ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υποθ. αρ.1613/2007
18 Σεπτεμβρίου, 2009
[Κ.ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ]
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΔΗΜΗΤΡΑ ΕΥΖΩΝΑ
Αιτήτρια
Και
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
Καθ΄ων η αίτηση
------------------------
Α.Εύζωνας, για την αιτήτρια.
Ε.Κορακίδης, για τους καθ΄ων η αίτηση.
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια αμφισβητεί την ορθότητα της επιβληθείσας από τους καθ΄ων η αίτηση φορολογίας ενοικίου ύψους £320.
Οι καθ΄ων η αίτηση αποφάσισαν την επιβολή σε ιδιοκτήτες που ενοικιάζουν υποστατικά εντός της περιοχής του Κοινοτικού Συμβουλίου τους, φορολογία ύψους ίση με 3% επί του εισπραχθέντος ετήσιου ενοικίου. Περαιτέρω, επειδή οι ενδιαφερόμενοι ιδιοκτήτες αρνούντο ή παρέλειπαν να παρουσιάσουν αποδείξεις ή στοιχεία για τα εισπραχθέντα ενοίκια οι καθ΄ων η αίτηση αποφάσισαν την επιβολή φορολογίας αναλόγως του είδους του ενοικιαζόμενου υποστατικού. Αποφάσισαν περαιτέρω ότι σε περιπτώσεις ενστάσεων η φορολογία δεν θα ξεπερνούσε κατά ανώτατο όριο το 3% του εισπραχθέντος ενοικίου
Η αιτήτρια είναι ιδιοκτήτρια κατά ¼ μερίδιο του κτήματος υπ΄αριθμό εγγραφής 2/155, τεμάχιο 155, Φ.Σχ.45 58 W1 τμήμα 2 στην περιοχή του Κοινοτικού Συμβουλίου Χλώρακας. Στο εν λόγω τεμάχιο έχουν ανεγερθεί 4 κατοικίες.
Το Συμβούλιο των καθ΄ων η αίτηση με απόφαση του ημερ. 16.10.2007 επέβαλε φορολογία ενοικίου στην αιτήτρια ύψους £320 για το έτος 2007.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος με την αγόρευση του αμφισβητεί την ορθότητα της ληφθείσας απόφασης, τονίζοντας ότι αυτή λήφθηκε κατά παράβαση του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 Ν.86(I)/99. Η προσφερόμενη, στο Κοινοτικό Συμβούλιο δυνατότητα, για την επιβολή φορολογίας, εδράζεται στη διαπίστωση των εισπραχθέντων ενοικίων και επ΄αυτών έπρεπε να εξεταστεί η δυνατότητα επιβολής φορολογίας. Όπως καταφαίνεται, πρόσθεσε ο συνήγορος, από την ίδια την απόφαση, οι καθ΄ων η αίτηση επέβαλαν φορολογία για το έτος 2007 από τις 16.10.2007, προτού δηλαδή συμπληρωθεί το συγκεκριμένο έτος και χωρίς ένδειξη για το εισπραχθέν, αν υπήρχε, ενοίκιο.
Αντί, πρόβαλε ο συνήγορος, να εξεταστεί το ποσό που εισπράχθηκε, αν εισπράχθηκε, ως ενοίκιο και μετά να επιβληθεί φορολογία οι καθ΄ων η αίτηση προχώρησαν αυτοβούλως και επέβαλαν νέα ρύθμιση αυτόματης καταβολής φορολογίας κατ΄αποκοπήν, χωρίς την εξέταση του σχετικού θέματος, και κατ΄αντίθεση προς τη σχετική νομοθετική πρόνοια.
Ως άλλο λόγο ακύρωσης η αιτήτρια προβάλλει την ανυπαρξία πρακτικών ή λεπτομερώς τηρηθέντων πρακτικών. Τέλος, εισηγήθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη, ήταν το αποτέλεσμα πλάνης περί το νόμο και τα πράγματα και επίσης λήφθηκε καθ΄υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση υποστήριξε ότι ο περί Κοινοτήτων Νόμος δίδει εξουσία σε κάθε Κοινοτικό Συμβούλιο να εκδίδει κανονισμούς για την καταβολή δικαιωμάτων από τον ιδιοκτήτη για τα υποστατικά τα οποία ο ίδιος παραχωρεί προς ενοικίαση.
Κατ΄εξουσιοδότηση του πιο πάνω νόμου, οι καθ΄ων η αίτηση θέσπισαν τον Καν. 235 των Κανονισμών του Κοινοτικού Συμβουλίου Χλώρακας σύμφωνα με τον οποίο το επιβληθέν τέλος δεν θα υπερβαίνει το 5% του ετησίως εισπρακτέου ενοικίου. Δεν προβλέπεται πρόσθεσε, μηχανισμός υπολογισμού του δικαιώματος. Οι καθ΄ων η αίτηση αποφάσισαν να υποβάλουν στους ιδιοκτήτες υποστατικών την υποχρέωση καταβολής δικαιωμάτων σε ποσοστό μόνο 3%. Ζήτησαν προς τούτο από τους ιδιοκτήτες να προσκομίσουν αποδείξεις αλλά, επειδή οι ενδιαφερόμενοι αρνήθηκαν ή αμέλησαν, οι καθ΄ων η αίτηση αποφάσισαν να επιβάλουν φορολογία αναλόγως του είδους του υποστατικού που ενοικιαζόταν. Μέσα σ΄αυτό το πλαίσιο επιβλήθηκε και η φορολογία προς την αιτήτρια, η οποία δεν είχε προσκομίσει οποιεσδήποτε αποδείξεις για εισπραχθέντα ενοίκια.
Όπως καταφαίνεται από το πρακτικό της συνεδρίας του Κοινοτικού Συμβουλίου ημερ. 19.7.2007, η απόφαση για την επιβολή του φόρου ενοικίου, ουσιαστικά επανέλαβε την πρακτική που ακολουθήθηκε και τις προηγούμενες χρονιάς, δηλαδή, την επιβολή ποσοστού 3% επί του ενοικίου που εισπράττεται από τους ιδιοκτήτες κάθε χρόνο. Ταυτοχρόνως, αποφασίστηκε ότι σε περιπτώσεις που οι ιδιοκτήτες παραλείπουν να προσκομίσουν σχετικές αποδείξεις τότε το Συμβούλιο θα προχωρούσε σε καθορισμό κατηγοριών για την επιβολή του σχετικού φόρου, ήτοι £30 για κάθε κατοικία και £80 για κάθε έπαυλη.
Ο περί Κοινοτήτων Νόμος του 1999 Ν.86(1)/99, όπως τροποποιήθηκε, προνοεί για την καταβολή δικαιωμάτων από τον ιδιοκτήτη υποστατικού το οποίο ενοικιάζεται ή παραχωρείται επί μισθώσει. Με βάση το άρθρο 116(1)(δ) του Νόμου οι καθ΄ων η αίτηση εξέδωσαν την ΚΔΠ440/2002 όπου ο Κανονισμός 235(1) προνοεί ότι «θα πληρώνεται για κάθε χρόνο από τον ιδιοκτήτη υποστατικού που ενοικιάζεται ή παραχωρείται με μίσθωση κατά τη διάρκεια του χρόνου δικαίωμα που δεν θα υπερβαίνει το 5% του ενοικίου το οποίο θα εισπράττεται κάθε χρόνο». Είναι με βάση αυτό τον κανονισμό που οι καθ΄ων η αίτηση πήραν και τη σχετική προσβαλλόμενη απόφαση.
Κατά τη διάρκεια της ακρόασης ο συνήγορος της αιτήτριας έθεσε ενώπιον μου την Υπ΄αριθμ.1657/2007, Εύζωνας ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Χλώρακας, ημερ.16.7.2009, όπου ο αδελφός Δικαστής Νικολάτος είχε ασχοληθεί, μεταξύ άλλων, με το θέμα της επιβολής φόρου ενοικίου στηριζόμενο στην κατ΄αποκοπή μέθοδο, όπως έγινε και στην προκείμενη περίπτωση. Συμφωνώ με την κατάληξη του αδελφού Δικαστή και παραθέτω το εξής απόσπασμα:
«όσον αφορά την ουσία της προσφυγής μελέτησα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής έχει δίκαιο. Κατά την κρίση μου, από το λεκτικό του κανονισμού 235, το οποίο υπαγορεύει την επιβολή δικαιώματος ή φόρου ενοικίου που δεν θα υπερβαίνει το 5% του ενοικίου που εισπράττεται κάθε χρόνο, συνάγεται ότι το επιβαλλόμενο δικαίωμα ή φόρος ενοικίου θα πρέπει να είναι ανάλογος του εισπραχθέντος ενοικίου. Δεν παραγνωρίζω τη δυσκολία των καθ΄ων η αίτηση στην εφαρμογή του προαναφερόμενου κανονισμού και της προσβαλλόμενης απόφασης, ιδιαίτερα στην περίπτωση που οι ιδιοκτήτες ενοικιαζομένων υποστατικών δεν δίνουν στοιχεία (αποδείξεις ή ενοικιαστήρια έγγραφα) ως προς το εισπραχθέν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ενοίκιο. Παρά τη δυσκολία όμως αυτή, συμφωνώ με τον αιτητή ότι, προς εφαρμογή του κανονισμού 235 και της προσβαλλόμενης απόφασης, οι καθ΄ων η αίτηση θα έπρεπε να είχαν θεσπίσει ή εφαρμόσει αντικειμενικά κριτήρια υπολογισμού του τεκμαρτού ενοικίου, έτσι ώστε να υπάρχει η απαραίτητη αναλογία μεταξύ του τεκμαρτού ενοικίου από τη μια και του επιβαλλομένου δικαιώματος ή φόρου ενοικίου από την άλλη. Τέτοια κριτήρια θα ήταν, ενδεικτικά, το κατά πόσο ένα διαμέρισμα ή οικία είναι του ενός, δύο ή περισσοτέρων υπνοδωματίων, αν είναι επιπλωμένα ή όχι, κλπ.
Στην προκείμενη περίπτωση οι καθ΄ων η αίτηση επέβαλαν φορολογία ενοικίου με κριτήριο μόνο το κατά πόσο, κατά την εκτίμησή τους, ένα υποστατικό είναι διαμέρισμα, οικία, έπαυλη, εστιατόριο ή κατάστημα, ανεξάρτητα από το μέγεθος ή την επίπλωση του. Αυτή η γενική «κατηγοριοποίηση» των υποστατικών ήταν κατά την κρίση μου αυθαίρετη. Επίσης οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι μη αιτιολογημένες, εφόσον δεν δίνουν στο ακυρωτικό δικαστήριο τα απαραίτητα στοιχεία για να ελέγξει τη νομιμότητα τους και συγκεκριμένα, σ΄αυτή την περίπτωση, το κατά πόσον ο επιβληθείς φόρος, ήταν ανάλογος του τεκμαρτού ενοικίου του υποστατικού και ότι το τεκμαρτό ενοίκιο υπολογίστηκε στη βάση αντικειμενικών, λογικών και δίκαιων κριτηρίων».
Με γνώμονα τα πιο πάνω θεωρώ ότι η προσβληθείσα απόφαση είναι αποτέλεσμα πλάνης περί το νόμο και δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη.
Κατά συνέπεια η προσφυγή επιτυγχάνει. Η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση παραμερίζεται. Ποσό €1.500,00 έξοδα επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.
Κ.Παμπαλλής,
Δ.