για το Μορφωτικό και Επαγγελματικό Μέρος θα διεξάγεται από αρμόδιο εξεταστικό σώμα που ο Υπουργός θα επέλεγε και όριζε ύστερα από διαβούλευση του με τον Αρχηγό.»
Περαιτέρω, σύμφωνα με την Α.Δ. 4/7, παράγρ. 7, η διόρθωση των γραπτών γινόταν από ομάδα από Αξιωματικούς που ορίζονταν από το Εξεταστικό Σώμα για να διορθώνει και να βαθμολογεί τα γραπτά, στην παρουσία και εποπτεία των μελών του Εξεταστικού Σώματος.
Οι περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμοί του 1989, καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν με τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 2004 (Κ.Δ.Π. 214/04). Ο νέος Κανονισμός 14, ο οποίος αντικατέστησε τον Κανονισμό 13 της Κ.Δ.Π. 52/89, προβλέπει ότι οι εξετάσεις διεξάγονται από «Ανεξάρτητη Εξεταστική Επιτροπή». Η συγκεκριμένη πρόνοια έχει ως εξής:-
«14(1) Οι εξετάσεις για να καταστήσουν κάποιο υποψήφιο για προαγωγή διεξάγονται από ανεξάρτητη εξεταστική επιτροπή που απαρτίζεται από ένα Ανώτερο Αξιωματικό, ως πρόεδρε, που διορίζεται από τον Αρχηγό, μετά από έγκριση του Υπουργού, ένα λειτουργό της Νομικής Υπηρεσίας και ένα λειτουργό της Υπηρεσίας Εξετάσεων του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, ως μέλη, που υποδεικνύονται από τους προϊσταμένους τους. Η επιτροπή έχει την ευθύνη για την ετοιμασία των θεμάτων, την τήρηση του απορρήτου των εξετάσεων και τη διόρθωση και τη βαθμολόγηση των γραπτών των εξεταζομένων. Η διεξαγωγή της γραπτής εξέτασης, η επιτήρηση των εξετάσεων και η ετοιμασία σχετικού καταλόγου ανατίθεται στην Υπηρεσία Εξετάσεων του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.
............................................................................................................»
Σύμφωνα με τη νομολογία, όπως αυτή κωδικοποιείται στο Αρθρο 58 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), η διοίκηση κατά την επανεξέταση και συγκεκριμένα κατά την επαναβαθμολόγηση των επίδικων γραπτών των Αιτητών, όφειλε να εφαρμόσει το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Η επανεξέταση ανατέθηκε σε ανεξάρτητο υφιστάμενο εξεταστικό σώμα, το οποίο είχε συσταθεί σύμφωνα με τους νέους Κανονισμούς του 2004. Η ανάθεση της επανεξέτασης σε υφιστάμενη Ανεξάρτητη Εξεταστική Επιτροπή, αντί σε «αρμόδιο εξεταστικό σώμα», σύμφωνα με τον καταργηθέντα Κανονισμό 13 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 52/89, δεν είναι ενάντια στην πιο πάνω αρχή που κωδικοποιείται από το Αρθρο 58 του Νόμου 158(Ι)/99, αφού εκείνο που προείχε τη δεδομένη στιγμή, ήταν η επανεξέταση να γίνει από ανεξάρτητο εξεταστικό σώμα, το οποίο θα επέβλεπε την επαναδιόρθωση των γραπτών, σύμφωνα με το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που λήφθηκε η επίδικη απόφαση, δηλαδή σύμφωνα με τους καταργηθέντες Κανονισμούς Κ.Δ.Π. 52/89.
Με τον δεύτερο λόγο ακύρωσης, ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι «η απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας αφ' ενός αποκλίνει ανεπίτρεπτα από τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας και αφ' ετέρου στερείται ειδικής αιτιολογίας».
Δεν διαφωνώ ότι η απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας να παραπέμψει το θέμα της επανεξέτασης σε υφιστάμενη, Ανεξάρτητη Εξεταστική Επιτροπή, η οποία είχε συσταθεί δυνάμει των νεότερων Κανονισμών του 2004, αποκλίνει από τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, αλλά όπως εξήγησα, δεν φαίνεται να είχε καμιά απολύτως επίδραση στην επανεξέταση, και ούτε θα μπορούσε να έχει, με δεδομένο ότι επρόκειτο για επανεξέταση γραπτών με βάση πρότυπα απαντήσεων «model answers». Ούτε βέβαια υπήρξε οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι η Επιτροπή δεν ήταν ανεξάρτητη.
Πέραν των πιο πάνω, στις περιπτώσεις που το όργανο το οποίο έχει εκδώσει την πράξη που ακυρώνεται δεν υφίσταται πλέον, θα πρέπει να συσταθεί εκ νέου, εκτός και αν προβλέπεται από νεότερη διάταξη η αρμοδιότητα άλλου οργάνου (Βλ. Σύγγραμμα Επανεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου, «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», σελ. 586-7, παράγρ. 570*, και Antenna TV Limited v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 711, στην οποία υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια τα όσα αναφέρονται από τον Ε. Σπηλιωτόπουλο). Στην προκειμένη περίπτωση, αυτό ακριβώς συνέβη. Με τον Κανονισμό 14(1) των περί Αστυνομίας Κανονισμών του 2004 (Κ.Δ.Π. 214/04), συστήθηκε τριμελής Ανεξάρτητη Εξεταστική Επιτροπή, η οποία αντικατέστησε το προηγούμενο Εξεταστικό Σώμα.
Κατά τα λοιπά, η διαδικασία της επανεξέτασης, που ήταν και το ουσιαστικό μέρος της επανεξέτασης, τηρήθηκε ευλαβώς, αφού ήταν σύμφωνη με τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 1989 και την ΑΔ 4/7. Ο Αρχηγός Αστυνομίας αιτιολογώντας την απόφαση του να αποκλίνει, σε ό,τι αφορά το Εξεταστικό Σώμα, ανέφερε στην επιστολή του ημερ. 8.8.2006, προς την Υπαστ. Μ. Φραντζή, ότι η σύσταση νέου εξεταστικού σώματος δεν θα εξυπηρετούσε κανένα σκοπό. Επομένως, δεν είναι ορθή η θέση του δικηγόρου των Αιτητών ότι η απόφαση του Αρχηγού στερείτο αιτιολογίας. Η απόφαση λήφθηκε καλόπιστα και χωρίς οποιαδήποτε πλάνη, με μοναδικό σκοπό να διασφαλιστεί το ανεξάρτητο της διαδικασίας επανεξέτασης, ώστε να υπάρξει, σύμφωνα με το Άρθρο 146.5 του Συντάγματος, πλήρης συμμόρφωση προς την δικαστική απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 835/03.
Με βάση τα πιο πάνω, οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται με €1.200 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.