ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 2394/2006)
12 Ιανουαρίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΡΧΗΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Π. Παπαγεωργίου, για τον αιτητή.
Κυρ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, μέχρι την αφυπηρέτησή του στις 24.11.2006, υπηρετούσε στον στρατό της Δημοκρατίας, με το βαθμό του Υποστράτηγου, στην VIII Ταξιαρχία Πεζικού, ως διοικητής. Στην Ταξιαρχία υπάγεται και το 276 Τ.Π.
Στις 27.4.2006 ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς με διαταγή του διέταξε τη διενέργεια στρατιωτικής ποινικής ανάκρισης προς εξακρίβωση των συνθηκών και αιτιών της μη λήψης των απαραίτητων μέτρων ασφαλείας που ορίζουν οι κατά καιρούς εκδοθείσες από το ΓΕΕΦ διαταγές, με αποτέλεσμα να χαθεί από το 276 Τ.Π. ένα τυφέκιο G343, το οποίο όμως τελικά βρέθηκε, ύστερα από έρευνα μέσα σε όρυγμα στο χώρο του στρατοπέδου.
Ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, αφού έλαβε υπ΄όψιν τις διαπιστώσεις του Υπαρχηγού που μετέβη στο στρατόπεδο για διερεύνηση του θέματος, καθώς και τη διενεργηθείσα ανάκριση, κάλεσε στις 8.5.2006, τον αιτητή σε διοικητική απολογία.
Ο Αρχηγός, αφού διερεύνησε και τους ισχυρισμούς που ο αιτητής προέβαλε στη διοικητική του απολογία έκρινε ότι είχε διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα και με επιστολή του ημερ. 16.6.2006 τον πληροφόρησε ότι τον τιμώρησε πειθαρχικά με επίπληξη.
Στις 29.6.2006, ο αιτητής υπέβαλε στον Αρχηγό αναφορά παραπόνου, για την πειθαρχική ποινή που του επιβλήθηκε. Ο Αρχηγός με επιστολή του ημερ. 26.10.2006 τον ενημέρωσε ότι έκρινε τα παράπονά του αβάσιμα.
Ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της πιο πάνω απόφασης ημερ. 26.10.2006, αλλά στρέφεται επίσης και εναντίον της απόφασης ημερ. 16.6.2006, με την οποία βρέθηκε ένοχος διάπραξης πειθαρχικού παραπτώματος.
Οι καθ΄ ων η αίτηση προδικαστικά υποστήριξαν ότι η θεραπεία (Β), δηλαδή η αξίωση για ακύρωση της απόφασης του Αρχηγού να βρει ένοχο τον αιτητή είναι εκπρόθεσμη, αφού καταχωρήθηκε στις 20.12.2006, έξι περίπου μήνες από τη γνώση της απόφασης ημερ. 16.6.2006.
Η ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί. Πρόκειται για σύνθετη διοικητική ενέργεια όπου η τελική απόφαση είναι η προσβαλλόμενη με την θεραπεία (Α) απόφαση του Αρχηγού, ημερ. 26.10.2006, με την οποία απορρίφθηκε η αναφορά παραπόνου που είχε υποβάλει ο αιτητής. Η πράξη της πειθαρχικής καταδίκης απώλεσε την εκτελεστότητά της και ενσωματώθηκε στην επίδικη απόφαση. Συνεπώς, θα εξετάσω τη νομιμότητα της απόφασης, ημερ. 26.10.2006, απόφαση επί της αναφοράς παραπόνου, ενώ η θεραπεία (Β) θα πρέπει να απορριφθεί.
Θα πρέπει, όμως, να λεχθεί ότι εφ΄ όσον προσβληθεί η τελική πράξη παραδεκτώς προσβάλλονται και λόγοι αναγόμενοι στις μερικότερες και συγχωνευθείσες πράξεις, η διαπίστωση δε ακυρότητας οποιασδήποτε από αυτές επιφέρει την ακυρότητα των ακολουθησασών μερικότερων πράξεων, για την έκδοση των οποίων η κριθείσα ως παράνομος, αποτελεί νόμιμη προϋπόθεση (Στασινόπουλος, Δίκαιον Διοικητικών Πράξεων (1951) σελ. 224-225 και Αγαθαγγέλου κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1998) 3 ΑΑΔ, 120, 125. Βλέπε ακόμα Γιωργαλλάς ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ, 279, 282-283). Αναφορά, επίσης, μπορεί να γίνει και στον κανονισμό 12(1) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1984 βάσει του οποίου ο αιτητής υπέβαλε την αναφορά παραπόνου και, σύμφωνα με τον οποίο, παν μέλος της Δύναμης δικαιούται να παραπονεθεί συμφώνως προς τις διατάξεις του κανονισμού αν θεωρήσει τον εαυτό του αδικούμενο από οποιανδήποτε δοθείσα σ΄ αυτόν διαταγή ή από οποιανδήποτε πράξη ή μέτρο του προϊστάμενού του.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι και οι δύο αποφάσεις λήφθηκαν χωρίς να διενεργηθεί η δέουσα έρευνα επί στοιχείων που πάσχουν. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι ο Αρχηγός, ενεργώντας κατά παράβαση του κανονισμού 6(2), δεν επιλήφθηκε προσωπικά της έρευνας, αλλά έλαβε υπ΄ όψιν τις διαπιστώσεις του Υπαρχηγού του ΓΕΕΦ, όπως αυτές προέκυψαν μετά από επίσκεψή του στις 26.4.2006 στο στρατόπεδό του και οι οποίες, παρεμπιπτόντως, δεν βρίσκονται στο διοικητικό φάκελο, καθώς επίσης και τα διαλαμβανόμενα στη συνοπτική έκθεση ανάκρισης του Αντισυνταγματάρχη Πεζικού Ιωάννη Παπασάββα, ημερ. 5.5.2006, χωρίς και πάλι να επιληφθεί προσωπικά της έρευνας. Αντίθετα, τις θεώρησε δεδομένες και μη υποκείμενες σε οποιοδήποτε έλεγχο με συνέπεια να θεωρήσει τον αιτητή υπαίτιο για το περιστατικό και να τον καλέσει να απολογηθεί. Ο αιτητής υποστηρίζει περαιτέρω ότι ο Αρχηγός παρέλειψε να διερευνήσει και όσα περιέλαβε στην απολογία του.
Ο αιτητής προβάλλει ότι στην απόφαση του Αρχηγού με την οποία απορρίπτεται το παράπονό του αναφέρεται ότι από τη συνεκτίμηση των στοιχείων της υπόθεσης είχε κριθεί υπαίτιος πειθαρχικής παράβασης και κατά την επιβολή της ποινής ο ιεραρχικά προϊστάμενός του αξιολόγησε την ιδιότητά του ως ανώτατου αξιωματικού, τα καθήκοντά του ως διοικητή ταξιαρχίας, τις απορρέουσες εξ αυτών ευθύνες του για το περιστατικό που έλαβε χώρα στη ζώνη ευθύνης του, καθώς και τη μέχρι τότε επαγγελματικότητα και υπευθυνότητά του. Συνεπώς, δεν προκύπτει ότι έγινε η δέουσα έρευνα, ούτε και υπάρχει διοικητικός φάκελος με στοιχεία περί της διεξαγωγής τέτοιας έρευνας.
Λακωνικά ο δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση απλώς απορρίπτει τον πιο πάνω ισχυρισμό, υποστηρίζοντας ότι ο Αρχηγός επιλήφθηκε προσωπικά του παραπόνου του.
Σύμφωνα με τον κανονισμό 6(1) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1984, σε κάθε περίπτωση κατά την οποία υποβάλλεται αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός από τον οποίο φαίνεται ότι μέλος της δύναμης δυνατόν να διέπραξε παράπτωμα, ο διοικών αξιωματικός, αφού λάβει την αναφορά, επιλαμβάνεται προσωπικά της έρευνας του αναφερόμενου παραπτώματος, ασκεί τον προσήκοντα έλεγχο και επιβάλλει αμέσως την κατά την κρίση του και εντός των ορίων της δικαιοδοσίας του διαγραφόμενη ποινή.
Ο Αρχηγός έδωσε οδηγίες στον Αντ/ρχη Πεζικού Παπασάββα Ιωάννη να διενεργήσει στρατιωτική ποινική ανάκριση προς διαπίστωση των συνθηκών και αιτιών της μη λήψης των απαιτούμενων μέτρων ασφαλείας που ορίζουν οι κατά καιρούς εκδοθείσες διαταγές. Ο Αντ/ρχης Παπασάββας κατά τη συνοπτική έκθεση ανάκρισης που διεξήγαγε, διαπίστωσε ότι διοίκηση, στελέχη και οπλίτες είχαν επιδείξει αμέλεια καθήκοντος, καταγράφοντας για τον καθένα ξεχωριστά για ποιο λόγο έκρινε ότι δεν ασκήθηκε ο δέον έλεγχος. Στη συνέχεια ο Αρχηγός, με βάση τις διαπιστώσεις του Υπαρχηγού, όπως αυτές προέκυψαν μετά από επίσκεψή του στο στρατόπεδο, κατέληξε ότι ο αιτητής ήταν ένοχος του πειθαρχικού παραπτώματος της αμέλειας καθήκοντος και τον κάλεσε σε απολογία, χωρίς ο ίδιος να προβεί σε προσωπικό έλεγχο.
Η διατύπωση του κανονισμού 6 είναι σαφής. Μετά την αναφορά ο διοικών αξιωματικός επιλαμβάνεται προσωπικά της έρευνας του αναφερόμενου παραπτώματος και καταλήγει σε δική του κρίση περί της διάπραξης ή μη του παραπτώματος. Κατά τη διαδικασία που θα ακολουθήσει ο διοικών αξιωματικός θα πρέπει να σχηματίσει, μετά από έρευνα, δική του γνώμη, περί της διάπραξης ή μη του αναφερόμενου παραπτώματος.
Στην παρούσα περίπτωση φαίνεται ότι ο Αρχηγός στηριζόμενος στην έρευνα που διεξήγαγαν άλλα όργανα, όπως για παράδειγμα ο Αντ/ρχης Παπασάββας και με την απλή αναφορά ότι διερεύνησε τους ισχυρισμούς που πρόβαλε ο αιτητής στην απολογία του, τον βρήκε ένοχο διάπραξης πειθαρχικού παραπτώματος και τον τιμώρησε με επίπληξη. Την αρμοδιότητα, όμως, για τη διαπίστωση του παραπτώματος την είχε ο Αρχηγός, ο οποίος και θα έπρεπε να είχε προβεί στις δικές του διαπιστώσεις.
Πέραν της πιο πάνω διαπίστωσης ότι η πρώτη απόφαση του Αρχηγού ημερ. 16.6.2006 πάσχει, ως ληφθείσα κατά παράβαση του κανονισμού 6(2) και η οποία ως ενσωματωθείσα στην τελική απόφαση ημερ. 26.10.2006 επί της αναφοράς παραπόνου του αιτητή, συμπαρασύρει και αυτή σε ακυρότητα, θα προχωρήσω και στον έλεγχο της νομιμότητας της τελικής απόφασης.
Από τη διατύπωση της απόφασης ημερ.26.10.2006, δεν διαπιστώνονται οποιαδήποτε στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι ο Αρχηγός διερεύνησε ο ίδιος προσωπικά τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης πριν απορρίψει το παράπονο. Αντίθετα παραπέμπει σε σχετική κρίση του ιεραρχικά προϊστάμενου του αιτητή. Στην παρούσα περίπτωση την αρμοδιότητα όμως για τη διαπίστωση του βάσιμου του παραπόνου έχει σύμφωνα με τον κανονισμό 12(7) μόνο ο Αρχηγός, ο οποίος και θα έπρεπε να προβεί σε δικές του διαπιστώσεις, εν όψει μάλιστα και των όσων στοιχείων και γεγονότων ανάφερε ο αιτητής στην απολογία του, όπου αμφισβήτησε διαπιστώσεις και κρίσεις.
Συμφωνώ με τον αιτητή ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Κατ΄ αυθαίρετο τρόπο ο Αρχηγός συνδέει την επιβληθείσα ποινή με την αξιολόγηση που έκανε ο ιεραρχικά προϊστάμενος του αιτητή, την ιδιότητά του ως ανώτατου αξιωματικού, των καθηκόντων του ως Διοικητή Ταξιαρχίας και των απορρεουσών εξ αυτών ευθυνών του για το περιστατικό, καθώς και για την επαγγελματικότητα και υπευθυνότητά του. Τα τελευταία μάλιστα στοιχεία είναι εντελώς νέα και περί αυτών ουδέν συναφές είχε λεχθεί όταν κλήθηκε από τον Αρχηγό σε διοικητική απολογία. Αξιοσημείωτο επίσης είναι, τόσο για σκοπούς δέουσας έρευνας, όσο και για σκοπούς αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι στη συνοπτική έκθεση ανάκρισης και ιδίως στο πόρισμα του Αντ/ρχη Παπασάββα δεν προκύπτει οποιοδήποτε στοιχείο εις βάρος του αιτητή, ούτε και γίνεται αναφορά στο όνομά του, αντίθετα με άλλα μέλη της Εθνικής Φρουράς.
Θα πρέπει περαιτέρω να σημειωθεί ότι ο αιτητής στην απολογία του ανέφερε δικαιολογητικά και αποδεικτικά στοιχεία τα οποία πιθανόν να μην έχουν ληφθεί υπ΄ όψιν. Εν όψει όλων των πιο πάνω, καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει ως προς την αιτιολογία που έδωσε ο Αρχηγός για απόρριψη του παραπόνου του αιτητή, ως αβάσιμη. Η προσβαλλόμενη απόφαση ουσιαστικά δεν απαντά στο παράπονο του αιτητή ότι δεν διερευνήθηκαν οι ισχυρισμοί του, ενώ παράλληλα η διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος θεωρήθηκε δεδομένη.
Αιτιολογία της απόφασης του Αρχηγού για απόρριψη του παραπόνου του αιτητή απαιτείται και από τον κανονισμό 12 (8), ο οποίος προβλέπει ότι αν το υποβληθέν παράπονο αποδεικνύεται αβάσιμο, ο κρίνων τούτο διοικητής εξηγεί στον παραπονούμενο εγγράφως, αν είναι αξιωματικός ή μόνιμος υπαξιωματικός, τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε αβάσιμο.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με €1.200 έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ