ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 800/2007, 801/2007,
802/2007 και 803/2007)
20 Οκτωβρίου 2009
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 800/2007)
ΝΕΟΚΛΗΣ ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
--------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 801/2007)
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΧΙΛΙΑΔΑΚΗ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
--------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 802/2007)
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΑΓΕΙΡΑ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
--------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 803/2007)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΓΕΝΟΠΟΥΛΟΣ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
--------------------------------
Ε. Μιχαήλ (κα) για Ιωαννίδη και Δημητρίου, για τους Αιτητές.
Γ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Παρτασίδου (κα), για τους
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι καθ΄ ων (εφεξής «η Επιτροπή»), επέβαλαν στις 4.4.07 διοικητικό πρόστιμο ύψους Λ.Κ. 40.000, σε κάθε ένα από τους τέσσερεις αιτητές, των οποίων οι προσφυγές δυνάμει σχετικής αίτησης συνεκδικάστηκαν λόγων κοινών πραγματικών και νομικών σημείων, για παράβαση των άρθρων 8 και 10 της Οδηγίας («η περί Κώδικα Συμπεριφοράς Συμβούλων και Σχετιζόμενων Προσώπων Οδηγία αρ. 5/2005»), που εκδόθηκε από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 13 του περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρησης της Αγοράς) Νόμου αρ. 116(Ι)/05.
Τα γεγονότα αποκαλύπτουν ότι οι αιτητές στις προσφυγές αρ. 801/07, 802/07 και 803/07, (εφεξής συλλογικά «οι αιτητές»), υπέβαλαν αίτηση στις 4.1.07, μέσω του νομικού συμβούλου της Marfin Financial Group Α.Ε. Συμμετοχών, προς τον αιτητή στην υπ΄ αρ. 800/07 προσφυγή, που τότε διατελούσε πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Marfin Popular Bank για να τους παραχωρηθεί άδεια για να προβούν σε συναλλαγές, ήτοι πωλήσεις επί μετοχών της Marfin Popular Bank κατά την κλειστή περίοδο. Οι μετοχές αυτές προέρχονταν από την εξάσκηση δικαιωμάτων προαίρεσης αγοράς μετοχών της Marfin Financial Group Α.Ε. κατά τη δεύτερη περίοδο εξάσκησης αυτών το Δεκέμβριο του 2006. Αναφέρθηκε στην αίτηση ότι σύμφωνα με την «... παγιωμένη συνήθεια στην Ελλάδα, οι μετοχές που προέρχονται από την εξάσκηση των δικαιωμάτων προαίρεσης εκποιούνται άμα τη εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση στην οργανωμένη αγορά, προκειμένου να λάβουν οι δικαιούχοι την ανταμοιβή την οποία αντιπροσωπεύει το αντάλλαγμα της πωλήσεως.». Σημειώθηκε επίσης ότι οι μέτοχοι αυτοί λόγω του εξαιρετικά περιορισμένου χρονικού περιθωρίου δεν ηδυνήθησαν να προβούν στην ανταλλαγή πριν τη λήξη της περιόδου αποδοχής της δημόσιας πρότασης.
Ο αιτητής στην υπ΄ αρ. 800/07 προσφυγή (εφεξής «ο πρόεδρος»), με επιστολή του ημερ. 5.1.07 έδωσε τη σχετική άδεια «... in accordance with the relevant provisions of the applicable Laws of Cyprus.». Στις 15.2.07, η Επιτροπή απέστειλε τόσο στον πρόεδρο, όσο και στους υπόλοιπους αιτητές, επιστολή με την οποία τους καλούσε να προβούν σε παραστάσεις ενόψει ενδεχόμενης παράβασης των άρθρων 8 και 10 της Οδηγίας. Στην επιστολή αναφερόταν ότι η άδεια δόθηκε σε απαγορευμένη περίοδο, που με βάση το άρθρο 8 περιλαμβάνει την κλειστή περίοδο, αλλά και την περίοδο εκείνη στην οποία υπάρχει ζήτημα το οποίο συνιστά εμπιστευτική πληροφορία σχετικά με τα χρηματοοικονομικά μέσα του εκδότη. Το τελευταίο απέρρεε, κατά την Επιτροπή, από επιστολή ημερ. 15.1.07 που η Marfin Popular Bank απέστειλε προς τους μετόχους της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ και τους μετόχους της Τράπεζας Πειραιώς Α.Ε., αναφορικά με τις προαιρετικές δημόσιες προτάσεις της Marfin Popular Bank. Σημειώθηκε επίσης ότι παρά τη δυνατότητα που παρέχει το άρθρο 10 της Οδηγίας για παραχώρηση άδειας σε σύμβουλο για την πώληση μετοχών «σε εξαιρετικές και επείγουσες περιπτώσεις», οι λόγοι που περιέχονταν στην επιστολή ημερ. 4.1.07, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως τέτοιοι.
Οι δικηγόροι του προέδρου με επιστολή τους ημερ. 22.2.07 προς την Επιτροπή, εξέθεσαν τις θέσεις τους ως προς την ορθότητα της άσκησης της ευχέρειας που είχε ο πρόεδρος χορηγώντας «με κάθε καλοπιστία» την άδεια που ζητήθηκε. Η Επιτροπή, μη αποδεχόμενη τις εξηγήσεις αποφάσισε στις 8.3.07 με σχετική επιστολή που απέστειλε στον πρόεδρο και τους αιτητές, να προχωρήσει να επιβάλει διοικητικές κυρώσεις αφού προηγουμένως τους κάλεσε να προβούν σε προφορικές παραστάσεις στις 12.3.07. Παρά τις παραστάσεις αυτές, η Επιτροπή προχώρησε και επέβαλε τα τέσσερα προαναφερθέντα διοικητικά πρόστιμα στις 4.4.07, απόφαση που αποτελεί και την προσβαλλόμενη πράξη.
Οι συνήγοροι τόσο διά των γραπτών αγορεύσεων τους, όσο και προφορικά κατά τις διευκρινίσεις, αναφέρθηκαν στις εκατέρωθεν αντικρουόμενες θέσεις τους που αναδύονται, κατά την άποψη τους, τόσο από τα γεγονότα όσο και από το νομικό πλαίσιο των υποθέσεων. Δεν χρειάζεται οποιαδήποτε καταγραφή σ΄ αυτό το στάδιο των θέσεων αυτών εφόσον στο σκεπτικό που ακολουθεί, θα τύχουν της δέουσας εξέτασης.
Το ουσιαστικό θέμα που εγείρεται είναι ερμηνευτικό των άρθρων 5, 8 και 10 της Οδηγίας, αλλά και ευρύτερα των προνοιών της. Το υπόβαθρο των γεγονότων αποτελεί βασικά κοινό έδαφος, εκτός από την κατοχή εμπιστευτικών πληροφοριών από τους αιτητές, όπως την εξέλαβε η Επιτροπή ώστε να θεωρείται ότι έγινε συναλλαγή κατά την απαγορευμένη περίοδο. Όπως ορθά αναφέρθηκε και από τους δύο συνηγόρους, η προσφυγή του προέδρου διαφέρει από την προσφυγή των υπολοίπων τριών αιτητών, στο ότι ο μεν πρόεδρος είχε την ευθύνη να εγκρίνει ή όχι το αίτημα των υπολοίπων τριών, ενώ οι αιτητές είχαν απλώς απευθυνθεί για την παροχή αδείας, ως όφειλαν, προς τον πρόεδρο. Χρήζει επομένως διαφορετικής αντιμετώπισης και εξέτασης, παρόλον που τα ίδια γεγονότα και το ίδιο νομικό πλαίσιο της Οδηγίας περιβάλλουν την κάθε μια από τις προσβαλλόμενες πράξεις.
Όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 της Οδηγίας, σκοπός της είναι ο καθορισμός κώδικα συμπεριφοράς προς τον οποίο πρέπει να συμμορφώνονται τα διάφορα εκεί κατανομαζόμενα όργανα και οι υπάλληλοι ενός εκδότη, σε σχέση με χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Το άρθρο 5 με πλαγιότιτλο την «απαγόρευση συναλλαγής σε κλειστή περίοδο», προνοεί στο βαθμό που ενδιαφέρει εδώ, ότι σύμβουλος (όλοι οι αιτητές ήταν σύμβουλοι), δεν μπορεί να συναλλάσσεται σε χρηματοοικονομικά μέσα του εκδότη κατά τη διάρκεια κλειστής περιόδου, η οποία και λογίζεται να είναι η περίοδος ενός μηνός που προηγείται της λήξης του οικονομικού έτους με επέκταση της μέχρι την ημερομηνία ανακοίνωσης της ένδειξης αποτελέσματος. Το άρθρο 10 με πλαγιότιτλο «συναλλαγές σε εξαιρετικές περιπτώσεις», δίνει τη δυνατότητα παραχώρησης αδείας σε σύμβουλο να πωλήσει χρηματοοικονομικά μέσα του εκδότη:
«.. σε εξαιρετικές και επείγουσες περιπτώσεις, όταν είναι η μόνη λογική διέξοδος που είναι διαθέσιμη για ένα σύμβουλο .. όπως στην περίπτωση πιεστικής οικονομικής υποχρέωσης εκ μέρους του συμβούλου ... που δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί διαφορετικά.»
Με ρητή πρόνοια του εδαφίου (2) του άρθρου 10, η εξακρίβωση κατά πόσο συντρέχει εξαιρετική και επείγουσα περίπτωση γίνεται από το πρόσωπο που είναι εξουσιοδοτημένο να παραχωρήσει την άδεια στο σύμβουλο, πρέπει δε να είναι και επαρκώς αιτιολογημένη καταχωρημένη σύμφωνα με το εδάφιο (3), στο σχετικό αρχείο.
Η επιστολή των αιτητών προς τον πρόεδρο ημερ. 4.1.07, αντιμετωπίστηκε από τον τελευταίο ευνοϊκά, με αναφορά στη ζητηθείσα πώληση των διαφόρων μετοχών κατά τη διάρκεια «κλειστής περιόδου». Η Επιτροπή θεώρησε ότι δεν συνέτρεχαν οι εξαιρετικές και επείγουσες περιπτώσεις, ως η λογική και μόνη διέξοδος που είχαν οι αιτητές, με αποτέλεσμα να κρίνει ένοχο τον πρόεδρο και να του επιβάλει το προσβληθέν πρόστιμο, παρά τις προς το αντίθετο παραστάσεις μέσω των δικηγόρων του. Παρατηρείται ότι με βάση την επιστολή των δικηγόρων ημερ. 22.2.07, επιχειρείται η εκ των υστέρων δικαιολόγηση της άσκησης της εξουσίας του προέδρου στη βάση γεγονότων και επιχειρημάτων που δεν τέθηκαν ενώπιον του με την επιστολή των ιδίων των αιτητών ημερ. 4.1.07. Σ΄ αυτή την επιστολή των δικηγόρων γίνεται λόγος για εκτίμηση από τον πρόεδρο των «εξαιρετικών συνθηκών» που τον δικαίωναν να χορηγήσει την άδεια για πώληση των μετοχών, ενόψει του ότι διαφορετική μεταχείριση θα έθετε τους αιτητές σε δυσμενέστερη μοίρα έναντι των υπολοίπων μετόχων και κατόχων δικαιωμάτων προαίρεσης στην ευρύτερη Marfin Financial Group Α.Ε. Συμμετοχών.
Σύμφωνα, με τις πρόνοιες του άρθρου 10(2) της Οδηγίας, η διακρίβωση της εξαιρετικής και επείγουσας περίπτωσης ανήκε στον πρόεδρο ως εξουσιοδοτημένου ατόμου να παραχωρήσει την άδεια με την απαραίτητη επάρκεια αιτιολόγησης. Το πότε υπάρχει εξαιρετική και επείγουσα περίπτωση δεν αποτελεί αντικείμενο εξαντλητικής διατύπωσης στο άρθρο 10 της Οδηγίας, δίνεται όμως ως παράδειγμα η περίπτωση της «πιεστικής οικονομικής υποχρέωσης εκ μέρους του συμβούλου ... που δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί διαφορετικά.». Καμία όμως τέτοια αιτιολόγηση δεν αναφέρεται στην επιστολή 4.1.07, ούτε και γίνεται αναφορά σε οποιεσδήποτε άλλες περιστάσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν εξαιρετικές και επείγουσες. Ο δε πρόεδρος ποσώς δεν ανέφερε οτιδήποτε που να αποτελούσε αιτιολόγηση της άδειας που χορήγησε, και αν και κατά πόσον ενήργησε με τις σκέψεις που καταγράφηκαν στην επιστολή του δικηγόρου του, αυτό δεν εξωτερικεύτηκε με οποιοδήποτε τρόπο. Επομένως, κρίνεται ότι η Επιτροπή ενήργησε εντός των δικαιωμάτων της, ασκώντας ορθά τις εξουσίες της, τονίζοντας και την ανάγκη διατήρησης της εμπιστοσύνης του κοινού προς το θεσμό της Επιτροπής και της διασφάλισης της ακεραιότητας της αγοράς κινητών αξιών και ουδέν μεμπτό εντοπίζεται στην προσβαλλόμενη πράξη με την οποία επιβλήθηκε στον πρόεδρο το πρόστιμο των Λ.Κ. 40.000, εφόσον, όπως τονίζεται επί λέξει στη σχετική απόφαση ημερ. 4.4.07, απουσίαζε η επείγουσα και εξαιρετική περίπτωση για πώληση μετοχών «.. σε κλειστή περίοδο που αποτελεί μια εκ των κατηγοριών απαγορευμένης περιόδου σύμφωνα με το 8(2)(α) της Κ.Δ.Π. 447/2005 ..». Δεν πρόκειται εδώ για υποκατάσταση της διακριτικής ευχέρειας του προέδρου, από την Επιτροπή, ως εισηγούνται οι συνήγοροι του, αλλά για επιτρεπτό εποπτικό διοικητικό έλεγχο κατά πόσο υπήρχαν συνθήκες που, εν πάση περιπτώσει, θα του επέτρεπαν να ασκήσει αυτή τη διακριτική ευχέρεια. Όπως εξηγήθηκε προηγουμένως, απουσίαζε ολοσχερώς το υπόβαθρο ώστε να παρίσταται ευχέρεια για άσκηση διακριτικής εξουσίας.
Στην πιο πάνω απόφαση της Επιτροπής, όσον αφορά τον πρόεδρο, δεν περιέχεται ο,τιδήποτε σχετικό με την κατοχή εμπιστευτικών πληροφοριών όπως είχε καταγραφεί στις προηγούμενες επιστολές της Επιτροπής με ημερ. 15.2.07 και 8.3.07. Η απουσία αυτής της αναφοράς στην ίδια την προσβαλλόμενη πράξη έχει σημασία και για τους υπόλοιπους τρεις αιτητές, ως θα αναφερθεί πιο κάτω.
Η περίπτωση των τριών αιτητών, όπως ήδη έχει αναφερθεί, διαφοροποιείται, κρίνεται δε στη βάση της ολότητας των γεγονότων ότι λανθασμένα η Επιτροπή επέβαλε σ΄ αυτούς διοικητικό πρόστιμο. Παρατηρείται, κατ΄ αρχάς, ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένο άρθρο στην Οδηγία που να καθιστά υπευθύνους τους αιτητές σε τέτοιες συνθήκες. Η μόνη ευθύνη φαίνεται να ανήκει στον πρόεδρο ή το εξουσιοδοτημένο να παραχωρήσει την άδεια πρόσωπο, με βάση το άρθρο 10(2) της Οδηγίας. Το γενικό άρθρο 20 της Οδηγίας, που αφορά τη δυνατότητα επιβολής διοικητικού προστίμου από την Επιτροπή σε πρόσωπο που παραβαίνει τις διατάξεις της Οδηγίας, πρέπει, για να έχει εφαρμογή, να συναρτάται με συγκεκριμένη παράβαση από το πρόσωπο αυτό. Η καταλόγηση της παράβασης από την Επιτροπή στους αιτητές έγινε στη βάση των άρθρων 8 και 10 της Οδηγίας, αλλά ούτε το ένα ούτε το άλλο, απαγορεύουν συγκεκριμένη ενέργεια ή πράξη από ένα σύμβουλο. Αυτό γιατί το μεν άρθρο 8(1), αφορά την παραχώρηση άδειας σε σύμβουλο από τρίτο βεβαίως άτομο, για τις ενέργειες του οποίου δεν μπορεί να ευθύνεται ο σύμβουλος, εδώ έκαστος των αιτητών, το αυτό δε απαντάται ρητά και στο άρθρο 10 της Οδηγίας. Οι αιτητές το μόνο που έπραξαν ήταν να ζητήσουν άδεια, ως όφειλαν, για να πωλήσουν μετοχές σε κλειστή και όχι απαγορευμένη περίοδο, έστω και εάν η απαγορευμένη περίοδος καλύπτει και την κλειστή περίοδο.
Το επιχείρημα των αιτητών ότι εφόσον αιτήθηκαν και έλαβαν την αναγκαία άδεια από το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, δεν μπορούν να έχουν ευθύνη γι΄ αυτό, είναι ορθό. Η Οδηγία μεταθέτει στους ώμους του εξουσιοδοτημένου προσώπου, εδώ του προέδρου, την αξιολόγηση και διακρίβωση της κατά περίσταση περίπτωσης που θεωρείται εξαιρετική και επείγουσα για να χορηγηθεί η άδεια. Εναπόκειται στην κρίση του προσώπου αυτού να δώσει ή να μην δώσει την άδεια, εντοπίζοντας αυτές τις επείγουσες περιστάσεις και να πράξει αναλόγως. Αν, για παράδειγμα, ένας αιτητής ζητά άδεια χωρίς να αναφέρει καμία απολύτως πληροφορία που δυνητικά να τον εντάσσει στις πρόνοιες του άρθρου 10, το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο οφείλει να εντοπίσει αυτή την απουσία πληροφοριών και να μη χορηγήσει την άδεια, αν όμως το πράξει, υπόκειται σε διοικητική κύρωση από την Επιτροπή.
Η Επιτροπή για να αποδώσει ευθύνη στους αιτητές, ενέπλεξε στις διάφορες προς αυτούς επιστολές της, και το ότι δεν ζητήθηκε άδεια για πώληση μετοχών σε απαγορευμένη περίοδο που κατά το άρθρο 8(2)(β) της Οδηγίας, καλύπτει την περίοδο όπου υπάρχει εμπιστευτική πληροφορία σχετικά με τα χρηματοοικονομικά μέσα του εκδότη, ανεξάρτητα από το κατά πόσο ο αιτητής το γνωρίζει ή όχι. Οι αιτητές όμως ζήτησαν άδεια να πωλήσουν σε κλειστή περίοδο, χωρίς να ζητήσουν άδεια για πώληση σε απαγορευμένη περίοδο, λόγω της κατοχής εμπιστευτικών πληροφοριών. Και η μεν απαγορευμένη περίοδος εμπεριέχει την κλειστή, κατά το άρθρο 8(2), αλλά η κλειστή δεν περιλαμβάνει και την απαγορευμένη. Εξ ου και ο διαφορετικός ορισμός των δύο φράσεων στο ερμηνευτικό άρθρο 2 της Οδηγίας. Το βάρος για να αποδειχθεί η πώληση σε απαγορευμένη περίοδο, όχι με την έννοια της κλειστής, αλλά της κατοχής εμπιστευτικών πληροφοριών, το φέρει, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η Επιτροπή που το επικαλείται. Δεν απέσεισε αυτό το βάρος ενόψει του ότι τα όσα η ίδια η Επιτροπή θεώρησε ως κατοχή εμπιστευτικών πληροφοριών, βασίζονταν σε επιστολή ημερ. 15.1.07 που απέστειλε η Marfin Popular Bank προς την Επιτροπή, μεταγενέστερα δηλαδή της αναζήτησης στις 4.1.07, της άδειας από τους αιτητές και της χορήγησης αυτής από τον πρόεδρο την επομένη στις 5.1.07. Τα όσα κατέγραψαν οι δικηγόροι των αιτητών στις γραπτές παραστάσεις τους με την επιστολή ημερ. 22.2.07, ότι κατά το χρόνο υποβολής του αιτήματος για άδεια και της παροχής της δεν υπήρχε συγκεκριμένη απόφαση από τον εκδότη για τη διενέργεια πωλήσεων, παρέμειναν αναπάντητα στην ουσία από την Επιτροπή και δεν φαίνεται να λήφθηκαν υπόψη όταν επέβαλε το πρόστιμο στους αιτητές. Αυτό προκύπτει και από τις επιστολές ημερ. 8.3.07 που η Επιτροπή έστειλε στον κάθε ένα από τους αιτητές, σελ. 3, όπου από μόνη της η Επιτροπή αποφάσισε ότι πωλήθηκαν οι μετοχές κατά τη διάρκεια απαγορευμένης περιόδου χωρίς την εξασφάλιση αδείας, παρά το γεγονός ότι η αίτηση αφορούσε τη διενέργεια πώλησης σε κλειστή και μόνο περίοδο. Η γνώση όμως ότι οι αιτητές όντως κατείχαν τέτοιες εμπιστευτικές πληροφορίες ή ότι υπήρχε τέτοιο ζήτημα, έπρεπε να στοιχειοθετηθεί από την Επιτροπή, ιδιαίτερα στην υποβολή παραστάσεων προς το αντίθετο από τους αιτητές.
Μετέπειτα, η Οδηγία, όπως προαναφέρθηκε, δεν περιέχει διάταξη που να απαγορεύει ρητά την υποβολή αίτησης για λήψη άδειας κατά την απαγορευμένη περίοδο ακόμη και όταν κατέχονται εμπιστευτικές, κατ΄ ισχυρισμόν, πληροφορίες από τον αιτητή. Η απαγόρευση και η τιμωρία διατυπώνονται ως σχετιζόμενες με το πρόσωπο που χορηγεί την άδεια, και όχι με το πρόσωπο που την επιδιώκει. Εφόσον δε το πρόσωπο που την επιζητεί, ζητά και λαμβάνει άδεια για την κλειστή περίοδο, (που περιλαμβάνεται εν πάση περιπτώσει στην απαγορευμένη), δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι δεν υπέβαλε αίτηση και για απαγορευμένη περίοδο, στην έννοια της περιόδου ύπαρξης ζητήματος που συνιστά εμπιστευτική πληροφορία κατά το άρθρο 8(2)(β) της Οδηγίας. Η θέση των συνηγόρων της Επιτροπής ότι οι αιτητές υπέβαλαν την αίτηση χωρίς να φέρουν στη γνώση του προέδρου ότι ήταν κάτοχοι εμπιστευτικής πληροφορίας, παραγνωρίζει ότι δεν υπάρχει τέτοια απαγορευτική διάταξη που να καλύπτει τους ίδιους τους αιτητές, ώστε σε περίπτωση παράβασης της να υπόκεινται στην ανάλογη κύρωση. Έχουν δε δίκαιο οι αιτητές όταν εισηγούνται πλάνη περί τα πράγματα και πλάνη ως προς το εύρος και νομική εφαρμογή της Οδηγίας, εφόσον υπήρξε πρόσμειξη των εννοιών της «κλειστής» με της «απαγορευμένης» περιόδου, αλλά και των γεγονότων που ήσαν σημαντικά, ώστε η πράξη της αναζήτησης άδειας να ταξινομείται στη μια ή την άλλη κατηγορία.
Ενόψει όλων των πιο πάνω οι προσφυγές αποσυνενώνονται, αποφασίζονται δε τα ακόλουθα:
(i) Η προσφυγή αρ. 800/07 αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.200 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται όσον αφορά τον αιτητή αυτό, με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
(ii) Εκάστη των προσφυγών αρ. 801/07, 802/07 και 803/07, επιτυγχάνει με €1.500 έξοδα εκάστη πλέον Φ.Π.Α. υπέρ κάθε αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται σε σχέση με έκαστο των αιτητών αυτών, με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ