ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 4 ΑΑΔ 344
22 Μαΐου, 2008
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ALI FARAMARZIAN,
2. RAHELEH HAYATI,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
2. ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 181/2006)
Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ― Εξέταση Ιεραρχικής Προσφυγής, κατά της άρνησης της Υπηρεσίας Ασύλου, να εγκρίνει σχετική αίτηση ― Περιστάσεις, υπό τις οποίες η επικυρωτική απόφαση επί της ιεραρχικής προσφυγής, κρίθηκε πολλαπλώς πάσχουσα στην εξετασθείσα υπόθεση.
Οι αιτητές προσέφυγαν κατά της απόρριψης της διοικητικής τους προσφυγής ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, την οποία άσκησαν μετά που η υπηρεσία ασύλου απέρριψε το αίτημά τους για άσυλο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Η Αρχή εν προκειμένω δεν αξιολόγησε ορθά τα νέα στοιχεία που προσκόμισαν οι Αιτητές. Ο Πρόεδρος της Αναθεωρητικής Αρχής, ορθά επεσήμανε στην απόφαση του ότι αρκετά από τα σημεία επί των οποίων κρίθηκε η αξιοπιστία των Αιτητών δεν ήταν ορθά, όμως δέχθηκε τα υπόλοιπα ως ορθά, χωρίς να αξιολογήσει επαρκώς τα νέα στοιχεία που προσκόμισαν οι Αιτητές. Με τα νέα στοιχεία που προσκόμισαν οι Αιτητές, η Αναθεωρητική Αρχή όφειλε να διενεργήσει περαιτέρω έρευνα και ανάλογα με το αποτέλεσμα της έρευνάς της, να εξετάσει το ενδεχόμενο να καλέσει τους Αιτητές σε νέα προφορική συνέντευξη.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Προσφυγή.
Α. Κακογιάννη (κα), για τους Αιτητές.
Α. Καλησπέρα (κα), για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι δύο Αιτητές είναι σύζυγοι. Στις 30.10.2003 υπέβαλαν αίτηση ασύλου. Μετά από συνεντεύξεις, ο Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγήθηκε την απόρριψη των αιτήσεων τους. Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας, αποδεχόμενος την εισήγηση, απέρριψε τις αιτήσεις. Οι Αιτητές οι οποίοι ενημερώθηκαν για το αποτέλεσμα καταχώρησαν διοικητική προσφυγή. Ακολούθησε έρευνα από αρμόδιο λειτουργό της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, η οποία στην Έκθεση της εισηγήθηκε την απόρριψη της προσφυγής. Μετά από εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, υιοθετώντας πλήρως τις εισηγήσεις της Λειτουργού της, στις 18.11.05 με απόφαση της απέρριψε τις προσφυγές και επικύρωσε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Απορριπτική επιστολή επιδόθηκε στους Αιτητές στις 7.12.05 με αποτέλεσμα οι Αιτητές να καταχωρήσουν την παρούσα προσφυγή προσβάλλοντας την πιο πάνω απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος για τους Αιτητές ανέπτυξε 5 από τους αρχικούς λόγους ακύρωσης: (1) ότι η απόφαση της Αρχής λήφθηκε με εσφαλμένη και/ή αδικαιολόγητα στενή ερμηνεία των Άρθρων 3(1) και 19(1) των περί Προσφύγων Νόμων, (2) ότι κατά παράβαση του Άρθρου 28(ζ)(6) η καθ' ης η αίτηση παρέλειψε να καλέσει τους Αιτητές σε προσωπική συνέντευξη μετά που αυτοί υπέβαλαν νέα στοιχεία, (3) ότι η καθ' ης η αίτηση λανθασμένα θεώρησε στην απόφασή της ότι μόνος προσφεύγοντας ήταν ο Αιτητής 1 ενώ ήταν και η σύζυγος του, (4) ότι οι Αιτητές κρίθηκαν αναξιόπιστοι στη βάση πλημμελούς έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα, (5) ότι δεν έγινε επαρκής έρευνα και (6) ότι η απόφαση πάσχει από έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας.
Η δικηγόρος των Αιτητών εισηγήθηκε ότι οι πελάτες της είχαν βάσιμο φόβο καταδίωξης τους για θρησκευτικούς λόγους επειδή προσηλυτίστηκαν στον Χριστιανισμό. Απάρνηση του Ισλάμ επιφέρει αυστηρή τιμωρία, ακόμη και θάνατο. Όμως ακόμα και αν η αίτηση τους δεν γινόταν δεχτή δυνάμει του Άρθρου 3(1) του Νόμου, θα μπορούσε να τους είχε δοθεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 19(1), καθότι τυχόν επιστροφή τους στο Ιράν, ως Χριστιανοί θα συνεπαγόταν αν όχι στέρηση της ζωής τους, οπωσδήποτε παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων τους όπως αυτών της άσκησης των θρησκευτικών τους δικαιωμάτων.
Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ'ων η αίτηση, ανέφερε ότι οι Αιτητές δεν κατάφεραν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης και να αποδείξουν βάσιμους λόγους δίωξης για τις θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις, ώστε να αναγνωριστούν ως πρόσφυγες δυνάμει του Άρθρου 3(1) ή ως δικαιούμενοι συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του Άρθρου 19(2) του Νόμου για ανθρωπιστικούς λόγους.
Θα αρχίσω από το δεύτερο λόγο ακύρωσης. Οι Αιτητές παραπονούνται ότι η Αναθεωρητική Αρχή εσφαλμένα και κατά παράβαση του Άρθρου 28(ζ)(6) του Νόμου παρέλειψε να καλέσει τους Αιτητές σε προσωπική συνέντευξη μετά που αυτοί υπέβαλαν νέα στοιχεία. Πέραν τούτου, η απόφαση της Αρχής να μην κληθούν σε συνέντευξη δεν έγινε μετά από προβληματισμό και έρευνα. Ούτε η αιτιολογία που δόθηκε από τον Πρόεδρο της Αρχής μπορεί να κριθεί ως ικανοποιητική.
Είναι γεγονός ότι δυνάμει του Άρθρου 28(ζ)(6) η Αρχή δεν έχει υποχρέωση, αλλά διακριτική ευχέρεια, αν το κρίνει σκόπιμο, να καλέσει τους Αιτητές σε συνέντευξη. Όπως αναφέρει η συνήγορος της καθ' ης η αίτηση, είναι παραδεχτό ότι οι Αιτητές κατά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής παρουσίασαν επιστολή και διάφορα άλλα έγγραφα, αλλά κατά την άποψή της αυτά κρίθηκαν από την Αρχή ότι δεν αποτελούσαν νέα στοιχεία.
Δεν συμφωνώ. Ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί. Η Αρχή δεν αξιολόγησε ορθά τα νέα στοιχεία που προσκόμισαν οι Αιτητές. Η Υπηρεσία Ασύλου κατά την εξέταση της αξιοπιστίας των Αιτητών, έδωσε σημασία στα πιο κάτω:-
(α) ότι οι δύο Αιτητές δεν έχουν βαπτιστεί,
(β) ότι οι γνώσεις τους στο Χριστιανισμό είναι ανεπαρκείς,
(γ) ότι οι λόγοι που τους ώθησαν να αλλάξουν θρησκεία είναι αόριστοι,
(δ) ότι δεν παρακολουθούν μαθήματα στην εκκλησία, αλλά στο σπίτι της πεθεράς του Αιτητή 1,
(ε) ότι ο σύζυγος δεν γνώριζε τι σημαίνουν τα αρχικά της εκκλησίας «ICF»,
(στ) ότι υπήρξε αντίφαση μεταξύ τους ως προς το πότε προσηλυτίστηκε στον Χριστιανισμό η σύζυγος,
(ζ) ότι η σύζυγος σε ερώτηση ποιος είναι ο Χριστός απάντησε ο Θεός,
(η) ότι η ίδια δεν γνώριζε τη σχέση μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης,
(θ) ότι δεν παρουσιάστηκε οποιοδήποτε στοιχείο ότι οι Ιρανικές Αρχές είχαν ενημερωθεί για τον ισχυριζόμενο προσηλυτισμό τους, και
(ι) ότι δεν έχει τεκμηριωθεί ο ισχυρισμός ότι γνωστοποιήθηκε στις Ιρανικές Αρχές ο προσηλυτισμός της πεθεράς του Αιτητή.
Ήταν η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου ότι από τη συνέντευξη δεν διαφάνηκαν γνήσιες Χριστιανικές πεποιθήσεις και πίστη και ότι δεν έχουν ακόμα βαπτιστεί, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τους δοθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας.
Ο Πρόεδρος της Αναθεωρητικής Αρχής ορθά επεσήμανε στην απόφαση του ότι αρκετά από τα σημεία επί των οποίων κρίθηκε η αξιοπιστία των Αιτητών δεν ήταν ορθά, όμως δέχθηκε τα υπόλοιπα ως ορθά, χωρίς όμως να αξιολογήσει επαρκώς τα νέα στοιχεία που προσκόμισαν οι Αιτητές. Ενώ η Υπηρεσία θεώρησε τις γνώσεις τους στο Χριστιανισμό ως ανεπαρκείς, η Αρχή παρέλειψε να δώσει την πρέπουσα σημασία στο πιστοποιητικό διδασκαλίας και ότι στο χρόνο που μεσολάβησε, η πρόοδος τους είναι ικανοποιητική. Επίσης, ενώ προηγουμένως το γεγονός της μη βάφτισης τους φαίνεται να είχε σημασία, μετά την παρουσία σε πιστοποιητικό βάφτισης, η σημασία του γεγονότος υποβαθμίστηκε. Ο Πρόεδρος της Αρχής χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση, απλώς σημείωνε ότι το συγκεκριμένο πιστοποιητικό βάπτισης «δεν αποδεικνύει οτιδήποτε σχετικά με τους ισχυρισμούς τους». Στη συνέχεια, ενώ δέχεται ότι ορισμένες από τις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν στους Αιτητές από την Υπηρεσία Ασύλου για θέματα θρησκείας δεν ήταν ορθές, εντούτοις θεώρησε ότι οι απαντήσεις των Αιτητών «δεν λήφθηκαν υπόψη και κατά συνέπεια δεν επηρέασαν με κανένα τρόπο ούτε την εισήγηση του Λειτουργού αλλά ούτε και την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.» Όμως η κατάληξη του είναι λανθασμένη και αυθαίρετη, εφόσον είναι φανερό ότι οι απαντήσεις και ότι προέκυπτε από αυτές, αποτέλεσαν μέρος της αιτιολόγησης για να κηρυχθούν οι Αιτητές αναξιόπιστοι και στη συνέχεια λήφθηκαν υπόψη στη λήψη της τελικής αρνητικής απάντησης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Πέραν τούτου, με τα νέα στοιχεία που προσκόμισαν οι Αιτητές, η Αναθεωρητική Αρχή όφειλε να διενεργήσει περαιτέρω έρευνα και ανάλογα με το αποτέλεσμα της έρευνας της, να εξετάσει το ενδεχόμενο να καλέσει τους Αιτητές σε νέα προφορική συνέντευξη.
Ευσταθεί επίσης και ο 5ος λόγος ακύρωσης, σύμφωνα με την αρίθμηση στην αγόρευση της δικηγόρου των Αιτητών και ο οποίος αφορά στην έλλειψη δέουσας έρευνας ή στη διεξαγωγή βεβιασμένης και ελλιπούς έρευνας η οποία οδήγησε σε λανθασμένη αξιολόγηση της αξιοπιστίας των Αιτητών. Οι ερωτήσεις που υπέβαλε στους Αιτητές ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου για θέματα θρησκείας, ήταν ιδιαίτερα αυστηρές και δε λήφθηκε υπόψη ότι οι δύο Αιτητές δεν είχαν ακόμη ολοκληρώσει την κατήχηση τους στον Χριστιανισμό. Ενώ ο σύζυγος δήλωσε ότι δεν είχε ακόμα οποιαδήποτε λεπτομερή γνώση, ο λειτουργός συνέχισε να του υποβάλλει άδικα ερωτήσεις. Στην περίπτωση της συζύγου, της υποβλήθηκαν δύσκολες ερωτήσεις. Ενώ η ίδια απάντησε στο μεγαλύτερο μέρος των ερωτήσεων με τρόπο θετικό, εντούτοις η προσοχή του εξετάζοντα Λειτουργού επικεντρώθηκε σε ορισμένα αδύνατα σημεία, αντί στη γενική εικόνα και γνώση της για τον Χριστιανισμό, η οποία γενικά ήταν εντυπωσιακή. Ο Πρόεδρος της Αναθεωρητικής Αρχής αν και επεσήμανε ορισμένες από τις ερωτήσεις που δεν έπρεπε να είχαν υποβληθεί, εντούτοις παρέλειψε να εξάξει το ορθό συμπέρασμα για τις καθοριστικές επιπτώσεις που οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις είχαν στην αξιοπιστία των Αιτητών. Ως αποτέλεσμα, συμφώνησε και ο ίδιος με την Υπηρεσία Ασύλου ότι δεν διαφαίνονται στους Αιτητές γνήσιες χριστιανικές πεποιθήσεις, κατάληξη η οποία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή, ιδιαίτερα για τη σύζυγο.
Αναφορικά με τον λόγο ακύρωσης 3, όπως αυτός απαριθμείται στην αγόρευση της δικηγόρου των Αιτητών, συμφωνώ ότι διαβάζοντας συγκεκριμένα σημεία τόσο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και αυτή της Αναθεωρητικής Αρχής σε σχέση με την αξιοπιστία, δίδεται η εντύπωση ότι οι Καθ'ων η αίτηση θεωρούσαν τον Αιτητή 1 ως τον μόνο προσφεύγοντα. Όμως διαβάζοντας την απόφαση στην ολότητα είναι φανερό ότι δεν ευσταθεί το επιχείρημα των Αιτητών. Εν πάση περιπτώσει, η έμφαση στον Αιτητή 1, ελάχιστα φαίνεται να επηρέασε την απόφαση της Αρχής, αφού οι αναφορές για τη σύζυγο, Αιτήτρια 2, αν και λιγότερες, δείχνουν ότι λήφθηκαν υπόψη και όλα τα στοιχεία που αφορούσαν την ίδια.
Ευσταθεί επίσης και ο τέταρτος από τους λόγους ακύρωσης που προώθησε η δικηγόρος των Αιτητών, ο οποίος αφορά στην πλάνη περί τα πράγματα, αφού είναι φανερό ότι αρκετές από τις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν ήταν από τη σκοπιά της ορθόδοξης εκκλησίας, ενώ ήταν γνωστό ότι η Αιτήτρια και ο σύζυγος της ασπάστηκαν την ευαγγελική πίστη με την οποία η ορθοδοξία, όπως επεσήμανε και η δικηγόρος των Αιτητών, έχει αρκετές διαφορές. Γι' αυτό και συγκεκριμένες ερωτήσεις ήταν άδικες για πρόσωπο που πρόσφατα ενστερνίστηκε την νέα του θρησκεία και μάλιστα προτού ολοκληρωθεί η διαδικασία κατήχησης και βάφτισης του. Θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι χωρίς οι ορθές απαντήσεις να είναι καταγραμμένες οπουδήποτε, υπάρχει επιπρόσθετη δυσκολία στο να κριθεί αντικειμενικά η ορθότητα των απαντήσεων της Αιτήτριας.
Ενόψει των πιο πάνω, θεωρώ σκόπιμο να μην εξετάσω τον πρώτο λόγο ακύρωσης εφόσον η διοίκηση ενδεχομένως να χρειαστεί να επανεξετάσει την περίπτωση των Αιτητών.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.200 έξοδα, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., υπέρ των Αιτητών. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.