ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 603/2007)

 

18 Ιουλίου, 2008

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ  146  ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.    ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΓΚΑΡΗ,

2.    ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ,

Αιτητές,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ ΚΑΙ/Ή

2.    ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

____________________

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους  Καθ' ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:    Με την προσφυγή τους οι αιτητές ζητούν δήλωση του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση (όπως αυτή περιέχεται στην επιστολή τους ημερ. 20.2.07) με την οποία, κατόπιν επανεξέτασης μετά από ακυρωτικές αποφάσεις και άλλες δικαστικές διαδικασίες, απέρριψαν τελικά το αίτημα των αιτητών για καταβολή της νόμιμης και δεδουλευμένης υπερωριακής αποζημίωσης τους για υπηρεσία που εκπλήρωσαν κατόπιν εντολής, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος και ότι παραλήφθηκε θα πρέπει να διαταχθεί να διενεργηθεί.

 

Τα νομικά σημεία στα οποία βασίζεται η αίτηση περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το δικαστικό δεδικασμένο και τους κανόνες της χρηστής διοίκησης, ότι είναι έκδηλα παράνομη και εκδόθηκε καθ΄ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας, ότι είναι προϊόν αλλότριου σκοπού και ότι είναι αποτέλεσμα έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα.

 

Οι αιτητές ήταν λοχίες της Αστυνομίας οι οποίοι αφυπηρέτησαν.  Κατά το χρονικό διάστημα 1.3.1989 και 31.12.1996 οι αιτητές λέγουν ότι κατόπιν οδηγιών ή εντολής των προϊσταμένων τους υπηρέτησαν πέραν του κανονικού ωραρίου.  Με επιστολή τους ημερ. 18.11.1998 προς τον Αρχηγό Αστυνομίας ζήτησαν την προς αυτούς καταβολή αμοιβής για την υπερωριακή τους εργασία. Το αίτημα τους απορρίφθηκε, εναντίον της απόρριψης καταχωρήθηκαν οι προσφυγές 278/99 και 279/99, από τους αιτητές και στις προσφυγές εκείνες εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση την 3.7.2001.  Κατά την επανεξέταση του αιτήματος οι καθ΄  ων η αίτηση ανέφεραν στους αιτητές ότι δεν ήταν δυνατό να  εξακριβωθεί αν πράγματι εργάστηκαν υπερωριακά κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλά ότι το ζήτημα ακόμα μελετάτο.  Εναντίον εκείνης της θέσης καταχωρήθηκε η προσφυγή 614/02 η οποία απορρίφθηκε τόσο πρωτόδικα όσο και κατ΄ έφεση, ως πρόωρη.   Η Ολομέλεια όμως του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. 3770 (με την οποία απορρίφθηκε η έφεση στην προσφυγή 614/02) υπέδειξε  ότι θα πρέπει να επισπευθεί η εξέταση του αιτήματος των αιτητών. 

 

Στις 20.2.2007 οι καθ΄  ων η αίτηση πληροφόρησαν τους αιτητές πως το αίτημα τους δεν μπορεί να ικανοποιηθεί.  Είναι αυτή την απόφαση που προσβάλλουν, με την παρούσα προσφυγή, οι αιτητές. 

 

Είναι ουσιαστικά η θέση των αιτητών ότι με την απόφαση ημερ. 3.7.2001 στις προσφυγές 278/99 και 279/99 αναγνωρίστηκε το δικαίωμά τους να ζητήσουν αμοιβή για υπερωριακή εργασία που πρόσφεραν και η παράλληλη υποχρέωση των καθ΄ ων η αίτηση να προβούν σε δέουσα έρευνα ώστε να διαπιστώσουν, λογιστικά, το ύψος της προσφερθείσας υπερωριακής εργασίας των αιτητών και να την καταβάλουν.  Οι αιτητές προωθούν περεταίρω τη θέση τους λέγοντας πως η υποχρέωση των καθ΄  ων η αίτηση να διαπιστώσουν και να καταβάλουν τα οφειλόμενα ποσά έχει ήδη αποφασιστεί στις προαναφερόμενες προσφυγές, οι ίδιοι υπέβαλαν τις σχετικές αιτήσεις τους υποστηριζόμενες και από βεβαιώσεις των πρώην Διοικητών της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Κ.Υ.Π.) και ο ισχυρισμός τους ότι προσέφεραν υπερωριακές υπηρεσίες ενισχύεται και από το ότι, αδιαμφισβήτητα, αυτή ελάμβαναν αδιάλειπτα το «επίδομα Ανιχνευτή» σύμφωνα με τον Κανονισμό 30 των περί Αστυνομίας Κανονισμών του 1989, γεγονός που από μόνο του αποδεικνύει πως αυτοί εργάζονταν τουλάχιστον 5 ώρες εβδομαδιαία πέραν του κανονικού ωραρίου εργασίας τους, από τις 3.3.1989 μέχρι τις 31.12.1996. Καθίσταται επομένως προφανές πως οι αιτητές έχουν δικαίωμα για αμοιβή για την προαναφερόμενη υπερωριακή εργασία τους, σύμφωνα με τον Κανονισμό 17 των προαναφερομένων κανονισμών. 

 

Η θέση των καθ΄ ων η αίτηση είναι ότι η απόφαση στις προαναφερόμενες προσφυγές 278/99 και 279/99 επιβάλλει σ΄ αυτούς την υποχρέωση να αποζημιώσουν τους αιτητές για υπερωριακή απασχόληση, νοουμένου όμως ότι από την έρευνα των καθ΄ ων η αίτηση θα προέκυπτε ότι οι αιτητές όντως εργάστηκαν υπερωριακά συγκεκριμένες ώρες και δεν αποζημιώθηκαν.  Σύμφωνα με τους καθ΄   ων η αίτηση κάτι τέτοιο δεν προέκυψε.  Εκείνο που προέκυψε ήταν ότι οι αιτητές όντως εργάστηκαν υπερωριακά κάποιες συγκεκριμένες ώρες, για τις οποίες όμως αποζημιώθηκαν με την παροχή άδειας ανάπαυσης πριν την έναρξη της προαφυπηρετικής τους αδείας.  Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αποτέλεσμα ανεπαρκούς έρευνας, δεν λήφθηκε με αλλότρια κίνητρα, αλλά αντίθετα λήφθηκε καλόπιστα, μέσα στα πλαίσια της άσκησης των εξουσιών του Αρχηγού Αστυνομίας και εξαιτίας του ότι για την κατ΄ ισχυρισμόν υπερωριακή εργασία που πρόσφεραν οι αιτητές δεν υπήρχαν οποιαδήποτε ουσιαστικά αποδεικτικά στοιχεία πέραν εκείνων που αφορούσαν στις συγκεκριμένες ώρες υπερωριακής εργασίας των αιτητών για τις οποίες αυτοί ήδη αποζημιώθηκαν. 

 

Στα προαναφερόμενα οι αιτητές αντιτείνουν ότι αντικείμενο των προαναφερόμενων προσφυγών των αιτητών δεν ήταν οι υπερωρίες των 568 ωρών και των 235 ωρών που αναγνωρίστηκαν αντίστοιχα στους αιτητές κ.κ. Αναστασίου και Τσαγκάρη, και για τις οποίες τους παραχωρήθηκε χρόνος ανάπαυσης, αλλά το αίτημά τους για καταβολή αποζημίωσης για 2.856 και 2.845 ώρες αντίστοιχα που κατ΄ ισχυρισμό αυτοί εργάστηκαν υπερωριακά και δεν αποζημιώθηκαν.   Για το ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία για να γίνει έλεγχος της υπερωριακής εργασίας των αιτητών δεν ευθύνονταν οι αιτητές αλλά οι καθ΄  ων η αίτηση, εν πάση όμως περιπτώσει, με τα υπάρχοντα στοιχεία μπορεί να γίνει λογιστικός υπολογισμός της προσφερθείσας και μη αποζημιωθείσας υπερωριακής εργασίας. 

 

Εξέτασα με πολλή προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία.  Συναφώς σημειώνω τα εξής σημεία:

 

(α)   Οι αιτητές υπηρετούσαν στην Κ.Υ.Π. κατά την περίοδο από 3.3.1989 που ψηφίστηκε ο Κανονισμός 30 των προαναφερομένων κανονισμών, μέχρι την 31.12.1996 (Δέστε:  το Σημείωμα του Διοικητή της Κ.Υ.Π. ημερ. 12.9.2001 με θέμα τις προσφυγές 277/99 (του Ανώτερου Υπαστυνόμου Α. Σπάταλου) και 278/99 και 279/99 (των αιτητών)).    

 

(β)    Κατά την προαναφερόμενη περίοδο οι αιτητές ελάμβαναν αδιάλειπτα το επίδομα Ανιχνευτή όπως προβλέπουν οι πρόνοιες του Κανονισμού 30 εφόσον εργάζονταν τουλάχιστον 5 ώρες εβδομαδιαία πέραν του προβλεπόμενου από τον Κανονισμό 17(2) και 3(α) κανονικού ωραρίου υπηρεσίας (Δέστε: το προαναφερόμενο Σημείωμα του Διοικητή της Κ.Υ.Π.). 

 

(γ)    Οι 5 ώρες εβδομαδιαία προσφέρονταν κυρίως με την εφαρμογή συστήματος 24ωρης υπηρεσίας αλλά και με την εκτέλεση ειδικών αποστολών και καθηκόντων (Δέστε:  το προαναφερόμενο Σημείωμα του Διοικητή της Κ.Υ.Π.).

 

(δ)    Για λόγους που αφορούν την ίδια την Αστυνομική Δύναμη δεν τηρούνταν λεπτομερείς καταστάσεις αναφορικά με την υπερωριακή εργασία των αιτητών στην Κ.Υ.Π..   Από εσωτερικό όμως έλεγχο που έγινε, διαπιστώθηκε η παροχή της προαναφερομένης υπερωριακής εργασίας των αιτητών για τις συγκεκριμένες ώρες για τις οποίες οι αιτητές ήδη αποζημιώθηκαν με ώρες ανάπαυσης, όμως είναι προφανές από τα ενώπιον μου στοιχεία πως η αξίωση των αιτητών δεν αφορά και δεν περιορίζεται στις συγκεκριμένες ώρες για τις οποίες αποζημιώθηκαν. 

 

(ε)     Είναι επίσης προφανές ότι για την προαναφερόμενη περίοδο 1989-1996 οι αιτητές λάμβαναν «επίδομα Ανιχνευτή».  Το επίδομα Ανιχνευτή, σύμφωνα με τον Κανονισμό 30 των  προαναφερομένων κανονισμών (Κ.Δ.Π. 51/89), καταβάλλεται όταν ο Αρχηγός της Αστυνομίας ικανοποιηθεί ότι μέλος της Δύναμης, ενώ ασχολείται σε καθήκοντα ανίχνευσης ή σε ειδικά καθήκοντα, συνήθως εκτελεί εξωτερικά καθήκοντα, τα καθήκοντα αυτά επιβάλλουν στο μέλος να εκτελεί υπερωριακά καθήκοντα τουλάχιστον 5 ωρών πλέον του κανονικού ωραρίου που καθορίζεται από την υποπαράγραφο (2) του Κανονισμού 17 και το μέλος υποβάλλεται σε έξοδα σε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων αυτών. 

 

(στ)    Είναι φανερό από το λεκτικό του Κανονισμού 30(1) ότι το επίδομα Ανιχνευτή δεν αποτελεί αποζημίωση για την εκτέλεση υπερωριακών καθηκόντων αλλά κάλυψη των εξόδων που συνεπάγεται η εκτέλεση υπερωριακών καθηκόντων.  Το δικαίωμα διεκδίκησης αμοιβής ή αποζημίωσης για την εκτέλεση υπερωριακής εργασίας, τουλάχιστον 5 ωρών πλέον του κανονικού ωραρίου που καθορίζεται στον Κανονισμό 17 (2) (α), φαίνεται να διασφαλίζεται και από τις πρόνοιες της παραγράφου (β) του άρθρου 3 του Κανονισμού 17 όπου προνοείται ότι αν μέλος της Δύναμης, περιλαμβανομένου και μέλους στο οποίο καταβάλλεται επίδομα Ανιχνευτή, για το οποίο ισχύει η παράγραφος (2) του Κανονισμού 17, εκτελεί σταθερά υπερωρίες, θα του καταβάλλεται κατ΄ αποκοπή επίδομα, όπως θα ήθελε εγκρίνει ο Αρχηγός.  

 

(ζ)    Στην προκείμενη περίπτωση οι αιτητές υπέβαλαν σχετικές αιτήσεις διεκδικώντας την αμοιβή τους για την υπερωριακή εργασία που κατ΄  ισχυρισμό πρόσφεραν.  Η υποβολή τέτοιων αιτήσεων, σύμφωνα με τη νομολογία, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη διεκδίκηση αμοιβής. 

 

Στην  προσβαλλόμενη απόφαση ο Αρχηγός Αστυνομίας ορθά παρατηρεί ότι η αξίωση των αιτητών βασίζεται στις πρόνοιες του Κανονισμού 17.   Ορθά παρατηρεί επίσης ότι η διαδικασία πληρωμής υπερωριακής αποζημίωσης με βάση τον Κανονισμό 17 είναι εντελώς ανεξάρτητη από τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις καταβολής επιδόματος Ανιχνευτή.    Σημειώνει, στη συνέχεια, ότι η Αστυνομία αναγνωρίζει μεν τη νομική της υποχρέωση για αποζημίωση για υπερωριακή εργασία οποιουδήποτε μέλους της, νοουμένου όμως ότι η εργασία αυτή «ήθελε εξακριβωθεί κατά την καθορισμένη διαδικασία και με την προσκόμιση αναγκαίων δικαιολογητικών για να διαπιστωθεί κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις του Καν. 17 ...».   Κατά τον Αρχηγό Αστυνομίας, από τις προσφυγές 278/99 και 279/99 προκύπτει πως δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί η κατ΄  ισχυρισμό υπερωριακή εργασία.  Οι ενυπόγραφες δηλώσεις των αιτητών και των πρώην Διοικητών της Κ.Υ.Π. προσεγγίζουν το θέμα με γενικό τρόπο.  Από την εσωτερική έρευνα που έγινε οι μόνες υπερωρίες που μπορούσαν να πιστωθούν στους αιτητές ήταν οι 568 ώρες για τον κ. Αναστασίου και οι 235 ώρες για τον κ. Τσαγκάρη για τις οποίες αυτοί ήδη αποζημιώθηκαν με παροχή άδειας ανάπαυσης. 

 

Στην εξέταση της υπόθεσης, κατά την εκτίμησή μου, δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψιν και η επιστολή του τότε Βοηθού Αρχηγού Αστυνομίας ημερ. 17.5.2002 προς τον Έντιμο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, με την οποία τον ενημερώνει για τις προσφυγές 277/99 (του κ. Σπάταλου) και 278/99 και 279/99 (των αιτητών).   Λέγει, ο Βοηθός Αρχηγός, στην επιστολή του ότι μετά την απόφαση του δικαστηρίου ζητήθηκε από το Διοικητή της Κ.Υ.Π. να  ορίσει τμηματική επιτροπή για ενδελεχή έλεγχο από τα αρχεία της Κ.Υ.Π. ή τα σημειωματάρια των αιτητών για εξακρίβωση της υπερωριακής απασχόλησής τους.  Σημειώνει, ο Βοηθός Αρχηγός, ότι έγιναν διάφορες παρατυπίες και ότι διάφορα έντυπα που θα έπρεπε να είχαν συμπληρωθεί, σε σχέση με την υπερωριακή εργασία, δεν συμπληρώθηκαν.  Στη συνέχεια ο Βοηθός Αρχηγός μιλά για οργανωμένη κατάσταση διεκδίκησης καταβολής υπερωριών στην οποία φαίνεται να εντάσσει και τους πρώην Διοικητές της Κ.Υ.Π..  Καταλήγει με τη διατύπωση της άποψης του ότι δεν μπορεί να εξακριβωθεί αν πράγματι οι αιτητές εργάστηκαν υπερωριακά και ότι δεν υπάρχει τεκμηρίωση του αιτήματός τους.  Καταστρατηγήθηκαν οι κανονισμοί και οι Αστυνομικές Διατάξεις που αναφέρονται στην υπερωριακή απασχόληση των μελών της Δύναμης και «. σε περίπτωση που θα ικανοποιηθεί το αίτημα τότε θα ακολουθήσουν παρόμοιες αιτήσεις από εκατοντάδες μέλη μας που εργάσθηκαν κατά καιρούς στο ΤΑΕ, ΟΠΕ, ΓΣΠ, ΥΔΙΝ και ΚΥΠ.  Το κόστος για κάλυψη του πιο πάνω αιτήματος θα ανέλθει σε μερικά εκατομύρια λίρες και πιστεύω ότι η ικανοποίηση του αιτήματος ισοδυναμεί με διασπάθηση δημοσίου χρήματος».   

 

Κατά την κρίση μου το όλο ζήτημα που αναφύεται από την παρούσα προσφυγή μπορεί να περιοριστεί ουσιαστικά στα όσα εύστοχα παρατήρησε ο αδελφός Δικαστής Αρτέμης στην απόφαση του ημερ. 3.7.2001 στις Συνεκδ. Υποθ. 277/99, 278/99 και 279/99, στις σελ. 14 και 15, τα οποία υιοθετώ:

 

«Δεν προκύπτει, συναφώς, ότι υπήρχε εκ του νόμου υποχρέωση των καθ΄ ων η αίτηση να καταβάλουν χωρίς οποιαδήποτε διατύπωση προς τους αιτητές την υπερωριακή αποζημίωση.  Υπήρχε εκ του νόμου το δικαίωμα των αιτητών να τη διεκδικήσουν και η συνακόλουθη υποχρέωση των καθ΄  ων η αίτηση να προβούν κατόπιν της αιτήσεως στη δέουσα έρευνα για να διαπιστώσουν κατά πόσο επληρούντο οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την καταβολή του επιδόματος.  Αυτό ακριβώς δεν έπραξαν και αυτό αποτελεί το αντικείμενο του πρώτου σκέλους της θεραπείας που ζητούν οι αιτητές.»

 

Ήταν, λοιπόν, επιτακτική ανάγκη, τόσον εξαιτίας του δεδικασμένου που προέκυψε από την προαναφερόμενη απόφαση ημερ. 3.7.2001, όσον και εξαιτίας της υποχρεώσεως των καθ΄ ων η αίτηση για χρηστή διοίκηση, να προβούν σε δέουσα έρευνα για να διαπιστώσουν ακριβώς κατά πόσον επληρούντο οι προϋποθέσεις για την καταβολή επιδόματος υπερωριακής εργασίας στους αιτητές.  Το ότι οι αιτητές λάμβαναν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, επίδομα Ανιχνευτή, αυτό ήταν κάτι που, κατά την εκτίμησή μου, θα έπρεπε να λάβουν σοβαρά υπόψιν και να εξετάσουν οι καθ΄  ων η αίτηση, εφόσον η καταβολή του επιδόματος Ανιχνευτή συνεπάγετο ότι οι αιτητές είχαν προσφέρει υπερωριακή εργασία συγκεκριμένων ωρών την εβδομάδα.  Το γεγονός ότι λάμβαναν το επίδομα Ανιχνευτή ήταν βέβαια ανεξάρτητο από την απαίτησή τους για επίδομα υπερωριακής εργασίας εφόσον το επίδομα Ανιχνευτή αφορά στην αποζημίωση τους ως προς τα έξοδα που υπέστησαν κατά την εκτέλεση της υπερωριακής τους εργασίας αλλά δεν αποτελεί επίδομα ή αποζημίωση για την εκτέλεση υπερωριακής εργασίας.  Όλα όσα αναφέρονται, για παράβαση εγκυκλίων και διατάξεων της Αστυνομικής Δύναμης, δεν μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά το δικαίωμα των αιτητών να διεκδικήσουν αποζημίωση για υπερωριακή εργασία που πηγάζει από τον Κανονισμό 17 των προαναφερομένων κανονισμών.  Εξάλλου δεν  μπορεί να θεωρηθεί ότι για τη μη τήρηση των Αστυνομικών Διατάξεων και Εγκυκλίων ευθύνονται οι αιτητές.  Τα όσα σχετικά αναφέρει ο αδελφός Δικαστής Αρτέμης στην προαναφερόμενη απόφαση του στις σελ. 11 μέχρι 14 υιοθετούνται και στην παρούσα υπόθεση.

 

Έχοντας κατά νου τα προαναφερόμενα, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι καθ΄ ων η αίτηση, στην προκείμενη περίπτωση, δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα, κατά παράβαση του δικαστικού δεδικασμένου αλλά και κατά παράβαση της υποχρέωσης τους να ακολουθήσουν τους κανόνες της χρηστής διοίκησης.  Διαπίστωσα ότι οι καθ΄  ων η αίτηση δεν  προέβησαν σε δέουσα έρευνα, όπως επιβαλλόταν, εφόσον, δεν έλαβαν δεόντως υπόψιν, μεταξύ άλλων, ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, οι αιτητές λάμβαναν επίδομα Ανιχνευτή, σύμφωνα με τον Κανονισμό 30 των προαναφερομένων κανονισμών, γεγονός που σήμαινε, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, αν όχι και τελεσίδικα, ότι αυτοί προσέφεραν υπερωριακή εργασία τουλάχιστον 5 ωρών πέραν του κανονικού ωραρίου που καθορίζεται στον Κανονισμό 17.   Μπορεί ακόμα να θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση  επηρεάστηκε και από αλλότριους σκοπούς και συγκεκριμένα από το σκοπό της «εξοικονόμισης» ή της «μη διασπάθισης» δημόσιου χρήματος. Κατά συνέπεια θεωρώ την προσβαλλόμενη απόφαση ως τρωτή και υποκείμενη σε ακύρωση, για τους προαναφερόμενους λόγους. 

 

Εκδίδεται, επομένως, δήλωση του δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση των καθ΄  ων η αίτηση, που περιέχεται στην επιστολή τους ημερ. 20.7.2007, με την οποία απέρριψαν το αίτημα των αιτητών για καταβολή νόμιμης και δεδουλευμένης υπερωριακής αποζημίωσης για υπηρεσία που εκπλήρωσαν κατόπιν εντολής, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.  Δεν θα προχωρήσω στην έγκριση και του δευτέρου σκέλους της ζητουμένης θεραπείας «πως ότι παραλήφθηκε θα πρέπει να διαταχθεί να διενεργηθεί» ακολουθώντας το σκεπτικό του αδελφού Δικαστή Αρτέμη στην προαναφερόμενη απόφασή του, και θεωρώντας ότι με το πρώτο σκέλος της θεραπείας αποκαθίσταται ουσιαστικά το δίκαιο. 

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει.  Γίνεται δήλωση του δικαστηρίου ως ανωτέρω.  Έξοδα €1.000 συν Φ.Π.Α. υπέρ των αιτητών.

 

 

                                                      Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                    Δ.

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο