ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 879/2007)
19 Νοεμβρίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΠΑΝΙΚΟΣ Δ. ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ
2. ΑΝΔΡΕΑΣ Δ. ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ
3. ΠΕΛΙΚΚΟΣ Δ. ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Π. Δ. Δημοσθένους, για τους αιτητές.
Ελ. Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές αξιώνουν ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 13.4.2007, Παράρτημα 3ο, Μέρος ΙΙ, υπ΄ αρ. 4158 υπό τον τίτλο «Διόρθωση δυνάμει του άρθρου 4(1)(γ)», με την οποία αποφάσισαν τη διόρθωση της αρχικής δημοσίευσης της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης υπ΄ αρ. 203, ημερομηνίας 22.2.2002, επειδή η επί τόπου κατασκευή του έργου διέφερε από το θέσμιο σχέδιο, όπως αυτό αρχικά δημοσιεύτηκε, στο βαθμό που επηρεάζει την απαλλοτριωθείσα ακίνητη περιουσία τους.
Οι τρεις αιτητές είναι ιδιοκτήτες του κτήματος υπ΄ αρ. τεμαχίου 225, Φ/Σχ. 54/33, στην ενορία Αγίας Φύλας του Δήμου Λεμεσού, ολικού εμβαδού 139.467 τ. μέτρων, κατά 1/3 μερίδιο έκαστος. Με τη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης υπ΄ αρ. 203, ημερομηνίας 22.2.2002 και το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης υπ΄ αρ. 189, ημερομηνίας 14.2.2003, απαλλοτριώθηκε μέρος του πιο πάνω κτήματος, δηλαδή συνολική έκταση 1.990 τ. μέτρων. Σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η διαμόρφωση του οδικού δικτύου που θα εξυπηρετεί το νέο Λύκειο Λαϊκής Λευκοθέας.
Η αποζημίωση ανέρχεται στις £37.800, πρόταση την οποία ο αιτητής 1 αποδέχτηκε, με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του για καθορισμό του ποσού της αποζημίωσης από το δικαστήριο, χωρίς όμως ακόμα να πληρωθεί. Οι άλλοι δύο ιδιοκτήτες, μέχρι σήμερα, δεν έχουν αποδεχτεί την προσφερθείσα αποζημίωση.
Ακολούθησε ανάκληση της Γνωστοποίησης υπ΄αρ. 203 και του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης υπ΄αρ. 189 της απαλλοτριωθείσας ακίνητης ιδιοκτησίας των αιτητών, με το Διάταγμα υπ΄ αρ. 1265, ημερομηνίας 30.2.2005, ενώ στις 13.4.2007 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας διόρθωση της Γνωστοποίησης υπ΄ αρ. 203, δυνάμει του άρθρου 4(1) (γ) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962, Ν.15/62. Σκοπός ήταν η διόρθωση του θεσμίου σχεδίου, ούτως ώστε να συνάδει με την πραγματική επιτόπου θέση και κατάσταση του έργου.
Εν τω μεταξύ, διάφορα ερωτήματα που έθεσαν οι αιτητές απαντήθηκαν από τους καθ΄ ων η αίτηση με επιστολή ημερομηνίας 21.9.2004. Εν όψει της διόρθωσης οι αιτητές στις 7.5.2007 ζήτησαν διευκρινίσεις από τους καθ΄ ων η αίτηση με ποιο τρόπο το κτήμα τους επηρεάζεται από τη διόρθωση. Σχετικής απάντησης έτυχαν με επιστολή των καθ΄ ων η αίτηση ημερομηνίας 3.10.2007.
Οι καθ΄ων η αίτηση με την επιστολή τους εξηγούν, μεταξύ άλλων, ότι ύστερα από νέα χωρομετρική εργασία διαπιστώθηκε ότι η επί τόπου θέση του δρόμου διέφερε από το εκπονηθέν σχέδιο. ΄Εκταση γης δεν έχει επηρεαστεί από την κατασκευή του δρόμου και έτσι ανακλήθηκε η αρχική απαλλοτρίωση. Επίσης πληροφορούν τους αιτητές ότι έκταση γης 7 τ. μέτρων έχει καταληφθεί από το δρόμο για την τοποθέτηση σωληναγωγού, γι΄αυτό και δημοσιεύτηκε διάταγμα διόρθωσης, ούτως ώστε η επί τόπου θέση του δρόμου να συνάδει με το σχέδιο.
Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι στην ουσία ανακλήθηκε γενικώς τόσο η Γνωστοποίηση υπ΄ αρ. 203, ημερομηνίας 22.2.2002, όσο και το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης υπ΄αρ. 189, ημερομηνίας 14.2.2003, με τα οποία είχε απαλλοτριωθεί μέρος του κτήματος και επομένως η απαλλοτρίωση του κτήματός τους εγκαταλείφθηκε ολοκληρωτικά. Υπογραμμίζουν το γεγονός ότι στο διάταγμα ανάκλησης γίνεται ειδική αναφορά σε ολόκληρη την ιδιοκτησία τους που περιγράφεται στη Γνωστοποίηση υπ΄ αρ. 203. Συνεπώς, κάθε άλλο παρά απλό τυπογραφικό λάθος, όπως ισχυρίζονται οι καθ΄ων η αίτηση, μπορεί να θεωρηθεί.
Είναι αλήθεια ότι στο διάταγμα ανάκλησης, αναφέρεται σαφώς ότι η απαλλοτριούσα αρχή θεωρεί την ακίνητη ιδιοκτησία που περιγράφεται στη Γνωστοποίηση αρ. 203, η οποία αποτελεί ολόκληρη την ακίνητη ιδιοκτησία που περιγράφεται στη Γνωστοποίηση, ως μη αναγκαία για τους αναφερόμενους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας.
Σε συμφωνία με τη σχετική επιχειρηματολογία των καθ΄ ων η αίτηση, ο πιο πάνω ισχυρισμός των αιτητών θα πρέπει να απορριφθεί. Σύμφωνα με το άρθρο 7(1) του Ν.15/1962, καθ΄ οιονδήποτε χρόνο μετά τη δημοσίευση γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης και πριν την πληρωμή ή κατάθεση αποζημίωσης, η απαλλοτριούσα αρχή δύναται με διάταγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας να ανακαλέσει τη γνωστοποίηση, με αποτέλεσμα κάθε δημοσιευθέν σχετικό διάταγμα να ατονεί και η απαλλοτρίωση να λογίζεται ως εγκαταλειφθείσα, είτε γενικώς, είτε μερικώς, αναλόγως της περιπτώσεως.
Είναι επίσης αλήθεια ότι στον Πίνακα του διατάγματος ανάκλησης (Γνωστοποίηση υπ΄ αρ. 1265), ως επίδικη ακίνητη ιδιοκτησία αναφέρονται τα τεμάχια 1264 και 225 του Χωρομετρικού Σχεδίου 54/33, ενώ τονίζεται ότι η έκταση γης της πιο πάνω ακίνητης ιδιοκτησίας αποτελείται από 372 τ. μέτρα περίπου που φαίνονται με κόκκινο χρώμα πάνω στο σχετικό σχέδιο που υπογράφηκε από τη Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, ημερομηνίας 21.12.2005.
΄Ανκαι στο διάταγμα ανάκλησης αναφέρεται ολόκληρη η ακίνητη περιουσία, εν τούτοις, όπως καταγράφεται και στη διευκρινιστική επιστολή των καθ΄ ων η αίτηση προς τους αιτητές, ημερομηνίας 3.10.2007, ο δρόμος επί τόπου μετατοπίστηκε ελαφρά ανατολικότερα, με αποτέλεσμα έκταση γης 280 τ. μέτρων να μην έχει επηρεαστεί από την κατασκευή του δρόμου, εξ ου και παρουσιάστηκε ανάγκη για την έκδοση του διατάγματος ανάκλησης. Η έκταση γης της ακίνητης ιδιοκτησίας στην οποία αφορά η ανάκληση, διευκρινίζεται και στον πίνακα του διατάγματος ανάκλησης,
Ο πίνακας του διατάγματος ανάκλησης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του διατάγματος, με αποτέλεσμα η λανθασμένη αναφορά στο διάταγμα ανάκλησης ότι αυτό αφορά σε ολόκληρη την απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία των αιτητών να μπορεί να διορθωθεί από τον ίδιο τον πίνακα. Εξ άλλου, θα πρέπει να θυμίσω ότι η ακίνητη ιδιοκτησία που επηρεάζεται από το διάταγμα περιγράφεται στον πίνακα.
Όπως έχει αναφερθεί και στην υπόθεση Garibyan ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 558, το δακτυλογραφικό λάθος δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της επίδικης απόφασης. Όπως και σ' εκείνη την υπόθεση και εδώ πρόκειται για λάθος το οποίο γίνεται αμέσως αντιληπτό, από απλή ανάγνωση του διοικητικού φακέλου και συνεπώς η λανθασμένη αναφορά δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της διαδικασίας ή της απόφασης.
Οι αιτητές υποστηρίζουν ακόμα ότι η δημοσίευση του διατάγματος διόρθωσης της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης η οποία αποτελεί και την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι παράνομη, αφού ελήφθη κατά κατάχρηση εξουσίας και κατά πλάνη περί τα γεγονότα και το νόμο.
Το πρώτο σκέλος του ισχυρισμού τους αναφέρεται στο γεγονός ότι το διάταγμα διόρθωσης της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης υπ΄ αρ. 203, το οποίο έγινε βάσει του άρθρου 4 (1) (γ) του Ν.15/62, με σκοπό την απαλλοτρίωση πρόσθετης ιδιοκτησίας των αιτητών, έκτασης 7 τ. μέτρων, προϋποθέτει διόρθωση της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης, η οποία βασικά δεν υπάρχει, αφού αυτή ανακλήθηκε, όπως και το σχετικό διάταγμα, από τους καθ΄ ων η αίτηση με το Διάταγμα Ανάκλησης υπ΄ αρ. 1265. Συνεπώς, το προσβαλλόμενο διάταγμα έχασε ολόκληρο το νομικό του υπόβαθρο.
Το πιο πάνω σκέλος του ισχυρισμού των αιτητών θα πρέπει να απορριφθεί, αφού, όπως είδαμε και πιο πάνω, απορρίπτεται ο πρώτος ισχυρισμός τους που αμφισβητεί τη νομιμότητα του διατάγματος ανάκλησης των καθ΄ ων η αίτηση.
Ως προς το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού, οι αιτητές υποβάλλουν ότι προκύπτει καθαρά από το λεκτικό του άρθρου 4 (1) (γ) του Ν.15/62 ότι έγινε διόρθωση της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης και γι΄ αυτό οι πρόνοιές του τυγχάνουν εφαρμογής. Κατά συνέπεια είναι δυνατόν να δημοσιευτεί σχετικό διάταγμα διόρθωσης μόνο «...αν κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου καταστεί αναγκαίο να προσαρμοστεί το θέσμιο σχέδιο κατά τρόπο που να συνάδει με την πραγματική κατάσταση του έργου.».
Επομένως, η δημοσίευση διατάγματος διόρθωσης, νομιμοποιείται μόνο κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου και όχι σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο στάδιο ή, πολύ περισσότερο, μετά την αποπεράτωση του, κάτι το οποίο συνέβη στην παρούσα περίπτωση, αφού το όλο έργο, δηλαδή η διαμόρφωση του οδικού δικτύου αποπερατώθηκε το Φεβράρη του 2003, ενώ το διάταγμα διόρθωσης δημοσιεύτηκε στις 13.4.2007.
Αντικρούοντας το πιο πάνω επιχείρημα οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι το σχετικό διάταγμα διόρθωσης δυνάμει του άρθρου 4 (1) (γ) του Νόμου, έγινε νόμιμα, έτσι ώστε να συνάδει η επί τόπου θέση του δρόμου με το σχέδιο.
Η δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 4 (1) (γ), με βάση την οποία έγινε η διόρθωση της Γνωστοποίησης 203, προνοεί ότι, αν κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου, καταστεί αναγκαίο να προσαρμοστεί το θέσμιο σχέδιο κατά τρόπο που να συνάδει με την πραγματική κατασκευή του έργου, όπως τούτο είχε αρχικά σχεδιαστεί και ως αποτέλεσμα της προσαρμογής αυτής επιβάλλεται η απαλλοτρίωση πρόσθετης ιδιοκτησίας, δημοσιεύεται σχετική διόρθωση της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης, η οποία θεωρείται αναπόσπαστο μέρος της αρχικής γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης και τυγχάνει εφαρμογής ως να είχε δημοσιευτεί κατά την ημερομηνία της αρχικής δημοσίευσης της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης.
Προφανώς προκύπτει από τη διατύπωση της πιο πάνω επιφύλαξης ότι θα πρέπει κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου να προκύπτει η ανάγκη προσαρμογής του σχεδίου, κατά τρόπο που να συνάδει με την πραγματική κατασκευή του έργου, όπως τούτο είχε αρχικά σχεδιαστεί και ως αποτέλεσμα της προσαρμογής αυτής να επιβάλλεται η απαλλοτρίωση πρόσθετης ιδιοκτησίας και η δημοσίευση σχετικής διόρθωσης της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης.
Με βάση την πιο πάνω διαπίστωση είναι λογικό να θεωρηθεί ότι και η δημοσίευση της σχετικής διόρθωσης της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης θα ήταν σοφό να γίνεται μέσα στο χρονικό διάστημα της εκτέλεσης του όλου έργου.
Μπορεί, συνεπώς, να θεωρηθεί ότι οι καθ΄ ων η αίτηση άσκησαν τη διακριτική τους ευχέρεια καταχρηστικά, παραβιάζοντας ουσιαστικά τη σχετική διάταξη του Νόμου. Το όλο ζήτημα όμως καθίσταται ιδιαιτέρως σοβαρό, γιατί η πραγματική επί τόπου κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που περιγράφουν οι καθ΄ ων η αίτηση. Συγκεκριμένα η έκταση των 7 τ. μέτρων δεν έχει καταληφθεί στην πραγματικότητα από το δρόμο για την τοποθέτηση σωληναγωγού, όπως ισχυρίζονται οι καθ΄ ων η αίτηση στην επιστολή τους ημερομηνίας 3.10.2007 προς τους αιτητές.
Το θέμα ξεκαθάρισε κατά τη διάρκεια των διευκρινίσεων ενώπιόν μου, όπου έγινε αποδεκτό ότι τα επιπρόσθετα 7 τ. μέτρα χρειάστηκαν γιατί τοποθετήθηκε σωληναγωγός ο οποίος εκτείνεται πέραν του απαλλοτριωθέντος μέρους και εντός του υπόλοιπου κτήματος των αιτητών. Είναι επίσης παραδεκτό ότι αυτά τα 7 τ. μέτρα είναι ασύνδετα με το υπόλοιπο μέρος του σωληναγωγού. Το επιπρόσθετο μέρος του σωληναγωγού είναι μεν ενωμένο, αλλά ασύνδετο γιατί προχωρά πέραν του τέρματος του αδιεξόδου.
Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι στη δημοσιευθείσα διόρθωση δυνάμει του άρθρου 4 (1) (γ) αναφέρεται ότι επειδή κατόπιν επιτόπιας έρευνας διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν διαφορές στο θέσμιο σχέδιο για τη διαμόρφωση του οδικού δικτύου με την επιτόπου κατασκευή του έργου, κατέστη αναγκαίο να γίνει νέα χωρομετρική εργασία και να ετοιμαστεί νέο σχέδιο διορθωμένο που να συμφωνεί με την επιτόπου κατάσταση, εξ ου και η ανάγκη για διόρθωση.
Προκύπτει ξεκάθαρα ότι η διόρθωση κατέστη αναγκαία μετά από επιτόπια έρευνα και την επισήμανση διαφορών που διαπιστώθηκαν στο θέσμιο σχέδιο με την επί τόπου κατασκευή του έργου. ΄Ηταν αναγκαίο να ετοιμαστεί νέο σχέδιο, διορθωμένο, που να συμφωνεί με την επί τόπου κατάσταση. Κάτι που δεν συνέβη εφ΄όσον από την παραδοχή των πιο πάνω γεγονότων από τους καθ΄ ων η αίτηση, τα 7 τ. μέτρα της ακίνητης περιουσίας των αιτητών που αφορούν τη διόρθωση δεν είχαν ουσιαστικά καταληφθεί από το δρόμο. Απλώς είχε τοποθετηθεί σωληναγωγός, ο οποίος εκτείνεται πέραν του απαλλοτριωθέντος μέρους του κατασκευασθέντος δρόμου και εντός του μη απαλλοτριωθέντος κτήματος των αιτητών.
Συγκρούεται προφανώς η διόρθωση της Γνωστοποίησης υπ΄ αρ. 203 με την επί τόπου κατάσταση. Καταδεικνύεται ότι η τοποθέτηση μέρους του σωληναγωγού σε έκταση 7 τ. μέτρων πέραν του κατασκευασθέντος δρόμου συνιστά αυθαίρετη και χωρίς οποιοδήποτε σχεδιασμό ενέργεια από μέρους των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία δεν καλύπτεται από τις πρόνοιες της δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου 4 (1) (γ).
Επιπροσθέτως συμφωνώ και με τον ισχυρισμό των αιτητών ότι τα πιο πάνω γεγονότα συνιστούν από πλευράς των καθ΄ ων η αίτηση παραβίαση της αρχής της καλής πίστης, όπως αυτή διασφαλίζεται από το άρθρο 51 (1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99.
Οι πιο πάνω ενέργειες της διοίκησης συνιστούν δείγμα ασυνέπειας και αντιφατικότητας με αποτέλεσμα την ταλαιπωρία των αιτητών οι οποίοι δεν γνωρίζουν πλέον με σαφήνεια την έκταση της περιουσίας τους. Επί του σημείου αρκεί αναφορά στην υπόθεση Βαλανίδης ν. Γενικού Λογιστή (2007) 3 Α.Α.Δ. 261, 266.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με €1.600 έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ