ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ                   

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

       

                                      &nb sp;                          Υπóθεση  Αρ. 539/2007

 

 

10 Iουνίου, 2009

 

 [Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΑΜΙΑΝΟΥ

                                    Αιτητής

 

-         και -

 

 

 ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ

                                    Καθ΄ών  η αίτηση

.............................

Ντ. Πασπαλίδης,  για τον αιτητή

Α. Χριστοφόρου Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ για τους καθών η αίτηση

 

- - - - - -

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:   Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αξιώνει την εξής θεραπεία, που παραθέτω αυτούσια:

 

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 26.1.2007, και με την οποία απερρίπτετο το αίτημα του Αιτητή για χορήγηση συντάξεως στην ανώτατη βαθμίδα σύμφωνα με το άρθρο 29(1), όπως επίσης και το αίτημα για χορήγηση πρόσθετης σύνταξης σύμφωνα με το άρθρο 28(1) του περί Συντάξεως Νόμου 97(1)/1997, είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος.»

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο αιτητής γεννήθηκε στις 3/3/52 και γράφτηκε στην Αστυνομία στις 13/7/73.  Πριν αφυπηρετήσει υπηρετούσε στο Σταθμό Αγίου Δομετίου.  Μετά τον τραυματισμό του σε τροχαίο δυστύχημα στις 18/12/02 αφυπηρέτησε για λόγους δημοσίου συμφέροντος (υγείας) στις 22/2/04.  Στις 20/6/05 ο αιτητής, με επιστολή του δικηγόρου του, απευθυνόμενος προς το Υπουργικό Συμβούλιο ζητούσε τη χορήγηση σύνταξης σε ανώτερη βαθμίδα.  Στις 2/8/05 το Υπουργικό Συμβούλιο απάντησε στον δικηγόρο του αιτητή πως η επιστολή του στάληκε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης για να επιληφθεί του θέματος.  Στις 11/8/05 το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως ζήτησε στοιχεία από το Αρχηγείο Αστυνομίας.  Ο Αρχηγός Αστυνομίας, στις 16/8/05 ζήτησε τις απόψεις του Αστυνομικού Διευθυντή Τμήματος Α και του Επιθεωρητή Λογαριασμών.  Στις 23/8/05 ο Ανώτερος Επιθεωρητής Λογαριασμών εισηγήθηκε όπως το θέμα παραπεμφθεί στο Γενικό Λογιστή.  Στις 12/9/05 ο Αρχηγός Αστυνομίας αποτάθηκε στο Γενικό Λογιστή ζητώντας του να εξετάσει το ενδεχόμενο παροχής πρόσθετης σύνταξης στον αιτητή. Στις 13/10/05 ο Γενικός Λογιστής με επιστολή αναφέρει προς τον Αρχηγό ότι το θέμα εμπίπτει στην οικεία Αρχή που είναι το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως.  Στις 21/3/06 ο Αρχηγός Αστυνομίας αποτάθηκε στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και ζήτησε την προώθηση της υπόθεσης προς το Υπουργικό Συμβούλιο καθότι στον αιτητή είχε εγκριθεί από την 1/3/04 ποσοστό αναπηρίας 75%.  Στις 27/4/06 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Δικαιοσύνης με επιστολή του ζήτησε εμπεριστατωμένη έκθεση με επιπρόσθετα στοιχεία ώστε να μπορέσει να προωθήσει το αίτημα στο Υπουργικό Συμβούλιο.  Στις 9/5/06 ο Αρχηγός Αστυνομίας έστειλε σχετική έκθεση προς το Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.  Στις 14/6/06 το Υπουργείο Δικαιοσύνης ζήτησε νέα έκθεση για τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης.  Ο Αρχηγός Αστυνομίας με επιστολή του ημερ. 9/8/06 ζήτησε γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα κατά πόσο ο τραυματισμός του αιτητή θεωρείται τραυματισμός «κατά την ενεργό εκτέλεση του καθήκοντος του».   Το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα με επιστολή του ημερ. 12/9/06 γνωμάτευσε πως οι διατάξεις του άρθρου 28 του Νόμου δεν ικανοποιούνται και ότι οι διατάξεις του Καν. 20Α των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών Κ.Δ.Π. 51/89 δεν έχουν σχέση με τη ρύθμιση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία ρυθμίζονται από τον περί Συντάξεων Νόμο.  Στις 21/9/06 ο Αρχηγός Αστυνομίας διαβίβασε προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης σχετική απάντηση στην οποία επισύναπτε την αστυνομική έκθεση, την έκθεση του Αστυνομικού Διευθυντή Λευκωσίας και την γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα.  Στις 26/1/07 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως απάντησε στην επιστολή του αιτητή αναφέροντας του πως το αίτημα του δεν μπορεί να ικανοποιηθεί.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Με τη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή προωθεί ένα λόγο ακυρώσεως, τον εξής:  πλάνη περί το Νόμο και/ή ελλειπή αιτιολογία.

 

Είναι ο ισχυρισμός του ότι εφόσον ο αιτητής είχε καταστεί κατά 75% ανάπηρος ως η απόφαση του Ιατροσυμβουλίου ημερ. 16/10/03, τότε ενόψει των προνοιών του άρθρου 28 του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 (Ν.97(1)/97) και του Καν. 20 των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1985 (Κ.Δ.Π. 51/85 ως έχει τροποποιηθεί) το αίτημα του αιτητή πρέπει να ικανοποιηθεί και να του δοθεί πρόσθετη σύνταξη, εφόσον αυτός τραυματίστηκε «κατά την ενεργό εκτέλεση των καθηκόντων του».

Αντίθετα με τα πιο πάνω, η θέση του ευπαιδεύτου δικηγόρου του καθού η αίτηση, που υιοθέτησε ως ορθή για σκοπούς ερμηνείας των προνοιών του άρθρου 28 του Νόμου, την προαναφερθείσα γνωμάτευση του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 12/9/06, εισηγήθηκε ότι ο Καν. 20 δεν τυγχάνει εφαρμογής και ότι με βάση το άρθρο 28 του Νόμου 97(1)/97 ο αιτητής δεν δικαιούται την αυξημένη σύνταξη αφού η αναπηρία του δεν οφείλεται σε τραυματισμό που προκλήθηκε λόγω της εκτελέσεως των καθηκόντων του ή λόγω περιστάσεων που μπορούν ειδικά να αποδοθούν στη φύση του καθήκοντος του.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση όπως κοινοποιήθηκε στον αιτητή με την επιστολή της 26/1/07 έχει ως εξής:

 

«Χρίστος Δαμιανού (πρώην Αστυφύλακας 3590)

Χορήγηση σύνταξης στην ανώτερη βαθμίδα

 

Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας ημερομηνίας 30 Ιουνίου, 2006 σχετικά με το πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω τα ακόλουθα:

 

      (α)  Σχετικά με το αίτημα του πελάτη σας για χορήγηση σύνταξης στην ανώτατη βαθμίδα σύμφωνα με το άρθρο 29(1) του περί συντάξεων Νόμου 97(1)/97 όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα, δεν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ικανοποιηθεί.  Σχετική είναι η ερμηνεία που δίδεται στον όρο «πλήρως ανάπηρος» στην παράγραφο (2) του υπό αναφορά  άρθρου.

 

      (β)  Καθόσον αφορά το αίτημα του πελάτη σας για χορήγηση πρόσθετης σύνταξης σύμφωνα με το άρθρο 28(1) του περί Συντάξεως Νόμου 97(1)/1997 όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα, από σχετική έρευνα που έγινε, διαπιστώθηκε ότι ο τραυματισμός του πελάτη σας δεν επήλθε κατά την ενεργό εκτέλεση του καθήκοντος του και ως εκ τούτου δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται από το άρθρο 28 του υπό αναφορά Νόμου.

 

Παραμένουμε στη διάθεση σας για οποιαδήποτε διευκρίνιση ή πληροφορία επιθυμείτε.»

 

Το άρθρο 28 του Νόμου, στην έκταση που μας αφορά, έχει ως ακολούθως:

 

«28(1)  Σε περίπτωση που οποιοσδήποτε υπάλληλος καταστεί μόνιμα ανάπηρος συνεπεία τραύματος που υπέστη -

 

      (α)  Κατά την ενεργό εκτέλεση του καθήκοντος του,

      (β) χωρίς δική του αμέλεια, και

      (γ) λόγω περιστάσεων που μπορούν ειδικά να αποδοθούν στη φύση του καθήκοντος του,

 

το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί

 

..........................»

Οι πιο πάνω προϋποθέσεις (α), (β) και (γ) θα πρέπει να συνυπάρχουν.

 

Αναφορικά με τις συνθήκες τραυματισμού του αιτητή από τον Αρχηγό Αστυνομίας (βλ. επιστολή ημερ. 9/5/06 του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, παράρτημα Κ στην ένσταση) αυτές καθορίζονται ως εξής:

 

 

«Πρώην Αστυφ. 3590 Χρ. Δαμιανού (Α.Κ.Α. 272689)

Μόνιμα ανίκανος για λόγους υγείας από 22.2.2004

Καταβολή πρόσθετης σύνταξης

 

Αναφέρομαι στην επιστολή σας με Αρ. Φακ. Υ.Δ.Δ.Τ. Ρ(Ρ) 4968, ημερομηνίας 27 Απριλίου, 2006, σχετικά με το πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ τα ακόλουθα:

 

(α) Ο αναφερόμενος Αστυφύλακας γεννήθηκε στις 3.3.1952 και γράφτηκε στην Αστυνομία στις 13.7.1973.

 

(β)  Στις 18/12/02, υπηρετούσε στο σταθμό Λυκαβητού της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λευκωσίας και ενώ μετέβαινε στο σταθμό για ανάληψη υπηρεσίας περί ώρα 2350 ενεπλάκη σε τροχαίο δυστύχημα.

 

(γ)  Συγκεκριμένα ενώ οδηγούσε τη μοτοσικλέτα με αρ. εγγραφής ΕΖΜ 087 στην οδό Λυκαβητού, στον Αγ. Δομέτιο, συγκρούστηκε με όχημα το οποίο οδηγούσε ο Ανδρέας Χρίστου ο οποίος απώλεσε τον έλεγχο του και πέρασε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας.  Από το δυστύχημα ο εν λόγω Αστυφύλακας τραυματίστηκε σοβαρά - κάταγμα δεξιού ισχύος - και έκτοτε του παραχωρείτο άδεια ασθενείας Κατηγορίας Γ΄.  Στις 16/10/2003 παρουσιάστηκε ενώπιον του Ιατροσυμβουλίου το οποίο απεφάνθει ότι είναι μόνιμα ανίκανος για υπηρεσία στην Αστυνομία.  Σχετική έκθεση του Ιατροσυμβουλίου επισυνάπτεται.

 

2.  Ενόψη της απόφασης του Ιατροσυμβουλίου και παράλληλα τις έγκρισης του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως για αφυπηρέτηση για λόγους υγείας και αφού του παραχωρήθηκε η εις πίστη του άδεια απουσίας, από τις 22.2.2004 έπαυσε να είναι μέλος της Αστυνομίας.

 

3.  Ο αναφερόμενος Αστυφύλακας κρίθηκε μόνιμα ανίκανος για υπηρεσία ένεκα του τραυματισμού στο συγκεκριμένο δυστύχημα, ενώ βρισκόταν σε ενεργό υπηρεσία, καθότι μετέβαινε στο σταθμό για ανάληψη υπηρεσίας και δεν υπήρχε οποιαδήποτε αμέλεια από μέρος του για το περιστατικό.  Η Αστυνομική Διάταξη Αρ. 1/16 η οποία καθορίζει το «καθήκον», αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται, είναι σχετική.

 

Να σημειωθεί ότι ο εν λόγω αστυφύλακας έχει ποσοστό αναπηρίας 75% και από την 1.3.2004 παραχωρείται σχετικό Επίδομα αναπηρίας.  Επιστολή του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, επί του θέματος, επισυνάπτεται.»

 

Με άλλη επιστολή ημερ. 26/9/06 από τον Αρχηγό Αστυνομίας προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως αναφέρεται ότι «ενεπλάκη σε τροχαίο δυστύχημα στις 18/12/02 και ώρα 23.50 ενώ μετέβαινε στην Αμερικανική Πρεσβεία με την ιδιωτική του μοτοσυκλέτα για ειδικόν καθήκον».  Δεν διευκρινίζεται από πού ξεκίνησε ο αιτητής για να πάει στην Πρεσβεία, αν δηλαδή ήταν από τον Αστυνομικό Σταθμό ή από σπίτι του.

 

Λαμβάνοντας υπόψη ότι από πλευράς της υπηρεσίας του διατυπώνεται (α) ότι το δυστύχημα και ο επακόλουθος τραυματισμός και αναπηρία του αιτητή έγιναν κατά τη διαδρομή στο σταθμό (ή έστω την Πρεσβεία)  για ανάληψη υπηρεσίας, (β) ότι για το δυστύχημα ο ίδιος δεν είχε οποιαδήποτε αμέλεια, και (γ) η αναπηρία του καθορίστηκε στο 75% από 1/3/04 (και εφόσον η αναπηρία του είναι πέραν του 70% χαρακτηρίζεται ως πλήρης αναπηρία), προκύπτει ότι ικανοποιεί τα (β) και (γ) από τα κριτήρια του άρθρου 28(1).  Μένει μόνο το (α), κατά πόσο δηλαδή το ατύχημα ήταν κατά την ενεργό εκτέλεση του καθήκοντος του.

 

Η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα κατέληξε ότι ο τραυματισμός του αιτητή δεν ήταν σε περιστάσεις που κάλυπτε το άρθρο 28 του Νόμου Συγκεκριμένα κατέληξε:

 

«Υπό τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, όπως αυτά έχουν εκτεθεί στην πιο πάνω επιστολή σας, έχω τη γνώμη πως η αναπηρία του πρώην Αστυφύλακα 3590 δεν οφείλεται σε τραυματισμό που προκλήθηκε λόγω της εκτέλεσης των καθηκόντων του ή λόγω περιστάσεων που μπορούν ειδικά να αποδοθούν στη φύση του καθήκοντός του.  Επομένως, οι διατάξεις του άρθρου 28 του περί Συντάξεων Νόμου δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή στην περίπτωση του εν λόγω Αστυφύλακα.»

 

 

Μελέτησα τις αντίστοιχες θέσεις των δικηγόρων των δυο πλευρών.  Ούτε η πλευρά του αιτητή, αλλά ούτε και του καθού η αίτηση αναφέρθηκαν σε οποιαδήποτε αυθεντία που να υποστηρίζει την αντίστοιχη θέση της, δηλαδή ότι η φράση «ενεργό εκτέλεση καθήκοντος» καλύπτει και μετάβαση προς την εργασία, όπως είναι η θέση του αιτητή, ή ότι δεν καλύπτει αυτή τη διαδρομή, όπως είναι η θέση του καθού η αίτηση.  Η γνωμάτευση του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα, την οποία υιοθέτησε η πλευρά του καθού η αίτηση, επίσης δεν βασίζεται σε οποιαδήποτε αυθεντία.

 

Εξετάζοντας το θέμα με αναφορά σε συγγράμματα που σχετίζονται με το αστικό αδίκημα της αμέλειας και της εκ προστήσεως ευθύνης  (vicarious liability), βρίσκω ότι υπήρχαν περιπτώσεις που ενώ το δυστύχημα συνέβηκε κατά τη διαδρομή από το σπίτι του υπαλλήλου (ενάγοντα)  στο χώρο εργασίας, αποφασίστηκε ότι ο υπάλληλος ενεργούσε στα πλαίσια εργοδότησης του (in the course of his employment) (βλ. Clerk & Lindsell on Torts, 16η έκδοση παράγραφοι 3-20 κάτω από τον τίτλο "Acts incidental to the employment" και την υπόθεση Staton v. National Council Board (1957) 1 W.L.R. 893).  Στην ίδια παράγραφο διαβάζουμε ότι κανονικά, κατά τη μετάβαση ενός υπαλλήλου  από το σπίτι του στο χώρο εργασίας και αντίθετα, αυτός δε θεωρείται ότι ενεργεί μέσα στα πλαίσια εργοδότησης του.  Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση όπου ο εργοδότης αναθέτει σε ένα από τους υπαλλήλους του να μεταφέρει τους υπόλοιπους από το σπίτι προς την εργασία και αντίθετα.

 

Στη δική μας περίπτωση, η σχετική νομοθετική πρόνοια περιορίζει το δικαίωμα στην περίπτωση υπαλλήλου που καθίσταται μόνιμα ανάπηρος συνεπεία τραύματος που υπέστη «κατά την ενεργό εκτέλεση των καθηκόντων του».  Αν απουσίαζε η λέξη «ενεργό» και ήταν απλώς θέμα ερμηνείας της φράσης «κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του», τότε δυνατό, με μια όχι αυστηρή ερμηνεία, να μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο αιτητής ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του άρθρου 28.  Η φράση όμως «κατά την ενεργό εκτέλεση των καθηκόντων του» σίγουρα είναι τέτοια που δεν μπορεί να επεκτείνεται το άρθρο και στη διαδρομή από το σπίτι προς τον τόπο εργασίας.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, εκεί που το λεκτικό ενός νόμου είναι σαφές ούτως ώστε να μην επιδέχεται πέραν της μιας ερμηνείας, τότε το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να εφαρμόσει το νόμο έστω και αν οδηγούμαστε σε παράλογα ή άδικα ή αυθαίρετα αποτελέσματα. Το έργο του δικαστηρίου είναι να εφαρμόζει το Νόμο και είναι θέμα του νομοθετικού σώματος να τροποποιήσει το νόμο για να τον καταστήσει πιο δίκαιο ή λογικό.  (βλ. μεταξύ άλλων Τοsoun ν. Κonaris (1969) 1 C:LR. 637, 643 και Montedison SA ν. Neoplast Ltd. (1983) 1 (B) A.A.Δ. 514).

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.000 έξοδα εναντίον του αιτητή.

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

                                                               Μ. Φωτίου, Δ.

/ΚΑς

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο