ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1715/2007)
24 Ιουλίου, 2009
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
MOHAMMED NAEEM,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
Λ. Κληρίδης, για τον Αιτητή.
Δ. Νικολάτου (κα), για την Καθ΄ης η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Στις 4.6.2004, ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση ασύλου. Στις 13.8.2004 η Υπηρεσία Ασύλου τον κάλεσε σε συνέντευξη για τις 4.10.2004. Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του επιδότη, δεν κατέστη δυνατό να γίνει επίδοση της επιστολής, αφού ο Αιτητής δεν εντοπίστηκε στη διεύθυνση που είχε δηλώσει. Στις 7.10.2004 ο αρμόδιος Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, ετοίμασε εισήγηση προς τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας, ο οποίος στις 24.10.2004 αποφάσισε το κλείσιμο του φακέλου, αφού ο Αιτητής δεν παρουσιάστηκε στη συνέντευξη.
Στις 8.9.2006 καταχωρήθηκε ιεραρχική προσφυγή εκ μέρους του Αιτητή. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, αφού μελέτησε την έκθεση του Λειτουργού της, στις 28.9.2007, αποφάσισε την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 12.10.2007.
Ο Αιτητής, ο οποίος αμφισβητεί τη νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης, καταχώρησε την παρούσα προσφυγή, με την οποία ζητά την ακύρωση της.
Στην γραπτή αγόρευση του, ο δικηγόρος του Αιτητή αναφέρεται στο διάταγμα σύλληψης και απέλασης του πελάτη του, το οποίο θεωρεί ως παράνομο, αφού ο Αιτητής κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν παντρεμένος. Η Δημοκρατία, σύμφωνα με την εισήγηση του, είχε υποχρέωση σύμφωνα με το Άρθρο 15 του Συντάγματος, να σεβαστεί την οικογενειακή του ζωή. Όπως ανέφερε, το δικαίωμα που διασφαλίζεται από το Άρθρο 15, είναι ένα από τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα και θα έπρεπε να υπερισχύσει οποιουδήποτε άλλου νόμου. Πέραν τούτου, ζητά την ακύρωση της απόφασης, επειδή αυτή παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοίκησης. Η αίτηση για πολιτικό άσυλο απορρίφθηκε, επειδή ο Αιτητής δεν παρέστη στη συνέντευξη. Όμως, ο Αιτητής ποτέ δεν είχε λάβει την επιστολή ώστε να έχει γνώση της ημερομηνίας της συνέντευξης.
Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος για την καθ' ης η αίτηση, θεωρεί την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ως ορθή, αφού αυτή λήφθηκε μετά από εξέταση όλων των σχετικών στοιχείων. Θεωρεί την αναφορά του ευπαίδευτου συνηγόρου του Αιτητή στο Άρθρο 15 του Συντάγματος, ότι ξεφεύγει των νομικών λόγων ακύρωσης και εισηγείται ότι το σημείο αυτό, στο βαθμό που ξεφεύγει του δικογράφου, δεν θα πρέπει να εξεταστεί από το Δικαστήριο. Αναφορικά με τη γνώση του Αιτητή για την ημερομηνία της συνέντευξης, η κα Νικολάτου θεωρεί ότι ο Αιτητής ενήργησε κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 8 του περί Προσφύγων Νόμου, με αποτέλεσμα να μην καταστεί εφικτή η ανεύρεση του από την Υπηρεσία Ασύλου. Επιπλέον, αναφέρει ότι ο Αιτητής δεν δήλωσε στις αρμόδιες αρχές αριθμό τηλεφώνου, για να καταστεί δυνατή η τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του, παρά μόνο μετά το κλείσιμο του φακέλου του. Συνεπώς, θεωρεί ότι ορθά ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, έκλεισε το φάκελο και διέκοψε τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης, ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 16Α(1) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(Ι)/2000), όπως τροποποιήθηκε, στο εξής «ο Νόμος».
Κατ' αρχάς, θα πρέπει να διευκρινίσω ότι δεν θα ασχοληθώ με τα όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή αναφέρει στη γραπτή του αγόρευση, σχετικά με το διάταγμα σύλληψης και απέλασης, αφού αυτό δεν αποτελεί επίδικο θέμα.
Το μόνο που εγείρεται είναι κατά πόσον είναι ορθή η κατάληξη της Αναθεωρητικής Αρχής ότι δεν εφαρμόζεται το άρθρο 16Α(2) του Νόμου.
Ο λόγος έφεσης ότι η πιο πάνω κατάληξη είναι εσφαλμένη, ευσταθεί.
Το άρθρο 8(2) και (3) του Νόμου προβλέπει ότι:-
«8(2) Ο τόπος διαμονής αιτητή, στον οποίο χορηγείται άδεια προσωρινής διαμονής δυνάμει του εδαφίου (1), καθορίζεται στην άδεια και ο αιτητής υποχρεούται, κατά την διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης του να παραμείνει στον τόπο αυτό.
(3)(α) Ο αιτητής, σε περίπτωση αλλαγής του τόπου διαμονής του υποχρεούται να ενημερώνει αμέσως τα κατά τόπο αρμόδια Κλιμάκια Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως της Αστυνομίας, τα οποία οφείλουν να ενημερώνουν αμέσως την Υπηρεσία Ασύλου και το διευθυντή για την αλλαγή αυτή.
(β) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του αιτητή με την πιο πάνω υποχρέωση, εφαρμόζονται οι πρόνοιες του άρθρου 16Α.»
Το άρθρο 16Α έχει ως εξής:-
«16Α.(1) Ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης, με απόφασή του, η οποία καταχωρείται στο φάκελο, σε περίπτωση που-
(α) Ο αιτητής δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από το άρθρο 8 του παρόντος Νόμου·
(β) ο αιτητής, μετά την υποβολή της αίτησής του, εγκαταλείπει τη Δημοκρατία χωρίς την άδεια του Διευθυντή·
(γ) ο αιτητής δεν ανταποκρίνεται σε επιστολές που του απευθύνει ο αρμόδιος λειτουργός και, κατόπιν επαρκούς διερεύνησης, διαπιστώνεται ότι ο αιτητής έχει παραλάβει τις εν λόγω επιστολές.
(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1), δεν ισχύουν σε περίπτωση που, κατά την κρίση του Προϊσταμένου, μετά από εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, οι πράξεις ή παραλείψεις του αιτητή που αναφέρονται στις παραγράφους (α) μέχρι (γ) του εν λόγω εδαφίου είναι δικαιολογημένες. Σε τέτοια περίπτωση η διαδικασία εξέτασης της αίτησης συνεχίζεται.»
Στην προκειμένη περίπτωση, η Υπηρεσία Ασύλου έκλεισε το φάκελο επειδή ο επιδότης δεν μπόρεσε να επιδώσει την επιστολή, με την αιτιολογία ότι πρόκειται για «λανθασμένη ή ελλειπή διεύθυνση». Κατά την άποψή μου, η Υπηρεσία Ασύλου δεν θα έπρεπε να είχε προχωρήσει στο κλείσιμο του φακέλου δυνάμει του άρθρου 16Α του Νόμου προτού ερευνήσει ότι όντως επρόκειτο για λανθασμένη ή ελλειπή διεύθυνση και προτού εξαντλήσει οποιαδήποτε άλλα μέσα είχε στη διάθεση της, για να διαπιστώσει γιατί ο Αιτητής δεν παραλάμβανε την επιστολή που του απέστειλαν. Για παράδειγμα, από τη στιγμή που στη διεύθυνση δεν υπήρχε ταχυδρομικός κώδικας, θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο να υπήρχε άλλη οδός Οθέλλου, στη Λευκωσία. Η Υπηρεσία θα μπορούσε επίσης να απευθυνθεί σε άλλες Υπηρεσίες, για εντοπισμό της ορθής διεύθυνσης του Αιτητή ή για εντοπισμό του Αιτητή, κατά την ανανέωση της προσωρινής του άδειας.
Η Αναθεωρητική Αρχή είχε ενώπιον της και επιστολή του δικηγόρου του Αιτητή ημερομηνίας 9.7.06, στην οποία αναφέρεται ότι: «Η διεύθυνση την οποία έχει δηλώσει (ο Αιτητής) είναι σωστή και αληθής και ουδέποτε (ο Αιτητής) άλλαξε τόπο διαμονής». Ενόψει της πιο πάνω δήλωσης, αλλά και ανεξάρτητα αυτής, η Αναθεωρητική Αρχή όφειλε να στρέψει την προσοχή της στο κατά πόσο η έρευνα που διεξήγαγε η Υπηρεσία Ασύλου ήταν ικανοποιητική.
Πέραν τούτου, στο άρθρο 16Α του Νόμου γίνεται αναφορά «σε επιστολές» που «απευθύνει ο αρμόδιος λειτουργός και κατόπιν επαρκούς διερεύνησης διαπιστώνει ότι ο Αιτητής έχει παραλάβει τις εν λόγω επιστολές». Στην προκειμένη περίπτωση στάληκε μία μόνο επιστολή, ενώ στη συνέχεια δεν έγινε καμία απολύτως διερεύνηση του θέματος. Η Αναθεωρητική Αρχή φαίνεται να θεώρησε ότι ο Αιτητής δήλωσε λανθασμένη διεύθυνση, χωρίς το θέμα να είχε διερευνηθεί. Πέραν τούτου, η παράγραφος (γ) του εδαφίου 1 του άρθρου 16 παρέχει εξουσία για κλείσιμο του φακέλου, όταν διαπιστωθεί ότι ο Αιτητής παρέλαβε τις επιστολές που του στάληκαν και δεν ανταποκρίθηκε.
Το συμπέρασμα της Αρχής ότι δεν εφαρμόζονται οι πρόνοιες του άρθρου 16Α(2), όχι μόνο είναι αναιτιολόγητο, αλλά δεν είναι ούτε εύλογο ούτε και ορθό, αφού δεν προηγήθηκε καμία διερεύνηση για να διαπιστωθούν τα όσα ανέφερα πιο πάνω σε σχέση με τη διεύθυνση του Αιτητή και τους λόγους μη παραλαβής της επιστολής.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και εκδίδεται απόφαση ως το αιτητικό της αίτησης, με €1000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του Αιτητή.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ