ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ.1582/2007)

 

17 Σεπτεμβρίου, 2009

 

[Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO AΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.

 

NARGES ABDI,

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

2.      ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ,

Καθ΄ων η Αίτηση.

- - - - - - -

 

Δ. Κακουλλής, για την Αιτήτρια.

 

Γ. Χατζηχάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

- - - - - - -

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια, η οποία κατάγεται από το Ιράν, είναι αιτήτρια πολιτικού ασύλου. Στις 9.8.2007 η οργάνωση Κ.Ι.Σ.Α. (Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό) απευθύνθηκε εκ μέρους της με επιστολή προς το Διευθυντή Τμήματος Εργασίας και ζητούσε όπως εγκριθεί συνημμένο συμβόλαιο εργασίας για την απασχόληση της αιτήτριας ως πωλήτριας σε συγκεκριμένη εταιρεία. Το Τμήμα Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με επιστολή του ημερομηνίας 23.8.2007, πληροφορούσε τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του Κ.Ι.Σ.Α. ότι, με βάση την ισχύουσα πολιτική, η απασχόληση αιτητών ασύλου επιτρέπεται μόνο μετά τους έξι μήνες από την υποβολή της αίτησης για άσυλο και κατά προτεραιότητα στους τομείς της γεωργίας και κτηνοτροφίας, ως εκ τούτου το αίτημα δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί.

 

Με την παρούσα προσφυγή της, η αιτήτρια προσβάλλει την ορθότητα και/ή εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης εγείροντας προς τούτο τρεις βασικούς λόγους για τους οποίους και ζητά την ακύρωσή της:

 

α.    Ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

 

β.    Ότι η απόφαση πολιτικής της διοίκησης παραβιάζει την Ευρωπαϊκή Οδηγία αρ. 9/2003 Ε.Κ. καθώς επίσης και άρθρα του περί των Διεθνών Συμβάσεων (Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα και Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα) (Κυρωτικού Νόμου αρ. 14/1969).

 

γ.    Ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατόπιν πλάνης περί τα πράγματα και/ή έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Οι καθ΄ων η αίτηση απορρίπτουν τους πιο πάνω ισχυρισμούς της αιτήτριας, ενώ εγείρουν κατ΄ αρχή προδικαστική ένσταση, της οποίας θα επιληφθώ κατά προτεραιότητα.

 

Προδικαστική Ένσταση των καθ΄ων η αίτηση. Εισήγηση ότι η επίδικη απάντηση στο αίτημα δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη.

 

Σύμφωνα με τους καθ΄ων η αίτηση, το κείμενο της επιστολής ημερομηνίας 23.8.2007 των καθ΄ων η αίτηση είναι απλά πληροφοριακού χαρακτήρα. Η έκδοση και/ή ακύρωση αδειών απασχόλησης είναι αρμοδιότητα του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ενώ το Τμήμα Εργασίας παραχωρεί διαδικαστικά "κατ΄ αρχήν έγκριση" για σκοπούς ελέγχου της αγοράς εργασίας και για ικανοποίηση πιεστικών αναγκών σε εργατικό δυναμικό. Η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση παρέπεμψε σε νομολογία με την οποία αντιδιαστέλλεται η εξουσία για έγκριση μιας πράξης από την εξουσία για λήψη της τελικής, ουσιαστικής απόφασης.

 

Κατά την άποψή μου, η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί. Είναι βέβαια γεγονός ότι το άρθρο 11(1) των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών του 1972 (ΚΔΠ 242/1972) προνοεί ότι:

 

"Άδεια απασχολήσεως δύναται να εκδίδηται υπό λειτουργού μεταναστεύσεως εις αλλοδαπόν όστις προσάγει εις αυτόν την γραπτήν έγκρισιν του Τμηματάρχου δια την έκδοσιν της τοιαύτης άδειας."

 

 

Όμως, με την παρούσα προσφυγή, εκείνο το οποίο ουσιαστικά προσβάλλεται είναι η ίδια η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση να μην εγκρίνουν την προτεινόμενη σύμβαση εργοδοσίας, καθώς επίσης και γενικότερα η ίδια η πολιτική την οποία οι καθ΄ων η αίτηση χάραξαν και όχι το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού, με βάση την οποία δεν εγκρίθηκε το αίτημα της αιτήτριας.  Εδώ, ο Διευθυντής του Τμήματος Εργασίας, εξετάζοντας και απορρίπτοντας το αίτημα, είχε ασκήσει αρμοδιότητες οι οποίες εναποτέθηκαν σ΄ αυτόν, με βάση δευτερογενή νομοθεσία και συγκεκριμένα με την ΚΔΠ 598/2005 (περί Προσφύγων (Συνθήκη Υποδοχής Αιτητών) Κανονισμοί του 2005). Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Κανονισμό 12(2) των πιο πάνω Κανονισμών:

 

".....η διαδικασία, οι όροι και οι προϋποθέσεις απασχόλησης αιτητών στη Δημοκρατία, καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.."

 

 

Και πράγματι, ήταν ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (καθ΄ου η αίτηση αρ. 1) ο οποίος έλαβε την απόφαση δυνάμει του Κανονισμού 12(2), δηλαδή την ΚΔΠ 418/2007, ημερομηνίας 12.10.2007, η οποία αποτέλεσε το λόγο μη έγκρισης του αιτήματος της αιτήτριας και η οποία απόφαση είχε ως εξής:

 

"Ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων .......... ...... αποφασίζει ότι η απασχόληση αιτητών ασύλου μετά τους πρώτους έξι μήνες από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης ασύλου, επιτρέπεται στους τομείς της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, νοουμένου ότι κατέχουν συμβόλαιο απασχόλησης σε συγκεκριμένο εργοδότη, σφραγισμένο από το Τμήμα Εργασίας."

 

 

Όπως επισημαίνεται και στο σύγγραμμα "Το Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων" του Μ. Στασινόπουλου, σελίδα 119:

 

". περιεχόμενον της διοικητικής πράξεως είναι ο άνευ δυνάμεως δεδικασμένου καθορισμός του δικαιώματος, εν τη ατομική περιπτώσει, ήτοι ο καθορισμός των εν τη συγκεκριμένη περιπτώσει αντιστοίχων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του διοικουμένου και της πολιτείας."

 

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, ήταν ο Υπουργός - καθ΄ου η αίτηση αρ. 1, που καθόρισε το δίκαιο που θα εφαρμοζόταν σε περιπτώσεις όπως αυτές της αιτήτριας, δυνάμει εξουσιών που του παρέσχε ο νόμος και ακολούθως, ήταν ο ίδιος ο οποίος εφάρμοσε την απόφαση πολιτικής στη συγκεκριμένη περίπτωση της αιτήτριας, για να απορρίψει αίτημα το οποίο εκείνη υπέβαλε προς αυτόν. Δεν επρόκειτο καθόλου για απλή πληροφόρηση ως προς το ισχύον και εφαρμοσμένο δίκαιο και κυβερνητική πολιτική. Επρόκειτο για εξέταση και απόρριψη συγκεκριμένου αιτήματος, όπως άλλωστε και η ίδια η επίδικη επιστολή των καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 23.8.2007 επιμαρτυρούσε:

 

".Ως εκ τούτου το αίτημα για απασχόληση της πιο πάνω αιτήτριας πολιτικού ασύλου στην εταιρεία που αναφέρεστε στην επιστολή σας δεν μπορεί να ικανοποιηθεί."

 

 

Η προδικαστική ένσταση επομένως απορρίπτεται και θα προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας των νομικών ισχυρισμών/λόγων ακύρωσης που προέβαλε η αιτήτρια.

 

α. Η κατ΄ ισχυρισμό άνιση μεταχείριση της αιτήτριας.

 

Σύμφωνα με την εισήγηση της αιτήτριας, τόσο η ίδια όσο και όλοι οι αιτητές ασύλου, τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης από τους αλλοδαπούς οικονομικούς μετανάστες, αφού οι πρώτοι παραπέμπονται για εργοδότηση αποκλειστικά στους τομείς της γεωργίας και κτηνοτροφίας. Εάν δε αρνούνται να εργοδοτηθούν στους τομείς αυτούς, δεν τους παραχωρείται επίδομα από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας. Σύμφωνα με την αιτήτρια, αυτός ο περιορισμός εξαναγκάζει μια μεγάλη μερίδα αλλοδαπών να εργάζεται στο δυσμενέστερο τομέα απασχόλησης, με χαμηλούς μισθοδοτικούς όρους. Παραβιάζεται έτσι η αρχή της ισότητας, αφού οι τεθέντες περιορισμοί δεν είναι σύμφωνοι με την αρχή της αναλογικότητας και παραβιάζεται ακόμα η αρχή του εργατικού δικαίου για ίση μεταχείριση και καλές συνθήκες και όρους εργοδότησης για όλο το εργατικό δυναμικό.

 

Οι αρχές της μη διάκρισης και ίσης μεταχείρισης πολιτών εκτίθενται σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων στη νομολογία και ενσωματώθηκαν και στις πρόνοιες του άρθρου 38(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο αρ. 158(Ι)/1999, το οποίο έχει ως εξής:

 

"Η αρχή της ισότητας των πολιτών επιβάλλει στη διοίκηση την κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση όλων των πολιτών που τελούν υπό τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες."

 

 

Όπως δε, κάπως φιλοσοφημένα, τίθεται το θέμα και στο άρθρο 38(3) του ίδιου Νόμου:

 

".Η ίση μεταχείριση των ανίσων είναι το ίδιο απαράδεκτη με την άνιση μεταχείριση των ίσων. "

 

Όπως ορθά αντέταξε και η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση στην παρούσα προσφυγή, οι αλλοδαποί οικονομικοί μετανάστες, με τους οποίους προβαίνει σε σύγκριση η αιτήτρια, αποτελούν διακριτή κατηγορία από τους αιτητές ασύλου. Οι πρώτοι, σε αντίθεση με τους δεύτερους, εισέρχονται στο έδαφος της Δημοκρατίας με πρωταρχικό σκοπό να εργαστούν για όσο χρόνο τους παρασχεθεί σχετική άδεια. Γι΄ αυτό το λόγο, σύμφωνα με τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, ένας αλλοδαπός μετανάστης έχει δικαίωμα πρόσβασης σε όλους τους τομείς εργασίας, νοουμένου ότι εξασφαλίζει προς το σκοπό τούτο συμβόλαιο εργοδοσίας εγκεκριμένο από το Τμήμα Εργασίας.  Από την άλλη, οι αιτητές ασύλου επιδιώκουν πρώτιστα την παροχή προστασίας μέσω ασύλου, η δε παραμονή τους στην Κύπρο και η ιδιότητά τους ως αιτητών ασύλου είναι προσωρινή, εκτεινόμενη μέχρι την τελική εξέταση της αίτησής τους για άσυλο με τη λήψη σχετικής απόφασης από την αρμόδια αρχή. Η παρεχόμενη από τη Δημοκρατία δυνατότητα εργοδότησης των αιτητών ασύλου αποσκοπεί αποκλειστικά στην προσωρινή απασχόλησή τους μέχρι την εξέταση του αιτήματός τους τόσο για ανθρωπιστικούς λόγους όσο και προς το σκοπό αποφυγής επιβάρυνσης της Δημοκρατίας με την παροχή ανεργιακών επιδομάτων για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Αυτές οι διαφορές μεταξύ αιτητών ασύλου και αλλοδαπών μεταναστών, επιτρέπουν και τη διαφορετική μεταχείρισή τους με τον περιορισμό της εργοδοσίας των πρώτων σε προσωρινές - εποχιακές εργασίες όπως στους τομείς της γεωργίας και κτηνοτροφίας, όπου παρουσιάζεται η ανάγκη κάλυψης κενών σε ανθρώπινο δυναμικό. Όπως είχε λεχθεί και στη Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας, ΑΕ1957, ημερομηνίας 23.1.1998, σε περιπτώσεις όπου τα υποκείμενα ή αντικείμενα της ρύθμισης είναι ομοιογενή, δεν χωρεί διάκριση. Εάν όμως είναι ανομοιογενή, χωρεί τότε και παρέχεται ευχέρεια για τη θεσμοθέτηση διάφορου κανόνα ή την υιοθέτηση διάφορης ρύθμισης.

 

Υπ΄ αυτές τις συνθήκες, και υπό το φως των πιο πάνω διαφορών που έχουν εντοπισθεί, κρίνω ότι η επίδικη απόφαση και η κανονιστική βάση στην οποία στηρίχτηκε, δεν παραβιάζει τη συνταγματικά ή νομοθετικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας, παρά μόνο εισάγει μια εύλογη διάκριση η οποία δικαιολογείται από τη φύση των πραγμάτων.

 

β. Ο ισχυρισμός περί παραβίασης των προνοιών της Ευρωπαϊκής Οδηγίας αρ. 9/2003 και προνοιών του Νόμου αρ. 14/1969.

 

Ως προς το θέμα της κατ΄ ισχυρισμό παραβίασης των προνοιών της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 9/2003, παρατηρώ τα εξής: Η Οδηγία 2003/9 ΕΚ του Συμβουλίου, πράγματι ασχολείται με "τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη". Το Άρθρο 11 της Οδηγίας σχετίζεται με την απασχόληση αιτητών ασύλου και η παρα. 2 του Άρθρου έχει ως εξής:

 

"2. Εάν ένα χρόνο μετά την υποβολή αίτησης ασύλου δεν έχει ληφθεί πρωτοβάθμια απόφαση και η καθυστέρηση αυτή δεν μπορεί να αποδοθεί στον αιτούντα, τα κράτη μέλη αποφασίζουν υπό ποιες προϋποθέσεις επιτρέπεται η πρόσβαση του αιτούντος άσυλο στην αγορά εργασίας. ""Η αρχή της ισότητας των πολιτών επιβάλλει στη διοίκηση την κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση όλων των πολιτών που τελούν υπό τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες."

 

Όπως είναι φανερό από το ίδιο το λεκτικό της Οδηγίας, η πρόσβαση ενός αιτητή στην αγορά εργασίας κάθε χώρας-μέλους, αρχίζει ένα χρόνο μετά την υποβολή αίτησης και δεν είναι αυτόματη ή απεριόριστη. Επαφίεται στα κράτη-μέλη να αποφασίζουν υπό ποιες προϋποθέσεις θα επιτρέπεται η πρόσβαση αιτητών ασύλου στην αγορά εργασίας. Αυτές οι προϋποθέσεις δεν προσδιορίζονται και μπορεί επομένως ν΄ αναφέρονται σε αριθμό αιτητών που μπορεί να απορροφηθούν σε τομείς στους οποίους δεν θα υπάρχει ανταγωνισμός ή κορεσμός κλπ. Στην περίπτωση των αιτητών ασύλου, η ρηθείσα Οδηγία 9/2003 αποβλέπει μόνο στην προσωρινή εργοδοσία τους μέχρι να εξεταστεί η αίτησή τους. Σκοπός της Οδηγίας είναι σε περιπτώσεις όπου για διάφορους λόγους μακρυγορεί η εξέταση και απάντηση των αρχών επί αιτημάτων παροχής ασύλου, να αποφεύγεται η επιβάρυνση του Κράτους με τη χορήγηση επιδομάτων ανεργίας, τουλάχιστον για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Εξάλλου η ίδια η Οδηγία δημιουργεί επιτρεπτή διάκριση μεταξύ αιτητών πολιτικού ασύλου, επιτρέποντας όπως δίδεται προτεραιότητα στην πρόσβαση στην αγορά εργασίας στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλους τρίτων χωρών οι οποίοι αναφέρονται στην παρα. 4 του Άρθρου 11 της Οδηγίας ως εξής:

 

"4. Για λόγους σχετικούς με την πολιτική για την αγορά εργασίας, τα κράτη μέλη μπορούν να δίνουν προτεραιότητα στους πολίτες της ΕΕ και στους υπηκόους των κρατών που είναι μέρη της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο καθώς και στους νομίμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών."

 

Για τους λόγους δε οι οποίοι έχουν επεξηγηθεί και προηγουμένως αναφορικά με την αρχή της ισότητας, πιστεύω ότι ο περιορισμός που τέθηκε με τη θέσπιση της ΚΔΠ 418/07 δεν υπερβαίνει ούτε το μέτρο του λογικού, ούτε εκφυλίζει το δικαίωμα το οποίο η Ευρωπαϊκή Οδηγία σκοπεί να αποδώσει.

 

Αναφορικά με την εισήγηση της αιτήτριας ότι η επίδικη ρύθμιση εργοδοσίας των αιτητών ασύλου παραβιάζει τις πρόνοιες του περί του Διεθνούς Συμφώνου (Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα και Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα) Νόμου αρ. 14/1969, παρατηρώ τα εξής:

 

Είναι γεγονός ότι το άρθρο 6 του ρηθέντος Νόμου αναγνωρίζει το δικαίωμα στην απασχόληση των αλλοδαπών πολιτών και απαγορεύει τις διακρίσεις στην άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται με το Νόμο εκείνο, λόγω φυλής, χρώματος, γένους, εθνικής προέλευσης κλπ. (Άρθρο 2(2) του Νόμου).

 

Είναι επίσης γεγονός ότι με το άρθρο 4 του Νόμου η απόλαυση των εξασφαλιζομένων δικαιωμάτων μπορεί να περιορισθεί από τα συμβαλλόμενα κράτη με νόμιμους περιορισμούς, μόνο μέχρι του σημείου που αρμόζει με τη φύση των δικαιωμάτων αυτών και αποκλειστικά και μόνο για να εξυπηρετηθεί η γενική ευημερία μέσα σε μια δημοκρατική κοινωνία. Σύμφωνα με την αιτήτρια, ο περιορισμός που εδώ επιβλήθηκε με την επίμαχη κανονιστική πράξη είναι απρόσφορος, υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού μέτρο και είναι δυσανάλογος σε σχέση με τους λόγους που τον προκάλεσαν ή το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Σε σχέση με αυτή την εισήγηση πιστεύω ότι ισχύουν εδώ τα όσα έχω προαναφέρει σε σχέση με την εισήγηση περί παραβίασης της αρχής της ισότητας, και της Ευρωπαϊκής Οδηγίας αρ. 9/2003. Ένα τέτοιο δικαίωμα προσωρινής απασχόλησης αλλοδαπών διασφαλίζεται μεν, όπως προβλέπει τόσο ο Νόμος του 1969 όσο και η Ευρωπαϊκή Οδηγία, υπόκειται όμως στη δυνατότητα ρύθμισης των προϋποθέσεων υπό τις οποίες αυτό μπορεί να ασκηθεί, με βάση το Ευρωπαϊκό Δίκαιο το οποίο, όπως το τροποποιηθέν Άρθρο 1Α του Συντάγματος προβλέπει, υπερισχύει προνοιών του ίδιου του Συντάγματος και ημεδαπών νόμων.

 

Ενόψει των ανωτέρω, ο δεύτερος αυτός λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

 

 

γ. Εισήγηση ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε υπό συνθήκες πλάνης περί τα πράγματα και/ή έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Αυτή η εισήγηση και λόγος ακύρωσης που προβάλλεται από την αιτήτρια εστιάζεται γύρω από το γεγονός ότι η αιτήτρια αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα υγείας (ξηροφθαλμία). Θα πρέπει να αποφεύγει την έκθεσή της σε περιβάλλον με αέρα και σκόνη. Παρά δε το ότι είναι αδύνατο να εργαστεί στους τομείς της γεωργίας και κτηνοτροφίας λόγω αυτού του προβλήματος, οι καθ΄ων η αίτηση παραγνώρισαν αυτό τον παράγοντα, τελούντες υπό πλάνη περί τα πράγματα και χωρίς να ερευνήσουν περαιτέρω το θέμα τούτο.

 

Σε σχέση με την τελευταία αυτή εισήγηση της αιτήτριας, οι καθ΄ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι, όπως εμφαίνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου για την περίπτωση της αιτήτριας, είχαν προϋπάρξει άλλα πραγματικά γεγονότα τα οποία και αυτοί έλαβαν υπόψη. Συγκεκριμένα, ενώ η αιτήτρια ενεγράφετο ως άνεργη, της προσφέρθηκε εργασία σε συγκεκριμένο εργοδότη στον τομέα της γεωργίας. Η αιτήτρια είχε απορρίψει την προσφορά λέγουσα ότι είναι φοιτήτρια. Όταν της λέχθηκε ότι δεν μπορεί να είναι φοιτήτρια και να θεωρείται άνεργη και πάλι δεν αποδέχθηκε εργοδοσία και επικαλέσθηκε πρόβλημα υγείας. Όλα αυτά τα γεγονότα λήφθηκαν υπόψη από τους καθ΄ων η αίτηση και δεν μπορεί να λεχθεί ότι ενήργησαν υπό πλάνη περί τα πράγματα ή έλλειψη δέουσας έρευνας.

 

Σημειώνεται περαιτέρω ότι, εν πάση περιπτώσει, κατά την ενάσκηση των εξουσιών τους με βάση τη ρηθείσα ΚΔΠ 418/67, οι καθ΄ων η αίτηση δεν είχαν καμιά διακριτική ευχέρεια και η απόφασή τους δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετική από την προσβαλλόμενη, όποια και αν ήταν τα γεγονότα που αφορούσαν στη συγκεκριμένη αιτήτρια. Σε σχέση με αυτή τη διαπίστωση, ήταν η θέση της αιτήτριας στην απαντητική αγόρευσή της ότι οι καθ΄ων η αίτηση ερμήνευσαν πεπλανημένα τη ρηθείσα ΚΔΠ 418/07 η οποία ορίζει ότι η απασχόληση των αιτητών ασύλου επιτρέπεται κατά προτεραιότητα στον τομέα γεωργίας και κτηνοτροφίας και όχι αποκλειστικά. Θα πρέπει να διαφωνήσω με αυτή την εισήγηση. Το λεκτικό της ρηθείσας ΚΔΠ, η οποία ενσωματώνει υπουργική απόφαση με βάση τον Κανονισμό 12(2) των περί Προσφύγων (Συνθήκες Υποδοχής Αιτητών) Κανονισμών του 2005, είναι σαφέστατο και δεν επιδέχεται άλλης ερμηνείας ή προσθήκης των λέξεων "κατά προτεραιότητα". Αυτό το κείμενο απλά προβλέπει ότι η απασχόληση αιτητών ασύλου ". επιτρέπεται στους τομείς της γεωργίας και της κτηνοτροφίας..".

 

Επομένως, οι καθ΄ων η αίτηση καμιά διακριτική ευχέρεια δεν είχαν παρά μόνο υποχρεούντο να εφαρμόσουν τις καθαρές πρόνοιες της ρηθείσας ΚΔΠ.

 

 

 

 

Για όλους τους ανωτέρω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.000 έξοδα εναντίον της αιτήτριας.

 

 

Κ. Κληρίδης,

Δ.

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο