ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 4 ΑΑΔ 62
30 Ιανουαρίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 631/2007)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Υπερωριακή απασχόληση ― Ειδικά οι προϋποθέσεις υπερωριακής αποζημίωσης υπαλλήλων, στη μισθοδοτική κλίμακα Α13 και άνω ― Καν. 47(5) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Κανονισμών του 1995 (Κ.Δ.Π. 175/95) ― Ερμηνεία και εφαρμογή του στα επίδικα γεγονότα ― Περιστάσεις, υπό τις οποίες κρίθηκε ότι παραβιάστηκε.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της άρνησης καταβολής σε αυτόν υπερωριακής αποζημίωσης, για υπερωρίες που είχε εργαστεί, αλλά και κατά της αντίστοιχης συνεχιζόμενης παράλειψης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Είναι πρόδηλο, ότι δυνάμει του Κανονισμού 47 της Κ.Δ.Π. 175/95, το μόνο αρμόδιο όργανο να αποφασίσει κατά πόσον η υπερωριακή απασχόληση Υπαλλήλων που βρίσκονται στην Κλίμακα Α13 και άνω, εμπίπτει στις εξαιρετικές περιπτώσεις που θα μπορούσαν να αποζημιωθούν, είναι το Υπουργικό Συμβούλιο και όχι ο Υπουργός Οικονομικών ή ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών.
Ο Υπουργός Οικονομικών και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου είχαν υποχρέωση, υπό τις περιστάσεις, να προωθήσουν το αίτημα του αιτητή στο Υπουργικό Συμβούλιο, που ήταν το μόνο αρμόδιο όργανο με εξουσία να αποφασίσει κατά πόσο ο αιτητής θα ελάμβανε ή όχι αποζημίωση για υπερωριακή εργασία. Αντί όμως να εκτελέσουν την προαναφερόμενη υποχρέωσή τους, αποφάσισαν οι ίδιοι να απορρίψουν το αίτημα, χωρίς να το θέσουν ενώπιον του αρμοδίου οργάνου, υποδεικνύοντας μόνο στον αιτητή, ότι εξουσία ικανοποίησης του αιτήματός του είχε μόνο το αρμόδιον όργανο. Κατά συνέπεια η επίδικη απόφαση λήφθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας, αντίθετα με το Νόμο και τη σχετική νομολογία και θα πρέπει να ακυρωθεί.
2. Η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς και εκδίδεται Δηλωτική Απόφαση ως η παράγραφος Α του αιτητικού. Έξοδα €1.200, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του αιτητή.
Η προσφυγή επέτυχε μερικώς με έξοδα.
Προσφυγή.
Σ. Ανδρέου, για τον Αιτητή.
Β. Χριστοφόρου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή του αυτή, ο αιτητής ζητά τις ακόλουθες θεραπείες:
«Α. Δήλωση και/ή διαταγή του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι, η απόφαση των καθ'ων η αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στο δικηγόρο του αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 08/03/2007, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα για οικονομική αποζημίωση του αιτητή για υπερωριακή εργασία, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Β. Δήλωση και/ή Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι, η συνεχιζόμενη παράλειψη των καθ'ων η αίτηση και/ή οποιουδήποτε από αυτούς, παρά τις σχετικές γραπτές αιτήσεις και/ή προειδοποιήσεις του αιτητή, να τον αποζημιώσουν οικονομικά για υπερωριακή εργασία, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος και ότι έπρεπε να γίνει, να διαταχθεί ώστε να γίνει.»
Κατόπιν προφορικής έγκρισης του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών για κάλυψη της δαπάνης για την υπερωριακή απασχόληση των μελών της Επιτροπής Αξιολόγησης του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής, στην οποία είχε ανατεθεί η αξιολόγηση της προσφοράς για την προμήθεια, εγκατάσταση και εφαρμογή ολοκληρωμένης λύσης για το πληροφορικό σύστημα του Υπουργείου Υγείας και της οποίας η εργασία είχε αποπερατωθεί, ο Διευθυντής του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής με επιστολή του ημερ 9.6.2005 απευθύνθηκε στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών και ζήτησε τις οδηγίες του τελευταίου για προώθηση της οικονομικής αποζημίωσης όλων των μελών της εν λόγω επιτροπής, περιλαμβανομένου και του αιτητή.
Στις 15/6/2005, ο Διευθυντής του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής, κατόπιν διευκρινήσεων που του είχαν ζητηθεί από τη Διεύθυνση Προϋπολογισμού και Δημοσιονομικού Ελέγχου του Υπουργείου Οικονομικών, με επιστολή του πληροφόρησε το Γενικό Διευθυντή για το ύψος της συνολικής υπερωριακής αμοιβής των μελών της Επιτροπής Αξιολόγησης σημειώνοντας επίσης και το ποσό που αντιστοιχούσε στον κάθε λειτουργό και μέλος της Επιτροπής περιλαμβανομένου και του αιτητή, ως αμοιβή τους για την υπερωριακή εργασία που προσέφεραν.
Ο αιτητής, κατά την περίοδο 15/3/2005 μέχρι 16/5/2005, εργάστηκε υπερωριακά συνολικά 227 ώρες. Τα σχετικά σημειώματα του αιτητή με τις, εκτός κανονικού ωραρίου, ώρες που εργάστηκε προσυπογράφηκαν από το Διευθυντή του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής και αποτελούσαν παραρτήματα της επιστολής του τελευταίου ημερ. 9/6/2005 που είχε αποσταλεί προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών. Ταυτόσημα σημειώματα ετοιμάστηκαν και από τους άλλους τέσσερις λειτουργούς που είχαν εργαστεί υπερωριακά με τον αιτητή.
Σημειώνεται ότι και τα τέσσερα άλλα μέλη της επιτροπής είναι Λειτουργοί του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής, με μισθοδοτικές κλίμακες χαμηλότερες της Κλίμακας Α13, ενώ ο αιτητής βρίσκεται σε μισθοδοτική κλίμακα άνω της Α13.
Στις 6.7.2005 ο κ. Σταύρος Μιχαήλ, εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών απέστειλε προς το Διευθυντή του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής επιστολή, πληροφορώντας τον τα ακόλουθα σχετικά με το ζήτημα:
«..... ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό 47(5) των Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Κανονισμών 1995 (Κ.Δ.Π. 175/95) μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μετά από ειδική έγκριση του Υπουργικού συμβουλίου μπορεί να καταβάλλεται υπερωριακή αποζημίωση για θέσεις Α13 και άνω.
2. Για αυτό το πριν την καταβολή των πιο πάνω υπερωριακών αποζημιώσεων απαιτείται προηγούμενη έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου».
Ακολούθως ο Διευθυντής του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής έδωσε χειρόγραφη οδηγία προς τον αιτητή να «συνεργαστεί με τον κο Μιχαήλ για να ετοιμάσει την πρόταση».
Ο Διευθυντής του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής επανήλθε επί του θέματος με επιστολή του ημερ. 17/2/2006 απευθυνόμενος προς το Γενικό Διευθυντή, ζητώντας και πάλι την προώθηση της οικονομικής αποζημίωσης των μελών της Επιτροπής Αξιολόγησης.
Στη συνέχεια με επιστολή ημερ. 12.4.2006, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών ενέκρινε την οικονομική αποζημίωση όλων των άλλων λειτουργών που συμμετείχαν στην Επιτροπή Αξιολόγησης, πλην του αιτητή και χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στον ίδιο.
Ακολούθησαν τρεις επιστολές του Διευθυντή του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής ημερομηνιών 24/7/2006, 6/10/2006 και 29/11/2006 προς το Υπουργείο Οικονομικών, οι οποίες σχετίζονταν αποκλειστικά με την προώθηση της οικονομικής αποζημίωσης του αιτητή.
Στις 27.12.2006, η κα Ανδρούλα Αβραάμ, Λογιστικός Λειτουργός 1ης Τάξης του Υπουργείου Οικονομικών, κατόπιν οδηγιών, απέστειλε μέσω του Αν. Διευθυντή κ. Σταύρου Μιχαήλ προς το Γενικό Διευθυντή, προσχέδιο σχετικής πρότασης για οικονομική αποζημίωση του αιτητή με σκοπό να υποβληθεί από τον Υπουργό Οικονομικών προς το Υπουργικό Συμβούλιο.
Ενόψει όμως της μη περαιτέρω ενημέρωσής του για το ζήτημα, ο αιτητής απέστειλε, στις 5/2/2007, μέσω του Δικηγόρου του, επιστολή στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών με την οποία ζητούσε οικονομική αποζημίωση ως προς την υπερωριακή απασχόλησή του.
Παραθέτω αυτούσιο το περιεχόμενο της επιστολής του δικηγόρου του αιτητή:
«Έχω οδηγίες από τον πελάτη μου Ανδρέα Κυπριανού να σας απευθύνω την επιστολή αυτή και να αναφερθώ στις οδηγίες προς το Διευθυντή του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής για να εργαστεί υπερωριακά ο πελάτης μου για την αξιολόγηση της προσφοράς για το μηχανογραφικό σύστημα του Υπουργείου Υγείας. Σύμφωνα με τις εν λόγω οδηγίες, ο πελάτης μου εργάστηκε υπερωριακά για 227 ώρες μαζί με άλλους τέσσερις συναδέλφους του. Το ποσό που αντιστοιχεί για την υπερωριακή απασχόληση του πελάτη μου ανέρχεται στις Λ.Κ.6.187. Στις 17/2/2006 εγκρίθηκε η οικονομική αποζημίωση των άλλων τεσσάρων υπαλλήλων χωρίς όμως να έχει εγκριθεί και η οικονομική αποζημίωση για τον πελάτη μου. Παρά τις επανειλημμένες επιστολές του Διευθυντή Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής για την οικονομική αποζημίωση και του πελάτη μου, ουδεμία ανταπόκριση υπήρξε μέχρι σήμερα.
Είμαι της άποψης ότι το Υπουργείο θα πρέπει να προωθήσει άμεσα την οικονομική αποζημίωση του πελάτη μου, περιλαμβανομένου και του νόμιμου τόκου από τις 12/4//2006 που εγκρίθηκε η οικονομική αποζημίωση των υπόλοιπων μελών της Επιτροπής Αξιολόγησης. Αναμένω ότι αυτό θα γίνει το συντομότερο δυνατό. Πιστεύω ότι δια της μη καταβολής των δεδουλευμένων του πελάτη μου παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης στην απασχόληση και την εργασία όπως αυτή καθορίζεται στην οδηγία της Ε.Ε. με αρ. 2000/78/ΕΚ και η οποία έχει ενσωματωθεί στην Κυπριακή Νομοθεσία με το Νόμο 58(1)/2004.
Επιφυλάσσονται όλα τα νόμιμα δικαιώματα του πελάτη μου.
Αναμένω απάντηση σας το συντομότερο.»
Στη συνέχεια με επιστολή του ημερομηνίας 8/3/2007, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών απέρριψε το αίτημα του αιτητή.
Παραθέτω αυτούσιο το περιεχόμενο της επιστολής εκείνης το οποίο και αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής:
«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας με ημερομηνία 5 Φεβρουαρίου, 2007 σχετικά με το πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω ότι η καταβολή υπερωριακής αποζημίωσης στον πελάτη σας κ. Ανδρέα Κυπριανού, Πρώτο Λειτουργό Πληροφορικής δεν είναι δυνατή, παρά μόνον αν υπάρξει ειδική προς τούτο έγκριση από το Υπουργικό Συμβούλιο, αφού αυτός κατέχει θέση με μισθοδοτική κλίμακα υψηλότερη της Κλίμακας Α 13 της Δημόσιας Υπηρεσίας.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 47(5) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Απολαβές, Επιδόματα και άλλα Οικονομικά Ωφελήματα των Δημοσίων Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1995 (Κ.Δ.Π. 175/95):
'Υπάλληλοι που βρίσκονται στην Κλίμακα Α 13 και άνω δεν αποζημιώνονται για υπερωριακή εργασία σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης τους:
Νοείται ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μετά από ειδική έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου μπορεί να καταβάλλεται υπερωριακή αποζημίωση και για θέσεις με Κλ. Α 13 και άνω.'»
Με την προσφυγή του ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο. Βάσισε την επιχειρηματολογία του στο γεγονός ότι ο Υπουργός Οικονομικών δεν προώθησε το αίτημά του για οικονομική αποζημίωση της υπερωριακής απασχόλησης του προς το Υπουργικό Συμβούλιο όπως προβλέπεται στο σχετικό κανονισμό της Κ.Δ.Π. 175/95.
Περαιτέρω υπέβαλε, ότι και αν ακόμη ήθελε κριθεί ότι ο Υπουργός Οικονομικών και/ή Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών είχαν αρμοδιότητα να αποφασίσουν επί του θέματος, η απόφασή τους όπως κοινοποιήθηκε στο δικηγόρο του αιτητή, είναι αναιτιολόγητη. Είναι η θέση του ότι επιβάλλετο, στην προκείμενη περίπτωση, να του δοθεί πλήρης αιτιολογία για την άρνηση ικανοποίησης του αιτήματός του.
Υποβάλλει περαιτέρω ότι η παράγραφος (5) του Κανονισμού 47 των προαναφερόμενων κανονισμών έχει εκδοθεί χωρίς την αναγκαία νομοθετική εξουσιοδότηση. Υποστηρίζει συναφώς ότι το Αρθρο 87 του Νόμου 1/90, προβλέπει μεν την έκδοση κανονισμών για υπερωριακή απασχόληση, δεν καθορίζει όμως ότι τέτοιοι κανονισμοί μπορούν να προνοούν την άνιση και επομένως άδικη μεταχείριση των δημοσίων υπαλλήλων ανάλογα με τη θέση ή την κλίμακα που κατέχουν γιατί κάτι τέτοιο, εισηγείται, θα ήταν αντίθετο με το Αρθρο 28 του Συντάγματος. Σε συνάρτηση με τον ισχυρισμό αυτό υποβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη στηρίζεται σε κανονιστική διάταξη που αντίκειται στην αρχή της ισότητας η οποία διασφαλίζεται με το Άρθρο 28 του Συντάγματος, δημιουργώντας αδικαιολόγητη διάκριση μεταξύ των Ανώτερων Δημοσίων Υπαλλήλων και των άλλων μελών της Δημόσιας Υπηρεσίας.
Ενόψει της φύσης του αιτητικού «Α» της προσφυγής και έχοντας κατά νού την εξέλιξη των γεγονότων όπως έχουν εκτεθεί τίθεται, σε πρώτο στάδιο, το ερώτημα κατά πόσο ο Υπουργός Οικονομικών, μη προωθώντας το αίτημα του αιτητή στο Υπουργικό Συμβούλιο, άσκησε, νόμιμα, την αρμοδιότητα ή και την εξουσία του, λαμβάνοντας υπόψη ιδιαίτερα το σχετικό Κανονισμό 47(5).
Η παράγραφος 5 του κανονισμού 47 της Κ.Δ.Π. 175/95 έχει ως εξής:
«(5) Υπάλληλοι που βρίσκονται στην Κλίμακα Α13 και άνω δεν αποζημιώνονται για υπερωριακή εργασία σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης τους. Νοείται ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μετά από ειδική έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου μπορεί να καταβάλλεται υπερωριακή αποζημίωση και για θέσεις με Κλ. Α 13 και άνω.»
Είναι πρόδηλο ότι, δυνάμει του προαναφερόμενου κανονισμού, το μόνο αρμόδιο όργανο να αποφασίσει κατά πόσον η υπερωριακή απασχόληση Υπαλλήλων που βρίσκονται στην Κλίμακα Α13 και άνω, εμπίπτει στις εξαιρετικές περιπτώσεις που θα μπορούσαν να αποζημιωθούν, είναι το Υπουργικό Συμβούλιο και όχι ο Υπουργός Οικονομικών ή ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών.
Ο Υπουργός Οικονομικών και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου είχαν, κατά την κρίση μου, υποχρέωση, υπό τις περιστάσεις, να προωθήσουν το αίτημα του αιτητή στο Υπουργικό Συμβούλιο, που ήταν το μόνο αρμόδιο όργανο με εξουσία να αποφασίσει κατά πόσο ο αιτητής θα ελάμβανε ή όχι αποζημίωση για υπερωριακή εργασία. Αντί όμως να εκτελέσουν την προαναφερόμενη υποχρέωσή τους, αποφάσισαν οι ίδιοι να απορρίψουν το αίτημα, χωρίς να το θέσουν ενώπιον του αρμοδίου οργάνου, υποδεικνύοντας μόνο στον αιτητή ότι εξουσία ικανοποίησης του αιτήματός του είχε μόνο το αρμόδιον όργανο.
Με τα όσα έχω αναφέρει, καταλήγω στο συμπέρασμα πως ο Γενικός Διευθυντής δεν είχε αρμοδιότητα να επιληφθεί ο ίδιος του αιτήματος του αιτητή και να το αποφασίσει αλλά όφειλε να το υποβάλει, με τη δέουσα διαδικασία, στο Υπουργικό Συμβούλιο, το μόνο αρμόδιο όργανο να αποφασίζει, σύμφωνα με το Νόμο.
Κατά συνέπεια η επίδικη απόφαση λήφθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας, αντίθετα με το Νόμο και τη σχετική νομολογία και θα πρέπει να ακυρωθεί.
Μετά από τα πιο πάνω θεωρώ άσκοπο να ασχοληθώ με τα άλλα νομικά σημεία που πρόβαλε ο αιτητής.
Η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς και εκδίδεται Δηλωτική Απόφαση ως η παράγραφος Α του αιτητικού. Έξοδα €1.200, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του αιτητή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς με έξοδα.