ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 4 ΑΑΔ 293
14 Μαΐου, 2008
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚA ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤAΓΜΑΤΟΣ
CAFE CITY PATH ENTERTAINMENT LTD,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 228/2007)
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Ακύρωση εγγραφής συνεταιρισμού και μεταβίβαση της επιχείρησής του σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ― Καν. 3(1) και 3(3) της Κ.Δ.Π. 222/91 ― Περιστάσεις της εφαρμογής τους στην κριθείσα περίπτωση, όπου όμως είχαν μεσολαβήσει και ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η αιτήτρια προσέφυγε κατά της κατ' επανεξέταση απόφασης του καθ' ου η αίτηση Εφόρου, σε σχέση με την ανάληψη από την ίδια των φορολογικών υποχρεώσεων του δικαιοπαρόχου της συνεταιρισμού.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Η Αιτήτρια έχει δίκαιο στις αιτιάσεις της. Η απόφαση στην προσφυγή 708/2001 ήταν καθοριστικής σημασίας. Βάση της ήταν ότι ο Έφορος είχε ήδη αποφασίσει, ασκώντας τη διακριτική ευχέρειά του δυνάμει του Καν. 3(1) της Κ.Δ.Π. 222/91, την ακύρωση της εγγραφής του συνεταιρισμού και την εγγραφή της Αιτήτριας ως εκ της μεταβίβασης της επιχείρησης. Η ακυρωτική απόφαση δεν επηρέαζε τα δεδομένα εκείνα παρά μόνο την παρά ταύτα παράλληλη απόφαση του Εφόρου να μη δεχθεί μεταβίβαση των φορολογικών υποχρεώσεων και δικαιωμάτων βάσει του Καν. 3(3). Τούτου δοθέντος, ήταν υποχρεωμένος πλέον ο Έφορος κατά την επανεξέταση, να εφαρμόσει τις πρόνοιες του Καν. 3(3), ως προς τα επακόλουθα της δεδομένης απόφασής του στις φορολογικές υποχρεώσεις και δικαιώματα. Και ως προς τούτο ο Καν. 3(3) δεν του δίδει διακριτική ευχέρεια παρά μόνο προνοεί τις συνέπειες της ακύρωσης της εγγραφής και της νέας εγγραφής που εβασίζοντο στη μεταβίβαση της επιχείρησης. Η απόφαση του Εφόρου συνιστούσε λοιπόν και παράβαση του δεδικασμένου και υπέρβαση εξουσίας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Προσφυγή.
Α. Παπαντωνίου, για την Αιτήτρια.
Ε. Παπαγεωργίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Τρεις συνεταίροι επωνομαζόμενοι Θεοδώρου (Θεόδωρος, Παναγιώτης και Άντρη) ήσαν από το 1997 εγγεγραμμένοι ως άτυπος συνεταιρισμός στο Μητρώο Φ.Π.Α. Την 13.6.2001 η εγγραφή του συνεταιρισμού ακυρώθηκε λόγω μεταβίβασης της επιχείρησής του στην Αιτήτρια εταιρεία, διευθύντρια της οποίας (και μέτοχος μαζί με το Θεόδωρο Θεοδώρου, αδελφό της) ήταν η Άντρη Θεοδώρου. Την επομένη, 14.6.2001, η Αιτήτρια ζήτησε να εγγραφεί στο Μητρώο Φ.Π.Α., αίτημα που έγινε δεκτό από 14.6.2001. Την 18.7.2001 ο Έφορος πληροφόρησε την Αιτήτρια ότι παράλληλο αίτημά της για μεταβίβαση στην ίδια των φορολογικών υποχρεώσεων και δικαιωμάτων του συνεταιρισμού δεν έγινε δεκτό, και τούτο διότι υπήρχε μεγάλου ύψους εκκρεμούσα φορολογική υποχρέωση του συνεταιρισμού που καθιστούσε επισφαλή τη μεταβίβασή του σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης όπως η Αιτήτρια.
Ο συνεταιρισμός προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά της απόφασης του Εφόρου να μην αποδεχθεί το αίτημα για μεταβίβαση των φορολογικών υποχρεώσεων και δικαιωμάτων. Η προσφυγή του (708/2001) ήταν επιτυχής και με την εκδοθείσα (22.11.2002) απόφαση η απόφαση του Εφόρου ακυρώθηκε. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον ο Έφορος ακύρωσε την εγγραφή του συνεταιρισμού και δέχθηκε την εγγραφή της Αιτήτριας και τη μεταβίβαση της επιχείρησης με βάση τον Κανονισμό 3(1) της Κ.Δ.Π. 222/1991, δεν μπορούσε να μην εφαρμόσει και τις πρόνοιες του Κανονισμού 3(3) ως προς τη μεταβίβαση και των φορολογικών υποχρεώσεων και δικαιωμάτων. Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα (σ. 7-8):
«Ο Έφορος έχει διακριτική ευχέρεια με βάση τον Καν. 3(1) να εγκρίνει ή όχι τη μεταβίβαση επιχείρησης ως λειτουργούσης. Οι λέξεις «ο Έφορος μπορεί» στον Καν. 3(1) που έχω υπογραμμίσει δεν αφήνουν αμφιβολίες γι' αυτό. Αφού φυσικά αιτιολογήσει την απόφαση του. Όμως το ζήτημα δεν είναι ακριβώς αυτό. Γεννιέται θέμα αν ο Έφορος μπορούσε να απορρίψει το αίτημα μεταβίβασης (έντυπο Φ.Π.Α. 11) πρωθύστερα, δηλαδή, αφού ακυρώθηκε η εγγραφή του άτυπου συνεταιρισμού και ενεγράφη στο Μητρώο η διάδοχος κατάσταση εξαιτίας της μεταβίβασης σ' αυτή της επιχείρησης του συνεταιρισμού. Επισημαίνεται ότι η μεταβίβαση είναι παραδεκτή. Ο επιλεκτικός αυτός διαχωρισμός, που αφορά μόνο τις φορολογικές υποχρεώσεις, δεν βρίσκει νόμιμο έρεισμα είτε στο νόμο είτε στους Κανονισμούς, στους οποίους έχω ήδη αναφερθεί. Κατά τη γνώμη μου ο Έφορος υπέπεσε σε νομική και πραγματική πλάνη, υπερβαίνοντας με την προσβαλλόμενη ενέργεια τις εξουσίες του.»
Μετά από την ακυρωτική απόφαση ο Έφορος επανήλθε επανεξετάζοντας το θέμα. Αυτή τη φορά αποφάσισε την 8.4.2004 να μην ακυρώσει την εγγραφή του συνεταιρισμού και να δεχθεί την εγγραφή της Αιτήτριας στη βάση όμως όχι του Καν. 3(1) αλλά του Άρθρου 13 του Ν. 246/1990, ενόψει δε τούτου να θεωρήσει ισχύουσα την απόφασή του για μη μεταβίβαση των φορολογικών υποχρεώσεων και δικαιωμάτων. Η απόφαση αυτή ανεκλήθη όμως την 6.11.2006 μετά από προσφυγή της Αιτήτριας (608/2004), η οποία ως εκ τούτου και απεσύρθη, οπότε και εξεδόθη νέα απόφαση ως ακολούθως:
«3. Για σκοπούς προστασίας των δημοσίων εσόδων ασκώντας τη διακριτική ευχέρεια που μου παρέχουν οι διατάξεις της παραγράφου (1) του Κανονισμού 3 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Μεταβιβάσεις Λειτουργουσών Επιχειρήσεων) Κανονισμών του 1991 μέχρι 1994 έχω αποφασίσει να μην αποδεκτώ την αίτηση για εγγραφή σας στο Μητρώο Φ.Π.Α., με βάση τις εν λόγω διατάξεις.
4. Οι λόγοι, που με οδήγησαν στην πιο πάνω απόφαση απόρριψης του αιτήματός σας, είναι οι ακόλουθοι:
4.1 Στο χρόνο που υποβάλατε το αίτημα 14.6.01 η αξιωματούχος σας κα Α. Θεοδώρου γνώριζε ότι οι φορολογικές υποθέσεις της άτυπης ένωσης προσώπων Θεοδώρου Θεόδωρος & Θεοδώρου Παναγιώτης & Θεοδώρου Άντρη, στο εξής καλούμενη ως συνεταιρισμός, ήταν υπό διερεύνηση, γεγονός που διαπίστωσαν όταν τους επιδόθηκε το ένταλμα έρευνας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 15.5.01.
4.2 Ενώ γνωρίζατε ότι βρισκόταν υπό εξέλιξη διερεύνηση των φορολογικών υποθέσεων του συνεταιρισμού, συστήσατε την εταιρεία σας με περιορισμένη ευθύνη την οποία και εγγράψατε στον Έφορο Εταιρειών στις 24.5.01 και στη συνέχεια ζητήσατε όπως οι τυχόν φορολογικές υποχρεώσεις και ευθύνες των συνεταίρων να μετακυλιθούν στη νεοσυσταθείσα εταιρεία σας. Λόγω της υπόστασης της εταιρείας που οι ευθύνες των αξιωματούχων είναι περιορισμένες, η μετακύλιση των φορολογικών υποχρεώσεων και ευθυνών των συνεταίρων στην εταιρεία θα αποβεί επιζήμια για το δημόσιο συμφέρον.
4.3 Κατά το ίδιο χρονικό σημείο ήταν σε εξέλιξη η ολοκλήρωση του τελικού προσδιορισμού του οφειλόμενου φόρου από το συνεταιρισμό, αφού ήδη είχα διαπιστώσει ότι οι φορολογικές τους δηλώσεις ήταν ελλιπείς και περιείχαν σφάλματα. Η διοικητική έρευνα ολοκληρώθηκε και η διοικητική πράξη, ειδοποίησης του ποσού του οφειλόμενου φόρου, επιδόθηκε στους συνεταίρους λίγες ημέρες αργότερα στις 18.6.01.
5. Στις 13.6.01 διαπιστώθηκε ότι ο συνεταιρισμός τερμάτισε να ασκεί επιχείρηση και επομένως έπαυσε η υποχρέωση αλλά και τυχόν δικαίωμα να παραμείνει εγγεγραμμένο στο Μητρώο Φ.Π.Α. πρόσωπο. Αντίθετα συνεπεία της εκ μέρους σας ανάληψης των δραστηριοτήτων του στις 14.6.01, καθίστασθε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο εφόσον υπήρχαν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι η αξία των φορολογητέων συναλλαγών τις οποίες επρόκειτο να πραγματοποιήσετε σε περίοδο ενός έτους θα υπερέβαινε το ποσό των £12.000,00. Ήδη στις 14.6.01 μου έχετε γνωστοποιήσει την πιο πάνω υποχρέωσή σας, υποβάλλοντας κατάλληλα συμπληρώμένο το σχετικό έντυπο για αίτηση εγγραφής στο Μητρώο Φ.Π.Α., έντυπο Φ.Π.Α. 1Α. Ενόψει τούτου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 13 και 14 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990 μέχρι (Αρ. 2) του 2000 αποφασίζω την εγγραφή σας στο Μητρώο Φ.Π.Α. και η εν λόγω εγγραφή ισχύει από την 14.6.01.»
Προσφυγή κατά της απόφασης της 8.4.2004 κατεχώρησε και ο συνεταιρισμός, θεωρώντας ότι κακώς ο Έφορος δεν εδέχθη το αίτημά του για ακύρωση της εγγραφής του (609/2004). Η προσφυγή ήταν επιτυχής καθότι εκρίθη ότι η απόφαση δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη.
Η Αιτήτρια έχει δίκαιο στις αιτιάσεις της. Η απόφαση στην προσφυγή 708/2001 ήταν καθοριστικής σημασίας. Βάση της ήταν ότι ο Έφορος είχε ήδη αποφασίσει, ασκώντας τη διακριτική ευχέρεια του δυνάμει του Καν. 3(1), την ακύρωση της εγγραφής του συνεταιρισμού και την εγγραφή της Αιτήτριας ως εκ της μεταβίβασης της επιχείρησης. Η ακυρωτική απόφαση δεν επηρέαζε τα δεδομένα εκείνα παρά μόνο την παρά ταύτα παράλληλη απόφαση του Εφόρου να μη δεχθεί μεταβίβαση των φορολογικών υποχρεώσεων και δικαιωμάτων βάσει του Καν. 3(3). Κατά την επανεξέταση δεν παρείχετο λοιπόν πλέον ευχέρεια στον Έφορο να επανέλθει στο θέμα της ακύρωσης της εγγραφής και της νέας εγγραφής και να ασκήσει διακριτική ευχέρεια ως προς τούτο, αφού η άσκηση της διακριτικής ευχέρειάς του για ακύρωση της εγγραφής και νέα εγγραφή είχε ήδη ασκηθεί θετικά όταν αρχικά εδέχθη την ακύρωση της εγγραφής του συνεταιρισμού και την εγγραφή της εταιρείας και έτσι είχε εξαντληθεί. Τούτου δοθέντος, ήταν υποχρεωμένος πλέον ο Έφορος κατά την επανεξέταση, αντί να επανέλθει στο θέμα εκείνο, να εφαρμόσει τις πρόνοιες του Καν. 3(3) ως προς τα επακόλουθα της δεδομένης απόφασής του στις φορολογικές υποχρεώσεις και δικαιώματα. Και ως προς τούτο ο Καν. 3(3) δεν του δίδει διακριτική ευχέρεια παρά μόνο προνοεί τις συνέπειες της ακύρωσης της εγγραφής και της νέας εγγραφής που εβασίζοντο στη μεταβίβαση της επιχείρησης. Η απόφαση του Εφόρου συνιστούσε λοιπόν και παράβαση του δεδικασμένου και υπέρβαση εξουσίας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Η Δημοκρατία θα καταβάλει €800 έξοδα στην Αιτήτρια.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.