ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημοτική Επ. Αγ. Δομετίου ν. Χριστοφόρου κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 434
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1612/2007)
5 Μαΐου, 2009
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΥΛΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
Καθ΄ου η Αίτηση.
Ν. Δαμιανού, για τον Αιτητή.
Θ. Πιπερή (κα), για τον Καθ΄ου η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης ημερομηνίας 9.8.07, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 30.8.07, με την οποία επιτάσσετο ακίνητο του Αιτητή στο χωριό Άγιος Θεόδωρος της επαρχίας Λάρνακας, για περαιτέρω τριετή περίοδο με ισχύ από 9.8.2007.
Το πιο πάνω ακίνητο τεμάχιο 591 (πρώην αριθμός 332/2) του Φ/Σχ. 45/24 στο χωριό Άγιος Θεόδωρος, στο εξής «το ακίνητο», αποτελούσε ιδιοκτησία της περιουσίας του Τουρκοκύπριου Ρασίτ Μεχμέτ Τορούν. Με σύμβαση μίσθωσης μεταξύ του Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας, το ακίνητο μαζί με άλλα μικρότερα τεμάχια, εκμισθώθηκε προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας, για τις ανάγκες της ΕΛΔΥΚ στην περιοχή, για 3 χρόνια, από 1.4.1996 μέχρι 31.3.1999, με ενοίκιο ΛΚ300 το μήνα. Το 2000, ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης του κτήματος, το πώλησε στον Αιτητή, στον οποίον και το ενέγραψε με τη συγκατάθεση του Κηδεμόνα. Ως αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής, το ακίνητο, με διάταγμα επίταξης ημερομηνίας 26.3.2001, επιτάχθηκε για 3 χρόνια, με ισχύ για την περίοδο μέχρι 25.3.2004. Στις 3.8.2004 εκδόθηκε δεύτερο διάταγμα επίταξης με ισχύ τριών χρόνων, δηλαδή μέχρι 2.8.2007.
Στις 9.8.2007 ζητήθηκε η έκδοση και τρίτου διατάγματος επίταξης για περίοδο τριών ετών το οποίο είναι και το προσβαλλόμενο με την παρούσα προσφυγή. Όπως αναφέρεται στην παράγραφο (α) της ένστασης των καθ'ων η αίτηση:-
«Το νέο Διάταγμα Επίταξης .. εξακολουθεί να είναι αναγκαίο για σκοπούς άμυνας αφού εντός αυτού βρίσκονται οι εγκαταστάσεις του ΚΑΟΑ/ΕΛΔΥΚ, όπως μας ενημέρωσε το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ), με επιστολή .. ημερομηνίας 18.5.2007»
Σε άλλη προγενέστερη επιστολή του ΓΕΕΦ, ημερομηνίας 13.1.2006, φαίνονται αναλυτικά τι είδους εγκαταστάσεις βρίσκονται εντός του εν λόγω τεμαχίου και για ποιο σκοπό χρησιμοποιούνται.
Ο Αιτητής προσβάλλει τη νομιμότητα της πιο πάνω πράξης. Προβάλλει κατ' αρχάς, τον ισχυρισμό ότι η διοίκηση παρέλειψε να του καταβάλει αποζημίωση. Επικαλείται δε στη αγόρευση του τα αποφασισθέντα στην Φλώρος Φλωρίδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1700/2005, ημερομηνίας 12.9.2006, προς υποστήριξη της θέσης του, ότι στην παρούσα υπόθεση η παράλειψη της διοίκησης να καταβάλει έγκαιρα την αποζημίωση για την επίταξη, οδηγεί σε ακυρότητα, λόγω αντισυνταγματικότητας.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Η Επίταξη ακίνητης ιδιοκτησίας, διέπεται από το Άρθρο 23.8 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ότι:-
«23.8 Οιαδήποτε κινητή ή ακίνητος ιδιοκτησία δύναται να επιταχθή υπό της Δημοκρατίας, ή υπό Κοινοτικής Συνελεύσεως υπέρ εκπαιδευτικών, θρησκευτικών, φιλανθρωπικών ή αθλητικών σωματείων, οργανώσεων ή ιδρυμάτων υποκειμένων εις την αρμοδιότητα αυτής και εφ' όσον ο ιδιοκτήτης και το δικαιούμενον κατοχής της ιδιοκτησίας άτομον ανήκουσιν εις την αντίστοιχον κοινότητα και δη μόνον:
(α) προς εξυπηρέτησιν σκοπού δημοσίας ωφελείας ειδικώς καθορισθησομένου διά γενικού νόμου περί επιτάξεων, όστις θέλει θεσπισθή εντός έτους από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος,
(β) του τοιούτου σκοπού εξειδικευομένου δι' ητιολογημένης αποφάσεως της επιβαλλούσης την επίταξιν αρχής εκδιδομένης κατά τας διατάξεις του νόμου τούτου και περιλαμβανούσης σαφώς τους λόγους της τοιαύτης επιτάξεως,
(γ) διά περίοδον μη υπερβαίνουσαν την τριετίαν και
(δ) επί καταβολή τοις μετρητοίς το ταχύτερον δικαίας και ευλόγου αποζημιώσεως καθοριζομένης εν περιπτώσει διαφωνίας υπό πολιτικού δικαστηρίου.»
Όπως προκύπτει από το εδάφιο (δ) του Άρθρου 23.8 του Συντάγματος, η καταβολή δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης θα πρέπει να γίνει «τοις μετρητοίς το ταχύτερον».
Αναφορικά με το εύλογο του χρόνου, μέσα στον οποίο θα πρέπει να καταβληθεί η αποζημίωση, σχετικό είναι το άρθρο 10 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), το οποίο προβλέπει ότι:-
«10. Το διοικητικό όργανο πρέπει να ασκεί την αρμοδιότητα του μέσα σε εύλογο χρόνο ώστε η απόφαση του να είναι επίκαιρη σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά ή νομικά γεγονότα τα οποία αναφέρεται. Ο καθορισμός του εύλογου χρόνου εξαρτάται από τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες.».
Επίσης η Ολομέλεια στην υπόθεση Δημοτική Επιτροπή Αγίου Δομετίου ν. Χριστοφόρου (1994) 3 Α.Α.Δ.434, στη σελ. 437, τόνισε ότι:-
«Η ενέργεια της Αρχής πρέπει να λαμβάνεται σε εύλογο χρόνο. Ο εύλογος χρόνος εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Το κριτήριο του ευλόγου χρόνου είναι αντικειμενικό και ο τελικός κριτής τούτου το Δικαστήριο.»
Στην προκειμένη περίπτωση, οι καθ'ων η αίτηση με επιστολή τους ημερομηνίας 30.8.2007, πληροφόρησαν τον Αιτητή ότι εκδόθηκε διάταγμα με ισχύ από 9.8.2007 και για διάρκεια τριών χρόνων. Στην επιστολή αναφερόταν ότι το καταβλητέο ποσό ενοικίου για την επίταξη, θα γνωστοποιείτο στον Αιτητή από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Τελικά, η προσφορά αποζημίωσης, σύμφωνα με τα στοιχεία που επισυνάπτονται στην ένσταση, έγινε στις 12.2.2008, δηλαδή 6 μήνες μετά την έκδοση του διατάγματος επίταξης, σε αντίθεση με τα όσα ισχυρίζεται ο συνήγορος του Αιτητή ότι δεν του έγινε καν. Επιβεβαίωση ότι η προσφορά για αποζημίωση λήφθηκε από τον Αιτητή, προκύπτει και από την επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 13.3.2008 με την οποία απορρίπτει την προσφορά που κοινοποιήθηκε στον πελάτη του με την επιστολή της διοίκησης ημερομηνίας 12.2.08. Κατά την άποψή μου, η προσφορά αποζημίωσης η οποία έγινε μέσα σε 6 μήνες από της επίταξης, είναι εντός των πλαισίων που καθορίζει το Άρθρο 28.3 του Συντάγματος και το άρθρο 10 του Ν.158(Ι)/1999, λαμβανομένου υπόψη ότι η διάρκεια του επίδικου διατάγματος είναι τρία χρόνια.
Συμφωνώ με τον συνήγορο των καθ' ων η αίτηση, ότι τα γεγονότα της υπό εκδίκαση περίπτωσης, διαφέρουν από αυτά στην υπόθεση Φλωρίδης, ανωτέρω. Από τη μια η υπόθεση Φλωρίδης αφορούσε διάταγμα επίταξης διάρκειας ενός έτους και από την άλλη δεν είχε γίνει καμία προσφορά για αποζημίωση από την διοίκηση στον εκεί επηρεαζόμενο ιδιοκτήτη. Οπότε λογικά και ορθά, στην υπόθεση Φλωρίδης, θεωρήθηκε ότι η έννοια του χρόνου αποζημίωσης «το ταχύτερο», θα έπρεπε να ήταν λίγοι μήνες και φυσικά όχι πέραν των δώδεκα μηνών, εφόσον εκεί τόση ήταν η διάρκεια του διατάγματος επίταξης.
Οι δύο άλλοι λόγοι ακυρώσεως εμπίπτουν στην έννοια της μη δέουσας έρευνας και έτσι κατά την άποψη μου θα μπορούσαν να διατυπωθούν ως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω του ότι είναι αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας και συγκεκριμένα ως προς την ανυπαρξία αμυντικής ανάγκης για την έκδοση της πράξης.
Ο λόγος ακυρώσεως, κατά την άποψη μου, ευσταθεί, αφού αφενός μεν με βάση το περιεχόμενο του επίδικου διατάγματος ο σκοπός της επίταξης είναι η αντιμετώπιση «αμυντικών αναγκών», αφετέρου δε σύμφωνα με το περιεχόμενο επιστολής των καθ' ων η αίτηση[1], προκύπτει ότι αυτός δεν είναι άλλος από την λειτουργία εγκαταστάσεων του ΚΑΟΑ/ΕΛΔΥΚ, ήτοι του Κέντρου Αναψυχής Οικογενειών Αξιωματικών της ΕΛΔΥΚ και όχι για εξυπηρέτηση αμυντικών αναγκών.
Σχετικά η Ολομέλεια στην Αλίκη Γεωργίου, ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 280, επισήμανε ότι το Σύνταγμα επιτρέπει την επίταξη κινητής και ακίνητης ιδιοκτησίας από τη Δημοκρατία προς εξυπηρέτηση των σκοπών που ορίζει το άρθρο, ο οποίος - σκοπός - πρέπει να εξειδικεύεται με αιτιολογημένη απόφαση που να περιλαμβάνει σαφώς τους λόγους της επίταξης, για περίοδο μη υπερβαίνουσα την τριετία. Στην ίδια υπόθεση έγινε επίσης αναφορά στο «Συνταγματικό Δίκαιο - Ατομικά Δικαιώματα», Τόμος Β, παραγ. 1291, Σύγγραμμα Π.Δ. Δαγτόγλου, στο οποίο αναφέρεται ότι:-
«.. η επίταξη είναι νόμιμη μόνον όταν αναφέρεται σε συγκεκριμένα πράγματα και αν συντρέχουν σε κάθε περίπτωση οι προϋποθέσεις που θέτει το Σύνταγμα».
Στην προκειμένη περίπτωση, η φαινομενική τουλάχιστον διάσταση μεταξύ του επιτρεπόμενου από το Σύνταγμα σκοπού και αυτού για τον οποίο έγινε τελικά η επίταξη, εντοπίστηκε και από την ίδια την ευπαίδευτη συνήγορο για τους καθ'ων η αίτηση, η οποία με επιστολή της ημερομηνίας 29.7.08 ζήτησε τις απόψεις της διοίκησης. Η τελευταία περιορίστηκε να αναφέρει ότι στο υπό επίταξη τεμάχιο υπάρχουν εγκαταστάσεις και υποστατικά του Φυλακίου Αγ. Θεόδωρος-Ζύγι, οι οποίες χρησιμοποιούνται κατά τους θερινούς μήνες ως «Κέντρο Θαλάσσιας Εκπαίδευσης για τις μονάδες της ΕΛΔΥΚ» και για τη διαμονή των οικογενειών τους.
Ως αποτέλεσμα ελλιπούς έρευνας, οι σκοποί για τους οποίους έγινε η επίταξη, το λιγότερο που μπορεί να λεχθεί, είναι ασαφείς και συγχυσμένοι, με αποτέλεσμα το δικαστήριο να αδυνατεί με βάση τα στοιχεία των φακέλων, να ελέγξει δικαστικά τη νομιμότητα του διατάγματος επίταξης και κατά πόσον η επίταξη έγινε για εξυπηρέτηση σκοπού δημόσιας ωφελείας ή για σκοπούς των αμυντικών αναγκών της Δημοκρατίας. Σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας για Σκοπούς Άμυνας (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 1992 (Ν. 10/1992), ο σκοπός θα έπρεπε να είχε εξειδικευτεί με αιτιολογημένη απόφαση στην οποία να περιλαμβάνονται και οι λόγοι για τους οποίους έγινε η επίταξη. Δεν θεωρώ ότι η απλή επίκληση του γενικού όρου «αμυντικών αναγκών» είναι αρκετή για να επιτρέψει στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της πράξης, όταν ταυτόχρονα η διοίκηση δηλώνει ότι το τεμάχιο είναι αναγκαίο για σκοπούς του Κέντρου Αναψυχής Οικογενειών Αξιωματικών της ΕΛΔΥΚ κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Δέχομαι ότι επειδή η επίταξη σχετίζεται με τον στρατό της Δημοκρατίας δεν παρέχεται, όπως σε άλλες υποθέσεις, η παροχή πολλών πληροφοριών. Όμως, παρά τη σχετική δυσκολία, τα στοιχεία που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου θα πρέπει να είναι ικανοποιητικά, σαφή και να μην είναι αντικρουόμενα ή να επιδέχονται υπαλλακτικής ερμηνείας. Πρωτίστως όμως θα πρέπει να καθιστούν τον δικαστικό έλεγχο εφικτό. Στην προκειμένη περίπτωση, ο δικαστικός έλεγχος δεν είναι εφικτός και το διάταγμα θα πρέπει να ακυρωθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1300 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠς
[1] Βλ. Εμπιστευτικό Σημείωμα ημερομηνίας 18.5.2007, Ερυθρό 35, το οποίο ενσωματώνεται στην παράγραφο (α) της ένστασης των καθ'ων η αίτηση.