ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1317/2008)
3 Νοεμβρίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 28, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Μ. Θεοκλήτου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία περιέχεται σε επιστολή τους ημερ. 15.5.08 που έφθασε στον αιτητή την 22.5.08 και με την οποία τερμάτισαν την πληρωμή σύνταξης ανικανότητας, θεωρώντας τον αιτητή μη μόνιμα ανίκανο για εργασία, καθώς και η απόφαση, των καθ΄ ων η αίτηση, για επιστροφή του ποσού των €5,710.81.- ως αντικανονικά καταβληθέντος, είναι άκυρες, παράνομες και στερημένες εννόμου αποτελέσματος.
Τα νομικά σημεία στα οποία βασίζεται η αίτηση περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, και τα εξής: ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας, πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο, αποτέλεσμα υπέρβασης ή κατάχρησης εξουσίας, στερούνται αιτιολογίας και αντίκεινται στα άρθρα 25, 28 και 35 του Συντάγματος.
Ο αιτητής, το 1999, υπέστη ατύχημα με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να υποβληθεί σε τέσσερις εγχειρίσεις. Ως αποτέλεσμα κατέστη ανίκανος, σε μεγάλο βαθμό, για εργασία. Μετά από δύο απορρίψεις σχετικών αιτημάτων του, στις 2.7.2002, ο αιτητής επανεξετάστηκε από αρμόδιο Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο έκρινε ότι μπορεί να ασκεί οποιαδήποτε ελαφρά εργασία. Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υιοθετώντας τη γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου, ενέκριναν την αίτηση του αιτητή από 9.1.02 για ποσοστό ανικανότητας 75%. Στις 30.10.2003 ο αιτητής εξετάστηκε και από Ψυχιατρικό Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων το οποίο γνωμάτευσε ότι αυτός ήταν ικανός για ελαφρά εργασία. Στις 13.2.08 ο αιτητής επανεξετάστηκε από Ψυχιατρικό Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων το οποίο γνωμάτευσε και πάλιν ότι ήταν ικανός για ελαφρά εργασία.
Στις 27.2.08 οι καθ΄ ων η αίτηση διερεύνησαν, εκ νέου, τις περιστάσεις υπό τις οποίες ο αιτητής απασχολείτο. Διαπίστωσαν, μεταξύ άλλων, ότι ο συνεταιρισμός του αιτητή με κάποιον τρίτο πρόσωπο, ο οποίος ασχολείτο με πελεκανικές εργασίες, είχε διαλυθεί και δημιουργήθηκε μια νέα εταιρεία περιορισμένης ευθύνης στην οποίαν προφανώς μεταβιβάστηκαν τα περιουσιακά στοιχεία του συνεταιρισμού. Οι καθ΄ ων η αίτηση διαπίστωσαν επίσης ότι, σύμφωνα με τις φορολογικές δηλώσεις που είχε υποβάλει ο αιτητής για την περίοδο από 1.11.07 μέχρι 31.1.08, αυτός λάμβανε ως μισθό από την προαναφερόμενη εταιρεία το ποσό των €145.- εβδομαδιαίως. Κατά την ίδια περίοδο οι συνολικές πωλήσεις της προαναφερόμενης εταιρείας ανέρχονταν σε €62,830.- Με βάση στοιχεία και μαρτυρίες που είχαν στη διάθεση τους οι καθ΄ ων η αίτηση, περιλαμβανομένων και δύο καταθέσεων του ίδιου του αιτητή, αυτοί τερμάτισαν την παροχή σύνταξης ανικανότητας, με επιστολή τους ημερ. 15.5.08, αναδρομικά από 1.7.07 και απαίτησαν από τον αιτητή την επιστροφή του ποσού των €5,710.81.- το οποίο, σύμφωνα με τους ιδίους, καταβλήθηκε στον αιτητή αντικανονικά για την περίοδο 1.7.07-30.4.08.
Στην επιστολή ημερ. 15.5.08, με την οποίαν κοινοποιούνται οι προσβαλλόμενες αποφάσεις των καθ΄ ων η αίτηση, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι σύνταξη ανικανότητας καταβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 38 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου στο οποίο προνοείται, μεταξύ άλλων, ότι μόνιμα ανίκανοι για εργασία θεωρούνται ασφαλισμένοι που έχουν απωλέσει την ικανότητα τους να κερδίσουν από εργασία που εύλογα αναμένεται να εκτελούν, σύμφωνα με τις δυνάμεις, δεξιότητες και μόρφωση τους, πέραν του 1/3 του ποσού το οποίο κερδίζει συνήθως ένα υγιές άτομο στην ίδια επαγγελματική κατηγορία και μόρφωση. Στην προαναφερόμενη επιστολή ημερ. 15.5.08 αναγράφονται και τα εξής:
«Στη δική σας περίπτωση σύμφωνα με όλα τα στοιχεία και μαρτυρίες που είναι στην διάθεση μας, το σύνολο των ετησίων απολαβών σας καθώς και η φύση των καθηκόντων σας είναι τέτοια που κρίθηκε ότι δεν έχετε απωλέσει την ικανότητα σας για εργασία σε βαθμό που να δικαιολογεί παροχή σύνταξης ανικανότητας.
Με βάση τα πιο πάνω, λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι η πληρωμή της σύνταξης ανικανότητας σας τερματίζεται από 1.07.07 γιατί με βάση τις πρόνοιες της νομοθεσίας Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είστε μόνιμα ανίκανος για την εργασία σας.
Για την περίοδο από 1.07.07 μέχρι 30.04.08 σας καταβλήθηκε αντικανονικά το ποσό των €5,710.81 το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 64 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, καλείστε να επιστρέψετε. Η διευθέτηση του ποσού αυτού μπορεί να γίνει σε μηνιαίες δόσεις των €150.00 στο πλησιέστερο σας Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.»
Αναφύεται, καταρχήν, ζήτημα προσβολής, με την παρούσα προσφυγή, δύο διοικητικών πράξεων, εκείνης του τερματισμού της καταβολής του επιδόματος αναπηρίας και εκείνης της επιστροφής των κατ΄ ισχυρισμόν, αντικανονικά καταβληθέντων επιδομάτων για την προαναφερόμενη περίοδο. Είναι θεμελιωμένο ότι με την ίδια προσφυγή μπορούν να προσβληθούν δύο πράξεις που έχουν συνάφεια μεταξύ τους όχι όμως δύο αυτοτελείς και ανεξάρτητες πράξεις (Δέστε: Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 274 και Θ. Τσάτσου, «Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, Έκδοση 3η, σελ. 357). Δύο πράξεις θεωρούνται συναφείς, όταν η μια αποτελεί προϋπόθεση της άλλης ή όταν και οι δύο αφορούν τον ίδιο αιτητή, στηρίζονται στις ίδιες διατάξεις του Νόμου, έχουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν στην ίδια διοικητική διαδικασία από το ίδιο όργανο (Δέστε: Ν. Χρ. Χαραλάμπους, «Η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης, 2η έκδοση, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη, σελ. 42). Στην προκείμενη περίπτωση θεωρώ ότι οι προσβαλλόμενες δύο πράξεις είναι συναφείς, υπό την προαναφερόμενη έννοια, και ότι επομένως μπορούσαν να προσβληθούν με την ίδια προσφυγή. Εν πάση περιπτώσει και αν ακόμα οι δύο προσβαλλόμενες πράξεις δεν ήταν συναφείς μεταξύ τους το δικαστήριο θα είχε εξουσία να εκδικάσει την πρώτη από τις δύο.
Αφού μελέτησα όλα τα ενώπιον μου στοιχεία, περιλαμβανομένου και του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η προσφυγή είναι βάσιμη και θα πρέπει να επιτύχει. Κατέληξα σ΄ αυτό το συμπέρασμα για τους εξής λόγους:
(α) Ενώ ο αιτητής είχε κριθεί το 2002, το 2003 αλλά και στις 13.2.2008, από αρμόδια Ιατρικά Συμβούλια, ως ικανός μόνο για ελαφρά εργασία, και με βάση τις γνωματεύσεις των αρμοδίων Ιατρικών Συμβουλίων του 2002 και 2003 αυτός κρίθηκε ανίκανος για εργασία κατά 75% και του παραχωρήθηκε σχετική σύνταξη ανικανότητας, στις 7.5.2008, στη βάση στοιχείων που συγκέντρωσε ο Επιθεωρητής Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι καθ΄ ων η αίτηση έκριναν ότι θα έπρεπε να τερματιστεί η πληρωμή της σύνταξης ανικανότητας του αιτητή αναδρομικά από 1.7.07, και να του ζητηθεί η καταβολή των κατ΄ ισχυρισμόν αντικανονικά καταβληθέντων ποσών (από 1.7.07 μέχρι 30.4.08). Τα στοιχεία που προφανώς έλαβαν υπόψη οι καθ΄ ων η αίτηση για να λάβουν τις προσβαλλόμενες αποφάσεις τους ήταν ότι, από 1.7.07 ο αιτητής ανέλαβε εξ ολοκλήρου το ξυλουργείο το οποίο προηγουμένως λειτουργούσε υπό μορφή συνεταιρισμού με κάποιο κ. Τρύφωνος, ότι διευθυντής της νεοσυσταθείσας εταιρείας, τυπικά, ήταν κάποιο άλλο άτομο, εργολάβος οικοδομών ο οποίος όμως δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στην προσφορά εργασίας της εταιρείας, και ότι γραμματέας της εταιρείας ήταν η σύζυγος του αιτητή. Επίσης έλαβαν υπόψη ότι τις εργασίες του ξυλουργείου διεκπεραίωνε κάποιος υπάλληλος της εταιρείας βοηθούμενος από τον αιτητή. Οι καθ΄ ων η αίτηση προφανώς έλαβαν επίσης υπόψη τους και τον «τζίρο» της προαναφερόμενης εταιρείας, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή 1.11.07 μέχρι 31.1.08, που ανερχόταν στις €62.830 και όχι τον εβδομαδιαίο μισθό που ίδιος ο αιτητής έπαιρνε από την προαναφερόμενη εταιρεία και δήλωνε στις φορολογικές αρχές και ο οποίος ανερχόταν σε €145.
(β) Κατά την κρίση μου όλες οι προαναφερόμενες διεργασίες και σκέψεις που έκαμαν οι καθ΄ ων η αίτηση για να καταλήξουν στις προσβαλλόμενες αποφάσεις τους είναι διεργασίες που έγιναν με πλάνη περί το Νόμο και τα πράγματα. Πλάνη περί το Νόμο διαπράχθηκε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 2 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν 41/80, όπως τροποποιήθηκε) σε σχέση με άτομα ανίκανα προς εργασία. Στην προκείμενη περίπτωση ο αιτητής είχε κριθεί ως πρόσωπο ανίκανο να διεκπεραιώνει εργασία άλλη από ελαφρά εργασία, λόγω σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας η οποία τον επηρέαζε σε βαθμό που δεν μπορούσε να κερδίζει από εργασία που εύλογα αναμενόταν να εκτελεί, λαμβανομένων υπόψη των δυνάμεων, δεξιοτήτων, μόρφωσης και της συνήθους επαγγελματικής απασχόλησης του, πέραν του 1/3 του ποσού που συνήθως κερδίζει στην ίδια περιφέρεια και επαγγελματική κατηγορία, σωματικά και πνευματικά υγιές άτομο της ίδιας μόρφωσης και συνθηκών. Κατά την κρίση μου για να αλλάξει το «αναπηρικό» καθεστώς του αιτητή, ο οποίος είχε κριθεί από αρμόδια Ιατρικά Συμβούλια, ως ανίκανος να εκτελέσει εργασίαν άλλην από ελαφράν, θα έπρεπε να είχε καταδειχθεί βελτίωση της κατάστασης της υγείας του σε βαθμό που αυτός να μπορεί να κερδίζει το προαναφερόμενο ποσοστό του ποσού που συνήθως κερδίζουν σωματικά και πνευματικά υγιή άτομα υπό τις ίδιες συνθήκες. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρχε οτιδήποτε ενώπιον των καθ΄ ων η αίτηση που να δείχνει οποιαδήποτε βελτίωση της υγείας του αιτητή, ενώ απεναντίας υπήρχε η βεβαίωση αρμόδιου Ιατρικού Συμβουλίου ημερ. 13.2.08 σύμφωνα με την οποία ο αιτητής ήταν ικανός μόνο για ελαφρά εργασία. Τα προβλήματα υγείας του αιτητή ήταν ψυχολογικά και σωματικά εφόσον από το προαναφερόμενο ατύχημα είχαν κοπεί δύο φάλαγγες των δακτύλων του και υπέφερε και από κατάθλιψη. Κατά την εκτίμηση μου ο Εξεταστής Απαιτήσεων, ο οποίος πήρε τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, θα έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρο 75 του Ν 41/80, να είχε κρίνει την προαναφερόμενη απόφαση, σύμφωνα με την οποία ο αιτητής θεωρήθηκε ως ανίκανος για εργασία κατά 75%, ως απόφαση που εκδόθηκε υπό πλάνη ουσιώδους γεγονότος ή ότι μετά την έκδοση της απόφασης είχε επέλθει μεταβολή σχετική προς τις περιστάσεις της περίπτωσης, και προς τούτο θα μπορούσε να είχε παραπέμψει τον αιτητή σε Ιατρικό Συμβούλιο. Κάτι τέτοιο δεν συνέβηκε ούτε και υπάρχει οποιονδήποτε στοιχείο, στην προκείμενη περίπτωση, για βελτίωση της υγείας του αιτητή ή για αλλαγή των συνθηκών του ώστε να δικαιολογείται η λήψη των προσβαλλομένων αποφάσεων. Σχετική είναι η απόφαση του αδελφού Δικαστή κ. Νικολαϊδη στην Καραολής ν. Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 1174, το σκεπτικό της οποίας υιοθετώ.
(γ) Οι καθ΄ ων η αίτηση θεώρησαν ότι από την 1.7.07 οι συνθήκες εργασίας του αιτητή είχαν ουσιωδώς αλλάξει με αποτέλεσμα αυτός να καταστεί ουσιαστικά ο ιδιοκτήτης ή ο κύριος της προαναφερόμενης επιχείρησης. Στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο δεν συνέβηκε. Η επιχείρηση, η οποία ανήκε σε συνεταιρισμό στον οποίο ο αιτητής ήταν ο ένας από τους δύο συνεταίρους, περιήλθε στην ιδιοκτησία της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης Best Wood Creation Limited στην οποίαν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, μέτοχοι ήταν κάποιος κ. Χριστόδουλος Χαραλάμπους, κατά 50% και η σύζυγος του αιτητή κα. Ανδρούλλα Ιωάννου, επίσης κατά 50%. Διευθυντής της εταιρείας ήταν ο κ. Χριστόδουλος Χαραλάμπους και γραμματέας η κα. Ανδρούλλα Ιωάννου. Υπό αυτές τις περιστάσεις θεωρώ ότι οι καθ΄ ων η αίτηση δεν θα έπρεπε να είχαν λάβει υπόψη τους τον «τζίρο», δηλαδή τις συνολικές πωλήσεις της προαναφερόμενης εταιρείας κατά τον προαναφερόμενο χρόνο και να τον θεωρήσουν ουσιαστικά ως εισόδημα του αιτητή ενώ το δηλωμένο του εισόδημα ως μισθωτού της προαναφερόμενης εταιρείας ήταν εντελώς διαφορετικό. Εάν οι καθ΄ ων η αίτηση ήθελαν να διαγνώσουν το κατά πόσο ο αιτητής κερδίζει το προαναφερόμενο ποσοστό των απολαβών ενός σωματικά και ψυχικά υγιούς ανθρώπου, υπό τις ίδιες περιστάσεις, θα έπρεπε, κατά την εκτίμηση μου, να είχαν προβεί σε υπολογισμό του ποσού που κερδίζει το υγιές άτομο και να το συγκρίνουν με το ποσό που πραγματικά κέρδιζε ο αιτητής, που στην προκείμενη περίπτωση δεν ήταν το ποσό των συνολικών πωλήσεων της προαναφερομένης εταιρείας, όπως λανθασμένα φαίνεται να έλαβαν υπόψη τους οι καθ΄ ων η αίτηση. (Δέστε σχετικά την απόφαση του αδελφού Δικαστή κ. Γ. Νικολάου, Δ. στην Υπόθεση 893/99, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 30.1.01 και την απόφαση του αδελφού Δικαστή κ. Φρ. Νικολαίδη στην Υπόθεση 268/05, Παναγή ν. Δημοκρατίας, ημερ. 7.9.06).
(δ) Η δεύτερη από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις αφορά στην επιστροφή των ποσών που έλαβε ο αιτητής από 1.7.07 μέχρι 30.4.08, κατ΄ ισχυρισμό, αντικανονικά. Σύμφωνα με το άρθρο 54(4) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν 158(Ι)/99, επιτρέπεται η ανάκληση διοικητικής πράξης σε περίπτωση μεταβολής των πραγματικών συνθηκών στις οποίες στηρίχθηκε η έκδοση της ή που αποτελούσαν, σύμφωνα με το Νόμο, την προϋπόθεση για την έκδοση της, όμως σύμφωνα με το εδάφιο 5 του ιδίου άρθρου η ανάκληση ισχύει για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική ισχύ. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το εδάφιο 1 του άρθρου 54 του ιδίου Νόμου, θεωρείται παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, η ανάκληση, από τη διοίκηση, μετά πάροδο εύλογου χρόνου, πράξης της (διοίκησης), έστω και παράνομης, που στο μεταξύ δημιούργησε δικαιώματα και γενικά ευνοϊκές, για τον διοικούμενο, καταστάσεις. Στην προκείμενη περίπτωση θεωρώ ότι η διοίκηση δεν είχε δικαίωμα να ανακαλέσει, αναδρομικά, την προαναφερόμενη νόμιμη απόφαση της (με την οποία κρίθηκε ο αιτητής ανίκανος για εργασία κατά 75%) και η οποία δημιούργησε δικαιώματα και ευνοϊκές για τον αιτητή καταστάσεις. Ακόμα και παράνομη αν ήταν η ανακληθείσα απόφαση έχω πολλές επιφυλάξεις κατά πόσον ο χρόνος που διέρρευσε, μέχρι την ανάκλησή της, ήταν εύλογος.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω θεωρώ τις προσβαλλόμενες αποφάσεις παράνομες, καθότι στηρίχθηκαν σε πλάνη περί το Νόμο και τα πράγματα και καθότι είναι αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας και στερούνται δέουσας αιτιολογίας. Κατά συνέπεια η προσφυγή πετυχαίνει και εκδίδεται δηλωτική απόφαση του δικαστηρίου ως η παράγραφος Α του αιτητικού. Έξοδα €1200, πλέον Φ.Π.Α., επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εις βάρος των καθ΄ ων η αίτηση.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.