ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 430/2007)
26 Ιουνίου, 2008
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
SARATH SUBASINGHA RAJAPAKSHAGE,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
Κ. Ταμπούρλας, για τον Αιτητή.
Ε. Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, ο οποίος γεννήθηκε το 1973 στη Σρι Λάνκα και είναι Βουδιστής, υπέβαλε αίτηση για την παροχή ασύλου το 2004, ισχυριζόμενος ότι εγκατέλειψε τη χώρα του λόγω πολιτικών προβλημάτων. Πιο συγκεκριμένα, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι αρχικά είχε εγγραφεί ως μέλος του πολιτικού κόμματος JVP, το οποίο κηρύχθηκε από την κυβέρνηση της χώρας ως τρομοκρατικό κόμμα. Όταν αργότερα εγκατέλειψε το κόμμα απειλήθηκε ότι, αν δεν επανεντασσόταν στο κόμμα, μέλη του JVP θα τον σκότωναν ή θα παρέδιδαν το όνομα του στον στρατό της χώρας.
Η αίτηση του για την παροχή ασύλου εξετάστηκε στις 18/5/2005 όταν ο ίδιος κλήθηκε σε συνέντευξη και απάντησε στις σχετικές ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν. Η αίτηση του απορρίφθηκε και ο αιτητής υπέβαλε αναθεωρητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων. Η Αρχή υιοθέτησε την προηγούμενη απορριπτική απόφαση, αφού έλαβε υπόψη μεταξύ άλλων ότι,
(1) Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι μετά που είχε προσεγγιστεί το 1992 για να επιστρέψει στο κόμμα κρυβόταν για επτά χρόνια, μέχρις ότου έφτασε στην Κύπρο για πρώτη φορά το 1999. (Ο ισχυρισμός αυτός φαίνεται, σύμφωνα με τους καθ'ων η αίτηση, ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αφού θα μπορούσε να εντοπισθεί και να συλληφθεί μέσα σε αυτά τα επτά χρόνια).
(2) Ο αιτητής, που είχε ερωτηθεί για το κόμμα JVP στο οποίο είχε εγγραφεί, έδωσε λανθασμένες απαντήσεις για το χρόνο ίδρυσης του κόμματος και τις έδρες που είχε κερδίσει στις εκλογές του 2001 και επιπρόσθετα δεν γνώριζε το όνομα του προέδρου του κόμματος. (Τα πιο πάνω υποδεικνύουν, σύμφωνα με τους καθ'ων η αίτηση, ότι ο αιτητής δεν ήταν ενεργό μέλος του κόμματος JVP).
(3) Ο αιτητής όταν ρωτήθηκε τι άλλα προβλήματα αντιμετώπιζε στη χώρα του απάντησε ότι δεν μπορούσε να βρει εργασία. (Αυτή η απάντηση υπεδείκνυε, σύμφωνα με τους καθ'ων η αίτηση, τον πραγματικό λόγο γιατί ο αιτητής είχε εγκαταλείψει τη χώρα του).
(4) Ο αιτητής, που είχε έλθει στην Κύπρο δύο φορές προηγουμένως, είχε μεταβεί πίσω στη χώρα του όπου παρέμεινε για ένα μήνα κάθε φορά, χωρίς οποιοδήποτε πρόβλημα. (Αυτό υποδηλεί, σύμφωνα με τους καθ'ων η αίτηση, ότι δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο και ότι μπορούσε να αναχωρήσει από τη χώρα του χωρίς κίνδυνο σύλληψης του).
(5) Ο αιτητής όταν ρωτήθηκε γιατί είχε καθυστερήσει να υποβάλει αίτηση για την παροχή ασύλου για πέντε χρόνια μετά από την κάθοδο του στην Κύπρο, ισχυρίστηκε ότι τότε είχε εργασία. (Αυτό υποδηλεί, σύμφωνα με τους καθ'ων η αίτηση, ότι ο αιτητής δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο στη χώρα του και ότι ο πραγματικός λόγος της αίτησης ασύλου ήταν η χορήγηση παράτασης της διαμονής του στη Δημοκρατία).
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει τη νομιμότητα της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων λήφθηκε υπό πλάνη και χωρίς τη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας, ότι δεν περιέχει τη δέουσα αιτιολογία και επιπρόσθετα ότι λήφθηκε κατά παράβαση των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου 2000-2004.
Η προσφυγή είναι αβάσιμη. Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί και από τους λόγους που δόθηκαν για την απόρριψη της αίτησης, φαίνεται ότι η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων έλαβε υπόψη της τα όσα είχε προβάλει ο αιτητής προτού καταλήξει στην απόφαση της απόρριψης της διοικητικής προσφυγής. Οι ισχυρισμοί του αιτητή για την έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας κατά την εξέταση και λήψη απόφασης από την Αναθεωρητική Αρχή, αντικρούονται από το περιεχόμενο του φακέλου. Από τα στοιχεία του φακέλου φαίνεται επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και σωστής εφαρμογής του Νόμου. Κρίνω επίσης ότι η αιτιολογία είναι επαρκής και εμπεριστατωμένη.
Ο ισχυρισμός ότι οι καθ'ων η αίτηση καταπάτησαν τις αρχές της ίσης μεταχείρισης γιατί δεν εξέτασαν το ενδεχόμενο παροχής συμπληρωματικής προστασίας και/ή προσωρινής παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους και ότι δεν τον κάλεσαν σε δεύτερη συνέντευξη, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Από τα σχετικά στοιχεία που έχουν κατατεθεί και από το περιεχόμενο της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, φαίνεται ότι ο αιτητής δεν απέδειξε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την παροχή του καθεστώτος διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους και ότι δεν υπήρξε ανάγκη να κληθεί σε δεύτερη συνέντευξη.
Ο αιτητής ισχυρίζεται επίσης ότι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής λήφθηκε κατά παράβαση του άρθρου 14(3) του περί Προσφύγων Νόμου 2000-2004, το οποίο προνοεί ότι η συνέντευξη διενεργείται μέσα σε 78 μέρες από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης. Η πιο πάνω συνιστά μια ανακριβή και/ή παραπλανητική εισήγηση, αφού το άρθρο 14(3) είχε ήδη καταργηθεί με το άρθρο 16 του Νόμου 9(Ι)/2004. Σημειώνεται εδώ η υποχρέωση του δικηγόρου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 33(7)(α) των Κανονισμών Δεοντολογίας του 2002, ότι δεν πρέπει να παραθέτει οποιαδήποτε εν γνώσει του ανακριβή ή παραπλανητική νομική αυθεντία ή στοιχεία για να παραπλανήσει το Δικαστήριο. Ο κ. Κωνσταντίνος Ταμπούρλας, ο οποίος υπέγραψε τη γραπτή αγόρευση στην οποία περιέχεται ο ανακριβής και/ή παραπλανητικός ισχυρισμός, δεν παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά το στάδιο των διευκρινίσεων για να ερωτηθεί αν η ανακριβής αναφορά έγινε εν γνώσει του ή εν αγνοία του. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια περιορίζομαι στην παρατήρηση ότι η αναφορά ήταν ανακριβής, χωρίς να της αποδοθεί πρόθεση παραπλάνησης. Έστω όμως και αν ο ισχυρισμός που προβλήθηκε ήταν ανακριβής, η άγνοια τροποποίησης του σχετικού άρθρου, κρίνεται ως απαράδεκτη.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €600 έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ