ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 552/2007)

 

12 Σεπτεμβρίου, 2008

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 26, 28, 29, 35 ΚΑΙ  146  ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΤΑΚΗΣ ΒΑΣΙΩΤΗΣ ΛΤΔ,

Αιτητές,

v.

 

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ

ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

____________________

 

Χρ. Χρίστου (κα.) με Ειρ. Κολιού (κα.) για Α.Νεοκλέους, για τους Αιτητές.

Α. Ευσταθίου (κα.), για τους  Καθ' ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:   Ο κ. Τάκης  Βασιώτης  στον οποίο ανήκει η εταιρεία με την επωνυμία «ΤΑΚΗΣ ΒΑΣΙΩΤΗΣ ΛΤΔ» (στο εξής «αιτήτρια εταιρεία») αξιώνει ακύρωση της απόφασης του Συμβουλίου Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών ΄Εργων (στο εξής «το Συμβούλιο») με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για εγγραφή στο Μητρώο Εργοληπτών ως εργολήπτης   οικοδομικών έργων   Β´ τάξης.

 

Το Συμβούλιο είναι υπεύθυνο να εγγράφει στο Μητρώο Εργοληπτών ως εργολήπτες οικοδομικών και τεχνικών έργων ορισμένης τάξης άτομα, εφ΄ όσον ικανοποιηθεί για την ύπαρξη συγκεκριμένων κριτηρίων και προϋποθέσεων, όπως καθορίζονται στα άρθρα 15(1) και 32(3) του περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών ΄Εργων Νόμου του 2001, Ν 29(Ι)/2001.

 

Σημειώνεται ότι από  το 1983 μέχρι το 1992 ο κ. Βασιώτης διατηρούσε ετήσια άδεια Εργολήπτη Α´ Τάξης.

 

Στις 21.10.1992 η  αιτήτρια εταιρεία  υποβιβάστηκε  σε χαμηλότερη τάξη (Β' Τάξη), λόγω μη προσκόμισης απαραίτητων στοιχείων για εργοδότηση μόνιμου τεχνικού υπαλληλικού προσωπικού.

 

Στις 24.9.2001, ο Διευθυντής του καθ' ου η αίτηση Συμβουλίου πληροφόρησε την αιτήτρια εταιρεία ότι η μεταβατική διάταξη του Ν. 4/92 που αφορούσε στην εργοδότηση μειωμένου προσωπικού από εργολήπτες που είχαν πείρα 25 χρόνων σε οικοδομικά ή τεχνικά έργα, ευεργέτημα το οποίο κάλυπτε και την αιτήτρια εταιρεία, δεν ίσχυε πλέον, αφού δεν συμπεριελαμβάνετο στις διατάξεις του νέου Νόμου, Περί Εγγραφής Εργοληπτών (Ν 29(I)/2001).

 

Ο Διευθυντής ωστόσο με νεότερη επιστολή του ημερομηνίας 7.11.2001 πληροφόρησε τον κ. Βασιώτη  ότι, κατόπιν επανεξέτασης του θέματος, το Συμβούλιο αποφάσισε ότι η μεταβατική διάταξη του προηγούμενου Νόμου, Ν 4/92 συνέχιζε να ισχύει για όσους εργολήπτες είχαν εξασφαλίσει το συγκεκριμένο ευεργέτημα πριν την έγκριση του νέου Νόμου 29(I)/2001.

 

Στις 9.3.2005, το  Συμβούλιο στην 982η Συνεδρία του, αποφάσισε ότι το ευεργέτημα της απαλλαγής από την υποχρέωση εργοδότησης ενός πολιτικού μηχανικού, που είχε παραχωρηθεί στο παρελθόν, σύμφωνα με την πρόνοια του Άρθρου 15 (Δεύτερος Πίνακας) όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 4/92, έπαυσε να ισχύει με την εφαρμογή του Νόμου 29(I)/2001.

Στις 23.3.2005, ο Διευθυντής πληροφόρησε την αιτήτρια εταιρεία  ότι με την εφαρμογή του Νόμου 29(I)/2001, το ευεργέτημα της απαλλαγής από την υποχρέωση εργοδότησης ενός πολιτικού μηχανικού για σκοπούς έκδοσης ετήσιας άδειας, έπαψε να ισχύει και ότι μέχρι την 1.7.2005 θα έπρεπε να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του νέου Νόμου. Σε αντίθετη περίπτωση το Συμβούλιο θα προχωρούσε σε υποβάθμιση της ετήσιας άδειας του.

 

Στις 4.5.2005, η αιτήτρια εταιρεία, με επιστολή της  εξέφραζε τη διαφωνία της  με την πιο πάνω προσέγγιση.

 

Εν συνεχεία ο  Διευθυντής, με νέα επιστολή του ημερ. 7.7.2006, πληροφόρησε την αιτήτρια εταιρεία ότι δεν μπορούσε  να εκδοθεί ετήσια άδεια Β' Τάξης οικοδομικών έργων, λόγω του ότι δεν εργοδοτείτο το απαιτούμενο από το νόμο προσωπικό. Στην ίδια επιστολή γινόταν παραπομπή σε σχετικές γνωματεύσεις επί του θέματος και γινόταν εισήγηση για έκδοση ετήσιας άδειας Γ' Τάξης.

 

Με επιστολή της ημερ. 21.7.2006 η αιτήτρια εταιρεία, μέσω των δικηγόρων της,  πληροφόρησε το Συμβούλιο ότι δεν αποδέχεται τον υποβιβασμό της σε Γ' Τάξη.

 

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης του Συμβουλίου, η αιτήτρια εταιρεία καταχώρησε στις 6.2.2007 την υπ' αρ. 1676/06 προσφυγή, Τάκης Βασιώτης Λτδ ν. Συμβουλίου Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς εκδίκαση.

 

Στις 5.2.2007, η αιτήτρια εταιρεία υπέβαλε αίτηση, μαζί με όλα τα συνοδευτικά έγγραφα, για ανανέωση της ετήσιας άδειας της Β´ Τάξης για το έτος 2007.

 

Στις 14.2.2007 ο Διευθυντής πληροφόρησε την αιτήτρια εταιρεία ότι λόγω του ιστορικού του φακέλου της , δηλαδή της μη έκδοσης ετήσιας άδειας για το έτος 2006 για λόγους μη εργοδότησης του απαιτούμενου δια του Νόμου  προσωπικού  καθώς και  του γεγονότος ότι τα στοιχεία που προσκομίστηκαν δεν ικανοποιούσαν την έκδοση άδειας Β´ Τάξης, η επιταγή της επιστρέφετο.  Εκαλείτο δε να συμμορφωθεί προς τη σχετική νομοθεσία αφού τα έργα τα οποία εκτελούσε η εταιρεία από την 1.1.2006 ήταν παράνομα.

 

Η αιτήτρια εταιρεία ζητά συγκεκριμένα :

 

«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ'ών η Αίτηση, ημερομηνίας 14/2/2007, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 23/2/2007, με την οποία οι Καθ' ων η Αίτηση αρνήθηκαν να εκδώσουν ετήσια άδεια Β' τάξης οικοδομικών έργων της Αιτήτριας για το έτος 2007 είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

 

 

Είναι η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για την αιτήτρια εταιρεία ότι η απόφαση του καθ' ου η αίτηση είναι εν προκειμένω παράνομη γιατί, κατά τον ισχυρισμό της, στηρίζεται σε λανθασμένη νομική άποψη και ερμηνεία για το κατά πόσον πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 και/ή του άρθρου 55(2)(β) και (γ) του Νόμου 29(Ι)/2001 για την έκδοση ετήσιας άδειας για το έτος 2007. Υποστηρίζεται  ότι σύμφωνα με το λεκτικό της ισχύουσας Νομοθεσίας, η αιτήτρια εταιρεία είχε δικαίωμα εργοδότησης μειωμένου τεχνικού προσωπικού και/ή δικαίωμα απαλλαγής από την υποχρέωση εργοδότησης ενός πολιτικού μηχανικού. Συνακόλουθα καταλήγει ότι  η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης εφαρμογής του Νόμου, των Κανονισμών και της διαδικασίας.

 

Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι οι καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης και/ή ενήργησε έκνομα και/ή αυθαίρετα επειδή από το έτος 1983 μέχρι και το έτος 2005 η αιτήτρια εταιρεία διατηρούσε ετήσια άδεια Εργολήπτη Α' τάξης και/ή Β' τάξης, είχε δικαίωμα εργοδότησης μειωμένου τεχνικού προσωπικού και/ή δικαίωμα απαλλαγής από την υποχρέωση εργοδότησης ενός πολιτικού μηχανικού και επομένως ότι εξακολουθούσε να απολαμβάνει του ευεργετήματος που προνοείτο στον καταργηθέντα Νόμο 4/1992, μέχρι και το 2005.

 

Περαιτέρω διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη και ότι η αιτιολογία είναι ελλιπής, γενική και αόριστη.

 

Από την άλλη πλευρά οι καθ΄ ων η αίτηση με την γραπτή αγόρευσή τους προβάλλουν προδικαστική ένσταση υποστηρίζοντας  ότι η αιτήτρια εταιρεία δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη απόφαση γιατί ακριβώς δεν πληροί τις απαιτήσεις και τα κριτήρια της σχετικής νομοθεσίας. 

 

Θεωρώ την εν λόγω προδικαστική ένσταση ανεδαφική. Αφ΄ ης στιγμής η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχτηκε στη θέση του Συμβουλίου ότι η αιτήτρια στερείται των απαιτουμένων κριτηρίων που προβλέπονται από το Νόμο, κρίνω ότι  έχει έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει την πιο πάνω απόφαση και να προσπαθήσει να αποδείξει ότι είναι λανθασμένη. Διαφορετικά  οι αποφάσεις των καθ΄ ων η αίτηση να απορρίπτουν αιτήσεις για εγγραφή οι οποίες  θα στηρίζονταν στην κατά τη γνώμη του Συμβουλίου έλλειψη των κριτηρίων που προβλέπονται από το Νόμο, δεν θα μπορούσαν να αμφισβητηθούν.

 

Συνεπώς η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται και θα προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της επίδικης διαφοράς.

 

Η Αιτήτρια από το έτος 1983 μέχρι και το έτος 2005, διατηρούσε ετήσια άδεια Εργολήπτη Α' τάξης και/ή Β' τάξης και είχε δικαίωμα να εργοδοτεί μειωμένο τεχνικό προσωπικό και/ή δικαίωμα απαλλαγής από την υποχρέωση εργοδότησης ενός πολιτικού μηχανικού. Το ευεργέτημα αυτό στηριζόταν στο άρθρο 15 του Νόμου 4/1992. Ο Νόμος αυτός καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με το νέο Νόμο 29(Ι)/2001.

 

Στο άρθρο 32 του Νόμου 29(Ι)/2001 προβλέπονται  τα ακόλουθα:

 

 «32. - (1) Η αναφερόμενη στον παρόντα Νόμο ετήσια άδεια εκδίδεται από το Συμβούλιο στον καθορισμένο τύπο σε εγγεγραμμένους εργολήπτες κατόπιν αίτησης στον καθορισμένο από το Συμβούλιο έντυπο και καταβολής του καθορισμένου τέλους.

 

(2) Για σκοπούς χορήγησης ετήσιας άδειας τα έργα διακρίνονται ανάλογα με την κατηγορία τους σε οικοδομικά και τεχνικά και κατατάσσονται σε πέντε τάξεις, όπως ειδικότερα αναφέρεται στον Πρώτο Πίνακα.

 

(3) Εγγεγραμμένος εργολήπτης δικαιούται να λάβει ετήσια άδεια Οικοδομικών ή και Τεχνικών έργων αναφορικά με οποιαδήποτε από τις πιο  πάνω αναφερόμενες πέντε τάξεις, νοουμένου ότι ικανοποιεί το Συμβούλιο, με την προσαγωγή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων ότι -

 

(α) Πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο Δεύτερο Πίνακα για καθεμία από τις πέντε Τάξεις των οικοδομικών ή τεχνικών έργων, και

 

(β)διαθέτει τον απαραίτητο για την αιτούμενη τάξη οικοδομικών ή τεχνικών έργων, μηχανικό εξοπλισμό και μόνιμο τεχνικό υπαλληλικό τεχνικό προσωπικό.

 

Νοείται ότι κάτοχος ισχύουσας ετήσιας άδειας δικαιούται, οποτεδήποτε και εφόσον πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, να αποταθεί για/αναβάθμιση της άδειάς του κατόπιν γραπτής αίτησης στο καθορισμένο από το Συμβούλιο έντυπο και της καταβολής του καθορισμένου τέλους εξέτασης της αίτησης.

 

(4) Κάθε ετήσια άδεια που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος άρθρου εκπνέει κανονικά, εκτός αν προηγουμένως αυτή ακυρωθεί ή ανασταλεί δυνάμει ­των διατάξεων του άρθρου 34, την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους για το οποίο έχει εκδοθεί και μπορεί να ανανεώνεται κάτω από τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις όπως και η έκδοση της.

 

(5) Η ανανέωση της ετήσιας άδειας μπορεί να εξασφαλίζεται μέσα σε δύο μήνες πριν από την έναρξη του έτους στο οποίο αφορά ή οποτεδήποτε κατά την διάρκεια αυτού, αλλά αν εξασφαλίζεται κατά την διάρκεια του έτους αυτού ο αιτητής οφείλει, χωρίς επηρεασμό οποιασδήποτε ποινικής ή άλλης ευθύνης του, να καταβάλει στο Συμβούλιο εκτός από το καθορισμένο τέλος ανανέωσης και πρόσθετη επιβάρυνση που υπολογίζεται ανάλογα με τη χρονική διάρκεια της παράλειψης όπως ειδικότερα θέλει καθοριστεί.»

 

Είναι πρόδηλο ότι, σύμφωνα με τις πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες, κάθε ετήσια άδεια που εκδίδεται εκπνέει κανονικά την 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους για το οποίο έχει εκδοθεί. Το ίδιο ισχύει και για την ανανέωση ετήσιας άδειας. Κατ' επέκταση,  η αίτηση για εξασφάλιση ετήσιας άδειας υποβάλλεται κάθε χρόνο και αποτελεί αυτοτελή διοικητική πράξη, η οποία κρίνεται στη βάση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος που ισχύει τη δεδομένη χρονική περίοδο.

 

Στην προκείμενη περίπτωση και όπως ρητά σημειώνεται στην  παράγραφο 15 της αίτησης της αιτήτριας εταιρείας, το σχετικό έντυπο για ανανέωση της ετήσιας άδειας για το έτος 2006 παραδόθηκε στην αιτήτρια με την επισήμανση ότι δεν  έγινε είσπραξη του συγκεκριμένου ποσού για ανανέωση της άδειας λόγω του ότι δεν παρουσίασε το απαραίτητο Τεχνικό Προσωπικό για Β' τάξη, μετά την κατάργηση του άρθρου για την απαλλαγή από υποχρέωση εργοδότησης Πολιτικού Μηχανικού, που εμπεριέχετο στον καταργηθέντα Νόμο 4/92.

 

Στο άρθρο 9 του Ν 158(Ι)/99 καθορίζεται ότι στην περίπτωση που εκδίδεται μια διοικητική πράξη ύστερα από αίτηση, το κρίσιμο νομοθετικό καθεστώς είναι αυτό που ισχύει κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης, ανεξάρτητα αν αυτό ήταν διαφορετικό κατά το χρόνο της υποβολής της σχετικής αίτησης. Συνεπώς η αίτηση της αιτήτριας ορθά εξετάστηκε στη βάση των προνοιών της ισχύουσας νομοθεσίας στις πρόνοιες της οποίας δεν περιλαμβάνεται το ευεργέτημα της εργοδότησης μειωμένου προσωπικού και απαλλαγής από την υποχρέωση εργοδότησης πολιτικού μηχανικού το οποίο παρείχετο στη βάση του καταργηθέντος Νόμου 4/92.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας επικαλείται ωστόσο  τις πρόνοιες του άρθρου 55(2) του νέου Νόμου Ν29(Ι)/2001, υποβάλλοντας ότι με τη συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια είναι φανερή η πρόβλεψη του Νομοθέτη να διατηρηθούν  προηγούμενες άδειες που είχαν εκδοθεί και/ή υφίσταντο δυνάμει των προνοιών του καταργηθέντος Ν 4/1992.

 

Το άρθρο 55(2) του Νόμου 29(Ι)/2001 διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

 

«55 (2) Ανεξάρτητα από την κατάργηση των περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμο του 1973 μέχρι 1995 (οι οποίοι στο παρόν Μέρος θα αναφέρονται ως οι καταργηθέντες Νόμοι) ­

 

"...........................................................................................................................

 

(β) οποιαδήποτε εγγραφή εργολήπτη, πιστοποιητικό εγγραφής ή ετήσια άδεια που έγινε ή εκδόθηκε δυνάμει των  καταργηθέντων  νόμων και που ήταν έγκυρη και σε ισχύ αμέσως πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου θα συνεχίσει να είναι έγκυρη και ισχυρή και θα θεωρείται ότι έγινε ή εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου εκτός αν και μέχρις ότου ακυρωθεί ανασταλεί ή λήξει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

 

(γ) οποιαδήποτε εγγραφή εργολήπτη στο Μητρώο ή ετήσια άδεια που έγινε ή εκδόθηκε  δυνάμει  των καταργηθέντων  νόμων και που ήταν έγκυρη και σε ισχύ αμέσως πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου δεν μπορεί να ακυρωθεί ή να υποβιβασθεί ως αποτέλεσμα της έλλειψης ή τροποποίησης προσόντος ή κριτηρίου που γίνεται για πρώτη φορά με τον παρόντα Νόμο.»

 

 

Από το λεκτικό των πιο πάνω σχετικών νομοθετικών προνοιών συνάγεται ότι για σκοπούς έκδοσης άδειας εργολήπτη, οποιαδήποτε ετήσια άδεια που εκδόθηκε και η οποία ήταν έγκυρη και σε ισχύ αμέσως πριν από την έναρξη ισχύος του  Νόμου 29(Ι)/2001 θα συνεχίσει να είναι έγκυρη μέχρις ότου λήξει  δυνάμει των διατάξεων του υφιστάμενου Νόμου. Ωστόσο στην αιτήτρια εταιρεία εξακολουθούσε να παραχωρείται το ευεργέτημα της απαλλαγής και μετά τη λήξη της ετήσιας άδειας της για το έτος 2001  και μέχρι το 2005.

 

Κατόπιν προσεκτικής μελέτης του σχετικού διοικητικού φακέλου έχω αχθεί στο συμπέρασμα ότι το καθ' ου η αίτηση Συμβούλιο μετέβαλε τη θέση του αιτιολογημένα.

 

Η Διοίκηση μπορεί να μεταβάλει τη θέση της σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, νοουμένου βέβαια ότι αιτιολογεί την αλλαγή της προσέγγισής της. Στην προκείμενη περίπτωση η διαφοροποίηση της προσέγγισης της Διοίκησης αιτιολογείται τόσο από το σύνολο των διοικητικών ενεργειών (Δέστε:  άρθρο 29 του Ν 158(Ι)/99) όσο και από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου  στον οποίο βρίσκονται οι γνωματεύσεις επί του θέματος  και η σχετική αλληλογραφία.

 

Το  Συμβούλιο,  έχοντας την εσφαλμένη αντίληψη ότι το επίδικο ευεργέτημα μπορούσε να παραχωρείται και μετά την εφαρμογή του νέου νόμου, εξακολουθούσε να το παραχωρεί. Μετά όμως από ενδελεχή διερεύνηση του όλου θέματος, οι καθ΄  ων η αίτηση, λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά δεδομένα σε συσχετισμό με τις πρόνοιες του νέου Νόμου, μετέβαλαν τη θέση τους, εφόσον δεν μπορούσε να διατηρηθεί ευεργέτημα το οποίο δεν προνοείτο πλέον από το νέο Νόμο.

 

Παραθέτω σχετικό απόσπασμα από τη γνωμάτευση του Εντίμου Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 26 Μαΐου 2005 αναφορικά με τα ερωτήματα που είχαν τεθεί από τους καθ΄ ων η αίτηση σχετικά με τη διατήρηση ή μη της ευνοϊκής μεταχείρισης που έτυχαν ορισμένοι εργολήπτες με βάση τον προηγούμενο Νόμο (Ν 4/1992) και με την οποία συμφωνώ:

 

«Στην προκείμενη περίπτωση ο νομoθέτης, καταργώντας το παλαιό νομοθετικό καθεστώς και εισάγοντας το νέο καθεστώς,  μερίμνησε για σκοπούς ομαλής μετάβασης στο νέο καθεστώς και αποφυγής μεγάλης αναταραχής στο όλο σύστημα, να διατηρήσει σε ισχύ ορισμένες κανονιστικές και άλλες  πράξεις που έγιναν με το προηγούμενο καθεστώς μέχρις ότου αυτές καταργηθούν, τροποποιηθούν ή λήξουν με βάση τις διατάξεις του νέου καθεστώτος.

 

Οι ετήσιες άδειες ήταν μεταξύ εκείνων των πράξεων που με βάση την παράγραφο (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 55 διατηρούντο ρητά σε ισχύ ανεξάρτητα από τις πρόνοιες της νέας νομοθεσίας. Κατοχυρώνετο, δηλαδή, η συγκεκριμένη ετήσια άδεια που ήταν σε ισχύ κατά την έναρξη ισχύος του νέου νόμου και για όσο εχρειάζετο μέχρι αυτή να λήξει κανονικά.

 

Η διάταξη αυτή, κατά την άποψη μας, δεν κατοχύρωνε επάπειρον την προηγούμενη ισχύουσα ευνοϊκή μεταχείρηση στην εξασφάλιση ετήσιας άδειας αλλά μόνο τη συγκεκριμένη εκδιδομένη και ισχύουσα κατά την έναρξη ισχύος του νέου Νόμου ετήσια άδεια. Επικράτηση διαφορετικής άποψης θα σήμαινε ότι ο νομοθέτης δεν θα μπορούσε ποτέ να αναβαθμίσει και εκσυγχρονίσει την περί εργοληπτών Νομοθεσία.»

 

 

Η  μεταβολή επομένως της στάσης των καθ΄ ων η αίτηση ήταν εν προκειμένω νόμιμη και  δεν πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας. Η αιτιολογία της επίδικης απόφασης είναι κατά την κρίση μου σαφής και συμπληρώνεται περαιτέρω από τις γνωματεύσεις επί του θέματος που βρίσκονται στο διοικητικό φάκελο.

 

Ως προς τη θέση της  αιτήτριας ότι το καθ' ου η αίτηση Συμβούλιο δεν τήρησε και/ή δεν εφάρμοσε τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης προτού εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθώς  δεν κάλεσε την αιτήτρια να προβάλει τις απόψεις της, σημειώνω τα ακόλουθα:

 

Στο άρθρο 32(1) του Νόμου 29(Ι)/2001 προνοείται ότι:

 

«Η αναφερόμενη στον παρόντα Νόμο ετήσια άδεια εκδίδεται από το Συμβούλιο στον καθορισμένο τύπο σε εγγεγραμμένους εργολήπτες κατόπιν αίτησης στο καθορισμένο από το Συμβούλιο έντυπο και καταβολής του καθορισμένου τέλους.»

 

Σε τέτοια περίπτωση η νομιμότητα της πράξης εξετάζεται με βάση τις πρόνοιες της συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης και όπως εύστοχα υποδεικνύεται από την  ευπαίδευτη συνήγορο των καθών η αίτηση, ο τύπος που απαιτείται από το σχετικό νόμο είναι ουσιώδης και η διοίκηση, σύμφωνα με το άρθρο 13(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 158(Ι)/1999, οφείλει να τον τηρήσει.

 

Επομένως δεν τίθεται  ζήτημα εν προκειμένω κατά πόσο η διοίκηση άσκησε ορθά τη διακριτική της ευχέρεια να καλέσει ή να μή καλέσει την αιτήτρια εταιρεία προς ακρόαση, επειδή ακριβώς η τήρηση της καθορισμένης υπό του νόμου διαδικασίας και των τύπων, δεν   επαφίεται στη διακριτική της ευχέρεια αλλά επιβάλλεται για να μην καθίστανται οι πράξεις της  παράνομες.

 

Προβάλλεται περαιτέρω η θέση ότι  η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί, με αυτή, παραβιάζονται η  αρχή της ισότητας, η αρχή της αναλογικότητας, το δικαίωμα εργασίας και επαγγέλματος καθώς και η ελευθερία του συμβάλλεσθαι. Θα συμφωνήσω και πάλι με τη θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί εντελώς αόριστα  και επομένως δεν μπορούν να εξεταστούν σοβαρά από το Ανώτατο Δικαστήριο .

 

Καταλήγω στο ότι η μεταβολή της στάσης των καθ΄ ων η αίτηση ήταν εν προκειμένω νόμιμη και  αιτιολογημένη. Η αιτιολογία συμπληρώνεται τόσο από το διοικητικό φάκελο στον οποίο βρίσκονται οι  σχετικές γνωματεύσεις όσο και  από το σύνολο των σχετικών διοικητικών ενεργειών (άρθρο 29 του Ν. 158(1)/99).

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας εταιρείας τα οποία ανέρχονται σε €1700, περιλαμβανομένου και του Φ.Π.Α..

 

 

 

 

                                                      Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                     Δ.

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο