ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ  ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση  Αρ. 1566/2007)

 

14 Απριλίου, 2009

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

RENUKA KAPILA KUMARI DEWAPURA DEWAGE,

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

____________________

 

Θ. Θωμά, για  την Αιτήτρια.

Λ. Γρηγορίου (κα) , Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

_____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:    Με την προσφυγή της η αιτήτρια ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, ημερ. 27.8.07, η οποία γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια περί τον Σεπτέμβριο του 2007 και με την οποία η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων (Α.Α.Π.) απέρριψε την προσφυγή της για παραχώρηση του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα και/ή συμπληρωματικής προστασίας και/ή καθεστώτος προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, είναι άκυρη και στερείται νομίμου αποτελέσματος.

 

Τα νομικά σημεία στα οποία βασίζεται η αίτηση περιλαμβάνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας, είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα, στερείται αιτιολογίας, καταστρατηγεί τις αρχές της ίσης μεταχείρισης, λήφθηκε υπό συνθήκες δυσμενούς διάκρισης και κατά παράβαση του νόμου.

 

Η αιτήτρια εγκατέλειψε την χώρα της Σρί Λάνκα στις 14.2.2003, νόμιμα και εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία την ίδια ημερομηνία, επίσης νόμιμα, με φοιτητική θεώρηση.  Στις 17.6.2004, δηλαδή περίπου 16 μήνες μετά την άφιξη της στην Κύπρο, υπέβαλε αίτηση ασύλου, στις 24.1.2005 διεξήχθη συνέντευξη στην αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και μετά από εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού η αίτηση της απορρίφθηκε στις 30.4.2005.  Η αιτήτρια στη συνέχεια καταχώρησε διοικητική προσφυγή η οποία μετά από εξέταση απορρίφθηκε από την Α.Α.Π. στις 27.8.2007.  Η κοινοποίηση της απορριπτικής απόφασης έγινε στην αιτήτρια προσωπικά στις 2.10.2007, αφού της είχε αποσταλεί σχετική επιστολή η οποία επιστράφηκε χωρίς να επιδοθεί. 

 

Καίριο σημείο της υπόθεσης της αιτήτριας αποτέλεσε το γεγονός ότι αυτή θεωρήθηκε ως αναξιόπιστη μάρτυρας, κατά τη συνέντευξη που είχε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.  Εφόσον η ίδια κρίθηκε ως αναξιόπιστη, η μαρτυρία της δεν έγινε δεκτή και ουσιαστικά η αίτηση της παρέμεινε χωρίς πραγματικό υπόβαθρο, με αποτέλεσμα να απορριφθεί από την Υπηρεσία Ασύλου και στη συνέχεια από την Α.Α.Π. η οποία συμφώνησε ότι ορθά είχε απορριφθεί η μαρτυρία της αιτήτριας, ως αναξιόπιστη.

 

Κατά την εξέταση της υπόθεσης μελέτησα με προσοχή τους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε η μαρτυρία της αιτήτριας ως αναξιόπιστη και θεωρώ ότι οι λόγοι αυτοί είναι ουσιαστικοί και επαρκείς.  Αναφέρω στη συνέχεια κάποιους απ΄ αυτούς:

 

(α)   Η αιτήτρια ανέφερε πως ο λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της ήταν ότι επιθυμούσε να έρθει στην Κύπρο για να σπουδάσει και να εργαστεί.  Άρα οι ισχυρισμοί της για καταδίωξη από πολιτικές ομάδες της χώρας της δεν ευσταθούν.

(β)   Υπέβαλε αίτηση ασύλου επειδή επιθυμεί να έχει νόμιμη παραμονή και εργασία στην Κύπρο, στοιχείο που επίσης δείχνει ότι οι λόγοι που την οδήγησαν στην υποβολή αίτησης ασύλου δεν ήταν ο φόβος για τη ζωή της ή η καταδίωξη.

 

(γ)   Παραδέχθηκε ότι στη χώρα της αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα.  Τα οικονομικά προβλήματα δεν περιλαμβάνονται στους λόγους για τους οποίους παραχωρείται πολιτικό άσυλο.

 

(δ)  Ανέφερε επίσης ότι στη χώρα της αντιμετώπισε προβλήματα τόσο η ίδια όσο και ο σύζυγος της εξαιτίας της συμμετοχής τους σε κάποιο πολιτικό κόμμα και ισχυρίστηκε ότι στις 11.12.2001 της είχαν κάψει το κατάστημα.  Όταν ρωτήθηκε αναφορικά με την ιδεολογία του κόμματος στο οποίο, κατ΄ ισχυρισμό, ανήκει απάντησε ότι δεν γνώριζε όπως και δεν γνώριζε λεπτομέρειες αναφορικά με τον αρχηγό του κόμματος και τη γυναίκα του.  Επίσης σε σχέση με το κάψιμο του καταστήματος, στη συνέντευξή  της έκαμε αναφορά στη μαφία και όχι σε υποστηρικτές άλλων κομμάτων ή την κυβέρνηση της χώρας, σε αντίθεση με τα όσα είχε γράψει στην αίτηση της για άσυλο όπου ισχυρίστηκε ότι μέλη αντίπαλου κόμματος είχαν κάψει το κατάστημα της καταστρέφοντας το.

 

(ε)    Ο ισχυρισμός της ότι το κατάστημα της κάηκε στις 11.12.2001 και ότι η ίδια έφυγε από την Σρί Λάνκα στις 14.2.2003 (από νόμιμο αεροδρόμιο και  με νόμιμα έγγραφα) ήγειρε ερωτηματικά.  Η ίδια είπε ότι μετά το κάψιμο του καταστήματος και μέχρι την αναχώρηση της από τη χώρα κρυβόταν στο σπίτι των πεθερικών της.  Εν πάση όμως περιπτώσει γεγονός είναι ότι η αιτήτρια καθυστέρησε περίπου 16 μήνες να υποβάλει την αίτηση παροχής ασύλου, μετά την άφιξη της στην Κύπρο, και η μόνη εξήγηση που έδωσε ήταν ότι δεν γνώριζε τις διαδικασίες που θα έπρεπε να ακολουθήσει. 

 

Θεωρώ ότι  τα προαναφερόμενα κενά και αδυναμίες στη μαρτυρία της αιτήτριας εύλογα οδήγησαν τους καθ΄  ων η αίτηση, και στα δύο στάδια εξέτασης της αίτησής της, στο να καταλήξουν ότι η μαρτυρία της δεν ήταν αξιόπιστη και να την απορρίψουν.  Κατά την κρίση μου οι καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους και της άσκησης της διακριτικής τους ευχέρειας και δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για επέμβαση του δικαστηρίου είτε στα ευρήματα αξιοπιστίας, είτε στα συμπεράσματα των καθ΄ ων η αίτηση.  Παρατηρώ συναφώς ότι η Α.Α.Π. σημείωσε ότι η Υπηρεσία Ασύλου δεν είχε εξετάσει το κατά πόσον η αιτήτρια πληρεί τις προϋποθέσεις για να της παραχωρηθεί το καθεστώς διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους  και αυτό το διόρθωσε η Α.Α.Π, εξετάζοντας το η ίδια.   Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης της για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και επίσης συμπέρανε ότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως προνοείται στον σχετικό περί Προσφύγων Νόμο 2000-2007 (άρθρο 19(2)), ούτε και πληρεί τις προϋποθέσεις για παραχώρηση του καθεστώτος προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους όπως προβλέπει το άρθρο 19Α του ίδιου νόμου.

 

Δεν βρίσκω οτιδήποτε το μεμπτό ή το νομικά τρωτό στην προσβαλλόμενη απόφαση.  Κρίνω ότι αυτή λήφθηκε σύμφωνα με το νόμο, με τις ορθές διαδικασίες, βασίστηκε στα γεγονότα της υπόθεσης, λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και έχει επαρκή αιτιολόγηση.  Με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν καταστρατηγείται οποιοδήποτε νόμιμο ή θεμιτό δικαίωμα της αιτήτριας. 

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η προσφυγή απορρίπτεται με €500.-  έξοδα εις βάρος της αιτήτριας.

 

 

 

 

                                                      Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                    Δ.

 

 

/ΕΑΠ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο