ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 4 ΑΑΔ 770

31 Οκτωβρίου, 2007

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

CYPRUS IMPORT CORPORATION LTD.,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΕΦΟΡΟΥ ΦOΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1541/2005)

 

Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Αίτημα για διόρθωση λαθών και επιστροφή ποσού Φ.Π.Α. σε φορολογούμενο ― Άρθρο 5(1)(α) του Ν.95(Ι)/2000 ― Ερμηνεία και εφαρμογή του στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης ― Η επιδιόρθωση αυτοκινήτων από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο της κατασκευάστριας εταιρείας, ορθά θεωρήθηκε από τον Έφορο Φ.Π.Α., ως παροχή υπηρεσιών, υποκείμενη σε φορολογία.

Οι αιτητές επεδίωξαν την ακύρωση της απόρριψης αιτήματος επιστροφής σε αυτούς ποσού εκ Λ.Κ. 580.932,30 το οποίο αξίωναν με τον ισχυρισμό ότι δεν υπόκειται σε φορολογία Φ.Π.Α. η επιδιόρθωση των αυτοκινήτων που πωλούσαν, στη βάση της εγγύησης που συνόδευε τα πωλούμενα αγαθά.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Για τη νομική πτυχή, αρκεί η αναφορά στο άρθρο 5(1)(α) του Νόμου 95(Ι)/2000, το οποίο προβλέπει μεταξύ άλλων, όπως εξάλλου προέβλεπε και ο προηγούμενος Νόμος, ότι φόρος προστιθέμενης αξίας επιβάλλεται «επί της παράδοσης αγαθών και της παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Δημοκρατίας, (συμπεριλαμβανομένου οτιδήποτε θεωρείται ως τέτοια συναλλαγή)».

Επίσης, το άρθρο 5(2), προβλέπει ότι ο φόρος επί οποιασδήποτε παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών, είναι υποχρέωση του προσώπου που πραγματοποιεί την παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών. Επομένως, το ποιoς δίδει την εγγύηση στον Κύπριο αγοραστή, καθορίζει και το ποιος είναι υπόχρεος για τις επιδιορθώσεις, γεγονός που σχετίζεται άμεσα με την καταβολή ή όχι του ΦΠΑ. Οι επιδιορθώσεις στις οποίες προέβη η Αιτήτρια εν προκειμένω, γίνονταν για λογαριασμό της κατασκευάστριας εταιρείας και ως εκ τούτου εμπίπτουν μέσα στον ορισμό της παροχής υπηρεσιών, για τις οποίες σύμφωνα με το Νόμο επιβάλλεται ΦΠΑ.

Η διοίκηση άσκησε την εξουσία της καλόπιστα και η απόφασή της να απορρίψει το αίτημα για επιστροφή του φόρου προστιθέμενης αξίας, ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Geo Παυλίδης και Αραούζος Λτδ. ν. Δημοκρατία (2000) 4 Α.Α.Δ. 621,

Uniplant Ltd. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1381/2005, ημερ. 4.4.2007.

Προσφυγή.

Γ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Παρτασίδου, για τους Αιτητές.

Ε. Συμεωνίδου, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με την προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας ημερομηνίας 7.10.2005, με την οποία απορρίφθηκε αίτημα των Αιτητών για διόρθωση λαθών και επιστροφή ποσού ύψους £580.932,30.

Οι Αιτητές εισάγουν αυτοκίνητα Mercedes από την κατασκευάστρια Γερμανική εταιρεία Daimler-Chrysler AG. Οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι καθίστανται απόλυτοι ιδιοκτήτες των οχημάτων, τα οποία στη συνέχεια τα πωλούν σε πελάτες, παρέχοντας τους και την ανάλογη εγγύηση. Μέσα στα πλαίσια της εγγύησης οι Αιτητές επιδιορθώνουν τις βλάβες και αντικαθιστούν τυχόν ελαττωματικά εξαρτήματα. Στη συνέχεια υποβάλλουν όλα τα έξοδα τους στην Γερμανική εταιρεία, η οποία και τους αποζημιώνει σύμφωνα με την μεταξύ τους συμφωνία. Γι' αυτά τα ποσά φαίνεται ότι για την περίοδο 1.7.92-31.12.04 πληρωνόταν ΦΠΑ, προφανώς επειδή θεωρήθηκε ότι επρόκειτο για παροχή υπηρεσιών.

Στις 8.2.2005 οι Αιτητές ζήτησαν επιστροφή του ποσού που πληρώθηκε, ισχυριζόμενοι ότι δεν παρείχαν οποιεσδήποτε υπηρεσίες στην Γερμανική εταιρεία, αλλά απλώς λόγω των μεταξύ τους συμβατικών υποχρεώσεων, αποζημιώνονταν από την Γερμανική εταιρεία.

Ο Έφορος με επιστολή του πληροφόρησε τους Αιτητές ότι το αίτημα τους για επιστροφή «δεν μπορεί να ικανοποιηθεί εφόσον η χρέωση ... προς την κατασκευάστρια εταιρεία αφορά επιδιόρθωση αυτοκινήτων τα οποία τελούν υπό την εγγύηση του κατασκευαστή για την καλή λειτουργία τους.»

Όπως πολύ ορθά έχει επισημάνει ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Αιτητές, το μοναδικό επίδικο θέμα αφορά σε πραγματικό γεγονός και συνίσταται στη διακρίβωση του προσώπου που παραχωρεί την εγγύηση προς τον Κύπριο αγοραστή του αυτοκινήτου.  Εάν την εγγύηση την παρέχει η κατασκευάστρια εταιρεία του εξωτερικού και μετά στα πλαίσια αυτής της εγγύησης οι Αιτητές αναλαμβάνουν να παρέχουν προς την κατασκευάστρια εταιρεία υπηρεσίες επιδιόρθωσης, τότε ορθά εκδόθηκε η επίδικη απόφαση.  Εάν, από την άλλη, η εγγύηση επιδιόρθωσης παρέχεται προς τον Κύπριο αγοραστή όχι από την κατασκευάστρια εταιρεία, αλλά από τους Αιτητές, τότε η απόφαση του Εφόρου είναι εσφαλμένη.

Η θέση των Αιτητών είναι ότι η εγγύηση παρέχεται από τους ίδιους. Προς υποστήριξη της θέσης τους επικαλούνται διάφορα έγγραφα τα οποία έθεσαν και στη διάθεση του Εφόρου και τα οποία κατά τους ίδιους αποδεικνύουν την ορθότητα της θέσης τους. Σύμφωνα με το συνήγορο τους, ουδέποτε υπήρξε οποιαδήποτε συμβατική συμφωνία μεταξύ της κατασκευάστριας εταιρείας και των Κυπρίων αγοραστών των αυτοκινήτων για οποιοδήποτε θέμα, γι' αυτό και εισηγήθηκε ότι εφαρμόζεται πλήρως η απόφαση Geo Παυλίδης και Αραούζος Λτδ. ν. Δημοκρατία (2000) 4 Α.Α.Δ. 621. Στο στάδιο των διευκρινήσεων παρέπεμψε το Δικαστήριο και σε πρόσφατη απόφαση του Νικολάτου, Δ., στην υπόθεση Uniplant Ltd. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1381/2005, ημερ. 4.4.2007, όπου έκρινε ότι συμβατική ευθύνη για την επιδιόρθωση μηχανημάτων είχε η κατασκευάστρια εταιρεία και ότι ορθά ο Έφορος θεώρησε τις επιδιορθώσεις από την Κυπριακή εταιρεία ως παροχή υπηρεσιών προς την κατασκευάστρια εταιρεία και συνακόλουθα υποκείμενες σε φόρο προστιθέμενης αξίας.

Από την άλλη η ευπαίδευτη δικηγόρος για τους καθ' ων η αίτηση υποστήριξε την απόφαση του Εφόρου και εισηγήθηκε ότι ευθύνη για τις επιδιορθώσεις έχει η κατασκευάστρια εταιρεία η οποία και παραχωρεί την εγγύηση. Για να υποστηρίξει τη θέση της έκαμε αναφορά στους «Όρους Πώλησης» που υπογράφτηκαν στις 11.4.1955 μεταξύ της κατασκευάστριας και των Αιτητών, ως επίσης στη «Συμφωνία Μεταπωλητή» και στη μεταξύ τους Συμφωνία για την επιδιόρθωση και συντήρηση των οχημάτων («Service Agreement»). Ήταν η θέση της ότι, η χρέωση των Αιτητών ως αντιπροσώπων προς τους ξένους κατασκευαστές για παροχή υπηρεσιών σε σχέση με την εγγύηση του κατασκευαστή, υπόκειται σε θετικό συντελεστή ΦΠΑ, για να καταλήξει ότι η απόφαση του Εφόρου ήταν λογικά εφικτή στα πλαίσια των γεγονότων που είχε ενώπιον του.

Για να αποφασίσω το θέμα, κρίνω ότι δεν χρειάζεται να αναφερθώ λεπτομερώς, είτε στον προηγούμενο Νόμο 246/90, είτε στον καινούργιο Νόμο 96(Ι)/2000 ο οποίος τον αντικατέστησε. Για τη νομική πτυχή, περιορίζω την αναφορά μου στο Άρθρο 5(1)(α) του Νόμου 95(Ι)/2000, το οποίο προβλέπει μεταξύ άλλων, όπως εξάλλου προέβλεπε και ο προηγούμενος Νόμος, ότι φόρος προστιθέμενης αξίας επιβάλλεται «επί της παράδοσης αγαθών και της παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Δημοκρατίας (συμπεριλαμβανομένου οτιδήποτε θεωρείται ως τέτοια συναλλαγή)».

Σύμφωνα με το Άρθρο 8(2)(β) του ίδιου Νόμου, η παροχή υπηρεσιών δεν περιλαμβάνει οτιδήποτε το οποίο πραγματοποιείται χωρίς αντιπαροχή. Επίσης, το Άρθρο 5(2) προβλέπει ότι ο φόρος επί οποιασδήποτε παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών, είναι υποχρέωση του προσώπου που πραγματοποιεί την παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών.

Επομένως, το ποιoς δίδει την εγγύηση στον Κύπριο αγοραστή, καθορίζει και το ποιος είναι υπόχρεος για τις επιδιορθώσεις, γεγονός που σχετίζεται άμεσα με την καταβολή ή όχι του ΦΠΑ.

Βέβαια, το θέμα θα ήταν απλό αν η Αιτήτρια παρουσίαζε στη διοίκηση στοιχεία από τα οποία να φαίνεται καθαρά ότι η εγγύηση εδίδετο από την ίδια. Όμως δεν το έπραξε. Τα στοιχεία που παρουσίασε με κανένα τρόπο δεν υποδεικνύουν ευθέως ότι η εγγύηση εδίδετο από την ίδια.

Έχω εξετάσει το θέμα και με βάση τα στοιχεία της υπόθεσης έχω καταλήξει ότι οι επιδιορθώσεις στις οποίες προέβη η Αιτήτρια, γίνονταν για λογαριασμό της κατασκευάστριας εταιρείας και ως εκ τούτου εμπίπτουν μέσα στον ορισμό της παροχής υπηρεσιών για τις οποίες σύμφωνα με το Νόμο επιβάλλεται ΦΠΑ. Οι λόγοι αυτής της κατάληξης, είναι οι ακόλουθοι.

Πρώτον, με βάση τους Όρους Πώλησης οι οποίοι ίσχυαν από το 1955, ήταν η κατασκευάστρια εταιρεία που παραχωρούσε τη σχετική εγγύηση. Αυτό επιβεβαιώθηκε και από την Αιτήτρια σε χρόνο ανύποπτο, με επιστολή της, ημερομηνίας 22.4.1992 (βλ. έγγραφο 84 στο Διοικητικό Φάκελο) προς τον Έφορο ΦΠΑ, στην οποία αναφέρει ότι: «Όπως είναι γνωστό, όλα τα καινούργια αυτοκίνητα φέρουν εγγύηση από το εργοστάσιο». Δεύτερον, από τα τιμολόγια της Αιτήτριας προς αγοραστές, δείγμα των οποίων υπάρχει στο διοικητικό φάκελο, φαίνεται ότι η πώληση γινόταν στη βάση των όρων πώλησης της Αιτήτριας και των όρων πώλησης της κατασκευάστριας εταιρείας. Όμως δεν υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο που να δείχνει ότι μέσα στους όρους πώλησης, η ίδια η Αιτήτρια έδιδε οποιαδήποτε εγγύηση προς τον αγοραστή. Αντίθετα, την εγγύηση φαίνεται να παρείχε η κατασκευάστρια εταιρεία, μέσω των αντιπροσώπων της που ήταν η Αιτήτρια εταιρεία. (Βλ. Terms & Conditions for the Sale of Brand New Vehicles Abroad). Αυτά σε ό,τι αφορά την πρώτη περίοδο μεταξύ 1.1.92-30.4.04.

Αναφορικά με τη δεύτερη περίοδο για την οποία χρεώθηκε ΦΠΑ - 1.5.2004-31.12.2004 - η κατασκευάστρια εταιρεία και η Αιτήτρια, υπέγραψαν την 1.5.2004 δύο νέες συμφωνίες. Η πρώτη τιτλοφορείται «Συμφωνία Αντιπροσώπευσης» («Dealer Agreement»). Στην παράγραφο 6.1 της πρώτης συμφωνίας, αναφέρεται ότι σε σχέση με καινούργια οχήματα που πωλούνται από τον αντιπρόσωπο, αυτός θα βεβαιώνεται ότι οι εγγυήσεις θα τιμούνται. Το ότι η κατασκευάστρια εταιρεία μέσα από τη Συμφωνία παρέχει διάφορες εγγυήσεις στην Αιτήτρια, δεν διαφοροποιεί κατά την άποψή μου το θέμα, εφόσον αυτό που εδώ ενδιαφέρει είναι η εγγύηση προς τον τελικό αγοραστή του αυτοκινήτου.

Με τη δεύτερη συμφωνία, η οποία τιτλοφορείται «Συμφωνία Επιδιορθώσεων» («Service Agreement»), η Αιτήτρια καθίστατο «εξουσιοδοτημένος επιδιορθωτής» («Authorized Repairer»).  Όπως αναφέρεται στην ίδια τη συμφωνία, σκοπός ήταν η εγκατάσταση ποιοτικού συστήματος για την παροχή υπηρεσιών μετά την αρχική πώληση και η καλύτερη παροχή ανταλλακτικών. Όμως ούτε αυτή η συμφωνία φαίνεται να άλλαξε το σύστημα εγγυήσεων προς τον τελικό αγοραστή. Βέβαια, η συμφωνία φαίνεται να παρείχε τη δυνατότητα στην Αιτήτρια, αν επιθυμούσε, να παραχωρεί και η ίδια εγγύηση, όμως αυτή θα έπρεπε να συνάδει με την εγγύηση της κατασκευάστριας εταιρείας. Κάτι τέτοιο όμως δεν φαίνεται να έγινε κατά την επίδικη περίοδο. Επομένως, η μόνη εγγύηση προς τον τελικό αγοραστή, παρέμεινε αυτή της κατασκευάστριας εταιρείας, η οποία, σύμφωνα με τον όρο 5.2.5 της «Συμφωνίας Επιδιορθώσεων», είχε και τον τελικό λόγο για το αν η απαίτηση του πελάτη δυνάμει της εγγύησης ήταν δικαιολογημένη ή όχι.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή έκανε αναφορά και σε δύο επιστολές οι οποίες, σύμφωνα με την εισήγηση του, ενισχύουν τις θέσεις του. Πρόκειται για δύο επιστολές της κατασκευάστριας εταιρείας οι οποίες στάληκαν μετά που προέκυψε η διαφορά με τον Έφορο ΦΠΑ. Η πρώτη, ημερομηνίας 27.5.05, απευθύνεται στο δικηγόρο κ. Αλέκο Ευαγγέλου ο οποίος ενεργούσε εκ μέρους αγοραστή αυτοκινήτου. Η κατασκευάστρια εταιρεία υποδείκνυε στην επιστολή της ότι ουδεμία συμβατική σχέση είχε με τον πελάτη του κ. Ευαγγέλου, ο οποίος θα έπρεπε να αποταθεί στην Αιτήτρια για τα παράπονα του. Η δεύτερη επιστολή ημερ. 16.6.05 απευθυνόταν στην ίδια την Αιτήτρια. Στην επιστολή εκφραζόταν η θέση ότι τα αυτοκίνητα πωλούνται στην Αιτήτρια, στην οποία και εδίδετο η εγγύηση και όχι στον Κύπριο αγοραστή. Έχω μελετήσει τις δύο επιστολές οι οποίες δεν είναι τίποτε άλλο από απόψεις της κατασκευάστριας εταιρείας, η οποία βέβαια δικαιούται να τις εκφράσει, πλην όμως δεν βοηθούν στην επίλυση της επίδικης διαφοράς.

Ένα άλλο στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της άποψης της διοίκησης, ότι η διαδικασία επιδιόρθωσης βλαβών δυνάμει της εγγύησης ήταν φορολογητέα υπηρεσία σύμφωνα με τον Νόμο, είναι και το παραδεχτό γεγονός ότι στη χρέωση που υπέβαλλε η Αιτήτρια προς την κατασκευάστρια εταιρεία, συνυπήρχε και το στοιχείο της αντιπαροχής, αφού όπως η ίδια αναφέρει, στην τιμολόγηση χρεωνόταν και ένα μικρό ποσοστό κέρδους. (Βλ. επιστολή Αιτήτριας προς τον Έφορο ΦΠΑ, ημερ. 31.5.2005, Παράρτημα Β της Αίτησης).

Τα στοιχεία κατά τη γνώμη μου, δείχνουν ότι η διοίκηση άσκησε την εξουσία της καλόπιστα και ότι η απόφαση της να απορρίψει το αίτημα για επιστροφή του φόρου προστιθέμενης αξίας, ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται και η προσφυγή απορρίπτεται με £600 έξοδα εις βάρος των Αιτητών.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο