ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Υποθ. Αρ.1373/07, 1439/07, 1440/07, 1441/07)
6 Μαΐου, 2008
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθ. Αρ. 1373/07)
ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΕΡΓΟΛΑΒΩΝ
ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Αιτητές,
ν.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
(Υπόθ. Αρ. 1439/07)
Κ. ΚΥΘΡΑΙΩΤΗΣ ΣΚΥΡΟΔΕΜΑ ΛΤΔ,
Αιτητές,
ν.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
(Υπόθ. Αρ. 1440/07)
ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΤΟΙΜΟ ΜΠΕΤΟΝ ΛΤΔ,
Αιτητές,
ν.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
(Υπόθ. Αρ. 1441/07)
ALFA CONCRETE PUBLIC COMPANY LTD,
Αιτητές,
ν.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Ε. Μιχαήλ, για τους Αιτητές στην 1373/07.
Κ.Αδαμίδης, για τους Αιτητές στις 1439/07, 1440/07, 1441/07.
Ν. Χαραλαμπίδου,, για τους Καθ΄ ων η αίτηση στην 1373/07.
Μ. Χ»Γεωργίου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση στις 1439/07, 1440/07 και 1441/07.
Για το Ενδ. Μέρος The Cyprus Cement Public Company Ltd: κα Κ. Κακουλλή.
Για το Ενδ. Μέρος Τσιμεντοποιία Βασιλικού Δημόσια Εταιρεία Λτδ: κα Ι. Στυλιανίδου.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (η «ΕΠΑ») ημερ. 27.7.2007 με την οποία κηρύχθηκε ως συμβατή, υπό συγκεκριμένους όρους, η συγκέντρωση των εταιρειών The Cyprus Cement Public Co Ltd και Τσιμεντοποιία Βασιλικού Δημόσια Εταιρεία Λτδ.
Στο στάδιο των οδηγιών δηλώθηκε ότι η ΕΠΑ συναινεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο λόγος για τον οποίο η ΕΠΑ συναινεί στην ακύρωση εξειδικεύεται στο ότι, «παρά το γεγονός ότι η απόφαση της ΕΠΑ ημερομηνίας 27.7.2007 κοινοποιήθηκε στα ενδιαφερόμενα μέρη και στον αρμόδιο Υπουργό, όπως προβλέπεται από τους περί Ελέγχου των Συγκεντρώσεων των Επιχειρήσεων Νόμους του 1999 μέχρι 2000 (Ν. 22(1)/99, 107(1)/99, 1544(1)/00 (στο εξής ο σχετικός Νόμος) δεν ανευρέθηκαν στο διοικητικό φάκελο ούτε το σχετικό πρακτικό της συνεδρίας της ΕΠΑ κατά την οποία έλαβε την εν λόγω απόφαση ούτε τυπικό κείμενο της απόφασης αλλά ούτε και η πλήρης αιτιολογία της απόφασης.»
Η πιο πάνω τοποθέτηση της ΕΠΑ προκάλεσε την αντίδραση των ενδιαφερομένων μερών The Cyprus Cement Public Co Ltd (ενδ. μέρος 1) και Τσιμεντοποιία Βασιλικού Δημόσια Εταιρεία Λτδ (ενδ. μέρος 2) η θέση των οποίων είναι ότι ενόψει της ανυπαρξίας πρακτικών της συνεδρίας της ΕΠΑ και τυπικού κειμένου της απόφασης, οι προσφυγές θα πρέπει να απορριφθούν ως μη παραδεκτές καθότι με αυτές προσβάλλεται ανυπόστατη απόφαση μη υποκείμενη σε αναθεωρητικό έλεγχο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. Τα ενδιαφερόμενα μέρη εισηγούνται πως κάτω από αυτές τις περιστάσεις, δεν υπάρχουν περιθώρια εξέτασης της νομιμότητας της «απόφασης» και ότι οι προσφυγές θα πρέπει να απορριφθούν ως μη παραδεκτές.
Η απόφαση της ΕΠΑ ημερ. 27.7.2007 προσβάλλεται από τέσσερις διαφορετικούς αιτητές με αντίστοιχες προσφυγές. Το θέμα που προέκυψε αναφορικά με το παραδεκτό κλπ των προσφυγών, αφορά και στις τέσσερις αυτές προσφυγές που έχω ενώπιόν μου. Το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εκτελεστή διοικητική πράξη υποκείμενη σε έλεγχο με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος η αν αυτή είναι ανυπόστατη και συνεπώς μη παραδεκτή η άσκηση της προσφυγής, θεωρήθηκε από τους διαδίκους ως θέμα ουσιώδους σημασίας γιατί, ανάλογα με τη φύση και τον προσδιορισμό της πράξης, θα είναι και οι έννομες συνέπειες που θα προκύψουν.
Κατόπιν κοινού αιτήματος των δικηγόρων των διαδίκων, αποδέχθηκα να εξετάσω το θέμα προδικαστικά όπως αυτό έχει διατυπωθεί στην ένσταση του ενδ. μέρους 1 ως προδικαστική ένσταση και έχει ως εξής:
«Το Ενδιαφερόμενο Μέρος εγείρει προδικαστική ένσταση και ισχυρίζεται ότι σε περίπτωση που ήθελε βρεθεί ότι δεν τηρήθηκαν πρακτικά και /ή δεν υφίσταται τυπικό κείμενο απόφασης και/ή δεν δημοσιεύτηκε σχετικό Διάταγμα του Υπουργού στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και στερούμενη αντικειμένου καθ΄ ότι προσβάλλει «απόφαση» που δεν απέκτησε οντότητα στο διοικητικό χώρο και/ή δεν είναι νομικά δυνατή η ακύρωση ανύπαρκτης και/ή ανυπόστατης διοικητικής πράξης.»
Καταχωρήθηκαν γραπτές αγορεύσεις και ακολούθησαν προφορικές προς συμπλήρωση. Επί της ουσίας οι θέσεις των ενδιαφερομένων μερών είναι ταυτόσημες. Ταυτόσημες είναι και οι θέσεις των αιτητών με τις θέσεις της ΕΠΑ που συγκεντρώνουν την άλλη άποψη.
Στις 16.3.2006 η Υπηρεσία της ΕΠΑ έλαβε κοινοποίηση, σταλείσα εκ μέρους των ενδιαφερομένων μερών αναφορικά με προτεινόμενη συγκέντρωση, μέσω συμφωνίας πλαίσιο ημερομηνίας 9.3.2007. Κατόπιν εξέτασης, διαπιστώθηκε ότι λόγω ελλείψεων του περιεχομένου της, αυτή δεν ήταν πλήρως σύμφωνη με τις διατάξεις του Παραρτήματος ΙΙΙ του περί Ελέγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμου του 1999. Ενόψει τούτου, στάληκε επιστολή ημερ. 21.3.2007 με την οποία η Υπηρεσία ζήτησε τις αναγκαίες πληροφορίες. Η ΕΠΑ σε επιστολή της ημερ. 21.3.2007 ενημέρωσε, σύμφωνα με το άρθρο 35 του Νόμου τον αρμόδιο Υπουργό για το γεγονός της κοινοποίησης. Στις 28.3.2007 λήφθηκαν οι ζητηθείσες πληροφορίες και στις 30.3.2007 δημοσιεύθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 13(3) του Νόμου, η πράξη συγκέντρωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Η Υπηρεσία της ΕΠΑ διεξήγαγε προκαταρκτική αξιολόγηση της συγκέντρωσης, όπως απαιτείται από το άρθρο 17 του Νόμου και στις 24.4.2007 υπέβαλε έκθεση στην οποία καταγράφεται η αιτιολογημένη γνώμη της αναφορικά με την προτεινόμενη συγκέντρωση και την ανταγωνιστική αγορά.
Η ΕΠΑ σε συνεδρία της ημερ. 25.4.2007 αφού έλαβε υπόψη την προαναφερόμενη έκθεση, διαπίστωσε ότι η κοινοποιηθείσα συγκέντρωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου και δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες ως προς το συμβατό της με την ανταγωνιστική αγορά. Ενόψει τούτου, αποφάσισε να προβεί σε πλήρη διερεύνηση του θέματος και έδωσε προς τούτο σχετικές οδηγίες στην Υπηρεσία. Στις 26.4.2007 ενημερώθηκαν γραπτώς τα μέρη της συγκέντρωσης για την απόφαση της ΕΠΑ καθώς και ο αρμόδιος Υπουργός σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 18 και 19 του Νόμου.
Αποτελεί κοινό έδαφος ότι η Υπηρεσία της ΕΠΑ προέβη σε πλήρη διερεύνηση της προταθείσας συγκέντρωσης σύμφωνα με την απόφαση της ΕΠΑ ημερ. 25.4.2007 και τις πρόνοιες του άρθρου 23 του Νόμου. Στα πλαίσια της διερεύνησης πραγματοποιήθηκαν τον Ιούνιο του 2007 συναντήσεις με τα μέλη της υπό διερεύνηση συγκέντρωσης αλλά και με τρίτους που ζήτησαν να ακουστούν.
Η Υπηρεσία, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της πλήρους διερεύνησης, υπέβαλε στην ΕΠΑ την προβλεπόμενη από το Νόμο Εκθεση Ευρημάτων ημερ. 27.6.2007 στην οποία κατέγραψε τα ευρήματα της και ανέλυσε το θέμα των προτεινόμενων δεσμεύσεων που κρίθηκε ότι ήταν δυνατό να οδηγήσουν στην άρση των αμφιβολιών που δημιουργούσε η προτεινόμενη συγκέντρωση ως προς το συμβατό της με την ανταγωνιστική αγορά.
Η Eκθεση Eυρημάτων της Υπηρεσίας κατατέθηκε στην ΕΠΑ η οποία αποφάσισε να καλέσει τα μέρη για διαβουλεύσεις ενώπιον της επί της πράξης συγκέντρωσης. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 23.7.2007 και κατ΄ αυτή δόθηκαν διευκρινήσεις και αναπτύχθηκαν θέσεις και απόψεις. Στις 24.7.2007 τα μέρη της συγκέντρωσης παρουσίασαν γραπτώς τις δεσμεύσεις που επισήμως αναλάμβαναν και απάντησαν σε ερωτήσεις που τους υποβλήθηκαν. Παρόμοιες συναντήσεις έγιναν και τις επόμενες ημέρες και τα μέρη της συγκέντρωσης ανέλαβαν γραπτώς πρόσθετες δεσμεύσεις.
Η κρίσιμη συνεδρία της ΕΠΑ φαίνεται να πραγματοποιήθηκε στις 27.7.2007 κατά την οποία, καθώς φαίνεται λήφθηκε η επίδικη απόφαση. Ωστόσο, δεν υπάρχουν στο σχετικό φάκελο τα πρακτικά και η αιτιολογία της απόφασης. Εντοπίστηκε στον ηλεκτρονικό φάκελο έγγραφο περιγραφόμενο ως «Πρακτικό Συνεδρίας της ΕΠΑ με αρ. 846-41/2007» ημερ. 27.7.2007 το οποίο περιέχει επιστολή προς τον Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού ημερ. 30.7.2007.
Η ΕΠΑ με επιστολές της ημερ. 30.7.3007 πληροφόρησε τον αρμόδιο Υπουργό και τα μέρη της συγκέντρωσης ότι στις 27.7.2007 αποφάσισε κατά πλειοψηφία να κηρύξει τη συγκέντρωση των ενδιαφερομένων μερών συμβατή με τις απαιτήσεις της ανταγωνιστικής αγοράς υπό την επιφύλαξη όρων και σχετικών δεσμεύσεων που αναλήφθηκαν εκ μέρους των συμμετεχουσών επιχειρήσεων. Στις πιο πάνω επιστολές παρατίθενται επίσης τα στοιχεία που η ΕΠΑ έλαβε υπόψη προκειμένου να καταλήξει στην προαναφερόμενη απόφαση. Παρατίθενται επίσης και οι δεσμεύσεις που ανέλαβαν τα ενδιαφερόμενα μέρη καθώς και άλλα σημαντικά στοιχεία που οδήγησαν στη λήψη της απόφασης. Το γεγονός έγινε ευρύτερα γνωστό με τις ανακοινώσεις/δελτία τύπου που εκδόθηκαν στις 27.7. και 30.7.07 καθώς και με ανακοίνωση μέσω της ιστοσελίδας της ΕΠΑ.
Τα ενδιαφερόμενα μέρη μετά τις σχετικές ανακοινώσεις/δελτία τύπου ημερομηνίας 27.7.2007 και 30.7.2007 που δημοσιεύτηκαν στην ιστοσελίδα των καθ΄ ων η αίτηση προέβησαν σε αντίστοιχες ανακοινώσεις στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ενημερώνοντας έτσι το επενδυτικό κοινό και το ΧΑΚ για το γεγονός λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι «με την έγκριση της συγκέντρωσης από την ΕΠΑ έχει ικανοποιηθεί μια βασική αίρεση της Συμφωνίας Πλαίσιο (Συμφωνία) με ημερομηνία 9 Μαρτίου 2007 μεταξύ των δυο εταιρειών και, ως εκ τούτου, οι δύο εταιρείες προχωρούν στα επόμενα βήματα προς την πλήρη υλοποίηση της Συμφωνίας».
Σύμφωνα με τις διατάξεις των περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 1989 μέχρι (Αρ. 2) του 2000 και ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15, οι αποφάσεις της Επιτροπής, πλήρως αιτιολογημένες, κοινοποιούνται προς κάθε ενδιαφερόμενη επιχείρηση και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Οι δε αποφάσεις της Επιτροπής αποκτούν ισχύ από της κοινοποίησής τους.
Ο περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος διέπει τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθεί η ΕΠΑ σε σχέση με τις υποθέσεις που αυτή εξετάζει, περιλαμβανομένων και των ελέγχων για τη συγκέντρωση επιχειρήσεων για σκοπούς διαφύλαξης του αποτελεσματικού ανταγωνισμού που διέπονται από τον ειδικό σχετικό νόμο.
Κατά συνέπεια οι αποφάσεις της ΕΠΑ πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένες, να κοινοποιούνται προς κάθε ενδιαφερόμενη επιχείρηση και να δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Αποκτούν δε ισχύ από της κοινοποίησής τους και όχι από της δημοσίευσής τους.
Σύμφωνα με το Νόμο και ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29, η ΕΠΑ οφείλει να διαβιβάζει στον αποστολέα της κοινοποίησης την απόφασή της το αργότερο εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης, ή σε περίπτωση που απαιτούνται πρόσθετες πληροφορίες, από την ημερομηνία που παραλαμβάνονται οι εν λόγω πρόσθετες πληροφορίες.
Το άρθρο 32 του Νόμου προβλέπει ότι αν δεν τηρηθούν οι προθεσμίες του άρθρου 29 σε σχέση με συγκεκριμένη συγκέντρωση, αυτή θεωρείται συμβατή με τις απαιτήσεις της ανταγωνιστικής αγοράς.
Σύμφωνα με το άρθρο 56 του περί Ελέγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμου Ν. 22(1)/99, η μόνη περίπτωση για να ισχύσουν εκ νέου οι πιο πάνω προθεσμίες των άρθρων 29 και 32 του εν λόγω Νόμου είναι όταν το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει απόφαση της ΕΠΑ στο πλαίσιο ακυρωτικής διαδικασίας με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Στο Γενικό Διοικητικό Δίκαιο του Π.Δ. Δαγτόγλου, τρίτη έκδοση, σελ. 293, δίδεται η έννοια της ανύπαρκτης ή ανυπόστατης πράξης:
«Α ν ύ π α ρ κ τ η ή α ν υ π ό σ τ α τ η είναι η πράξη που μόνο κατ΄ επίφαση ανταποκρίνεται στην έννοια της διοικητικής πράξεως, που δεν προέρχεται πράγματι από την διοίκηση ή δεν συμπλήρωσε ακόμη την διαδικασία παραγωγής της, μια πράξη δηλαδή πού, από απόψεως διοικητικού δικαίου, δεν υφίσταται κ α θ ό λ ο υ ή δεν υφίσταται α κ ό μ η, αν και μπορεί βέβαια να αποτελεί ήδη αξιόποινη πράξη ή δικαιοπραξία ιδιωτικού δικαίου. Τέτοιες πράξεις είναι τόσο προφανώς ανυπόστατες ως διοικητικές πράξεις, ώστε δεν δημιουργούν κκαν «φαινόμενου δικαίου» (Rechtsschein) και επομένως η διοικητική τους ανάκληση ή διοικητική τους ακύρωση όχι μόνο δεν είναι θεωρητικώς δυνατή, αλλά δεν είναι ούτε πρακτικώς αναγκαία.
Ακυρη είναι η πράξη που και από τη διοίκηση πράγματι προέρχεται και τη διαδικασία παραγωγής της συμπλήρωσε, αλλά πάσχει από τόσο ουσιώδη και πρόδηλα νομικά ελαττώματα, ώστε ούτε η εμπιστοσύνη του ιδιώτη προς το κύρος της να εμφανίζεται αντικειμενικά δικαιολογημένη ούτε η έννομη τάξη να μπορεί να ανεχθεί την ισχύ της και να εξαρτήσει την άρση της από την διοικητική ανάκληση ή την δικαστική ακύρωση.»
Στην υπό κρίση υπόθεση η ΕΠΑ έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση σύμφωνα με όλες τις διαδικασίες που προβλέπονται στο σχετικό Νόμο και κοινοποίησε την απόφασή της στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και στον Υπουργό σύμφωνα με τις διατάξεις του σχετικού Νόμου. Ωστόσο, η εν λόγω πράξη, πάσχει από ουσιαστικά και πρόδηλα νομικά ελαττώματα αφού δεν τηρήθηκαν τα πρακτικά της συνεδρίας της ΕΠΑ κατά την ημερομηνία που αυτή συνεδρίασε και δεν φαίνεται πουθενά στο διοικητικό φάκελο τυπικό κείμενο της απόφασης και η πλήρης αιτιολογία της η οποία απαιτείται από τον περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμο, έτσι ώστε να καθίσταται δυνατός ο ακυρωτικός έλεγχος του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Τα πιο πάνω ελαττώματα οδηγούν στην ακυρότητα της διοικητικής πράξης. Οι αποφάσεις των συλλογικών οργάνων πρέπει να διατυπώνονται γραπτώς διαφορετικά παραβιάζεται η αρχή της χρηστής διοίκησης και η τήρηση άρτιων πρακτικών αποτελεί υποχρέωση κάθε συλλογικού οργάνου αφού αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου της νομιμότητας της διοικητικής πράξης. Η επαρκής και δέουσα αιτιολογία της διοικητικής πράξης είναι επίσης επιβεβλημένη για να μπορεί να διαπιστωθεί η ορθή εφαρμογή του νόμου και να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος των πράξεων της διοίκησης.
Όπως έχει ήδη ειπωθεί, μετά την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης στον Υπουργό, στα ενδιαφερόμενα μέρη και στο κοινό ευρύτερα, μέσω των δελτίων τύπου κλπ, τα ενδιαφερόμενα μέρη προέβηκαν σε ανάλογες ανακοινώσεις προς το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ενημερώνοντας το ΧΑΚ και τους επενδυτές για το γεγονός της λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι «με την έγκριση της συγκέντρωσης από την ΕΠΑ έχει ικανοποιηθεί μια βασική αίρεση της Συμφωνίας Πλαίσιο (Συμφωνία) με ημερομηνία 9 Μαρτίου 2007 μεταξύ των δυο εταιρειών και ως εκ τούτου, οι δύο εταιρείες προχωρούν στα επόμενα βήματα προς την πλήρη υλοποίηση της Συμφωνίας.»
Τα ενδιαφερόμενα μέρη προέβηκαν σε επιπρόσθετες ανακοινώσεις στις 7.11.2007, 13.11.2007 και 19.12.2007 το περιεχόμενο των οποίων σαφώς υποδηλώνει ότι έγκαιρα κατέστησαν γνώστες του πλήρους περιεχομένου της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι οι ίδιοι αποδέχτηκαν και έθεσαν σε εφαρμογή για σκοπούς υλοποίησης της μεταξύ τους συμφωνίας. Προδήλως τα ενδιαφερόμενα μέρη με την όλη στάση και συμπεριφορά τους επιδοκίμασαν την προσβαλλόμενη απόφαση την ύπαρξη της οποίας τώρα αμφισβητούν.
Η προσβαλλόμενη απόφαση άρχισε να παράγει έννομα αποτελέσματα από το χρόνο της κοινοποίησης της στα ενδιαφερόμενα μέρη και τον Υπουργό. Η απόφαση έγινε επίσης γνωστή και στο ευρύ κοινό συμπεριλαμβανομένων των επενδυτών. Τα ενδιαφερόμενα μέρη με τις προαναφερόμενες ενέργειες τους συνέβαλαν στη γνωστοποίηση της απόφασης και των δικών τους σχεδιασμών και προθέσεων. Η έλλειψη των πρακτικών και της πλήρους αιτιολογίας καθιστά νομικά τρωτή την απόφαση. Πρόκειται για νομικά ελαττώματα τα οποία καθιστούν αδύνατο τον αναθεωρητικό έλεγχο και ενόψει τούτου δικαίως οι καθ΄ ων η αίτηση συναινούν στην ακύρωσή της.
Για τους λόγους που έχουν εκτεθεί, η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των αιτητών και επιμερίζονται κατά το ¼ σε βάρος των καθ΄ ων η αίτηση και κατά τα ¾ σε βάρος των ενδ. μερών.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.