ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.136/2007)
3 Φεβρουαρίου, 2009
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΑΒΒΑΣ ΚΟΛΑΤΣΗΣ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - - -
Σ. Νικολάου, για τον Αιτητή.
Α. Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, ο οποίος είναι εγκλωβισμένος, είναι ιδιοκτήτης του διαγραμμένου και εγκλωβισμένου μεταφορέα «Α» με αρ. εγγραφής EL 21. Με επιστολή του ημερομηνίας 20.9.2006 προς τον Πρόεδρο τη Αρχής Αδειών, ο αιτητής ζητούσε όπως του παραχωρηθεί άδεια για να ενεργοποιήσει τον εν λόγω μεταφορέα, καθότι προτίθετο να τον πωλήσει και μεταβιβάσει σε άτομο το οποίο διαμένει στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας. Απέστειλε, επίσης, μέσω του δικηγόρου του, επιστολή ημερομηνίας 3.11.2006 με την οποία ζητούσε όπως το αίτημα του εξετασθεί το συντομότερο δυνατό. Ο Πρόεδρος της Αρχής Αδειών απέστειλε στον δικηγόρο του αιτητή επιστολή, ημερομηνίας 7.12.2006, με την οποία τον πληροφορούσε ότι το θέμα δεν ενέπιπτε στις αρμοδιότητες της Αρχής Αδειών, αλλά στις αρμοδιότητες του Συμβούλιου Οδικών Μεταφορών στο οποίο είχαν διαβιβαστεί οι επιστολές τους.
Ο Διευθυντής του Τμήματος Οδικών Μεταφορών, με επιστολή ημερομηνίας 8.11.2006, πληροφόρησε τον αιτητή ότι το αίτημά του απορρίφθηκε. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την επιστολή:
«Αναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα και σα πληροφορώ ότι το αίτημά σας δεν μπορεί να ικανοποιηθεί αφού η άδεια μεταφορέα «Α» του οχήματος ΕL21 έπαυσε να ισχύει και δεν υπάρχει πρόνοια στην υφιστάμενη Νομοθεσία που να επιτρέπει την επανέκδοση άδειας μεταφορέα «Α» που έπαυσε να ισχύει.
2. Σύμφωνα εξάλλου με τις πρόνοιες του άρθρου 24 του περί της Πρόσβασης στο Επάγγελμα του Οδικού Μεταφορέα Νομού 191(Ι)/2001 χορηγείται άδεια σε όσες επιχειρήσεις αποδεικνύουν ότι πριν την έναρξη ισχύος του Νόμου τους είχε χορηγηθεί άδεια οδικής χρήσης για μεταφορά φορτίου με άδεια μεταφορέως «Α» και ασκούσαν τις δημόσιες μεταφορές ως κύριο επάγγελμα τα τελευταία τρία χρόνια.
3. Η πρόνοια αυτή δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στη δική σας περίπτωση αφού δεν υπάρχουν στοιχειά που να αποδεικνύουν ότι κατείχατε άδεια οδικής χρήσης μεταφορέα «Α» και ότι ασκούσατε τα τελευταία τρία χρόνια πριν την εφαρμογή του Νομού 101(Ι)/2001 τις μεταφορές εμπορευμάτων ως κύριο σας επάγγελμα.»
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών με την οποία απέρριψε το αίτημά του. Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως η έλλειψη δέουσας έρευνας.
Η νομοθετική διάταξη που ρύθμιζε το θέμα της χορήγησης άδειας μεταφορέα «Α», πριν την ψήφιση του περί της Πρόσβασης στο Επάγγελμα του Οδικού Μεταφορέα Νόμου (Ν.101(Ι)/2001), είναι το άρθρο 15 του Περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμου 1982 (Νόμος Αρ. 9 του 1982), το οποίο προνοούσε ότι αρμόδια για τη χορήγηση αδειών μεταφορέα «Α» ήταν η Αρχή Αδειών. Στο άρθρο 25 του ίδιου Νόμου προνοούνται τα ακόλουθα:
«Ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή παντός ετέρου οικείου νόμου ή κανονισμών, η αρχή αδειών δύναται, διαρκούσης της εκρύθμου καταστάσεως, όπως χορηγή προσωρινώς αδείας δια τοιαύτην οδικήν χρήσιν οίαν ήθελεν υπό τας περιστάσεις κρίνει πρέπουσαν, διά χρονικόν διάστημα καθοριζόμενον υπ΄αυτής, εις οχήματα άτινα λόγω της έκρυθμου καταστάσεως δεν δύνανται να εκτελούν την οδικήν χρήσιν εν σχέσει προς την όποιαν εχορηγήθη άδεια δυνάμει των διατάξεων των διά του παρόντος Νόμου καταργούμενων Νόμων:
Νοείται ότι πάν όχημα όπερ, προς της εκρύθμου καταστάσεως είχεν άδειαν δυνάμει των διατάξεων των δια του παρόντος καταργούμενων Νόμων δι΄οιανδήποτε οδικήν χρήσιν, θα θεωρείται ως έχον την τοιαύτην άδειαν και μετά την λήξιν της έκρυθμου καταστάσεως:...»
Μετά την ψήφιση του Νόμου 101(Ι)/2001 η εξουσία για χορήγηση αδειών μεταφορέα «Α» περιήλθε στο Συμβούλιο Οδικών Μεταφορών. Το άρθρο 4 του Νόμου αναφέρει ότι:
(1) «Με την επιφύλαξη των εδαφίων (2) και (3) του παρόντος άρθρου, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου απαγορεύεται σε οποιαδήποτε επιχείρηση να ασκεί το επάγγελμα του οδικού μεταφορέα εμπορευμάτων ή το επάγγελμα του οδικού μεταφορέα επιβατών εκτός αν η επιχείρηση αυτή κατέχει άδεια άσκησης του επαγγέλματος του οδικού μεταφορέα εμπορευμάτων ή επιβατών, αντίστοιχα, που χορηγήθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Επιχείρηση η οποία κατά την αμέσως προηγούμενη ημέρα της έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου υφίστατο και λειτουργούσε στην επικράτεια της Δημοκρατίας και ασκούσε κατά τα τρία τελευταία χρόνια τις οδικές μεταφορές ως κύριο επάγγελμα, δυνάμει άδειας οδικής χρήσεως που εκδόθηκε με βάση τους περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νομούς, για μια από τις ακόλουθες κατηγορίες:
....................................
(δ) τη μεταφορά φορτίου με άδεια μεταφορέως «Α», που αναφερόταν σε φορτηγό μηχανοκίνητο όχημα με μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος ίσο ή μεγαλύτερο των 3,5 τόνων
....................................
Δικαιούται, τηρούμενων των διατάξεων του άρθρου 24, να υφίσταται και να λειτουργεί και μετά την πιο πάνω ημερομηνία, αλλά θα διέπεται στο εξής ως προς όλα τα θέματα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών.»
Το άρθρο 24 του ίδιου Νόμου προβλέπει ότι:
(1) «Στις Επιχειρήσεις οι οποίες δεν εξαιρούνται με βάση τις πρόνοιες του εδάφιου(3) του άρθρου 4 και οι οποίες αποδεικνύουν ότι πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου τους είχε χορηγηθεί-
..................................
(β) άδεια οδικής χρήσης για μεταφορά φορτίου με άδεια μεταφορέως «Α» που αναφερόταν σε φορτηγό μηχανοκίνητο όχημα με μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος ίσο ή μεγαλύτερο των 3,5 τόνων
...................................
Και ασκούσαν τις δημοσιές μεταφορές ως κύριο τους επάγγελμα τα τελευταία τρία χρόνια, χορηγείται άδεια τηρούμενων των διατάξεων του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου.»
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν προεβήκαν στη δέουσα έρευνα για να διαπιστώσουν κατά πόσο ασκούσε το επάγγελμα του μεταφορέα πριν την έναρξη ισχύος του Νόμου. Εφόσον, λέει, ήταν εγκλωβισμένος και δεν μπορούσε να προσκομίσει τα απαραίτητα έγγραφα, και εφόσον οι αρμόδιες αρχές δεν είχαν τη δυνατότητα να ελέγξουν τους ισχυρισμούς του, έπρεπε να εφαρμόσουν το δίκαιο της ανάγκης. Ο ισχυρισμός περί μη δέουσας έρευνας ευσταθεί αλλά όχι για τους λόγους που αναφέρει ο αιτητής. Οι καθω΄ν η αίτηση έπρεπε να εξετάσουν κατά πόσο είχε εφαρμογή το άρθρο 25 του Νόμου Αρ. 9 του 1982 και αν η περίπτωση του αιτητή ενέπιπτε ή όχι στο άρθρο αυτό. Το άρθρο 25 δεν έχει καταργηθεί με το Νόμο 101(Ι)/2001. Το άρθρο αυτό προβλέπει «ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή παντός ετέρου οικείου νόμου.». Θεωρώ ότι ο Νόμος 101(Ι)/2001 είναι «οικείος νόμος» ο οποίος, όμως, δεν κατάργησε τις πρόνοιες του άρθρου 25. Αν πρόθεση του νομοθέτη ήταν η κατάργηση του εν λόγω άρθρου θα την έδειχνε είτε με τροποποίησή του είτε με ειδική προς τούτο πρόνοια στο Νόμο 101(Ι)/2001. (Βλ. Ιωσηφίδης ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1997) 4ΑΑΔ 469).
Η προσφυγή επιτυγχάνει λόγω μη δέουσας έρευνας και, συνακόλουθα, ενδεχόμενης νομικής πλάνης των καθ΄ων η αίτηση ως προς την ισχύ και, ενδεχομένως, εφαρμογή του άρθρου 25 του Νόμου Αρ. 9 του 1982 στην περίπτωση του αιτητή. Με €1.500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του αιτητή.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΧΤΘ