ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 448/2007 και 1334/2007)

 

14 Σεπτεμβρίου, 2009

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 25, 26, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ONLAND  LTD,

Αιτητές,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Καθ΄ ων  η αίτηση.

____________________

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.

Θ. Πιπερή (κα.), για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

________________________


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:   Οι πιο πάνω προσφυγές έχουν  συνεκδικαστεί . Βασίζονται πάνω σε πανομοιότυπο πραγματικό και νομικό βάθρο.

 

Η αιτήτρια εταιρεία υπέβαλε αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για ανέγερση καταστήματος λιανικού εμπορίου παιγνιδιών και βρεφικών ειδών στο τεμάχιο με αρ. 121, Φ/Σχ XLI.41 στα Λειβάδια, Λάρνακας. Η προτεινόμενη οικοδομή φαινόταν να διεισδύει εντός της οικιστικής ζώνης σε εμβαδόν και βάθος μεγαλύτερο του επιτρεπόμενου , σε αντίθεση με τις πρόνοιες της παραγράφου 8.16 του Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας και ως εκ τούτου η αιτήτρια υπέβαλε στη συνέχεια στις  5.8.2004 αίτηση ώστε η προτεινόμενη ανάπτυξη να εξεταζόταν κατά παρέκκλιση των προνοιών του Σχεδίου Ανάπτυξης (Τοπικό Σχέδιο Λάρνακας).

 

Η Πολεοδομική Αρχή σύμφωνα με τον Κανονισμό 13(8)(α) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Κανονισμών 1999, (ΚΔΠ.309/99), ετοίμασε και υπέβαλε στο Υπουργείο Εσωτερικών σχετική επί του θέματος έκθεση, συνυποβάλλοντας τις απόψεις του Επάρχου Λάρνακας, του Κοινοτικού Συμβουλίου Λειβαδιών, του Διευθυντή της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος και του Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Δημοσίων Έργων.

Στη συνεδρία του στις 19.9.2005, το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων μελέτησε την αίτηση και διαπίστωσε ότι η αιτούμενη ανάπτυξη ενέπιπτε στις περιπτώσεις που καθορίζονται στο Παράρτημα 3 του Κανονισμού 16(1) της ΚΔΠ 309/99, για τις οποίες απαιτείται η διεξαγωγή δημόσιας ακρόασης. Στη συνέχεια αποφάσισε όπως η Δημόσια Ακρόαση διεξαχθεί πριν τη λήξη της θητείας του και προβληματίστηκε ιδιαίτερα σε σχέση με τον τύπο της προτεινόμενης ανάπτυξης, κατά πόσο δηλαδή αυτή αποτελούσε κατάστημα/εκθεσιακό χώρο όπως την θεώρησε η Πολεοδομική Αρχή ή κατά πόσο η ανάπτυξη θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υπεραγορά, λόγω του μεγάλου μεγέθους της και των άλλων χαρακτηριστικών της. Για το λόγο αυτό ζήτησε σχετική γνωμάτευση από το Νομικό του Σύμβουλο και εξουσιοδότησε την Πρόεδρο του για περαιτέρω χειρισμούς ανάλογα και με τη γνωμάτευση.

 

Η γνωμάτευση δόθηκε στις 7.2.2006 και διελάμβανε ότι «ανάπτυξη εμβαδού άνω των 500 τ.μ. η οποία προορίζεται να στεγάσει επιχείρηση λιανικού εμπορίου, στην οποία θα διατίθενται μόνο παιχνίδια και βρεφικά είδη, εμπίπτει στον τύπο ανάπτυξης που για τους σκοπούς του Τοπικού Σχεδίου χαρακτηρίζεται σαν υπεραγορά». Με  επιστολή ημερομηνίας 13.2.2006 και με  βάση τα προκύπτοντα από τη γνωμάτευση, ζητήθηκε από την Πολεοδομική Αρχή να μεριμνήσει για επίδοση των απαιτούμενων ειδοποιήσεων σε περιοίκους που ενδεχομένως, να επηρεάζονταν από την προτεινόμενη ανάπτυξη.

Ακολούθως, το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων προσκάλεσε σε δημόσια ακρόαση τους εκπροσώπους της αιτήτριας εταιρείας, την οικεία Πολεοδομική Αρχή, τον Πρόεδρο του Κοινοτικού Συμβουλίου Λειβαδιών, τους ενιστάμενους κατοίκους της περιοχής καθώς και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς.  Σημειώνεται, ότι στη Δημόσια Ακρόαση ζήτησε να συμμετάσχει ως ενδιαφερόμενος φορέας και ο Δήμος Λάρνακας, που μεταγενέστερα κατέθεσε και γραπτώς τις απόψεις του.

 

Η  Δημόσια Ακρόαση πραγματοποιήθηκε στις 23.3.2006 και κατά την έναρξη της ηγέρθησαν νομικά και άλλα θέματα από τα ενδιαφερόμενα μέρη, με αποτέλεσμα το Συμβούλιο να αποφασίσει να αναβάλει τη Δημόσια Ακρόαση, για να μπορέσει να διερευνήσει περαιτέρω τα νομικά θέματα που προέκυψαν. Για τα εγερθέντα θέματα το Συμβούλιο ζήτησε και εξασφάλισε στις 28.3.2006 σχετική γνωμάτευση από το Νομικό του Σύμβουλο.

 

Στη συνέχεια, το Συμβούλιο ασχολήθηκε με το όλο θέμα στη συνεδρία του ημερομηνίας 30.3.2006 κατά την οποία εξέτασε τα προκύπτοντα από την απόφαση του να χαρακτηρίσει την ανάπτυξη ως υπεραγορά παιγνιδιών και βρεφικών ειδών αντί κατάστημα/εκθεσιακό χώρο και αποφάσισε τη συνέχιση της Δημόσιας Ακρόασης στις 13.4.2006.

 

 Στη συνεδρία του ημερομηνίας 27.7.2006, το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων επανήλθε επί του θέματος και προέβηκε στην εξέταση της αίτησης με βάση τα συμπεράσματά του από τη Δημόσια Ακρόαση που είχε διεξαχθεί  στις 23.3.2006 και στις 13.4.2006 αντίστοιχα καθώς  επίσης και τα έγγραφα που είχαν ληφθεί  πριν και μετά τη διεξαγωγή της Δημόσιας Ακρόασης. Θεωρώντας ότι, η έγκριση της αίτησης αιτιολογείτο  με βάση το κριτήριο (δ) του Κανονισμού 19(1) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π. 309/99) που αφορά στη διεύρυνση της τοπικής οικονομικής βάσης, το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων αποφάσισε κατά πλειοψηφία, να εισηγηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο να εγκρίνει τη χορήγηση της αιτούμενης πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας, με κατάλληλους όρους και αντισταθμιστικά μέτρα. Η Πρόεδρος και ο Αναπληρωτής Αντιπρόεδρος διαφώνησαν με την απόφαση της πλειοψηφίας θεωρώντας ότι, το Υπουργικό Συμβούλιο δεν δύναται να εγκρίνει την αίτηση, αφού αυτή επηρεάζει τη Γενική Στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης (Κανονισμός 19(2) της Κ.Δ.Π.309/99).

 

Η εισήγηση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων συνοδευόμενη, μεταξύ άλλων, και από τα πρακτικά της συνεδρίας του κατά την οποία λήφθηκε η τελική απόφαση, στα οποία είχαν καταγραφεί οι απόψεις ενός εκάστου των μελών του, υποβλήθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο με Πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών. Το Υπουργικό Συμβούλιο, σε συνεδρία του ημερομηνίας 31.1.2007, αποφάσισε να αναπέμψει την αίτηση στο Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων προς επανεξέταση, καταγράφοντας τους πιο κάτω λόγους διαφωνίας του με την εισήγηση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων:

 

«(α) Τα χαρακτηριστικά και ο τρόπος λειτουργίας της ανάπτυξης συνάδουν πλήρως με τον καθορισμό/περιγραφή του όρου «υπεραγορά», όπως αυτός διατυπώνεται στο Τοπικό Σχέδιο Λάρνακας [πρόνοια 8.12.2.(γ)], γεγονός που επιβεβαιώνεται από τη γνωμάτευση του Νομικού Συμβούλου του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων και κατ' επέκταση οποιοσδήποτε άλλος χαρακτηρισμός της ανάπτυξης είναι αντίθετος με ρητή πρόνοια του Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας. To θέμα αυτό αποτελεί ένα από τους κύριους λόγους που το ΕΤΕΚ, το Πολεοδομικό Συμβούλιο και ο Δήμος Λάρνακας ενίσταται στην αιτούμενη ανάπτυξη και υπέβαλαν επαρκώς αιτιολογημένες θέσεις για απόρριψη της αίτησης.

 

β) Θα ήταν τουλάχιστο παρακινδυνευμένο να επιτραπεί η μη εφαρμογή ρητής πρόνοιας του Τοπικού Σχεδίου, κατ' επίκληση ασάφειας και κατ' επέκταση υποχρέωσης  για ευνοϊκή μεταχείριση του διοικούμενου καθότι-στην προκειμένη περίπτωση κάτι τέτοιο δεν αφορά το χαρακτηριστικό της ανάπτυξης που σαφώς προκύπτει από την προαναφερόμενη πρόνοια, αλλά αμφισβήτηση του τρόπου κατηγοριοποίησης της ανάπτυξης.

(γ) Η συγκεκριμένη εμπορική χρήση, σε συνδυασμό με την πολύ μεγάλη της κλίμακας (7.500 τ.μ.), θα έχουν ως αποτέλεσμα η λειτουργία της να επιβαρύνει ουσιαστικά τις ανέσεις της Οικιστικής Ζώνης στην οποία αυτή διεισδύει.

 

(δ) Το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων έλαβε υπόψη του τη θετική εισήγηση της Τοπικής Αρχής (Κοινοτικό Συμβούλιο Λειβαδιών), χωρίς ωστόσο να δώσει βαρύτητα στις ενστάσεις και τις ανησυχίες των άμεσα επηρεαζόμενων κατοίκων, όπως αυτές διατυπώθηκαν κατά τη Δημόσια Ακρόαση.

 

(ε) Το ότι η περιβάλλουσα το τεμάχιο περιοχή δεν έχει πλήρως αναπτυχθεί και, κυρίως, το γεγονός της ύπαρξης κενών οικοπέδων στην ευρύτερη περιοχή που γειτνιάζει με την ανάπτυξη δεν απαλλάσσει την Πολιτεία από την υποχρέωση να διασφαλίσει τις ανέσεις του σημερινού αλλά και του μελλοντικού πληθυσμού της περιοχής αυτής.

 

(στ) Το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων δεν φαίνεται να έχει αποδώσει ιδιαίτερη σημασία στον κεντρικό και στρατηγικής σημασίας στόχο του Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας για ορθολογική και ισόρροπη κατανομή των εμπορικών δραστηριοτήτων του στο αστικό σύμπλεγμα της Λάρνακας, όπως και στην επιδίωξη για τη διαφύλαξη και αναβάθμιση του Αστικού Εμπορικού Κέντρου του ως προεξάρχοντος επικέντρου δραστηριότητας. Τη  σημασία για την τήρηση αυτής της στρατηγικής έχει υπογραμμίσει τόσο το ΕΤΕΚ όσο και ο Δήμος Λάρνακας».

 

Κατόπιν αναπομπής της αίτησης από το Υπουργικό Συμβούλιο, το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων στη συνεδρία του ημερομηνίας 19.4.2007 επανεξέτασε την αίτηση και αποφάσισε αυτή τη φορά κατά πλειοψηφία, να εισηγηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο να απορρίψει την αίτηση θεωρώντας ότι αυτή δεν ενέπιπτε  σε κανένα από τα κριτήρια του Κανονισμού 19(1)(α)-(ιβ) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999 [Κ.Δ.Π. 309/99] και επειδή η ανάπτυξη επηρεάζει ουσιωδώς τη γενική στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης (Τοπικό Σχέδιο Λάρνακας) [Κανονισμός 19(2), Κ.Δ.Π. 309/99].

 

Η εισήγηση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων προωθήθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο με Πρόταση του Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 2.7.2007. Το Υπουργικό Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερομηνίας 11.7.2007 αποφάσισε την υιοθέτηση της εισήγησης του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων και, κατ' επέκταση, την απόρριψη της αίτησης για χορήγηση της αιτούμενης άδειας κατά παρέκκλιση. Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 10.8.2007. Το Υπουργείο Εσωτερικών ενημέρωσε την αιτήτρια και την Πολεοδομική Αρχή για την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με επιστολές του ημερομηνίας 29.8.2007.

     

      Η αιτήτρια εταιρεία με την   Προσφυγή Αρ.448/2007 ζητά συγκεκριμένα :

 

 «Δήλωση του Δικαστηρίου, ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ΄ ων η Αίτηση ημερομηνίας 31.1.2007 (αρ. απ. 64.972) η οποία γνωστοποιήθηκε στην Αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 21.2.2007 όπως αναδιατυπώθηκε τελικά και με την οποία αποφασίστηκε όπως η αίτηση για χορήγηση Πολεοδομικής Άδειας (ΛΑΡ/0648/2004) κατά παρέκκλιση των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας, αναπεμφθεί εκ νέου στο Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων που ήδη είχε εισηγηθεί κατά το Νόμο και τους Κανονισμούς την παρέκκλιση προς νέα επανεξέταση, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

 

Με την  Προσφυγή Αρ. 1334 /2007, η αιτήτρια ζητά αντίστοιχα:

 

«Δήλωση του Δικαστηρίου, ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ΄ ων η Αίτηση που στάληκε με επιστολή 29.8.2007 και με την οποία γνωστοποιήθηκε απλώς, ότι αποφασίστηκε να απορρίψει την αίτησή τους για χορήγηση Πολεοδομικής Άδειας (ΠΑΡ/Ο648/2004) κατά παρέκκλιση των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

 

 

Σε σχέση με την Προσφυγή 448/2007, οι καθ΄ ων η Αίτηση προβάλλουν προδικαστική ένσταση ότι δεν προσβάλλεται με αυτή εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά ενδιάμεση προπαρασκευαστική πράξη, ήτοι  η απόφαση  του Υπουργικού  Συμβουλίου ημερ.31.1.2007,  με την οποία το Υπουργικό Συμβούλιο ανέπεμψε την αίτηση της αιτήτριας εταιρείας στο Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων. Υποβάλλουν συναφώς ότι η ευχέρεια για αναπομπή που παρέχεται στο Υπουργικό Συμβούλιο έχει καθαρά εσωτερικό διαδικαστικό χαρακτήρα εφόσον δεν προσδιορίζει οποιοδήποτε δικαίωμα της αιτήτριας εταιρείας και δεν διαμορφώνει αφ΄εαυτής οποιαδήποτε κατάσταση με έννομες συνέπειες. Επομένως καταλήγει η εισήγηση,  η αιτήτρια κωλύεται  να εγείρει την Προσφυγή 448/2007.

 

Η αναπομπή της αίτησης στο Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων έχει γίνει με βάση τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 17 των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Κανονισμών 1999, (ΚΔΠ.309/99), οι οποίες καθορίζουν ότι «Σε περίπτωση διαφωνίας του Υπουργικού Συμβουλίου με την εισήγηση του Συμβουλίου, είτε μερικώς, είτε ολικώς, τότε η αίτηση αναπέμπεται στο Συμβούλιο προς επανεξέταση.  Το Υπουργικό Συμβούλιο καταγράφει τους λόγους για τους οποίους διαφωνεί». Σύμφωνα με τον Κανονισμό 17(3) της ΚΔΠ 309/99, το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων επανεξετάζει την αίτηση, λαμβάνοντας υπόψη τους λόγους διαφωνίας του Υπουργικού Συμβουλίου και υποβάλλει εκ νέου εισήγηση στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο καθίσταται αρμόδιο να αποφασίσει τελικά αναφορικά με την αίτηση.

 

Είναι φανερό από το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο ότι η ευχέρεια για αναπομπή που παρέχεται στο Υπουργικό Συμβούλιο έχει καθαρά εσωτερικό διαδικαστικό χαρακτήρα και επομένως δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί δυνάμει  του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Η προδικαστική ένσταση επομένως ευσταθεί και η Προσφυγή 448/2007 απορρίπτεται ως απαράδεκτη και ως πρόωρα ασκηθείσα.

 

Αναφορικά με την Προσφυγή  1334/2007, η αιτήτρια διατείνεται ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση, βασίζεται σε αόριστη αιτιολογία. Υποβάλλει συναφώς ότι η ανάπτυξη λανθασμένα χαρακτηρίστηκε ως υπεραγορά.  Επιπρόσθετα διατείνεται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν νομιμοποιείτο να αναπέμψει την απόφαση στο Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων καθώς υποστηρίζει ότι το τελευταίο δεν είναι τεχνοκρατικό όργανο. Περαιτέρω υποβάλλει ότι έχει παραβιαστεί το δικαίωμα της να ακουστεί καθώς επίσης και  ότι δεν εισακούστηκαν  οι θετικές απόψεις διαφόρων αρχών αναφορικά με το αίτημά της. Υποβάλλει επίσης ότι πάσχει η απόφαση  του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων λόγω σύνθεσης και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης.

 

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 15(3), το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων θα πρέπει να καταλήγει σε αιτιολογημένη εισήγηση προς το Υπουργικό Συμβούλιο. Το εδάφιο 5 του Κανονισμού επιβάλλει ρητά στο Συμβούλιο σε περίπτωση εισήγησης για χορήγηση παρέκκλισης, αυτή να αιτιολογείται με βάση τα κριτήρια και τις αρχές του Κανονισμού 19.

 

Στην παρούσα περίπτωση η εισήγηση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων ήταν αρνητική μετά την αναπομπή.  H αιτιολογία για την κατάληξη του περιέχεται στο απόσπασμα των πρακτικών της συνεδρίας του ημερομηνίας 19.4.2007.  Οι λόγοι που οδήγησαν στην απόρριψη της αίτησης από την πλειοψηφία του Συμβουλίου Παρεκκλίσεων καταγράφηκαν  αναλυτικά ως εξής:

 

  «(α) Η κλίμακα και ο βαθμός διείσδυσης της ανάπτυξης στην οικιστική περιοχή (η οικοδομή διεισδύει σε βάθος  υπερδιπλάσιο περίπου απο το επιτρεπόμενο, ενώ με τους χώρους στάθμευσης διεισδύει σε βάθος περίπου τριπλάσιο από το επιτρεπόμενο) είναι τέτοια, που η ανάπτυξη , όπως προτείνεται, θα  επηρεάζει δυσμενώς τις ανέσεις της οικιστικής Περιοχής και τη μελλοντική ανάπτυξή της.

 

(β) Από την υλοποίηση της ανάπτυξης και το μεγάλο αριθμό χρηστών που αυτή θα προσελκύει θα δημιουργηθούν προβλήματα θορύβου στην περιοχή, οδικής ανασφάλειας και κυκλοφοριακής συμφόρησης, από τη διακίνηση και στάθμευση μεγάλου αριθμού αυτοκινήτων, με αποτέλεσμα να επηρεαστούν δυσμενώς οι ανέσεις των περίοικων οι οποίοι επέλεξαν της συγκεκριμένη περιοχή γιατί είναι οικιστική και αναμένουν να έχουν τις απαιτούμενες συνθήκες, όπως διαφάνηκε  και  από τις ενστάσεις που υπέβαλαν.

 

(γ) Η ανάπτυξη αντιστρατεύεται τους Βασικούς Στόχους του τοπικού Σχεδίου Λάρνακας και της Γενικής Στρατηγικής Ανάπτυξης [παράγραφοι 3.2(ι) και (ια) του Κεφαλαίου 3], που αφορούν, στην αναβάθμιση του Αστικού Εμπορικού Κέντρου Λάρνακας), ως πραγματικού πυρήνα παροχής υπηρεσιών και την ισόρροπη κατανομή των εμπορικών δραστηριοτήτων σε στρατηγικά σημεία του αστικού ιστού.

 

(δ) Η κλίμακα/μέγεθος της προτεινόμενης υπεραγοράς παιχνιδιών  (7.500 τ.μ.) καταστρατηγεί ακόμη και τις πρόνοιες των παραγράφων 8.14.4. (που αντιστοιχεί στην παράγραφο 8.14.5 του Τροποποιημένου Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας 2003), και 8.14.9 του οριστικοποιημένου Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας (2006) που αποτελούν μέτρο και στόχο στρατηγικής σημασίας του Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας,  με αποτέλεσμα η ανάπτυξη να επηρεάζει ουσιωδώς τη Γενική Στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης.»

 

 

Σημειώνω συναφώς ότι στο απόσπασμα των Πρακτικών της Συνεδρίας του Συμβουλίου Παρεκκλίσεων αρ. 6/2006 και στη Συνεδρία του αρ. 4/2007 αναφέρεται οτι  το Πολεοδομικό Συμβούλιο το οποίο είναι το καθ΄  ύλην αρμόδιο όργανο για την εκπόνηση των Τοπικών Σχεδίων, το Επιστημονικό Επιμελητήριο Κύπρου καθώς και ο Δήμος Λάρνακας αναφέρθηκαν στο νομικό πλαίσιο στο οποίο βάσισαν και επεξήγησαν  τη θεώρησή τους ότι η προτεινόμενη  ανάπτυξη αφορούσε υπεραγορά παιγνιδιών. Πρόσθετα σημειώνω, ότι ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (πολεοδομική αρχή) αρχικά αντιμετώπιζε την ανάπτυξη ως υπεραγορά. Επίσης στις  γνωματεύσεις του Νομικού Συμβούλου του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων στις σχετικές επιστολές ημερομηνίας 7.2.2006 και 28.3.2006 αναφέρεται ότι ανάπτυξη εμβαδού πέραν των 500 τ.μ. η οποία προορίζεται για να στεγάσει επιχείρηση λιανικού εμπορίου στην οποία θα διατίθενται μόνο παιγνίδια και βρεφικά είδη εμπίπτει  στον τύπο ανάπτυξης  που για τους σκοπούς των Τοπικών Σχεδίων χαρακτηρίζεται ως «υπεραγορά».

 

Παρατηρώ ότι η ανάλυση του Νομικού Συμβούλου βασίστηκε  στις ορθές εφαρμοστέες πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας και ορθά  διαχώρισε  το περιεχόμενο της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας που είχε επικαλεστεί  η  αιτήτρια, αφού σε εκείνη την υπόθεση διέφερε  το πλέγμα των εφαρμοστέων νομοθετικών διατάξεων. Σημειώνω συναφώς ότι παρόμοια  αίτηση για ανάπτυξη που υποβλήθηκε στη Λευκωσία, αντιμετωπίστηκε από την πολεοδομική αρχή ως υπεραγορά παιγνιδιών και εκδόθηκε η σχετική άδεια στις 30.4.2002,  αντίγραφο της οποίας επισύναψαν οι καθ΄ ων η αίτηση στην αγόρευσή τους (ΛΕΥ/2687/2001). Οι πρόνοιες των Τοπικών Σχεδίων που ίσχυαν τότε και στις οποίες βασίστηκε η έκδοση της άδειας εκείνης καθώς και ο ορισμός της «υπεραγοράς» παρέμειναν οι ίδιες  στο Τοπικό Σχέδιο Λάρνακας (2003) και με βάση αυτές εξετάστηκε η αίτηση της αιτήτριας εταιρείας.

 

Σε συνάρτηση με τα όσα προσδιορίστηκαν πιο πάνω, οι λόγοι απόρριψης της αίτησης αναφέρθηκαν ρητά και  εξειδικεύθηκαν με αναφορά στα συγκεκριμένα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, σε σχέση τόσο με το ισχύον νομικό καθεστώς όσο και με τα προβλήματα που συνεπάγετο η ενδεχόμενη ανάπτυξη. Σταθμίστηκαν επίσης οι απόψεις που εκφράσθηκαν από τις διάφορες εμπλεκόμενες αρχές. Συνακόλουθα κρίνω ότι η τελική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου η οποία υιοθέτησε  την εισήγηση και την αιτιολογία του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων  ήταν νόμιμη και αιτιολογημένη.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι δεν εισακούστηκαν οι θετικές απόψεις διαφόρων φορέων ως προς το κατά παρέκκλιση αίτημά της, προκύπτει από πρακτικά της Δημόσιας Ακρόασης και το σύνολο των τοποθετήσεων που είχε ενώπιον του το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων καθώς και  από την Αιτιολογημένη Εισήγησή του και τα συνημμένα σε αυτήν πρακτικά,  ότι καταγράφηκαν με κάθε λεπτομέρεια και λήφθηκαν υπόψη.

 

Ούτε ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν νομιμοποίητο να αναπέμψει την απόφαση στο Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων, διότι "δεν είναι τεχνοκρατικό  όργανο»  με βρίσκει σύμφωνο.  Είναι πρόδηλο από το λεκτικό του Κανονισμού 17 των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999 (ΚΔΠ.309/99) ότι δεν τίθεται οποιαδήποτε  προϋπόθεση για την  αναπομπή από το Υπουργικό Συμβούλιο πλην της διαφωνίας του «..με την εισήγηση του συμβουλίου είτε μερικώς, είτε ολικώς».

 

Το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων, λειτουργεί σύμφωνα με τους περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμούς του 1999(ΚΔΠ 309/99), που εκδίδονται βάσει του άρθρου 4 του Περί Πολεοδομίας και  Χωροταξίας Νόμου του 1972. Στους Κανονισμούς αυτούς καθορίζεται ο νόμιμος τρόπος σύνθεσης και λειτουργίας του Πολεοδομικού Συμβουλίου και κυρίως, στον Κανονισμό 3 καθορίζεται ότι «..το Συμβούλιο καθιδρύεται για να  συμβουλεύει το Υπουργικό Συμβούλιο».

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό της αιτήτριας  ότι, ως άμεσα επηρεαζόμενη, θα έπρεπε να της είχε δοθεί το δικαίωμα να ακουστεί  προηγουμένως  και ειδικότερα μετά το στάδιο της αναπομπής στο Υπουργικό Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων σημειώνω συναφώς ότι δεν υπάρχει ειδική νομοθετική διάταξη στον περί Πολεοδομίας και Οικήσεως Νόμο (Ν. 90/1972) ή στους περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμούς του 1999 (ΚΔΠ.309/99) με την οποία να επιβάλλεται ρητά τέτοια υποχρέωση. Επίσης σημειώνω συναφώς ότι με  βάση  τις διατάξεις του άρθρου 43 των περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/1999) , το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής  φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης  ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης. Στην προκείμενη περίπτωση, δεν συντρέχουν οι νομοθετικές προϋποθέσεις αυτές  των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου και που αποσκοπούν  στην προστασία του διοικούμενου από αιφνίδιες αποφάσεις της διοίκησης.  Εξάλλου, από τα γεγονότα της υπόθεσης φαίνεται ότι η αιτήτρια είχε, στην προκείμενη περίπτωση, την ευκαιρία να εκφράσει τις απόψεις της. Πέραν από την αλληλογραφία που ανταλλάγηκε  με τη διοίκηση, οι θέσεις και απόψεις της εισακούσθηκαν και καταγράφηκαν στα πρακτικά της Δημόσιας Ακρόασης που πραγματοποιήθηκε στις 23.3.2006 και 13.4.2006 αντίστοιχα. Περαιτέρω σημειώνω συναφώς ότι με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για αναπομπή, δεν είχαν τεθεί οποιαδήποτε  νέα γεγονότα. Η αναπομπή αναφερόταν ουσιαστικά  στη διαφωνία του Υπουργικού Συμβουλίου με το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων ως προς τον προσδιορισμό της ανάπτυξης ως «υπεραγορά»,  στο ότι δεν είχε δοθεί  δέουσα βαρύτητα στις ενστάσεις και ανησυχίες των επηρεαζόμενων κατοίκων και στο  ότι η Πολιτεία δεν απαλλασσόταν  από τη μέριμνα της για τη διασφάλιση των ανέσεων του πληθυσμού της περιοχής. Επίσης και στο ότι  θα έπρεπε να αποδοθεί η δέουσα σημασία στην ορθολογική και ισόρροπη κατανομή των εμπορικών δραστηριοτήτων στην Λάρνακα, όπως επέβαλλε το Τοπικό Σχέδιο (στρατηγικός στόχος).

 

Η αιτήτρια πρόβαλε  επίσης  τον ισχυρισμό ότι πάσχει η προσβαλλόμενη απόφαση λόγω κακής σύνθεσης καθώς άλλαξε η σύνθεση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων κατά την επανεξέταση, μετά την αναπομπή της αίτησης από το Υπουργικό Συμβούλιο, και ως εκ τούτου θα έπρεπε σύμφωνα πάντοτε με την εισήγησή της να υπάρξει έρευνα εξ  υπαρχής. Θεωρεί πως, ενόψει του άρθρου 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) δεν θα έπρεπε να συμμετέχουν τα δύο νέα μέλη του, τα οποία δεν ήταν παρόντα στις προηγούμενες συνεδριάσεις και στη Δημόσια Ακρόαση. Η Δημόσια Ακρόαση, υποβάλλει , είναι αντίστοιχη προς συνέντευξη που διεξήχθη οπότε δεν πρέπει να είναι επιτρεπτό να συμμετέχουν, εκ των υστέρων, μέλη αφού η μελέτη των πρακτικών της (προηγούμενης) Δημόσιας Ακρόασης δεν μπορεί να είναι επαρκές υποκατάστατο της απουσίας τους. Από την άλλη πλευρά οι καθ΄ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων ήταν νόμιμα συγκροτημένο όπως καθόριζε  ο περί πολεοδομίας νόμος και οι σχετικοί κανονισμοί και δεν ήταν υποχρεωτικό να πληροί  τους κανόνες σύνθεσης που καθορίζει ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος και που ισχύουν για τα συλλογικά όργανα αποφασιστικής αρμοδιότητας και όχι για τα συμβουλευτικά όργανά ή τα όργανα γνωμοδοτικού χαρακτήρα. Παραπέμπει σε νομολογία που τονίζει, ότι δεν εξυπακούεται παράλειψη της διοίκησης εκεί όπου δεν υπάρχει ρητή υποχρέωση συμμόρφωσής της.

 

Δεν συμφωνώ  με τις πιο πάνω εισηγήσεις της αιτήτριας γιατί το άρθρο 22 του Ν. 158(Ι)/99 αναφέρεται ακριβώς στη δυνατότητα, ήδη παγίως αναγνωρισμένης νομολογιακά, συμμετοχής μελών μη παρόντων αρχικά  χωρίς να είναι αναγκαία η επανάληψη της διαδικασίας και της συζήτησης, «όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης». Κατά την έναρξη της συνεδρίας της συνεδρίας του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων με αρ. 04/2007, ημερομηνίας 19.4.2007 σημειώνω ότι οι κ.κ. Βέργας και Σ. Σάββα, τα δύο νέα μέλη του Συμβουλίου, στους οποίους είχαν διαβιβαστεί προηγουμένως για μελέτη όλα τα σχετικά με την αίτηση έγγραφα, ανέφεραν και αυτό  καταγράφεται στα πρακτικά, ότι «έχουν μελετήσει την αίτηση και όλα τα σχετικά έγγραφα και είναι πλήρως ενημερωμένοι σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης και, συνεπώς, είναι σε θέση να τοποθετηθούν επί της αίτησης».

 

Ενόψει των όσων αναπτύχθηκαν πιο πάνω, κρίνω ότι το Υπουργικό  Συμβούλιο λειτούργησε μέσα στα πλαίσια του Νόμου και δεν έχει παρατεθεί οτιδήποτε από την αιτήτρια που να καταδεικνύει ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, με την απόρριψη του αιτήματός της για εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας, κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής, άσκησε τη διακριτική του εξουσία λανθασμένα, εκτός των πλαισίων του σχετικού Νόμου και Κανονισμών ή παράτυπα. Η έρευνα όπως καταδεικνύεται από το διοικητικό φάκελο ήταν πλήρης και εμπεριστατωμένη.  Δεν έχει διαπιστωθεί  πλημμελής άσκηση διακριτικής ευχέρειας ή πλάνη περί τα πράγματα και προκύπτει ότι η κρίση της Διοίκησης ήταν εν προκειμένω νόμιμη και εύλογα επιτρεπτή.

 

Η Προσφυγή 1334/2007 επίσης απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται €1.200.-, πλέον Φ.Π.Α., έξοδα εις βάρος των αιτητών.   

 

                                                      Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                     Δ.

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο