ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 187/2008)
30 Δεκεμβρίου, 2008
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
OLGA PAVLOVA,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
- - - - - - -
Ε. Χειμώνας, για την Αιτήτρια.
Ε. Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
- - - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια είναι Ρωσίδα υπήκοος. Αφίχθηκε νόμιμα στην Κύπρο στις 28.12.2003, ως επισκέπτρια. Μετά ένα περίπου χρόνο, στις 13.12.2004, υπέβαλε αίτηση για παροχή πολιτικού ασύλου, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι εγκατέλειψε τη χώρα της γιατί σκότωσαν τον άντρα της και βασάνισαν την ίδια. Πρόσθετα, ενώ βρισκόταν σε στάση λεωφορείου την λήστεψαν μαζί με τη φίλη της. Όλα προκλήθηκαν από εγκληματίες και μαφίες με τους οποίους είναι γεμάτη η Ρωσία. Δεν μπορεί να ζήσει ούτε να κοιμηθεί και φοβάται να βγει έξω στη χώρα της γιατί δεν έχει καμιά εγγύηση ότι δεν θα την σκοτώσουν, όπως σκότωσαν και τον άντρα της.
Η αιτήτρια κλήθηκε σε συνέντευξη από την Υπηρεσία Ασύλου. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης δήλωσε ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα της διότι διωκόταν από μη κυβερνητικό παράγοντα. Συγκεκριμένα, ενώ διατηρούσε κατάστημα ρούχων με το σύζυγό της στην πόλη Λίμπετσκ, στις 29.9.2002, υπήρξαν και οι δύο θύματα ληστείας. Λίγους μήνες μετά, ο σύζυγός της δανείστηκε χρήματα από τη μαφία για να ξεχρεώσει κάποιο δάνειό του. Στις 6.1.2003 ο άντρας της πέθανε λόγω κρανιοεγκεφαλικού τραύματος. Μετά το θάνατο του άντρα της, οι δανειστές απαιτούσαν από αυτή το οφειλόμενο ποσό, ενώ, παράλληλα, την απειλούσαν από τηλεφώνου αλλά και με επισκέψεις μαφιόζων στο σπίτι της. Συνακόλουθα, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη της και να εγκατασταθεί στη Μόσχα, όπου έζησε χωρίς καμιά ενόχληση.
Υπό το φως των στοιχείων που είχε ενώπιόν της η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση, δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000-2005, όπου πρόσφυγας αναγνωρίζεται πρόσωπο λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, δυνάμει του άρθρου 19(1) του ίδιου Νόμου, όπου αναγνωρίζεται το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας όταν ο αιτητής έχει βάσιμο λόγο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, που σύμφωνα με το άρθρο 19(2) μπορεί να πάρει τη μορφή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης. Η αιτήτρια καταχώρησε, ακολούθως, διοικητική προσφυγή, την οποία η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων επίσης απέρριψε, υιοθετώντας, συναφώς, την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.
Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για πολιτικό άσυλο. Προβάλλεται (α) ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και υπό καθεστώς πραγματικής πλάνης, (β) ότι στερείται της δέουσας αιτιολογίας, (γ) ότι λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, (δ) ότι λήφθηκε κατά παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, (ε) ότι χρησιμοποιήθηκαν λανθασμένα κριτήρια και ότι (ζ) δεν αξιολογήθηκαν ορθά τα γεγονότα.
Θεωρώ ότι η προσφυγή είναι αβάσιμη, αφού κανένας από τους λόγους ακύρωσης δεν ευσταθεί. Η αιτήτρια είχε την ευκαιρία, τόσο κατά την εξέταση της αίτησης όσο και κατά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής, να εκθέσει τους ισχυρισμούς της. Η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε όσο το δυνατό καλύτερα τους ισχυρισμούς της και παρέθεσε με σαφήνεια τους επί μέρους λόγους για τους οποίους κατέληξε στην απόρριψη της αίτησης. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων επανεξέτασε όλα όσα η αιτήτρια είχε θέσει προς υποστήριξη του αιτήματός του και διαπίστωσε ότι ορθά και δικαιολογημένα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση δε λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης. Είναι το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και σωστής εφαρμογής του νόμου. Τα ερ. 86-78 στο Τεκμήριο 1, ήτοι το κείμενο της επίδικης απόφασης, ομιλεί αφ΄ εαυτού. Περαιτέρω, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων εξέτασε και το κατά πόσο η αιτήτρια μπορούσε να τύχει του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας και εύλογα κατέληξε σε αρνητικό συμπέρασμα πάνω στη βάση ότι η αιτήτρια δεν μπορούσε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υφίστατο σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη όπως καθορίζεται στο άρθρο 19(2) των περί Προσφύγων Νόμων του 2000-2004. Ούτε και ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 19Α του Νόμου (ανθρωπιστικοί λόγοι).
Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση των γεγονότων ούτε και υποκαθιστά την κρίση της αρμόδιας διοικητικής αρχής, εν προκειμένω της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, με τη δική του. Το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης κατ΄ εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €600 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εις βάρος της αιτήτριας.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΧΤΘ