ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 4 ΑΑΔ 316
19 Μαΐου, 2008
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
LANITIS DEVELOPMENT PUBLIC LTD,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΗΣ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1524/2005)
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Άρθρο 59 του Ν.95(Ι)/2000 ― Ερμηνεία ― Κατά πόσο στην επίδικη περίπτωση τύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 25(13)(α) του καταργηθέντος Νόμου αρ. 246/90, εν όψει των μεταβατικών διατάξεων του Άρθρου 59(4).
Λέξεις και Φράσεις ― Η φράση «οποιοδήποτε ζήτημα», στο Άρθρο 59(4) του Ν.95(Ι)/2000.
Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου προς τη διοίκηση ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση.
Η αιτήτρια εταιρεία προσέφυγε κατά της απόφασης της καθ' ης η αίτηση Εφόρου, με την οποία απερρίφθη ένσταση της αιτήτριας αναφορικά με διεκδικούμενη πίστωση φόρου εισροών, που αφορούσε εργασίες σε ακίνητη ιδιοκτησία, οι οποίες παρασχέθηκαν πριν την 1.2.2002, αλλά τιμολογήθηκαν μετά την ημερομηνία αυτή.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Βασικά οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία οι καθ' ων η αίτηση απέρριψαν τη θέση τους ότι δικαιούνται σε πίστωση/έκπτωση φόρου εισροών που αφορά εργασίες σε ακίνητη ιδιοκτησία, οι οποίες παρασχέθηκαν πριν από την 1.2.2002 (ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε εφαρμογή ο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμος του 2000, Ν.95(Ι)/2000) και τιμολογήθηκαν μετά από την ημερομηνία αυτή, είναι άκυρη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.
Για να υποστηρίξουν ότι το φορολογικό σημείο είναι μετά την 1.2.2002, οπότε τυγχάνει εφαρμογής ο Ν.95(Ι)/2000 και η Κ.Δ.Π. 314/01, οι αιτητές παραπέμπουν τόσο στο Άρθρο 59(1) του Ν. 95(Ι)/2000, όσο και στην έκτη Οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, που αφορά το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, η οποία προβλέπει στο Άρθρο 17(1), ότι το δικαίωμα προς έκπτωση γεννάται κατά το χρόνο κατά τον οποίο ο εκπεστέος φόρος γίνεται απαιτητός.
2. Οι καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι το Άρθρο 25(13) (α) του Ν.246/90, που περιορίζει το δικαίωμα έκπτωσης του φόρου, αναφέρεται σε «εκτέλεση εργασιών σε ακίνητη ιδιοκτησία» και δεν συνδέεται με το χρόνο απόδοσης του Φ.Π.Α. για τις συναλλαγές στην οικοδομική βιομηχανία. Συνεπώς, υποστηρίζουν, κατά το μεταβατικό στάδιο, από την εφαρμογή των διατάξεων του Ν.246/90, στην εφαρμογή των διατάξεων του Ν.95(Ι)/2000, καθοριστικό χρονικό σημείο για το δικαίωμα των υποκειμένων στο φόρο προσώπων να διεκδικούν έκπτωση του φόρου που αφορά εκτέλεση εργασιών σε ακίνητη ιδιοκτησία, είναι ο χρόνος εκτέλεσης των εργασιών και όχι ο χρόνος απόδοσης του Φ.Π.Α., για τις συναλλαγές στην οικοδομική βιομηχανία.
3. Το θέμα λύνει το Άρθρο 59 του Ν.95(Ι)/2000, το οποίο περιέχει μεταβατικές διατάξεις. Σύμφωνα με το εδάφιο (4) του πιο πάνω άρθρου, αν η φορολογική περίοδος οποιουδήποτε υποκειμένου στο φόρο προσώπου, άρχισε πριν και θα συμπληρωθεί μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου 95(Ι)/2000, τότε οποιοδήποτε ζήτημα που αφορά την εν λόγω φορολογική περίοδο, ρυθμίζεται με βάση τις διατάξεις του καταργηθέντος νόμου, καθ' όσον αφορά το μέρος της φορολογικής περιόδου που προηγήθηκε της εν λόγω ημερομηνίας.
Και το ερώτημα που τίθεται στην παρούσα υπόθεση, εμπίπτει μέσα στα πλαίσια του όρου «οποιοδήποτε ζήτημα» του Άρθρου 59(4) και σαν τέτοιο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί. Ορθά οι καθ' ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα των αιτητών, αφού στην παρούσα περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής ο Ν.246/90, όπου σύμφωνα με το Άρθρο 25(13)(α), δεν παρέχεται δικαίωμα πίστωσης του φόρου με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί οι δαπάνες, που αφορούν την εκτέλεση εργασιών ή και παροχή υπηρεσιών.
4. Οι αιτητές προβάλλουν ακόμα ένα ισχυρισμό. Υποστηρίζουν ότι το περιεχόμενο της επιστολής των καθ' ων η αίτηση ημερ. 21.6.2002 και η μετέπειτα απόφασή τους να μην επιτρέψουν πίστωση του φόρου για εργασίες σε ακίνητη ιδιοκτησία που τιμολογήθηκαν μετά την 1.2.2002, παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και προσβάλλει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη προς τη διοίκηση παραπέμποντας στη σχετική επιστολή τους ημερ. 16.11.2001.
Το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Δεν είναι αντιληπτό πώς θα μπορούσε να προσβληθεί η εμπιστοσύνη των αιτητών. Η επιστολή ημερ. 16.11.2001 ήταν η απάντηση προς την επιστολή των λογιστών των αιτητών ημερ. 24.10.2001, η οποία, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, ήταν γενικού και αόριστου περιεχομένου, χωρίς να παραπέμπει σε διευκρίνιση του συγκεκριμένου χρόνου, κατά τον οποίο δύναται να πιστωθεί ο φόρος εισροών. Η συγκεκριμένη απάντηση των καθ' ων η αίτηση ημερ. 16.11.2001, αντικατοπτρίζει μία απάντηση γενικού και αόριστου περιεχομένου, χωρίς να παραπέμπει σε διευκρίνιση του χρόνου.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Προσφυγή.
Κ. Κακουλλή (κα) για Χρύση Δημητριάδη και Σία, για τους Αιτητές.
Ελ. Συμεωνίδου (κα), Νομικός Λειτουργός, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια εταιρεία αξίωνε με την παρούσα προσφυγή τέσσερις θεραπείες, αλλά κατά το στάδιο των διευκρινίσεων ενώπιον του Δικαστηρίου περιόρισαν την αξίωσή τους στη θεραπεία (δ). Αξιώνουν την ακύρωση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση ημερ. 15.9.2005, σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η ένστασή τους προς τον Έφορο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (στο εξής «ο Έφορος»), ανάμεσα σε άλλα και σε ότι αφορά το αίτημά τους για πίστωση/έκπτωση φόρου εισροών που αφορά εργασίες σε ακίνητη ιδιοκτησία οι οποίες παρασχέθηκαν πριν από την 1.2.2002 και τιμολογήθηκαν μετά από την ημερομηνία αυτή.
Η κύρια επιχειρηματική δραστηριότητα των αιτητών είναι η ανάπτυξη γης για τουριστικούς σκοπούς και η πώληση ακινήτων. Το Επαρχιακό Γραφείο Φ.Π.Α. Λεμεσού ασκώντας τις εξουσίες του με βάση τους περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμους του 1990 μέχρι το 2000, πραγματοποίησε επίσκεψη ελέγχου στην επιχείρηση των αιτητών και διενήργησε έλεγχο στα βιβλία και αρχεία που τηρούσε για τις φορολογικές περιόδους από την 1.5.2000 μέχρι 28.2.2002. Διαπιστώθηκε ότι κατά την υπό εξέταση περίοδο πραγματοποιήθηκαν μόνο πωλήσεις ακινήτων. Η παράδοση ακίνητης ιδιοκτησίας σύμφωνα με την παράγραφο xvii του Παραρτήματος ΙΙΙ του Νόμου και την παράγραφο (β) του Όγδοου Παραρτήματος του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, είναι εξαιρούμενη συναλλαγή.
Διαπιστώθηκε επίσης ότι δεν παρέχεται στους αιτητές δικαίωμα πίστωσης φόρου ποσού ύψους £1.009,61 με το οποίο έχουν επιβαρυνθεί οι δαπάνες που αφορούν την παράδοση υλικών ή την παροχή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για εκτέλεση εργασιών σε ακίνητη ιδιοκτησία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 25 (13) (α) του Νόμου 246/90. Επειδή οι αιτητές μέχρι και το τέλος του έτους 2001 είχαν πραγματοποιήσει αποκλειστικά εξαιρούμενες συναλλαγές, το ύψος των προτιθέμενων φορολογητέων συναλλαγών δεν μπορούσε να προσδιοριστεί, γι' αυτό και ποσό φόρου εισροών ύψους £154.937,61, προσωρινά θεωρήθηκε ότι αποδίδεται εξ ολοκλήρου σε εξαιρούμενες συναλλαγές.
Εν όψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, η Έφορος έκρινε ότι οι φορολογικές δηλώσεις τις οποίες είχαν υποβάλει οι αιτητές για τις φορολογικές περιόδους από 1.5.2000 μέχρι 28.2.2002 ήταν ελλιπείς και εσφαλμένες. Έτσι προέβη σε βεβαίωση φόρου για την οποία ενημερώθηκαν οι αιτητές με επιστολή της Εφόρου ημερ. 21.6.2002. Στο μεταξύ περιήλθαν εις γνώσιν των αρμοδίων λειτουργών αποδεικτικά στοιχεία τα οποία η Έφορος δεν είχε υπ' όψιν κατά τον ουσιώδη χρόνο της έκδοσης της βεβαίωσης φόρου ημερομηνίας 21.6.2002, τα οποία επηρέαζαν τις φορολογικές περιόδους από 5.4.2000 μέχρι 28.2.2002.
Συγκεκριμένα διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι δεν παρέχεται δικαίωμα πίστωσης του φόρου ύψους £47.417,10, με το οποίο έχουν επιβαρυνθεί οι δαπάνες που αφορούν την παράδοση υλικών ή την παροχή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για εκτέλεση εργασιών σε ακίνητη ιδιοκτησία ή που αφορούν την αμοιβή εργολάβων για την εκτέλεση εργασιών σε ακίνητη ιδιοκτησία σύμφωνα με το Άρθρο 25(13)(α) του Ν. 246/90.
Με βάση και άλλες διαπιστώσεις της η Έφορος έκρινε και πάλιν ότι οι φορολογικές δηλώσεις τις οποίες υπέβαλαν οι αιτητές κατά τις φορολογικές δηλώσεις 5.4.2000 - 28.2.2002 ήταν ελλιπείς και εσφαλμένες. Γι' αυτό προέβη σε επιπρόσθετη βεβαίωση φόρου για τη συγκεκριμένη φορολογική περίοδο, ειδοποιώντας σχετικά τους αιτητές με επιστολή ημερ. 6.4.2005.
Οι αιτητές υπέβαλαν μέσω των φορολογικών τους συμβούλων ένσταση. Ανάμεσα στα θέματα που αμφισβήτησαν ήταν και το θέμα του «φόρου εισροών που δεν δύναται να εκπέσει» κατά τους καθ' ων η αίτηση και που είναι το κύριο θέμα της αξιούμενης θεραπείας (δ).
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι ζήτησαν έκπτωση του φόρου εισροών νομίμως, με βάση την ημερομηνία των τιμολογίων των εργολάβων, τα οποία εκδόθηκαν μετά το Γενάρη του 2002 και τα οποία, επομένως, εμπίπτουν στις πρόνοιες του Ν.95(Ι)/2000, που κατάργησε το Νόμο 246/90. Επομένως, υποστηρίζουν ότι ο φόρος εισροών που αφορά τα τιμολόγια αυτά μπορεί να εκπέσει. Αντίθετα οι καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι ο νόμος που τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση είναι ο Ν.246/90.
Στις 15.9.2005 η Έφορος αποδέχτηκε μέρος της ένστασης των αιτητών. Η απόφαση αυτή της Εφόρου αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, όσο αναφέρεται στην αιτούμενη θεραπεία (δ). Συγκεκριμένα, οι καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν ότι δεν παρέχεται σε υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα, δικαίωμα έκπτωσης του φόρου που αφορά δαπάνες για την εκτέλεση εργασιών σε ακίνητη ιδιοκτησία, που εκτελέστηκαν πριν την εφαρμογή των διατάξεων των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 μέχρι 2005, δηλαδή τις εργασίες που εκτελέστηκαν πριν την 1.2.2002, καθότι αφορά δαπάνες για τις οποίες δεν παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης του φόρου με βάση τις διατάξεις του Άρθρου 25 (13) (α) του Νόμου 246/90. Τα υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα έχουν δικαίωμα έκπτωσης του φόρου που αφορά δαπάνες για εργασίες που εκτελέστηκαν σε ακίνητη ιδιοκτησία μετά την 1.2.2002.
Βασικά οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία οι καθ' ων η αίτηση απέρριψαν τη θέση τους ότι δικαιούνται σε πίστωση/έκπτωση φόρου εισροών που αφορά εργασίες σε ακίνητη ιδιοκτησία, οι οποίες παρασχέθηκαν πριν από την 1.2.2002 (ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε εφαρμογή ο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμος του 2000, Ν.95(Ι)/2000) και τιμολογήθηκαν μετά από την ημερομηνία αυτή, είναι άκυρη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος. Υποστηρίζουν ότι στην περίπτωση τους, η Έφορος εφάρμοσε λανθασμένα το Άρθρο 25 (13) (α) του Ν.246/90, γιατί αυτό δεν ίσχυε κατά τη συγκεκριμένη φορολογική περίοδο. Αγνόησε ακόμα πλήρως τον Κανονισμό 48 της Κ.Δ.Π. 314/01, καθώς και το Άρθρο 59 (4) του Ν.95(Ι)/2000. Μέχρι τις 31.1.2002 και σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 25 (13) (α) δεν παρεχόταν δικαίωμα πίστωσης του φόρου με τον οποίο είχαν επιβαρυνθεί οι δαπάνες που αφορούν την παράδοση υλικών ή την παροχή υπηρεσιών για εκτέλεση εργασιών σε ακίνητη ιδιοκτησία.
Ο Νόμος 95(Ι)/2000 τέθηκε σε ισχύ την 1.2.2002. Οι περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Γενικοί) Κανονισμοί του 2001, Κ.Δ.Π. 314/01, θεσπίστηκαν δυνάμει του νόμου αυτού. Ο Κανονισμός 48 ρύθμισε το θέμα διαφορετικά από το καταργηθέν Άρθρο 25 (13) (α) του Ν. 246/90.
Ο Κανονισμός 48 προβλέπει ότι η παροχή θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα όταν ο προμηθευτής εκδίδει τιμολόγιο Φ.Π.Α.. Η παροχή των υπηρεσιών, υποστηρίζουν οι αιτητές, συνεπώς, δεν σχετίζεται με το χρόνο εκτέλεσης των έργων. Το φορολογικό σημείο, συνεχίζουν, είναι στην παρούσα περίπτωση ο χρόνος έκδοσης του τιμολογίου. Και με βάση το Παράρτημα Γ εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν.95(Ι)/2000, αφού τα τιμολόγια εκδόθηκαν μετά την 1.2.2000.
Για να υποστηρίξουν ότι το φορολογικό σημείο είναι μετά την 1.2.2002 οπότε τυγχάνει εφαρμογής ο Ν.95(Ι)/2000 και η Κ.Δ.Π. 314/01, οι αιτητές παραπέμπουν τόσο στο Άρθρο 59(1) του Ν. 95(Ι)/2000, όσο και στην έκτη Οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου που αφορά το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, η οποία προβλέπει στο Άρθρο 17(1), ότι το δικαίωμα προς έκπτωση γεννάται κατά το χρόνο κατά τον οποίο ο εκπεστέος φόρος γίνεται απαιτητός. Οι αιτητές καταλήγοντας τονίζουν ότι δεν όφειλαν να καταβάλουν οποιανδήποτε αμοιβή για τις υπηρεσίες και υλικά που έλαβαν, προτού παραλάβουν τα σχετικά τιμολόγια, ούτε και όφειλαν να καταβάλουν τον αναλογούντα φόρο προστιθέμενης αξίας πριν την ημερομηνία αυτή. Αφού παρέλαβαν τα σχετικά τιμολόγια και προέβηκαν στη σχετική πληρωμή μετά την 1.2.2002, επωφελούνται της κατάργησης του Άρθρου 25(13)(α), γιατί το φορολογικό σημείο είναι μετά την 1.2.2002 και κατά συνέπεια εφαρμοστέο είναι το Άρθρο 17(1) της Οδηγίας 77/388/ΕΟΚ, σύμφωνα με το οποίο το δικαίωμα προς έκπτωση γεννάται κατά το χρόνο που ο εκπεστέος φόρος γίνεται απαιτητός.
Οι καθ' ων η αίτηση απορρίπτοντας τον πιο πάνω ισχυρισμό, υποστηρίζουν ότι το Άρθρο 25(13)(α) του Ν.246/90 που περιορίζει το δικαίωμα έκπτωσης του φόρου, αναφέρεται σε «εκτέλεση εργασιών σε ακίνητη ιδιοκτησία» και δεν συνδέεται με το χρόνο απόδοσης του Φ.Π.Α. για τις συναλλαγές στην οικοδομική βιομηχανία.
Συνεπώς, υποστηρίζουν, κατά το μεταβατικό στάδιο, από την εφαρμογή των διατάξεων του Ν.246/90, στην εφαρμογή των διατάξεων του Ν.95(Ι)/2000, καθοριστικό χρονικό σημείο για το δικαίωμα των υποκειμένων στο φόρο προσώπων να διεκδικούν έκπτωση του φόρου που αφορά εκτέλεση εργασιών σε ακίνητη ιδιοκτησία είναι ο χρόνος εκτέλεσης των εργασιών και όχι ο χρόνος απόδοσης του Φ.Π.Α. για τις συναλλαγές στην οικοδομική βιομηχανία. Με βάση τα πιο πάνω, δεν παρέχεται σε υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα δικαίωμα έκπτωσης του φόρου που αφορά δαπάνες για την εκτέλεση εργασιών σε ακίνητη ιδιοκτησία, που εκτελέστηκαν πριν την 1.2.2002, καθότι αφορά δαπάνες για τις οποίες δεν παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης του φόρου, βάσει των διατάξεων του Άρθρου 25(13)(α) του Ν.246/90. Τα υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα έχουν δικαίωμα έκπτωσης του φόρου που αφορά δαπάνες για εργασίες που εκτελέστηκαν σε ακίνητη ιδιοκτησία μετά την 1.2.2002.
Έτσι, υποστηρίζουν, ορθά δεν έχει επιτραπεί στους αιτητές η έκπτωση του φόρου με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί αναφορικά με εργασίες σε ακίνητη ιδιοκτησία, οι οποίες παρασχέθηκαν πριν από την 1.2.2002 και τιμολογήθηκαν μετά από την ημερομηνία αυτή. Σχετική είναι και η «Ερμηνευτική Εγκύκλιος 98, ημερ. 11.8.2005».
Περαιτέρω οι καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι λανθασμένα οι αιτητές βασίζονται στον Κανονισμό 48 της Κ.Δ.Π. 314/01, εφ' όσον οι Κανονισμοί αυτοί έχουν εκδοθεί με βάση το Ν.95(Ι)/2000, ο οποίος δεν ίσχυε κατά το χρόνο που εκτελούνταν οι εργασίες για τις οποίες η αιτήτρια απαιτεί την πίστωση του φόρου εκροών.
Είμαι της άποψης ότι το θέμα λύνει το Άρθρο 59 του Ν.95(Ι)/2000 το οποίο περιέχει μεταβατικές διατάξεις. Σύμφωνα με το εδάφιο (4) του πιο πάνω άρθρου, αν η φορολογική περίοδος οποιουδήποτε υποκειμένου στο φόρο προσώπου, άρχισε πριν και θα συμπληρωθεί μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου 95(Ι)/2000, τότε οποιοδήποτε ζήτημα που αφορά την εν λόγω φορολογική περίοδο, ρυθμίζεται με βάση τις διατάξεις του καταργηθέντος νόμου καθ' όσον αφορά το μέρος της φορολογικής περιόδου που προηγήθηκε της εν λόγω ημερομηνίας.
Πιστεύω ότι και το ερώτημα που τίθεται στην παρούσα υπόθεση εμπίπτει μέσα στα πλαίσια του όρου «οποιοδήποτε ζήτημα» του Άρθρου 59(4) και σαν τέτοιο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί. Ορθά, κατά την άποψή μου, οι καθ' ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα των αιτητών, αφού στην παρούσα περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής ο Ν.246/90, όπου σύμφωνα με το Άρθρο 25(13)(α) δεν παρέχεται δικαίωμα πίστωσης του φόρου με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί οι δαπάνες που αφορούν την εκτέλεση εργασιών ή και παροχή υπηρεσιών.
Οι αιτητές προβάλλουν ακόμα ένα ισχυρισμό. Υποστηρίζουν ότι το περιεχόμενο της επιστολής των καθ' ων η αίτηση ημερ. 21.6.2002 και η μετέπειτα απόφασή τους να μην επιτρέψουν πίστωση του φόρου για εργασίες σε ακίνητη ιδιοκτησία που τιμολογήθηκαν μετά την 1.2.2002, παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και προσβάλλει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη προς τη διοίκηση. Υποστηρίζουν ότι προέβηκαν στον προγραμματισμό τους ανάλογα, βασιζόμενοι στο φορολογικό όφελος που ο νόμος προβλέπει και οι καθ' ων η αίτηση αναγνώρισαν, παραπέμποντας στη σχετική επιστολή τους ημερ. 16.11.2001.
Το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Στη βεβαίωση φόρου ημερ. 21.6.2002, δεν γίνεται αναφορά σε πίστωση φόρου, πίστωση/έκπτωση φόρου εισροών που αφορά εργασίες σε ακίνητη ιδιοκτησία των αιτητών οι οποίες παρασχέθηκαν πριν από την 1.2.2002 και τιμολογήθηκαν μετά από την ημερομηνία αυτή. Δεν είναι αντιληπτό πώς θα μπορούσε να προσβληθεί η εμπιστοσύνη των αιτητών από τη βεβαίωση αυτή. Ούτε οι αιτητές εξειδικεύουν στην αγόρευσή τους πώς η βεβαίωση αυτή τους δημιούργησε οποιεσδήποτε προσδοκίες. Περαιτέρω θα πρέπει να σημειωθεί ότι η επιστολή ημερ. 16.11.2001 ήταν η απάντηση προς την πιο κάτω επιστολή των λογιστών των αιτητών ημερ. 24.10.2001, η οποία, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, ήταν γενικού και αόριστου περιεχομένου, χωρίς να παραπέμπει σε διευκρίνιση του συγκεκριμένου χρόνου, κατά τον οποίο δύναται να πιστωθεί ο φόρος εισροών. Η συγκεκριμένη απάντηση των καθ' ων η αίτηση ημερ. 16.11.2001, αντικατοπτρίζει μία απάντηση γενικού και αόριστου περιεχομένου, χωρίς να παραπέμπει σε διευκρίνιση του χρόνου. Επίσης αποτελεί μια απλή νομική προσέγγιση ως προς το ποιος νόμος εφαρμόζεται για το δικαίωμα της έκπτωσης του φόρου, παραπέμποντας στο τέλος στο Άρθρο 59 του Ν.95(Ι)/2000.
Όπως προκύπτει από την επιστολή των καθ' ων η αίτηση ημερ. 16.11.2001, δεν έδωσαν οποιαδήποτε παρότρυνση στους αιτητές ειδικά, για να θεωρήσουν ως καθοριστικό χρόνο για το δικαίωμα πίστωσης του φόρου την ημερομηνία τιμολόγησης των εργασιών που εκτελέστηκαν σε ακίνητη ιδιοκτησία. Εξ' άλλου, είναι καθοριστικό ότι το Άρθρο 25(13)(α) του Ν. 246/90 αναφέρεται σε «εκτέλεση εργασιών σε ακίνητη ιδιοκτησία».
Πριν καταλήξω θα ήθελα να αναφερθώ στην Ερμηνευτική Εγκύκλιο υπ' αρ. 114, ημερ. 9.5.2007, την οποία οι αιτητές έθεσαν ενώπιόν μου με την επιστολή ημερ. 4.6.2007. Έχω τη γνώμη ότι η εγκύκλιος αυτή δεν επηρεάζει την παρούσα υπόθεση, γιατί αναφέρεται στις διατάξεις του Ν.95(Ι)/2000 σχετικά με τη διεκδίκηση φόρου εισροών, οι οποίες, όπως είδαμε πιο πάνω, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται, με €1.200 έξοδα, εναντίον των αιτητών.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.