ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 530/2008)
14 Απριλίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
MINOTAVROS CRETE TRANSPORT (CYPRUS) LTD,
Αιτητές,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Χρ. Χριστοφή, για τους Αιτητές.
Αλ. Καλησπέρα (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή τους οι αιτητές ζητούν δήλωση ή και απόφαση του δικαστηρίου ότι η απόφαση η οποία τους κοινοποιήθηκε γραπτώς κατά ή περί τις 24.1.08 με επιστολή των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 22.1.08 και με την οποία ανακλήθηκαν οι διοικητικές πράξεις της εγγραφής και έκδοσης αδειών κυκλοφορίας των οχημάτων των αιτητών με αρ. εγγραφής KRY 479 και KRX 389, που κατείχαν άδεια για διεθνείς οδικές μεταφορές, είναι άκυρη και στερείται νόμιμου αποτελέσματος.
Μεταξύ των νομικών σημείων στα οποία βασίζεται η αίτηση ακυρώσεως περιλαμβάνονται και τα εξής:
Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των σχετικών νόμων και κανονισμών και συγκεκριμένα του περί Πρόσβασης στο Επάγγελμα του Οδικού Μεταφορέα Νόμου του 2001 και των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Κανονισμών του 1984-2006 καθώς και των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Κανονισμών του 2000.
Είναι θέση των αιτητών ότι οι καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν κατά παράβαση των σχετικών νόμων και κανονισμών, αλλά και των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, μη παρέχοντας στους αιτητές το δικαίωμα της ακρόασης πριν λάβουν την προσβαλλόμενη απόφαση. Κατ´ αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά οι αιτητές θυματοποιήθηκαν χωρίς να έχουν το δικαίωμα να αντικρούσουν τους εναντίον τους ισχυρισμούς.
Τα ουσιώδη γεγονότα, όπως φαίνονται στην ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση, είναι τα εξής:
Στις 19.12.07 τα προαναφερόμενα δύο οχήματα διεθνών οδικών μεταφορών ενεγράφησαν στο μητρώο του Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων και εκδόθηκε γι΄ αυτά άδεια κυκλοφορίας. Για την εγγραφή μηχανοκινήτου οχήματος, σύμφωνα με τον Κανονισμό 8 των προαναφερόμενων κανονισμών του 2000, και τους Κανονισμούς 7 και 19 των προαναφερόμενων κανονισμών του 1984 μέχρι 2006 προνοείται ότι έγκυρο πιστοποιητικό ασφάλισης πρέπει να υποβάλλεται για την εγγραφή και έκδοση άδειας κυκλοφορίας μηχανοκινήτων οχημάτων. Στην προκείμενη περίπτωση, μετά την εγγραφή και την έκδοση αδειών κυκλοφορίας, διαπιστώθηκε, αρχικά από την εμπλεκόμενη ασφαλιστική εταιρεία, και στη συνέχεια από τους καθ΄ ων η αίτηση ότι τα πιστοποιητικά ασφάλισης που είχαν υποβάλει οι αιτητές μαζί με τις σχετικές τους αιτήσεις, ήταν πλαστά. Ενόψει του γεγονότος αυτού ο Διευθυντής του Τμήματος Οδικών Μεταφορών προχώρησε στην ανάκληση της διοικητικής πράξης εγγραφής και έκδοσης άδειας κυκλοφορίας για τα εν λόγω οχήματα. Ταυτόχρονα ενημερώθηκε και η Αστυνομία η οποία διεξήγαγε έρευνα για ενδεχόμενη διάπραξη ποινικών αδικημάτων. Μετά από σχετική γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, στις 18.6.08 τα προαναφερόμενα οχήματα των αιτητών, κατόπιν προσκόμισης νέου έγκυρου πιστοποιητικού ασφάλισης (από άλλη ασφαλιστική εταιρεία), επανεγράφησαν στο μητρώο μηχανοκινήτων οχημάτων από τον Έφορο Μηχανοκινήτων Οχημάτων και προφανώς επανεκδόθηκαν γι΄ αυτά και οι άδειες κυκλοφορίας.
Το όλο ζήτημα, όπως φαίνεται και από το διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο δικαστήριο ως τεκμήριο, άρχισε με επιστολή της ασφαλιστικής εταιρείας AIG Cyprus προς τους αιτητές, ημερ. 21.12.07, με κοινοποίηση στο Διευθυντή Τμήματος Οδικών Μεταφορών. Με την επιστολή εκείνη κοινοποιείτο στους αιτητές ότι τα καλυπτικά σημειώματα που υποβλήθηκαν από τους αιτητές κατά τη διαδικασία εγγραφής των προαναφερομένων οχημάτων, ήταν πλαστογραφημένα και άκυρα και καμιά ασφαλιστική κάλυψη παρέχετο για τα προαναφερόμενα οχήματα από την American Home Assurance Company, σε σχέση με αυτά (Στο διοικητικό φάκελο υπάρχει επιστολή της ασφαλιστικής εταιρείας μόνο για το ένα από τα δύο οχήματα, αλλά το παίρνω ως δεδομένο ότι το ίδιο ισχύει και για τα δύο οχήματα, εφόσον αυτό ουσιαστικά δεν ήταν επίδικο θέμα).
Στις 22.1.08 ο Διευθυντής του Τμήματος Οδικών Μεταφορών, έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, την οποία κοινοποίησε στους αιτητές και σύμφωνα με την οποία οι διοικητικές πράξεις της εγγραφής και της έκδοσης αδειών κυκλοφορίας των προαναφερόμενων οχημάτων που έγιναν στις 7.12.07 και 11.12.07 αντίστοιχα, ανακλήθηκαν, επειδή έγιναν παράνομα. Συγκεκριμένα στην επιστολή ημερ. 22.1.08, προς τους αιτητές, αναγράφεται ότι τα πιστοποιητικά ασφάλισης που κατατέθηκαν και που απαιτούνται από τη νομοθεσία για σκοπούς εγγραφής οχήματος και έκδοσης άδειας κυκλοφορίας, ήταν πλαστά. Ενόψει του προαναφερόμενου γεγονότος και του ότι οι αιτητές παρουσίασαν ενυπόγραφη αίτηση εγγραφής των δύο οχημάτων που έφεραν και τη σφραγίδα της εταιρείας τους, με συνημμένα τα πλαστά, όπως διαπιστώθηκε αργότερα, πιστοποιητικά ασφάλισης «κρίνω ότι ήσασταν ενήμεροι της παρανομίας των πράξεων κατά το χρόνο έκδοσης τους και ότι αυτές εκδόθηκαν έπειτα από δόλια και απατηλή ενέργεια εκ μέρους σας, ως εκ τούτου η ανάκληση τους γίνεται στη βάση του άρθρου 54(2) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999».
Στη συνέχεια αναγράφονται και τα εξής (στην ίδια επιστολή που περιέχει την προσβαλλόμενη απόφαση):
«Επιπρόσθετα, η ανάκληση των πράξεων και, ιδιαίτερα, της έκδοσης άδειας κυκλοφορίας για τα υπό αναφορά οχήματα, γίνεται, με βάση το ίδιο άρθρο για λόγους δημοσίου συμφέροντος επειδή η κυκλοφορία φορτηγών οχημάτων που εμπλέκονται σε διεθνείς οδικές μεταφορές χωρίς πιστοποιητικό ασφάλισης ενδέχεται να προκαλέσει, σε περίπτωση οδικού ατυχήματος ή άλλου συμβάντος -
(α) Ουσιαστική ζημιά στο δημόσιο, σε σχέση με την καλή φήμη της αρμόδιας αρχής της Κυπριακής Δημοκρατίας ως προς την εκ μέρους της τήρηση πρακτικών για επαρκείς ελέγχους και της νομιμότητας, και
(β) Ενδεχόμενες σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις σε άλλα πρόσωπα ή σχετικούς με το θέμα οργανισμούς.»
Τα παράπονα των αιτητών είναι πολλά αλλά μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:
1. Ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης περί το νόμο. Κατά τους αιτητές ο Διευθυντής του Τμήματος Οδικών Μεταφορών είναι αναρμόδιος να προβεί στην ενέργεια στην οποία προέβη με την προσβαλλόμενη απόφαση.
2. Ότι, σύμφωνα με το σχετικό νόμο που είναι ο περί Πρόσβασης στο Επάγγελμα του Οδικού Μεταφορέα Νόμος του 2001, η αρμόδια αρχή θα έπρεπε να είχε δώσει δικαίωμα ακρόασης στους αιτητές, πριν τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.
3. Ότι υπάρχει παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης.
4. Ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν ελαττωματικής και μη δέουσας έρευνας εφόσον ουσιαστικά οι καθ΄ ων η αίτηση θεώρησαν ότι οι αιτητές είχαν γνώση της κατ΄ ισχυρισμό πλαστότητας των καλυπτικών σημειωμάτων για τα οχήματα τους, ενώ δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν κάτι τέτοιο, και
5. Ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη.
Εξέτασα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι κανένας από τους λόγους τους οποίους επικαλούνται οι αιτητές δεν ευσταθεί.
Κατά την κρίση μου, η θέση των καθ΄ ων η αίτηση αναφορικά με τους ισχύοντες νόμους και κανονισμούς, είναι ορθή. Είναι ορθή δηλαδή η θέση ότι για έκδοση άδειας κυκλοφορίας η προσκόμιση έγκυρου πιστοποιητικού ασφάλισης, έναντι τρίτων, είναι απαραίτητη. Αυτό συνάγεται από τον Κανονισμό 19 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984-2006. Συνάγεται επομένως ότι η μη προσκόμιση έγκυρου πιστοποιητικού ασφάλισης παρέχει τη δυνατότητα, στην αρμόδια αρχή, για ανάκληση της άδειας κυκλοφορίας. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Μεταβιβάσεως Αρμοδιοτήτων ως προς Χερσαίας Μεταφοράς Νόμου του 1975 (Ν 27/1975), ορίζεται ο εκάστοτε Διευθυντής Τμήματος Οδικών Μεταφορών ως Αναπληρωτής Έφορος για να ασκεί καθορισμένες ευρείες αρμοδιότητες στις οποίες περιλαμβάνεται και η έκδοση αδειών κυκλοφορίας. Κατά συνέπεια θεωρώ ότι ο Διευθυντής Τμήματος Οδικών Μεταφορών ήταν το αρμόδιο πρόσωπο που είχε εξουσία ανάκλησης των αδειών κυκλοφορίας των δύο οχημάτων εξαιτίας της μη ύπαρξης έγκυρου πιστοποιητικού ασφάλισης έναντι τρίτου.
Συμφωνώ επίσης με τη θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι η παρούσα υπόθεση δεν διέπεται από τον περί Πρόσβασης στο Επάγγελμα του Οδικού Μεταφορέα Νόμο του 2001, ο οποίος παρέχει δικαίωμα ακρόασης στους επηρεαζομένους πριν τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης που τους επηρεάζει. Στην προκείμενη περίπτωση δεν είναι η οποιαδήποτε άδεια των αιτητών, για διεθνείς οδικές μεταφορές, που ανακλήθηκε αλλά ανακλήθηκε μόνον η εγγραφή και η άδεια κυκλοφορίας των δύο οχημάτων. Κατά την εκτίμησή μου ορθά οι καθ΄ ων η αίτηση εφάρμοσαν και ακολούθησαν το άρθρο 54 του Ν 158(Ι)/99, το οποίο επιτρέπει την ανάκληση τόσο νομίμων όσο και παρανόμων διοικητικών πράξεων για λόγους δημοσίου συμφέροντος, έστω και μετά από την παρέλευση ευλόγου χρόνου. Στην προκείμενη περίπτωση οι καθ΄ ων η αίτηση επικαλέστηκαν τόσο τη γνώση, των αιτητών, ως προς την πλαστότητα των δύο προαναφερόμενων καλυπτικών σημειωμάτων, εξαιτίας του ότι αυτά είχαν επισυναφθεί στις σχετικές αιτήσεις των αιτητών, όσο και λόγους δημόσιου συμφέροντος οι οποίοι εξειδικεύονται. Δεν προτίθεμαι να σχολιάσω την κατ΄ ισχυρισμό γνώση των αιτητών ως προς την πλαστότητα των προαναφερόμενων εγγράφων. Κατά την εκτίμησή μου το συμπέρασμα αυτό πιθανόν να είναι μάλλον παρατραβηγμένο εφόσον δεν φαίνεται να υπάρχουν οποιαδήποτε στοιχεία που να δείχνουν ότι οι αιτητές όντως είχαν τέτοια γνώση είτε ρητή, είτε εξυπακουόμενη, είτε εξ΄ επαγωγής. Όμως οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, τους οποίους επικαλούνται οι καθ΄ ων η αίτηση, κατά την κρίση μου, ευσταθούν. Οι λόγοι αυτοί συνίστανται:
(α) Στο ότι ουσιαστική ζημιά στο δημόσιο συμφέρον θα προκύψει σε σχέση με την καλή φήμη της αρμόδιας αρχής της Κυπριακής Δημοκρατίας ως προς τον εκ μέρους της ανεπαρκή έλεγχο της νομιμότητας των μηχανοκινήτων οχημάτων που εμπλέκονται σε διεθνείς οδικές μεταφορές και τα οποία είναι εγγεγραμμένα και έχουν άδεια κυκλοφορίας από την Κυπριακή Δημοκρατία, και
(β) Στις ενδεχόμενες σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις σε τρίτα πρόσωπα ή οργανισμούς, εξαιτίας της μη ασφαλιστικής κάλυψης έναντι τρίτων, οχημάτων εγγεγραμμένων στην Κυπριακή Δημοκρατία και κυκλοφορούντων, διεθνώς, με άδειες κυκλοφορίας της Δημοκρατίας.
Είναι η θέση των αιτητών ότι οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος τους οποίους επικαλούνται οι καθ΄ ων η αίτηση είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με το ζήτημα της πλαστότητας των καλυπτικών σημειωμάτων και ότι αυτό το ζήτημα θα έπρεπε να το είχαν εξετάσει περαιτέρω οι καθ΄ ων η αίτηση. Θεωρώ ότι οι καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν εύλογα, υπό τις περιστάσεις, εφόσον, όπως φαίνεται από τα ενώπιον μου στοιχεία και τον υπηρεσιακό φάκελο, έλαβαν την προσβαλλόμενη απόφαση, μετά από γνωστοποίηση που τους έγινε, εκ μέρους της εμπλεκόμενης ασφαλιστικής εταιρείας της Κύπρου, ότι τα συγκεκριμένα καλυπτικά σημειώματα ήταν πλαστά και επομένως άκυρα. Στην πραγματικότητα οι αιτητές δεν αμφισβήτησαν ουσιαστικά την πλαστότητα των δύο αυτών εγγράφων αλλά το αντίθετο, παρουσίασαν, μεταγενέστερα, έγγραφα ασφαλιστικής κάλυψης, έγκυρα, και από άλλη ασφαλιστική εταιρεία.
Επομένως δεν τίθεται, κατά την εκτίμησή μου, ζήτημα ελαττωματικής ή μη δέουσας έρευνας αλλά ούτε και τίθεται ζήτημα μη επαρκούς και δέουσας αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη τουλάχιστον ως προς το ζήτημα του θιγόμενου δημόσιου συμφέροντος το οποίο εξειδικεύεται επαρκώς.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω θεωρώ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μεμπτή ή νομικά τρωτή για οποιονδήποτε από τους λόγους που επικαλούνται οι αιτητές. Κρίνω ότι αυτή λήφθηκε με βάση τους ορθούς νόμους και κανονισμούς, από αρμόδιο όργανο, με τις σωστές διαδικασίες και σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης. Δεν παραβιάστηκε, με την απόφαση αυτή, οποιοδήποτε θεμιτό δικαίωμα ή συμφέρον των αιτητών και η απόφαση είναι προϊόν δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη.
Κατά συνέπεια η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.200.- έξοδα εις βάρος των αιτητών.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.