ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.175/2008)
16 Ιανουαρίου, 2009
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 146, 150 KAI 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΧΡΙΣΤΟΣ Χ"ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ,
2. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΚΟΦΕΓΓΙΤΗΣ,
Αιτητές,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - - -
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφασή του ημερομηνίας 30.5.2002, το Υπουργικό Συμβούλιο εξουσιοδότησε τον Αρχηγό Αστυνομίας όπως αποσπάσει συγκεκριμένα μέλη της αστυνομικής δύναμης στο Υπουργείο Εξωτερικών για τη χορήγηση θεωρήσεων εισόδου στην Κυπριακή Δημοκρατία σε ξένους υπηκόους. Οι αιτητές συμπεριλαμβάνονταν στα μέλη της αστυνομικής δύναμης που είχαν επιλεγεί και τοποθετήθηκαν στη διπλωματική αποστολή της Δημοκρατίας στη Μόσχα, από 10.2.2003.
Λόγω κάποιων πρακτικών προβλημάτων που προέκυψαν, η Υπουργική Επιτροπή, υπεύθυνη για το χειρισμό των θεμάτων για την κατάλληλη προετοιμασία της Κύπρου για εισαγωγή του καθεστώτος θεωρήσεων εισόδου σε Ρώσους πολίτες, αποφάσισε, στις 18.3.2003, όπως προβεί σε εισήγηση για την ανάκληση της απόσπασης των μελών της αστυνομικής δύναμης. Ως αποτέλεσμα, ο Υπουργός Εξωτερικών αποφάσισε τον τερματισμό της τοποθέτησης των αιτητών στη Μόσχα από 30.4.2003. Κοινοποίησε δε την απόφασή του με επιστολή ημερομηνίας 2.4.2003.
Οι αιτητές υπέβαλαν παράπονο στην Επίτροπο Διοικήσεως η οποία συμβούλευσε ότι το Υπουργικό Συμβούλιο ήταν το μόνο αρμόδιο όργανο για την ανάκληση της απόσπασης. Συνακόλουθα, το Υπουργικό Συμβούλιο, σε συνεδρία του ημερομηνίας 25.6.2003, αποφάσισε τον τερματισμό της απόσπασης των αιτητών στο Υπουργείο Εξωτερικών και, κατ΄ επέκταση, τον τερματισμό της τοποθέτησης των αιτητών στην Πρεσβεία της Μόσχας, από 30.4.2003.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης οι αιτητές καταχώρησαν επιτυχώς προσφυγή. Στις 14.12.2004 η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ακυρώθηκε λόγω του ότι δεν μπορούσε να έχει αναδρομική ισχύ. Ασκήθηκε έφεση τόσο από τους καθ΄ων η αίτηση όσο και από το ενδιαφερόμενο μέρος. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με απόφασή της ημερομηνίας 14.6.2007, έκρινε ότι ορθά αποφασίστηκε πρωτόδικα ότι δεν μπορούσε να δοθεί αναδρομική ισχύς στην επίδικη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Πρόσθεσε όμως και τα ακόλουθα:
«Θα διαφωνήσουμε όμως με την τελική ετυμηγορία του συναδέλφου μας, ο οποίος διαχώρισε το άκυρο μέρος της επίδικης απόφασης, λόγω ακριβώς της αναδρομικότητας που της δόθηκε, από το υπόλοιπο ουσιαστικό της μέρος, το οποίο και επικύρωσε. Κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει. Από τη στιγμή που η επίδικη απόφαση κρίθηκε άκυρη, λόγω της αναδρομικότητας που της δόθηκε θα πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της. Και έτσι αποφασίζουμε. Εναπόκειται πλέον στο Υπουργικό Συμβούλιο να επανεξετάσει την υπόθεση, υπό το φως της παρούσας απόφασης.»
Ακολούθως, το Υπουργικό Συμβούλιο, σε συνεδρία του ημερομηνίας 24.10.2007, αποφάσισε, σε συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση, να τροποποιήσει την απόφασή του, ημερομηνίας 25.6.2003, διαγράφοντας απλώς τη φράση «με ισχύ από 30.4.2003». Εξουσιοδότησε δε το Υπουργείο Εξωτερικών να ενημερώσει τους αιτητές, κάτι που έγινε με επιστολή ημερομηνίας 4.12.2007.
Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές επιδιώκουν ακύρωση της απόφασης της 24.10.2007. Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως παραβίαση του δεδικασμένου εφόσον η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ακυρώθηκε από την Ολομέλεια στο σύνολό της. Ο λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Μια ακυρωτική απόφαση έχει ως συνέπεια την κατάργηση και εξαφάνιση της προσβληθείσης διοικητικής απόφασης εξ υπαρχής (ex tunc) και έναντι πάντων (erge omnes), καθιστώντας τη νομικά ανύπαρκτη. Δεν μπορούσε το Υπουργικό Συμβούλιο να τροποποιήσει ακυρωθείσα και ανύπαρκτη πράξη. Όφειλε να προβεί σε επανεξέταση της υπόθεσης εξ υπαρχής και να λάβει νέα απόφαση.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.500, πλέον ΦΠΑ, υπέρ των αιτητών.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΧΤΘ