ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Υπόθεση Αρ. 1553/2005)

 

11 Ιουλίου, 2008

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.    ΑΝΤΡΗ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΜΑΚΡΗ,

2.    ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ ΚΟΥΖΑΛΗ,

3.    ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

4.    ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥΔΗ,

5.    ΜΑΡΙΑ ΛΟΥΚΑ,

Αιτήτριες,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/Ή

ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,

Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

Α. Ευσταθίου (κα), για τις Αιτήτριες.

Τζ. Καρακάννα (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Οι πέντε Αιτήτριες είχαν διοριστεί στη μόνιμη θέση Γραφέα, Γενικού Γραμματειακού Προσωπικού, στην κλίμακα Α2-Α5-Α7, την 1.1.1997, με βάση το Νόμο 107(Ι)/96.  Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με απόφαση της ημερομηνίας 23.12.99 κήρυξε το διορισμό των Αιτητριών άκυρο[1].

 

Το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, σε επιστολή του ημερ. 10.4.2000, επαναπροσέλαβε τις Αιτήτριες πάνω σε έκτακτη βάση απασχόλησης για εκτέλεση καθηκόντων Γραφέα, αρχικά από την ημερομηνία της επιστολής της ΕΔΥ με την οποία τους γνωστοποιούσε διορισμό σε μόνιμη θέση με βάση τον Νόμο 107(Ι)/96.  Οι δύο πλευρές κατά το επανάνοιγμα της υπόθεσης, συμφώνησαν ότι η επιστολή αυτή της ΕΔΥ φέρει ημερ. 16.2.98 (Ερυθρά 27 και 28) και επομένως η προσφορά για πρόσληψη πάνω σε έκτακτη βάση, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι έγινε για να ισχύει από τις 16.2.98 και θα ίσχυε μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2000.  Στη συνέχεια, με διαδοχικές παρατάσεις των συμβολαίων τους, οι Αιτήτριες εξακολουθούν να απασχολούνται πάνω σε έκτακτη βάση μέχρι σήμερα.  Στην πιο πάνω επιστολή του Τμήματος, ημερομηνίας 10.4.2000[2], οι Αιτήτριες, πλην των πιο πάνω, πληροφορούνταν επίσης ότι η μισθοδοσία τους θα συνέχιζε όπως και προηγουμένως.

 

Με βάση τη σημείωση (4) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης Γραφέα (Κλ. Α2-5-7), οι υπάλληλοι που κατείχαν τη θέση αυτή κατά την 16.2.1996 δικαιούνταν να ανελιχθούν στην επόμενη κλίμακα, μόλις φτάσουν στο σημείο της Κλίμακας που αντιστοιχεί στην αφετηρία της επόμενης Κλίμακας.  Ο όρος «υπάλληλοι», όπως σαφώς ορίζεται σε σχετική Σημείωση στο Σχέδιο Υπηρεσίας, «περιλαμβάνει και έκτακτους υπαλλήλους που εκτελούσαν τα καθήκοντα της θέσης κατά την εν λόγω ημερομηνία, η ανέλιξη τους, όμως, με βάση τις Πρόνοιες της Σημείωσης αυτής, θα γίνεται από την ημερομηνία διορισμού τους στην αντίστοιχη οργανική θέση.»

 

Οι Αιτήτριες με επιστολή του δικηγόρου τους ημερομηνίας 4.8.2005 ζήτησαν όπως, στα πλαίσια του υφιστάμενου καθεστώτος εργοδότησης τους (έκτακτοι υπάλληλοι), τύχουν της ειδικής μισθοδοτικής ρύθμισης που προνοείται στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας.  Συγκεκριμένα, αιτούνται μισθοδοτική αναβάθμιση, «αναδρομικά από 1.1.97, με σημείο εκκίνησης τη μισθοδοσία τους που ίσχυε κατά την 23.12.99[3] και η οποία συνεχίζει όπως και προηγουμένως με τους ίδιους όρους δηλαδή που ίσχυαν κατά την περίοδο που αυτοί υπηρετούσαν ως μόνιμοι υπάλληλοι»[4].

 

Η θέση του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού η οποία γνωστοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 20 Σεπτεμβρίου 2005 στις Αιτήτριες, μέσω του δικηγόρου τους, είναι ότι αυτές, λαμβανομένου υπόψη του υφιστάμενου καθεστώτος εργοδότησης τους, θα πρέπει να τύχουν της μεταχείρισης που τυγχάνουν όλοι οι έκτακτοι υπάλληλοι συνεχούς απασχόλησης, δηλαδή δικαιούνται να προχωρούν στην ψηλότερη κλίμακα, αφού πρώτα εξαντλήσουν τη χαμηλότερη κλίμακα, με βάση τους όρους του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας.  Διευκρινίζεται, ωστόσο, ότι οι υπό αναφορά υπάλληλοι θα έχουν την δυνατότητα να τύχουν της μισθοδοτικής μεταχείρισης που προβλέπεται από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, όταν και εφόσον καταστούν μόνιμοι υπάλληλοι.  Ήταν η θέση του Τμήματος ότι «η ειδική ρύθμιση που προέβλεπε για την μισθοδοτική ανέλιξη των υπαλλήλων που υπηρετούσαν κατά την 16.2.96 αφορά μόνο τους μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους και δεν επεκτείνεται στο έκτακτο προσωπικό».  

 

Με την παρούσα προσφυγή οι Αιτήτριες προσβάλλουν την πιο πάνω απόφαση των καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 20.9.2005 με την οποία απέρριπταν αίτημα τους για μισθολογική αναβάθμιση.

 

Η συνήγορος των Αιτητριών προβάλλει, ως λόγους ακυρώσεως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα νομικής και/ή πραγματικής πλάνης, μη δέουσας αιτιολογίας και παράβασης της καλής πίστης.

 

Το ζήτημα που τίθεται είναι καθαρά ζήτημα ερμηνείας του οικείου σχεδίου υπηρεσίας.  Με βάση τα πραγματικά περιστατικά, οι Αιτήτριες αρχικά υπηρετούσαν σε έκτακτη βάση στη θέση Γραφέα (Κλ. Α2-5-7) και στην Κλίμακα Α2.  Με βάση το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, επειδή πρόκειται για συνδυασμένες Κλίμακες, ο υπάλληλος για να ανελιχθεί στην επόμενη κλίμακα, θα πρέπει να εξαντλήσει την προηγούμενη.  Οι Αιτήτριες ακολούθως, με βάση το Ν. 107(Ι)/96, διορίστηκαν υπό δοκιμασία στη μόνιμη θέση που κατείχαν ως έκτακτοι.  Ο εν λόγω διορισμός τους ακυρώθηκε κατόπιν απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο έκρινε ότι ο επίδικος Νόμος είναι αντισυνταγματικός, αφού παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.  Οι καθ'ων η αίτηση μετά την εξέλιξη αυτή προχώρησαν στην επαναπρόσληψη των Αιτητριών ως έκτακτες, στη θέση που κατείχαν προηγουμένως, με την ίδια μισθοδοσία.

 

Κατά την άποψή μου,  ορθά οι καθ'ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα των Αιτητριών, αφού δεν υπήρξε καμία διαφοροποίηση στο μισθολογικό καθεστώς τους.  Η επιστολή ημερ. 10.4.2000 αναμφίβολα δεν είναι συνταγμένη με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.  Όμως εκείνο που ήθελε να μεταδώσει είναι ότι οι Αιτήτριες, θα προσλαμβάνονταν πάνω σε έκτακτη βάση απασχόλησης αρχικά από 16.2.98 μέχρι 31.12.2000, στην ίδια θέση και μισθοδοτική κλίμακα που υπηρετούσαν προηγουμένως, δηλαδή στη συνδυασμένη κλίμακα Α2-Α5-Α7.  Οι Αιτήτριες δεν θα μπορούσαν να επωφεληθούν τυχόν προσαυξήσεων, που είχαν ήδη πάρει με βάση το προηγούμενο καθεστώς μόνιμης εργοδότησης τους, εφόσον τώρα τους προσφερόταν καινούργια θέση.  Εν πάση περιπτώσει, τυχόν αναβάθμιση τους σε νέα μισθολογική κλίμακα, θα ήταν αντίθετη με το οικείο σχέδιο υπηρεσίας το οποίο προέβλεπε ότι μισθολογική ανέλιξη, θα γινόταν μόνο όταν οι υπάλληλοι θα επιτύγχαναν στις σχετικές εξετάσεις που προβλέπονταν στο σχέδιο υπηρεσίας και θα εξαντλούσαν τη χαμηλότερη κλίμακα στη νέα θέση που τους προσφέρθηκε.  Περαιτέρω, τα όσα ανέφερε η συνήγορος των Αιτητριών, ότι δήθεν η επιστολή διορισμού όριζε ότι οι Αιτήτριες υπό το καθεστώς του εκτάκτου θα επιστρέψουν στο μισθοδοτικό καθεστώς που ίσχυε όταν μονιμοποιήθηκαν, δεν ευσταθούν, αφού είναι καθαρά ζήτημα εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας που ρυθμίζει το ζήτημα της ανέλιξης των δημοσίων υπαλλήλων και το οποίο ισχύει και στην περίπτωση των Αιτητριών.  Κατά την άποψή μου, οι πιο πάνω λόγοι ακυρώσεως δεν ευσταθούν.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε νόμιμα και θα πρέπει να επικυρωθεί, εφόσον δεν διαπιστώθηκε οποιαδήποτε πλάνη πραγματική ή νομική, ενώ η αιτιολογία που δόθηκε με την επιστολή της διοίκησης ημερ. 20.9.05, είναι αρκούντως ικανοποιητική.  Τέλος, δεν έχει αποδειχθεί ότι η διοίκηση ενήργησε με κακή πίστη, όπως ισχυρίζονται οι Αιτήτριες.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1200 έξοδα εις βάρος των Αιτητριών.

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ



[1] Ηλία κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές) (1999) 3 ΑΑΔ 884.

[2] Οι επιστολές που στάληκαν στις Αιτήτριες είναι πανομοιότυπες.  Όμως ορισμένες επιστολές φέρουν ημερ. 10.4.2000 και άλλες 11.4.2000.  Για ευκολία θα αναφέρομαι  στην επιστολή ημερ. 10.4.2000.

[3] ημερομηνία κατά την οποία ακυρώθηκε ο διορισμός τους στη μόνιμη θέση Γραφέα, Γενικό Γραμματειακό Προσωπικό.

[4] Βλ. παράγραφο 4 της πιο πάνω επιστολής των δικηγόρων των Αιτητριών.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο