ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1267/2006)
13 Απριλίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΤΡΥΦΩΝΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Κυρ. Κενεβέζος για Τάσσο Παπαδόπουλο και Συνεργάτες, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της απόφασης της Αρχής Λιμένων Κύπρου (στο εξής «η Αρχή»), ημερομηνίας 10.2.2006, σύμφωνα με την οποία διορίστηκαν στη θέση Λιμενικού Μηχανοδηγού τα ενδιαφερόμενα μέρη Ηρακλής Τσικουρής, Καλοζώης Παπαδόπουλος, Νικόλαος Μαρνέρος και Νικόλας Παναγή. Αρχικά είχαν προκηρυχθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 3.9.2004, οκτώ κενές θέσεις Λιμενικού Μηχανοδηγού. Η Αρχή αποφάσισε όπως οι υποψήφιοι παρακαθήσουν σε γραπτή εξέταση. Εκατό δεκαέξι συνολικά υποψήφιοι έλαβαν μέρος και από αυτούς πέτυχαν 32, μεταξύ αυτών ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Στη συνέχεια η Αρχή κάλεσε σε προφορική εξέταση ενώπιον του Διοικητικού της Συμβουλίου τους 32 επιτυχόντες υποψηφίους, οι οποίοι πληρούσαν τα ελάχιστα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προσόντα.
Στις 26.7.2005 το Συμβούλιο προέβη σε αξιολόγηση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, με τον αιτητή να αξιολογείται ως «καλός», ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη, Τσικουρής Ηρακλής «καλός», Καλοζώης Παπαδόπουλος «εξαίρετος», Νικόλαος Μαρνέρος «πάρα πολύ καλός» και Νικόλας Παναγή «πάρα πολύ καλός».
Επίσης το Συμβούλιο κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 26.7.2005, αφού προέβη σε σύγκριση των υποψηφίων, επέλεξε οκτώ οι οποίοι είχαν εξασφαλίσει τη ψηλότερη συνολική βαθμολογία.
Στις 8 και 10 Φεβρουαρίου, 2006, το Συμβούλιο αποφάσισε σε συνεδρία του ότι προς ικανοποίηση υπηρεσιακών αναγκών θα προσλάμβανε ακόμα 4 νέους Λιμενικούς Μηχανοδηγούς, με βάση τον πίνακα που καταρτίστηκε στη συνεδρία του Συμβουλίου ημερομηνίας 26.7.2005. Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης προσελήφθηκαν και τα τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η συγκρότηση του Διοικητικού Συμβουλίου των καθ΄ ων η αίτηση κατά τις συνεδριάσεις του ημερομηνίας 1.2.2005, 9.6.2005, 10.6.2005 και 26.7.2005 πάσχει. Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι παρανόμως συμμετείχαν στη συνεδρίαση του Συμβουλίου ημερομηνίας 1.2.2005, οι Χρ. Ασημένος, Διευθυντής Εκμετάλλευσης, Χρ. Μάτσης, Διευθυντής Λιμένος Λεμεσού και Γ. Κουρσάρος, Ανώτερος Διοικητικός Λειτουργός.
Το θέμα φαίνεται να λύνεται από την απόφαση του αδελφού Δικαστή Χατζηχαμπή στην υπόθεση Χατζημιχαήλ ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υποθ. Αρ. 1341/05, ημερομηνίας 12.2.2007, που αφορά προσφυγή άλλου υποψηφίου για την ίδια θέση και αναφέρεται στην ίδια διαδικασία πλήρωσης των θέσεων. Συμφωνώ ότι δεν φαίνεται να υπάρχει οποιαδήποτε πλημμέλεια, αφού κανένας από τους τρεις δεν ήταν παρών κατά τη συζήτηση του υπό εξέταση θέματος. Ως προς την παρουσία του Γενικού Διευθυντή της Αρχής και της Γραμματέως της Αρχής στις συνεδρίες της 1.2.2005, 9.6.2005, 10.6.2005 και 26.7.2005, επαναλαμβάνω ότι η παρουσία ήταν νόμιμη, του μεν Γενικού Διευθυντή δυνάμει του άρθρου 18(3) του Νόμου 38/73, της δε Γραμματέως δυνάμει του άρθρου 21(1) του Νόμου 158/99.
Σύμφωνα με το άρθρο 18(3) του περί Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμου του 1973, Ν. 38/73, ο Γενικός Διευθυντής δεν είναι μέλος του Συμβουλίου, έχει όμως το δικαίωμα να παρίσταται σε όλες τις συνεδριάσεις του, πλην εκείνων κατά τις οποίες συζητείται θέμα που τον αφορά προσωπικά. Δικαιούται ακόμα να λαμβάνει αντίγραφα κάθε γνωστοποίησης, ημερησίας διάταξης ή των πρακτικών των συνεδριάσεων του Συμβουλίου.
Ο αιτητής υποστηρίζει περαιτέρω ότι παραβιάστηκε η αρχή της καλής πίστης και της εμπιστοσύνης προς το κράτος δικαίου. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι το Παράρτημα Ε, ημερομηνίας 18.5.2005, το οποίο αφορά την πρόσκληση στους 32 επιτυχόντες στη γραπτή εξέταση υποψήφιους, να προσέλθουν σε προφορική εξέταση, προηγήθηκε της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής ημερομηνίας 9.6.2005 και 10.6.2005, να κληθούν οι εν λόγω υποψήφιοι σε προφορική εξέταση. Ο καθορισμός δε μάλιστα «μονάδων» στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, δεν έγινε απρόσωπα, αλλά μετά την κρίση των 32 υποψηφίων στις γραπτές εξετάσεις. Η πιο πάνω συμπεριφορά της Αρχής, καταλήγει ο αιτητής, είναι αντιφατική και κακόπιστη με αποτέλεσμα να παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης και το άρθρο 51(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99.
Οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η Αρχή έδρασε μέσα στα πλαίσια των εξουσιών και των δυνατοτήτων της, αφού τόσο η διενέργεια των γραπτών εξετάσεων, όσο και της προσέλευσης σε προφορική εξέταση τετραπλάσιου αριθμού των θέσεων, δεν έρχονται σε αντίθεση ούτε με τις πρόνοιες του περί Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμου, ούτε και με τον περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμο του 1998, Ν. 6(Ι)/98, όπως τροποποιήθηκε.
Παρ΄ όλον ότι η όλη συμπεριφορά του Διοικητικού Συμβουλίου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως άψογη, εν τούτοις, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί η κατάσταση πλάνης που δημιουργήθηκε από την παραβίαση, δεν κατέστη καταλυτική για τη λήψη της επίδικης απόφασης ή της τελικής επιλογής των υποψηφίων. Διεξήχθη γραπτή εξέταση, χωρίς αυτή να απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας, είτε από το άρθρο 3(1) του Ν.6(Ι)/98. Προφορική εξέταση διεξάγεται εφ΄όσον κριθεί αναγκαία από τη διορίζουσα αρχή ή αν την επιβάλλει ο οικείος νόμος. Όμως, το Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερομηνίας 1.2.2005, ενεργώντας υπό πλάνη ως προς τη σημείωση του σχεδίου υπηρεσίας, αποφάσισε τη διεξαγωγή μόνο γραπτής εξέτασης σε ειδικό θέμα κατάλληλο για μηχανοδηγούς.
Στις 18.5.2005 η Αρχή κάλεσε 32 υποψηφίους σε προφορική εξέταση, ενώ η απόφαση του Συμβουλίου για διεξαγωγή προφορικής εξέτασης φαίνεται πως ελήφθη στις συνεδρίες του ημερομηνίας 9.6.2005 και 10.6.2005. Η διενέργεια προφορικής εξέτασης και μάλιστα μετά την έκδοση των αποτελεσμάτων της γραπτής εξέτασης, συνιστά αντιφατική εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου συμπεριφορά, κατ΄ αντίθεση προς την αρχή της καλής πίστης. Το θέμα θα καθίστατο καταλυτικό αν στην περίπτωση που αγνοούνταν τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, αυτό θα επηρέαζε την τελική επιλογή του Συμβουλίου. Βάσει του άρθρου 3(1) του Νόμου 6(Ι)/98, το Διοικητικό Συμβούλιο έχει εξουσία, όπως και έπραξε, να αποτιμήσει τα κριτήρια σε μονάδες, στα πλαίσια που καθορίζει το συγκεκριμένο άρθρο. Οι εισηγήσεις του αιτητή που αφορούν την απόδοση μονάδων στα κριτήρια, δεν ευσταθούν. Μάλιστα, χαρακτηριστική είναι η επιφύλαξη του εδαφίου 1 του άρθρου 3, η οποία καθορίζει ότι οι μονάδες που απονέμονται στο θέμα «πείρα», είναι ανάλογες με τα χρόνια ευδόκιμης πείρας και το βάρος που δίδει το αρμόδιο όργανο στο σχετικό πιστοποιητικό εργασίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι από έρευνα των διοικητικών φακέλων διαπιστώνεται ότι και τα τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη, πέραν της γραπτής δήλωσης της πείρας τους, έχουν προσκομίσει πιστοποιητικά τα οποία βεβαιώνουν πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης ή ακόμα βεβαιώνουν ότι είναι κάτοχοι «διετούς πείρας σχετικής με τα καθήκοντα μηχανοδηγού» η οποία αποτελεί, σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, πλεονέκτημα.
Με τα πιο πάνω δεδομένα και μη υπολογιζομένων των μονάδων της προφορικής εξέτασης, ο αιτητής επειδή συγκέντρωσε στη γραπτή εξέταση 60.50 μονάδες, υστερεί εκ των πραγμάτων του ενδιαφερόμενου μέρους Τσικουρή που συγκέντρωσε στο στοιχείο αυτό 70.50 μονάδες και ισοβαθμεί με το ενδιαφερόμενο μέρος Μαρνέρο. Υπερέχει των ενδιαφερομένων μερών Παναγή και Παπαδόπουλου οι οποίοι συγκέντρωσαν 59.50 και 59 μονάδες αντίστοιχα. Με δεδομένη όμως την πιο πάνω πείρα των ενδιαφερομένων μερών, η επίδικη απόφαση ελήφθη νομίμως από το Διοικητικό Συμβούλιο και μέσα στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας που του παρέχει ο Νόμος.
Τέλος, ούτε ο ισχυρισμός του αιτητή ότι θα πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση λόγω μη τήρησης πρακτικών ή σημειώσεων στις συνεδρίες ημερομηνίας 9.6.2005 και 10.6.2005, όπου έγιναν οι προφορικές συνεντεύξεις, ευσταθεί. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της διαδικασίας οι προφορικές συνεντεύξεις των υποψηφίων έγιναν στις 9 και 10.6.2005. Καταγράφονται μάλιστα και όλα τα σχετικά στοιχεία ή κριτήρια τα οποία ελήφθηκαν υπ΄ όψιν. Στη συνέχεια, περίπου ενάμιση μήνα αργότερα, δηλαδή στις 26.7.2005, το Συμβούλιο έδωσε την αιτιολογία της αξιολόγησής του χωριστά για τον καθένα από τους 32 υποψηφίους. Ο χρόνος που παρήλθε δεν είναι κατά τη γνώμη μου τόσο μεγάλος, ώστε να μην μπορούν τα μέλη του Συμβουλίου να προβούν σε αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την ενώπιόν τους προφορική εξέταση. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν απαιτείται η καταγραφή των ερωτήσεων και απαντήσεων κατά τη διάρκεια της προφορικής εξέτασης, ούτε και η καταγραφή των νοητικών διεργασιών των μελών για τις εκτιμήσεις τους αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.300 έξοδα, εναντίον του αιτητή.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ