ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Υπόθεση Αρ. 1062/2006 )
15 Ιουλίου, 2008
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΝΙΚΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Μ. Κωνσταντίνου για Α. Πασχαλίδη και Χρ. Χριστάκη, για τον Αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Ν. Αγγελίδης, για τα Ενδ. Μέρη.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής και τα ενδ. μέρη προσλήφθηκαν στην Αστυνομία Κύπρου το Σεπτέμβριο 1995. Κατά τη διαδικασία προαγωγών Αστυφυλάκων στο βαθμό του λοχία που έγινε το Μάρτιο 2001 ο αιτητής και τα ενδ. μέρη δεν είχαν ακόμη συμπληρώσει έξι χρόνια υπηρεσίας για να ήταν προσοντούχοι υποψήφιοι για προαγωγή στο βαθμό του Λοχία. Προκειμένου να καταστούν προσοντούχοι υποψήφιοι, ο Αρχηγός Αστυνομίας, ενασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο νόμος, προέβη στη σύντμηση της υπηρεσίας τους σύμφωνα με τις πρόνοιες του κανονισμού 11(1)(α)(ιιι) των περί Αστυνομίας (Προαγωγών) Κανονισμών του 1989 (ΚΔΠ 52/89) οποίος προβλέπει:
«11.(1) Κανένας δεν θεωρείται ως προσοντούχος υποψήφιος για προαγωγή:-
(α) σε λοχία εκτός αν
(ι) ..................................
(ιι) ..................................
(ιιι) έχει συμπληρώσει εξαετή υπηρεσία από την οποία εξαιρούνται όσοι κατέχουν ειδικά προσόντα αναγκαία για την εκτέλεση των ειδικών καθηκόντων τα οποία θα τους ανατεθούν οπότε η εν λόγω εξαετής περίοδος δεν είναι αναγκαία.»
Τα ενδ. μέρη προάχθηκαν στο βαθμό του Λοχία από 1.9.2001. Η απόφαση για την προαγωγή τους ακυρώθηκε στη συνέχεια με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις προσφυγές 889/2001 και 926/2001. Ενόψει της ακυρωτικής απόφασης, έγινε επανεξέταση με αποτέλεσμα να προαχθούν εκ νέου τα ενδ. μέρη. Εναντίον της εν λόγω απόφασης ο αιτητής άσκησε προσφυγή (υπόθ. 638/2003) και πέτυχε την ακύρωση της απόφασης. Ακολούθησε νέα επανεξέταση και οι καθ΄ ων η αίτηση στις 3.4.2006 αποφάσισαν την εκ νέου προαγωγή των ενδ. μερών. Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την ακύρωση της απόφασης με την οποία προάχθηκαν στο βαθμό του Λοχία τα ενδ. μέρη αντί του ιδίου.
Ο Αρχηγός Αστυνομίας συμμορφούμενος προς την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση 638/2003 έδωσε οδηγίες προς τα μέλη του Συμβουλίου Κρίσεως όπως για τους σκοπούς της επανεξέτασης των προαγωγών προβούν μόνο στη βαθμολόγηση των υποψηφίων με βάση το νέο έντυπο αξιολόγησης χωρίς να υποβληθούν οι υποψήφιοι σε νέα προσωπική συνέντευξη. Επρεπε όμως να αποσταλούν μαζί με το νέο κατάλογο των συνιστωμένων για προαγωγή στο βαθμό του Λοχία και τα αναλυτικά αποτελέσματα της προσωπικής συνέντευξης του Συμβουλίου Κρίσεως του 2001. Επιπρόσθετα, ο Αρχηγός Αστυνομίας προχώρησε (27.2.2006) με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε το 2001, στη σύντμηση του χρόνου αξιολόγησης για προαγωγή των ενδ. μερών.
Επειδή οι κενωθείσες θέσεις μετά την ακύρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν δύο, ο κατάλογος των συνιστωμένων για προαγωγή έπρεπε, σύμφωνα με τους περί Αστυνομίας Κανονισμούς, να περιλαμβάνει διπλάσιο αριθμό υποψηφίων από τις κενές θέσεις. Ο αιτητής δεν είχε συμπεριληφθεί στον κατάλογο των συνιστωμένων για προαγωγή και δεν προάχθηκε. Ο Αρχηγός Αστυνομίας, με βάση τις παρεχόμενες από το νόμο εξουσίες, αποφάσισε την προαγωγή των ενδ. μερών αναδρομικά από 1.9.2001 αφού κατά την κρίση του, υπερείχαν των άλλων υποψηφίων σε αξία και προσόντα. Η απόφαση της προαγωγής των ενδ. μερών δημοσιεύθηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομίας ημερ. 3.4.2006.
Προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης ότι η απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας για σύντμηση της υπηρεσίας των ενδ. μερών λήφθηκε κατά παράβαση του δεδικασμένου. Εδώ πρέπει να υπενθυμίσω ότι ο αιτητής και τα ενδ. μέρη προκειμένου να καταστούν προσοντούχοι υποψήφιοι για προαγωγή στο βαθμό του Λοχία εφαρμόστηκε γι΄ αυτούς ισότιμα ο πιο πάνω κανονισμός 11(1)(α)(ιιι). Για τη σύντμηση της υπηρεσίας του αιτητή εξυπακούεται ότι λήφθηκαν υπόψη, και οπωσδήποτε δεν αγνοήθηκαν, τα προσόντα, η υπηρεσία και τα καθήκοντά του. Το πρακτικό αιτιολόγησης της σύντμησης του χρόνου (παράρτ. 2 στην ένσταση) περιέχει την αιτιολογία της σύντμησης της υπηρεσίας των ενδ. μερών με αναφορά στα προσόντα και τα καθήκοντα που ασκούσαν καθώς και σε εκείνα που θα τους ανατεθούν. Θεωρώ ότι η εν λόγω αιτιολογία βρίσκεται σε πλήρη συμμόρφωση προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα χωρίς να έχει αλλοιωθεί το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε το 2001 δηλαδή, κατά τα χρόνο που προάχθηκαν τα ενδ. μέρη. Η εκτενής επιχειρηματολογία που έχει αναπτυχθεί από πλευράς αιτητή αναφορικά με τα προσόντα κλπ που κατέχει είναι χωρίς σημασία αφού ισότιμα είχε συντμηθεί και η δική του υπηρεσία. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο αιτητής δεν είχε προσβάλει τις προαγωγές που έγιναν το 2001. Με την προσφυγή που άσκησε το 2003 (υπόθ. 638/2003), προσβαλλόταν η επανεξέταση που έγινε το 2003 η οποία και ακυρώθηκε για δύο βασικά λόγους, τη μη συμπερίληψη της αρχαιότητας στο έντυπο αξιολόγησης του Συμβουλίου Κρίσεως και την έλλειψη αιτιολογίας στη σύντμηση της υπηρεσίας των ενδ. μερών.
Καθόσον αφορά στο θέμα της αρχαιότητας, προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης ότι η παραχώρηση κατά την επανεξέταση των 4,75 μονάδων εξουδετέρωσε τη σημασία της αρχαιότητας. Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί καθότι ο αιτητής και τα ενδ. μέρη είχαν την ίδια αρχαιότητα, υπολογιζόμενη από την ημερομηνία της προσλήψής τους στην αστυνομία. Ο αιτητής πήρε τις ίδιες μονάδες που προστέθηκαν στο στοιχείο της αρχαιότητας και στα ενδ. μέρη και συνεπώς δεν αδικήθηκε με την πρόσθετη βαθμολογί που δόθηκε.
Ο αιτητής προβάλλει ως λόγο ακύρωσης την αλλαγή του εντύπου αξιολόγησης του Συμβουλίου Κρίσεως κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης. Η αλλαγή του εν λόγω εντύπου ήταν εκ των πραγμάτων αναγκαία για να υπάρξει συμμόρφωση προς το δεδικασμένο της τελευταίας ακυρωτικής απόφασης όπου είχε κριθεί ότι το έντυπο αξιολόγησης που χρησιμοποιήθηκε έπασχε νομικά γιατί δεν δόθηκε η απαιτούμενη βαρύτητα στο στοιχείο «αρχαιότητα». Καθώς έχει ειπωθεί, το κριτήριο της αρχαιότητας δεν επηρεάστηκε εφόσον ο αιτητής και τα ενδ. μέρη διατήρησαν αναλλοίωτη την αρχαιότητα τους χωρίς επηρεασμό του πραγματικού ή νομικού καθεστώτος. Ο πραγματικός λόγος για τον οποίο ο αιτητής δεν συμπεριλήφθηκε στον πίνακα συνιστωμένων για προαγωγή σίγουρα δεν ήταν η βαθμολογία του στην αρχαιότητα αλλά το γεγονός ότι συστήθηκαν μόνο οι πρώτοι τέσσερις σε βαθμολογία, στους οποίους δεν συμπεριλαμβανόταν ενώ οι θέσεις ήταν μόνο δύο.
Αναφορικά με το θέμα των προσωπικών συνεντεύξεων και την εισήγηση του αιτητή ότι το Συμβούλιο Κρίσεως παράνομα έλαβε υπόψη κατά την επανεξέταση τα αποτελέσματα των προσωπικών συνεντεύξεων που έγιναν υπό άλλη σύνθεση του Συμβουλίου Κρίσεως, παρατηρώ ότι προκύπτει από τα επισυνημμένα στην ένσταση έγγραφα ότι οι βαθμολογίες που δόθηκαν τόσο από την Επιτροπή Αξιολόγησης όσο και από το Συμβούλιο Κρίσεως διατηρήθηκαν για τους σκοπούς της διαδικασίας.
Όπως ορθά επισημαίνει ο δικηγόρος των καθ΄ ων η αίτηση η διοίκηση είχε μπροστά της τρεις επιλογές, είτε
(α) να αγνοήσει την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις οπότε το στοιχείο αυτό δεν θα επιδρούσε στις προαγωγές, κατά παράβαση των σχετικών κανονισμών, είτε,
(β) να καλούσε τους υποψήφιους σε συνέντευξη οπότε θα παραβιαζόταν το πραγματικό καθεστώς, είτε
(γ) να ενεργήσει όπως τελικά ενήργησε αφού τα πιο πάνω αποτελέσματα ήταν καταγραμμένα, αδιαμφισβήτητα και επικυρωμένα από το Ανώτατο Δικαστήριο αφού η όποια αμφισβήτησή τους σε δύο προηγούμενες δικαστικές διαδικασίες δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Μάλιστα δε οι βαθμολογίες αυτές αφού λήφθηκαν υπόψη και κατά την πρώτη επανεξέταση το 2003 και στην παρούσα διαδικασία, διασφαλίστηκε ενιαίο και απρόσωπο μέτρο κρίσης για όλους τους υποψήφιους χωρίς να επηρεάσει και να φέρει σε δυσμενέστερη θέση τον αιτητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε νόμιμα και σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1200 έξοδα σε βάρος του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων αίτηση και των ενδ. μερών.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.