ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ  ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση  Αρ. 1553/2007)

 

16 Ιουλίου, 2009

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

NEUSTROEV  ALEXEY,

Αιτητή,

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

____________________

 

Α. Καρεκλάς, για  τον Αιτητή.

Λ. Γρηγορίου (κα) , Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

_____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:    Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 20.8.07, για την οποία έλαβε γνώση (ο αιτητής) κατά ή περί τις 25.8.07 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για αναγνώρισή του ως πολιτικού πρόσφυγα, είναι παράνομη, άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα.

 

Μεταξύ των νομικών σημείων στα οποία βασίζεται η προσφυγή είναι και τα εξής:

 

(α)   Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, όπως τροποποιήθηκε και των περί Προσφύγων Κανονισμών του 2000 και 2004.

 

(β)   Είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο.

 

(γ)   Στερείται αιτιολογίας και λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα.

 

(δ)   Λήφθηκε κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, και

 

(ε)   Παραβιάζει τις αρχές τις χρηστής διοίκησης.

 

Ο αιτητής κατάγεται από τη Ρωσία και έχει ρωσική ιθαγένεια.  Έφθασε στην Κύπρο μέσω Τουρκίας, από τα κατεχόμενα, στις 18.12.04 και στις 18.2.05 υπέβαλε αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου για παροχή ασύλου.   Κλήθηκε σε συνέντευξη στα γραφεία της Υπηρεσίας Ασύλου στις 24.4.07 και στις 25.4.07 η αίτηση του απορρίφθηκε.  Υπέβαλε διοικητική προσφυγή στις 3.5.07 ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής.  Δεν έθεσε οποιαδήποτε νέα στοιχεία , δεν κλήθηκε για νέα συνέντευξη και τελικά η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων απέρριψε τη διοικητική του προσφυγή με την προσβαλλόμενη απόφαση, ημερ. 20.8.07. 

 

Κατά τη συνέντευξη του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου ο αιτητής ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι υπήρξε θύμα αστυνομικής κακομεταχείρισης και συγκεκριμένα ανέφερε ότι στη Ρωσία η Αστυνομία τον σταμάτησε μερικές φορές για να εξακριβώσει τα στοιχεία του και επειδή δεν είχε μαζί του τα απαραίτητα έγγραφα τον μετέφερε στον Αστυνομικό Σταθμό όπου κρατήθηκε και όπου τον κακομεταχειρίστηκαν.  Ισχυρίστηκε ότι εάν επιστρέψει στην πατρίδα του θα τον επισκεφθεί η Αστυνομία στο σπίτι του, επειδή προφανώς έχει αστυνομικό μητρώο, και ίσως του χρεωθούν και εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις αναφορικά με αδικήματα τα οποία δεν διέπραξε.  Ως αποτέλεσμα τούτου δεν θα μπορέσει να βρει δουλειά στην πατρίδα του.  Όταν ρωτήθηκε αν υπάρχει οποιοσδήποτε ειδικός λόγος για τον οποίο ο αιτητής ελέγχεται από την Αστυνομία αναφορικά με τα έγγραφά του, ο ίδιος απάντησε αρνητικά αλλά είπε ότι αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι μοιάζει με Τσετσένο.

Οι ισχυρισμοί του αιτητή, όσον αφορά τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη Ρωσία, κρίθηκαν ως αξιόπιστοι.  Ωστόσο η Υπηρεσία Ασύλου, και στη συνέχεια η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων,  θεώρησε ότι, με βάση τους ίδιους τους ισχυρισμούς του αιτητή, δεν φαινόταν να υπάρχει οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος καταδίωξης του στη χώρα καταγωγής του. Με βάση τη δική του μαρτυρία ο αιτητής δεν υπέστη οποιαδήποτε δίωξη αλλά απλά δεχόταν έλεγχο από την Αστυνομία για την εξακρίβωση των στοιχείων του.  Όσον αφορά τους κινδύνους τους οποίους θα αντιμετωπίσει ο αιτητής εάν επιστρέψει στη Ρωσία, θεωρήθηκε ότι και πάλι οι ισχυρισμοί του και οι φόβοι του αυτοί είναι υπερβολικοί.  

 

Η αίτηση του αιτητή κρίθηκε με βάση τα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν 6(Ι)/2000, όπως τροποποιήθηκε.  Αποφασίστηκε, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του δικαιολογημένου φόβου δίωξης που είναι απαραίτητες για να του αναγνωριστεί η ιδιότητα του  πρόσφυγα.  Επίσης αποφασίστηκε ότι δεν συντρέχουν λόγοι για να του παραχωρηθεί καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους ή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.  

 

Με την προσβαλλόμενη απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων επιβεβαιώθηκε η ορθότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, των ευρημάτων και των συμπερασμάτων της Υπηρεσίας Ασύλου,  κρίθηκε  ότι δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος για να κληθεί ο αιτητής σε νέα συνέντευξη, εφόσον δεν πρόβαλε οποιαδήποτε νέα στοιχεία,  και επιβεβαιώθηκε ότι «υπάρχει σαφής απουσία βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου καταδίωξης στην χώρα καταγωγής του».   Επιπρόσθετα  διαπιστώθηκε ότι «ο προσφεύγων δεν υπέστη κανενός είδους δίωξης στη χώρα του αλλά όπως διαπιστώνεται ο βασικός λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα του είναι καθαρά προσωπικός».   Σε σχέση με τους ισχυρισμούς του και τους φόβους του σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του κρίθηκε ότι αυτή είναι υπερβολικοί και αναξιόπιστοι, όπως χαρακτηρίστηκαν, υπό την έννοια του ότι δεν βασίζονταν και δεν δικαιολογούνταν από τα στοιχεία που ο αιτητής έθεσε ενώπιον των καθ΄  ων η αίτηση.  Αναφορικά με το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19, επιβεβαιώθηκε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι «ο προσφεύγων δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη.  Ούτε πληροί τις προϋποθέσεις να του παραχωρηθεί το καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους». 

 

Εξέτασα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι έστω και με βάση τους ισχυρισμούς του ίδιου του αιτητή, οι οποίοι κρίθηκαν ως αξιόπιστοι, δεν δικαιολογείται η παροχή της ιδιότητας του πρόσφυγα στον αιτητή αλλά ούτε και δικαιολογούνται αντικειμενικά οι κατ΄ ισχυρισμό φόβοι του σε περίπτωση επιστροφής του στη Ρωσία.   

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν 6(Ι)/2000, όπως τροποποιήθηκε, ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση, ή λόγω του φόβου αυτού δεν είναι πρόθυμο να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας εκείνης ή πρόσωπο που δεν έχει ιθαγένεια, το οποίο ενώ βρίσκεται εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση, ή λόγω του φόβου αυτού δεν είναι πρόθυμο, να επιστρέψει στη χώρα εκείνη.   

 

Το άρθρο 19(1)  του ιδίου νόμου προνοεί ότι καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιοδήποτε από τους λόγους του άρθρου 3(1), αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν  ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειας του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση, ή λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας εκείνης.

 

Το άρθρο 19(2) προνοεί ότι, για τους σκοπούς του άρθρου 19, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σημαίνει, μεταξύ άλλων, βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, παραβίαση ανθρώπινου δικαιώματος τόσο κατάφορη ώστε να ενεργοποιεί τις διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας, ή απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας, ως αποτέλεσμα βίας που ασκείται αδιακρίτως υπό συνθήκες ένοπλης σύγκρουσης ή ως αποτέλεσμα συστηματικών ή γενικευμένων παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των οικείων προσώπων.

 

Το άρθρο 19Α  του ιδίου νόμου προνοεί ότι καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους μπορεί να παραχωρηθεί σε οποιοδήποτε αιτητή ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας και δεν του αναγνωρίζεται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, μεταξύ άλλων, για οποιουσδήποτε ανθρωπιστικούς λόγους, νοουμένου ότι οι λόγοι αυτοί δεν συνιστούν λόγους για τους οποίους μπορεί να του αναγνωριστεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Με βάση τα προαναφερόμενα κρίνω πως, έστω και με βάση τους ισχυρισμούς του ίδιου του αιτητή, αυτός δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πρόσφυγας δυνάμει του άρθρου 3 του νόμου, εφόσον δεν υπάρχουν οποιοδήποτε ισχυρισμοί καταδίωξης του για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δικαιούται στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(1) του προαναφερόμενου νόμου εφόσον δεν έθεσε στοιχεία ενώπιον των καθ΄ ων η αίτηση ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, υπό την έννοια του άρθρου 19(2), εάν επιστρέψει στη χώρα του.  Επίσης δεν παρέθεσε οποιαδήποτε στοιχεία για τα οποία θα ήταν ορθό και δίκαιο να του παραχωρηθεί καθεστώς προσωρινής διαμονής, για ανθρωπιστικούς λόγους, δυνάμει του άρθρου 19Α του προαναφερόμενου νόμου.

 

Δεν διαπίστωσα επίσης ότι έγινε οποιαδήποτε παρατυπία ουσίας ή διαδικασίας ή ότι ευσταθεί οποιοσδήποτε άλλος λόγος ακύρωσης που επικαλείται ο αιτητής.

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €500.- έξοδα εις βάρος του αιτητή και υπέρ των καθ΄  ων η αίτηση.

 

 

 

 

                                                      Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                      Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.                                       

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο