ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1322/2007)
10 Νοεμβρίου, 2008
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 30 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ABDEL AL RAHIM MUHAMMAD ABBAS,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - - -
Λ. Κληρίδης, για τον Αιτητή.
Δ. Νικολάτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής κατάγεται από την Παλαιστίνη. Είναι έγγαμος με δύο παιδιά. Στις 8.5.2003 εγκατέλειψε τη χώρα του μαζί με τη σύζυγο και τη θυγατέρα του και την επομένη, 9.5.2003, αφίχθηκε στην Κύπρο χωρίς να έχει, ούτε αυτός ούτε η σύζυγος και η θυγατέρα του, οποιοδήποτε ταξιδιωτικό ή άλλο έγγραφο. Στις 30.7.2003 υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο. Πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι οι λόγοι για τους οποίους ωθήθηκε να εγκαταλείψει την Παλαιστίνη μαζί με τη σύζυγο και τη θυγατέρα του ήταν η έλλειψη ασφάλειας και σταθερότητας. Δήλωσε, επίσης, ότι ο ήχος των τανκς και των ρουκετών ήταν μόνιμη κατάσταση, καθώς οι Ισραηλινοί έκαναν συνεχείς επιθέσεις στα σπίτια της περιοχής όπου έμενε. Σε μια από τις επιθέσεις υπέστη καρδιακό επεισόδιο, οι δε Ισραηλινοί στρατιώτες κτύπησαν άσχημα τη σύζυγό του με όπλο στην πλάτη, με αποτέλεσμα, σε μεταγενέστερο στάδιο, να χρειαστεί να εγχειριστεί, γεγονός που της προκάλεσε σοβαρά προβλήματα υγείας. Ισχυρίστηκε, περαιτέρω, ότι κρυβόντουσαν όλοι συνεχώς για να αποφύγουν τη σύλληψη της θυγατέρας τους την οποία αναζητούσαν οι Ισραηλινοί στρατιώτες. Όσον αφορά το γιο τους, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι αυτός είχε συλληφθεί από τους Ισραηλινούς στρατιώτες, κατόρθωσε, όμως, να δραπετεύσει, και τώρα δεν γνωρίζουν πού βρίσκεται. Τόνισε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στην Παλαιστίνη επειδή θέλει η οικογένειά του να ζει κάτω από συνθήκες ασφάλειας. Εάν επιστρέψουν στη χώρα τους θα έχουν τα ίδια προβλήματα.
Ο αιτητής κλήθηκε σε συνέντευξη από την Υπηρεσία Ασύλου. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης επανέλαβε τους ισχυρισμούς του σχετικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την Παλαιστίνη, τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγος και θυγατέρα του. Όσον αφορά το γεγονός ότι εισήλθε παράνομα στην Κύπρο, χωρίς οποιοδήποτε ταξιδιωτικό ή άλλο έγγραφο, ισχυρίστηκε ότι ούτε αυτός, ούτε η σύζυγος ή η θυγατέρα του είχαν στην κατοχή τους οποιοδήποτε έγγραφο, επειδή αυτά τους τα πήραν στο πλοίο προτού φθάσουν στην Κύπρο.
Η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση, στη βάση του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, με το οποίο καθορίζεται η έννοια του πολιτικού πρόσφυγα. Έκρινε, όμως, ότι ο αιτητής, η σύζυγος και η θυγατέρα του εδικαιούντο προστασίας και, ως εκ τούτου, εισηγήθηκε τη χορήγηση σε αυτόν συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του Νόμου, όπου αναγνωρίζεται το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας όταν συντρέχει βάσιμος λόγος ότι ο αιτητής θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, όπως είναι τα βασανιστήρια, ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση (άρθρο 19(2) του Νόμου). Ο αιτητής καταχώρησε, ακολούθως, διοικητική προσφυγή, την οποία η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, αφού μελέτησε τη σχετική επιστολή του δικηγόρου του, την οποία παρέλαβε με τηλεμοιότυπο την 21.6.2004, και αφού παρέλαβε από τον προσφεύγοντα τέσσερις ιδιόχειρες συναφείς επιστολές, επίσης απέρριψε. Δέχθηκε, όμως, ότι αυτός, όπως και η σύζυγος και η θυγατέρα του, είναι άτομα τα οποία έχουν ανάγκη προστασίας ώστε να δικαιούνται να τους χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με το άρθρο 19(1) του Νόμου.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων να απορρίψει την αίτησή του για πολιτικό άσυλο.
Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως (α) ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για τον αιτητή και την οικογένειά του να χάσουν τη ζωή τους ή να τραυματιστούν σοβαρά, για λόγους οι οποίοι εμπίπτουν στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αφού συνιστούν «φυλετικούς λόγους», και, (β) ότι η κατάταξη του αιτητή και των δύο μελών της οικογένειάς του στην κατηγορία των προσώπων που χρήζουν συμπληρωματικής προστασίας, δεν είναι αρκετή για την προστασία της ζωής τους.
Θεωρώ ότι η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ορθά διαπίστωσε ότι ο λόγος για τον οποίο ο αιτητής και η οικογένειά του ωθήθηκαν να εγκαταλείψουν την Παλαιστίνη σχετίζεται με την εκεί επικρατούσα εμπόλεμη κατάσταση ως εκ της οποίας διαπράττονται συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το Ισραήλ. Δεν συνδέεται, όμως, με τον προσδιοριζόμενο στο άρθρο 3(1) του Νόμου «φόβο». Στο πρόσωπο του αιτητή, όπως και των δύο μελών της οικογένειάς του, δεν συντρέχουν τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του δικαιολογημένου φόβου δίωξης τα οποία είναι απαραίτητα για να αναγνωριστεί η ιδιότητα του πολιτικού πρόσφυγα. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 1(α) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, ειδικότερα, ορθά κρίθηκε πως από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι ο αιτητής ή οποιοδήποτε από τα δύο μέλη της οικογένειάς του υπέστησαν, ατομικά, δίωξη από τις Ισραηλινές Αρχές ή από οποιαδήποτε άλλη Αρχή για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικών πεποιθήσεων. Περαιτέρω, ορθά κατά την άποψή μου, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων έκρινε, λαμβάνοντας υπόψη την εμπόλεμη και ασταθή κατάσταση στην Παλαιστίνη, ότι τόσο ο αιτητής όσο και τα δύο μέλη της οικογένειάς του είχαν την ανάγκη προστασίας και, ως εκ τούτου, ορθά αποφάσισε να χορηγηθεί, τόσο σε αυτόν όσο και στα δύο μέλη της οικογένειάς του, το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με το άρθρο 19(1) του Νόμου. Ορθά, τέλος, παραχωρήθηκε στον αιτητή, όπως και στα δύο μέλη της οικογένειάς του, άδεια παραμονής στην Κύπρο για ένα έτος, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19(4) του ίδιου Νόμου, η οποία, βέβαια, μπορεί να ανανεώνεται για όσο χρονικό διάστημα ήθελε διαρκέσει το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €300 έξοδα υπέρ του καθ΄ου η αίτηση.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΧΤΘ