ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 4 ΑΑΔ 639

14 Σεπτεμβρίου, 2007

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΠΑΝΑΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 344/2006)

 

Έννομο Συμφέρον ― Αξιωματικού του Στρατού της Δημοκρατίας, να προσβάλει την κρίση του, ως προακτέου κατ' αρχαιότητα.

Στρατός της Δημοκρατίας ― Πειθαρχικό δίκαιο ― Πειθαρχική ποινή που επιβλήθηκε αποκλειστικά και μόνον λόγω προηγηθείσας ποινικής καταδίκης, δεν μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς τον ενδιαφερόμενο μετά την αποκατάστασή του δυνάμει του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου του 1981 (Ν.70/81).

Στρατός της Δημοκρατίας ― Αξιωματικοί ― Προαγωγές ― Εκθέσεις Ικανότητας ― Η ορθή μεθοδολογία βαθμολόγησης των ουσιαστικών προσόντων σύμφωνα με τη δεσμευτική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Δεν τηρήθηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.

Ο αιτητής προσέβαλε τη νομιμότητα της κρίσης του από το Συμβούλιο Επανακρίσεων, ως προακτέου κατ' αρχαιότητα.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Η διαβάθμιση προακτέος κατά αρχαιότητα επάγεται δυσμενείς επιπτώσεις, αφού είναι οι προακτέοι κατ' εκλογήν που προάγονται κατά προτεραιότητα, τιθέμενοι και ψηλότερα στην ιεραρχία σε σχέση με τους έστω, εν τέλει, προαγόμενους κατά αρχαιότητα.  Σαφώς, λοιπόν, νομιμοποιείται ο αιτητής να προσβάλει αυτή τη δυσμενή κρίση. 

2.  Δεν ήταν νόμιμη η επίκληση εν προκειμένω της πειθαρχικής καταδίκης. Θα ήταν αντινομικό να θεωρηθεί πως παρέχεται η δυνατότητα διατήρησης πειθαρχικής ποινής, ως στοιχείο που επηρεάζει δυσμενώς, όταν αυτό έχει ως μόνο υπόβαθρο την καταδίκη από Δικαστήριο, την οποία ο Νόμος θεωρεί, ενόψει της αποκατάστασης, ως μηδέποτε υπάρξασα. Πειθαρχικό παράπτωμα, όπως το επίδικο, δεν έχει αυτοτελή υπόσταση, είναι αρρήκτως συναρτημένο προς την ποινική καταδίκη και, στο πλαίσιο του Νόμου και των Κανονισμών, ορθά ερμηνευόμενων, δεν μπορεί να επιδράσει δυσμενώς, μετά την αποκατάσταση.

3.  Το σύστημα βαθμολόγησης που ακολουθήθηκε εν προκειμένω, κρίθηκε παράνομο από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. Λόττα (1997) 3 Α.Α.Δ. 457. Δεν υπάρχει βαθμολογία των ουσιαστικών προσόντων. Υπάρχει βαθμολογία μόνο ορισμένων από τα στοιχεία στα οποία το κάθε ένα από αυτά αναλύεται και η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχτηκε, αποσπασματικά, στη βαθμολογία ορισμένων από τα στοιχεία εκείνα.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Δημοκρατία ν. Λόττα (1997) 3 Α.Α.Δ. 457.

Προσφυγή.

Σ. Οικονομίδης, για τον Aιτητή.

Φ. Κωμοδρόμος, Νομικός Λειτουργός, για τους Kαθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι Ταγματάρχης στο Στρατό της Δημοκρατίας. Κατά τις ετήσιες κρίσεις Αξιωματικών του έτους 2005 κρίθηκε από το Συμβούλιο Κρίσεως Αξιωματικών ως «παραμένων στον ίδιο βαθμό» και προσέφυγε στο Συμβούλιο Επανακρίσεων. Το Συμβούλιο Επανακρίσεων διαφοροποίησε την κρίση του Συμβουλίου Κρίσεων, τον έκρινε ως προακτέο κατά αρχαιότητα και αντικείμενο της προσφυγής είναι αυτή η απόφαση.  Όπως υποστηρίζει ο αιτητής, τα αιτιολογικά στηρίγματα, που ήταν όμοια με εκείνα του Συμβουλίου Κρίσεων, είναι παράνομα και, συνεπώς, παρανόμως κρίθηκαν ως λόγοι για τους οποίους  δεν θα έπρεπε να είχε κριθεί ως προακτέος κατ' εκλογήν.

Το Συμβούλιο Κρίσεων  κατέληξε στην απόφασή του ενόψει (α) πειθαρχικής καταδίκης και (β) της βαθμολογίας του αιτητή στην Έκθεση Ικανότητάς του για την περίοδο από 1.1.02 μέχρι 27.8.02.  Το Συμβούλιο Επανακρίσεων, υιοθετώντας ακριβώς την ίδια αιτιολογία, κατέληξε σε διαφορετική διαβάθμιση, χωρίς όμως και να εξηγεί το λόγο. Ο αιτητής αναπτύσσει διάφορες σκέψεις σε σχέση με την επάρκεια της αιτιολογίας της διαβάθμισής του ως προακτέου κατά αρχαιότητα και της δυνατότητας που παρεχόταν στο πλαίσιο του Κανονισμού 41(3) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 (ΚΔΠ 90/90 όπως τροποποιήθηκε ειδικά από την ΚΔΠ 315/05). Ιδίως αφού το Συμβούλιο Επανακρίσεων πρόσθεσε πως κατέληξε να τον διαβαθμίσει ως προακτέο κατά αρχαιότητα, «παρόλον που στην προαναφερθείσα Έκθεση Ικανότητάς σας, έχετε βαθμολογία σε ουσιαστικά προσόντα κάτω από το «καλώς» που δικαιολογεί την κρίση σας ως παραμένοντα στον ίδιο βαθμό».

Από την άλλη, οι καθ' ων η αίτηση εισηγούνται πως ο αιτητής δεν νομιμοποιείται αφού η απόφαση του Συμβουλίου Επανακρίσεων ήταν ευνοϊκή για τον ίδιο. Τόσο ευνοϊκή, μάλιστα, ώστε να έχει διαβαθμιστεί ως προακτέος κατά αρχαιότητα, ενώ στη βάση τουλάχιστον της εξειδικευθείσας Έκθεσης Ικανότητας, θα έπρεπε να είχε κριθεί ως παραμένων στον ίδιο βαθμό.

Η κρίση του Συμβουλίου Επανακρίσεων ήταν ευνοϊκότερη για τον αιτητή σε σχέση με τη κρίση του Συμβουλίου Κρίσεων. Εξακολουθούσε, όμως, να είναι δυσμενής γι' αυτόν σε σχέση με την κρίση ως προακτέου κατ' εκλογήν της οποίας, όπως εισηγείται ο αιτητής, στερήθηκε με αιτιολογία την οποία θεωρεί, για τους λόγους που στη συνέχεια αναπτύσσει, ως παράνομη. Η διαβάθμιση προακτέος κατά αρχαιότητα επάγεται δυσμενείς επιπτώσεις αφού είναι οι προακτέοι κατ' εκλογήν που προάγονται κατά προτεραιότητα, τιθέμενοι και ψηλότερα στην ιεραρχία σε σχέση με τους έστω, εν τέλει, προαγόμενους κατά αρχαιότητα. Σαφώς, λοιπόν, νομιμοποιείται ο αιτητής να προσβάλει αυτή τη δυσμενή κρίση. Παράλληλα, κάτω από αυτό το πρίσμα, δεν δικαιολογείται, συζήτηση, με αναφορά στην αιτιολογία ή σε οτιδήποτε άλλο σε σχέση με τη διαφορετική διαβάθμιση των δυο Συμβουλίων. Το ερώτημα που στην πραγματικότητα τίθεται αφορά στη μη κρίση του αιτητή ως προακτέου κατ' εκλογήν αλλά ως, όπως τα πράγματα αποκρυσταλλώθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση του Συμβουλίου Επανακρίσεων, προακτέου κατά αρχαιότητα. Θα προχωρήσω, επομένως, στις εισηγήσεις αναφορικά με την αιτιολογία που δόθηκε.

Το πειθαρχικό παράπτωμα

Στην απόφασή του, ημερομηνίας 30.1.06, το Συμβούλιο Επανακρίσεων σημείωσε ως πρώτο λόγο για τη διαβάθμιση στην οποία  κατέληξε, τα ακόλουθα:

«Έκρινε ως σοβαρό το πειθαρχικό παράπτωμα της καταδίκης σας από το Στρατιωτικό Δικαστήριο με το οποίο βαρύνεστε και για το οποίο, στις 02/11/01 (στον κατεχόμενο βαθμό), σας επιβλήθηκε πειθαρχική ποινή 10ήμερης φυλάκισης».

Το πειθαρχικό παράπτωμα δεν αφορούσε σε ορισμένη συμπεριφορά, αυτοτελή, χαρακτηριζόμενη ως πειθαρχικό παράπτωμα στον Πειθαρχικό Κώδικα της παραγράφου 3 των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς. Κατά την παράγραφο 17 του Πειθαρχικού Κώδικα «η καταδίκη διά ποινικόν τι αδίκημα, ήτοι εάν μέλος ευρεθή υπό τινός Δικαστηρίου ένοχον ποινικού αδικήματος», συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα. Όποιο και αν είναι το ποινικό αδίκημα. Ο αιτητής βρέθηκε ένοχος για ποινικά αδικήματα με απόφαση του Στρατιωτικού Δικαστηρίου στις 9.6.99 και, ακριβώς, ενόψει τούτου, περίπου 2½ χρόνια αργότερα, στις 2.11.01, του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της 10ήμερης φυλάκισης. Το θέμα που εγείρεται αφορά στις επιπτώσεις από τη λειτουργία του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου του 1981 (Ν. 70/81 όπως τροποποιήθηκε) που καλύπτει και στρατιωτικά αδικήματα και καταδίκη από Στρατιωτικό Δικαστήριο.

Ο αιτητής, όπως δέχονται και οι καθ' ων η αίτηση, αποκαταστάθηκε σε σχέση με την ποινική καταδίκη. Επομένως, όπως είναι η εισήγησή του, παρανόμως λήφθηκε υπόψη η πειθαρχική ποινή που του επιβλήθηκε. Αντιθέτως, όπως εισηγούνται οι καθ' ων η αίτηση. Η πειθαρχική ποινή στέκει αφ' εαυτής και αφού, κατά την ΚΔΠ 90/90, διαγράφεται μόνο μετά πάροδο δέκα ετών από την επιβολή της, καλώς λήφθηκε υπόψη.

Σε συμφωνία προς την επιχειρηματολογία του αιτητή, συναρτημένη όπως είναι προς τις ρητές πρόνοιες του Νόμου και των Κανονισμών, καταλήγω πως δεν ήταν νόμιμη η επίκληση της πειθαρχικής καταδίκης. Θα ήταν μου φαίνεται αρκετό το Άρθρο 4(1) του Ν. 70/81 που καθορίζει τις συνέπειες της αποκατάστασης. Κάθε ένας που αποκαθίσταται, «θεωρείται έναντι του Νόμου ως μηδέποτε διαπράξας, κατηγορηθείς, διωχθείς ή καταδικασθείς διά το ποινικόν αδίκημα». Είναι όμως σχετική και η παράγραφος (3)(β) του ίδιου άρθρου. Καταδίκη που έχει εξαλειφθεί ή οιαδήποτε σχετικά προς αυτή περιστατικά, «ουδόλως συνιστά βάσιμον λόγον απολύσεως ή αποκλεισμού προσώπου τινός εξ οιασδήποτε θέσεως, επαγγέλματος, απασχολήσεως ή εργασίας, ή δυσμενούς επηρεασμού αυτού καθ' οιονδήποτε τρόπον εις οιανδήποτε απασχόλησιν ή εργασίαν».

Προς την ίδια κατεύθυνση οδηγεί και ο Κανονισμός 29 της ΚΔΠ 90/90, όπως ειδικά τροποποιήθηκε με την ΚΔΠ 157/91. Με την αποκατάσταση δυνάμει του Ν. 70/81, η καταδίκη διαγράφεται «και η καταδίκη αυτή δεν επιτρέπεται να αποτελέσει εφεξής στοιχείο για την κρίση του». Προβλέπει, βέβαια, ο ίδιος Κανονισμός πως οι πειθαρχικές ποινές διαγράφονται «μετά από παρέλευση δέκα ετών από την επιβολή τους». Αυτό, όμως, παραπέμπει σε πειθαρχική ποινή που έχει αυτόνομο έρεισμα. Θα ήταν αντινομικό να θεωρηθεί πως παρέχει τη δυνατότητα διατήρησης πειθαρχικής ποινής, ως στοιχείο που επηρεάζει δυσμενώς, όταν αυτό έχει ως μόνο υπόβαθρο την καταδίκη από Δικαστήριο, την οποία ο Νόμος θεωρεί, ενόψει της αποκατάστασης, ως μηδέποτε υπάρξασα. Μαζί και με τις άλλες πρόνοιες που παρέθεσα. Με την αποκατάσταση αίρεται το υπόβαθρο αυτής της πειθαρχικής ποινής, οι επιπτώσεις από την οποία συμπαρασύρονται. Άλλη ερμηνευτική προσέγγιση θα εμφάνιζε τον Κανονισμό να απολήγει σε, ανεπίτρεπτη βεβαίως,  εξουδετέρωση των προνοιών του Νόμου. Πειθαρχικό παράπτωμα, όπως το συζητούμενο, δεν έχει αυτοτελή υπόσταση, είναι αρρήκτως συναρτημένο προς την ποινική καταδίκη και, στο πλαίσιο του Νόμου και των Κανονισμών, ορθά ερμηνευόμενων, δεν μπορεί να επιδράσει δυσμενώς, μετά την αποκατάσταση.

Η Έκθεση Ικανότητας

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 41 της ΚΔΠ 90/90, όπως τροποποιήθηκε ειδικά από την ΚΔΠ 351/05, οι τρεις προσφερόμενες διαβαθμίσεις (προακτέος κατ' εκλογήν, προακτέος κατά αρχαιότητα και παραμένων στον ίδιο βαθμό) εξαρτώνται από τη βαθμολογία στα «ουσιαστικά προσόντα». Ως προς τη συζητούμενη διαβάθμιση, την κατ' εκλογήν, αυτή η βαθμολογία πρέπει να είναι «τουλάχιστον πολύ καλός» δηλαδή, ενόψει του Κανονισμού 30(5), τουλάχιστον 9. Το Συμβούλιο Επανακρίσεων προέβη συναφώς στις ακόλουθες διαπιστώσεις, που αποτέλεσαν και το δεύτερο αιτιολογικό έρεισμα της απόφασής του:

«Διαπίστωσε ότι στην Έκθεση Ικανότητάς σας στον κατεχόμενο βαθμό της περιόδου από 01/01/02 μέχρι 27/08/02, έχετε βαθμολογηθεί με έξι (6) στα ουσιαστικά προσόντα 4β (ειλικρίνεια), 4γ (ευσυνειδησία), 4η (συνέπεια και αξιοπιστία), 5α (ζήλος και ενδιαφέρον για την υπηρεσία), 5β (επιμέλεια και τυπικότητα στην εκτέλεση των καθηκόντων), 6α (αίσθημα ευθύνης), 6γ (ανάληψη ευθυνών), 7α (ακριβής εκτέλεση των διατασσομένων), 8στ (ικανότητα για αποδοτική και με λεπτότητα συνεργασία με υφισταμένους και προϊσταμένους), με επτά (7) στα ουσιαστικά προσόντα 3α (ικανότητα για ορθή κρίση) και 3β (ικανότητα για αντίληψη της πραγματικότητας) και με οκτώ (8) στο ουσιαστικό προσόν 1β (παράστημα)».

Όπως, όμως, ορθά επισήμανε ο αιτητής, η ειλικρίνεια, η ευσυνειδησία και τα άλλα που εξειδικεύονται ως ουσιαστικά προσόντα για τα οποία η βαθμολογία που κυμαινόταν μεταξύ του 6 και του 8, που αντιστοιχούν με βάση τον Κανονισμό 30(5) σε «καλό» ή «μέτριο», δεν είναι στην πραγματικότητα τέτοια ουσιαστικά προσόντα. Τα ουσιαστικά προσόντα είναι 10 και καθορίζονται από τον Κανονισμό 33(1):

«Τα ουσιαστικά προσόντα του Αξιωματικού προσδιορίζουν την εν γένει ικανότητα και αξία του και αποτελούν τα βασικά στοιχεία πάνω στα οποία στηρίζεται η κρίση του. Τα ουσιαστικά προσόντα του Αξιωματικού διακρίνονται, στα σωματικά του προσόντα, στα ψυχικά του προσόντα, στη νοημοσύνη και ευφυΐα του, στο χαρακτήρα του, στην αφοσίωσή του, στο καθήκον, στην υπευθυνότητά του, στην πειθαρχία του, στα ηγετικά του προσόντα, στα διοικητικά του προσόντα και στα επαγγελματικά του προσόντα».

Αυτά τα ουσιαστικά προσόντα, με τις παραγράφους 2 μέχρι 11 του Κανονισμού 33, αναλύονται σε επιμέρους στοιχεία και, ακριβώς, όσες βαθμολογίες αναφέρθηκαν από το Συμβούλιο Επανακρίσεων συνιστούν βαθμολογίες μερικών από αυτά τα στοιχεία, όπως τα καταγράφει και η σχετική Έκθεση Ικανότητας, κάτω από τα αντίστοιχα ουσιαστικά προσόντα. Έχουμε, λοιπόν, επί μέρους βαθμολογίες στοιχείων στα οποία αναλύεται κάθε ουσιαστικό προσόν και αυτό όπου εθεωρείτο ότι το ορισμένο στοιχείο ήταν βαθμολογήσιμο στην περίπτωση. Βαθμολογία των ίδιων των ουσιαστικών προσόντων, που  να είναι δέκα ή εννιά κλπ, ώστε αυτή να αντιστοιχεί προς το ζητούμενο κατά περίπτωση, εν προκειμένω, το «πολύ καλός», δεν έχουμε. Συναφώς, η εξαγωγή μέσου όρου, στις πλείστες περιπτώσεις, θα έδιδε δεκαδικές υποδιαιρέσεις.

Αυτό το σύστημα βαθμολόγησης κρίθηκε παράνομο από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. Λόττα (1997) 3 Α.Α.Δ. 457 που επικαλέστηκε ο αιτητής. Γίνεται εκεί αναφορά στις βαθμολογίες που περιέχουν δεκαδικό αριθμό, με κύρια εξειδίκευση το βαθμό 8 που ιδιαιτέρως εκεί ενδιέφερε, αλλά το βασικό και, βεβαίως, γενικά δεσμευτικό, αφορά στη δυνατότητα βαθμολογίας των επιμέρους στοιχείων και η εξάρτηση της απόφασης, που και εκεί αφορούσε σε κρίσεις αξιωματικών, από αυτή. Όπως, λοιπόν, κρίθηκε,  αυτή η βαθμολόγηση είναι αντίθετη προς τον Κανονισμό 30(1). Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Νικολάου, Δ.,

«Η κατάρτιση του εν χρήσει εντύπου με τρόπο που εξυπονοεί τη ξεχωριστή βαθμολογία επί μέρους στοιχείων δε συνάδει με τον Κανονισμό 30(1). Διότι η πρόνοια εκεί ότι "βαθμολογούνται τα ουσιαστικά προσόντα" ενώ "επισημαίνονται οι αδυναμίες και τα ελαττώματα" συναρτά άμεσα τη βαθμολογία με τα ουσιαστικά προσόντα ιδωμένα στην ολότητα τους στον κάθε τομέα στον οποίο αναφέρονται. Δε διαλαμβάνεται βαθμολογία των επί μέρους. Μας φαίνεται ότι τα επί μέρους εξειδικεύονται στους Κανονισμούς ώστε, αφενός να προσδιορίσουν το προσόν και αφετέρου να διευκολύνουν τυχόν επισημάνσεις για αδυναμίες και ελαττώματα».

Όπως και το σχετικό απόσπασμα από την ξεχωριστή απόφαση του Πική, Π.:

«Ταυτίζομαι με την απόφαση του Νικολάου, Δ., τόσον, ως προς το αποτέλεσμα όσο και το σκεπτικό˙ περιλαμβανομένης και της διαπίστωσης ότι οι παράγοντες οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό των ουσιαστικών προσόντων, οι οποίοι καθορίζονται στον Κ. 33, δε βαθμολογούνται ξεχωριστά. Τα επί μέρους στοιχεία προσμετρούν, όπως εξηγείται στην απόφασή του, στο σφαιρικό καθορισμό της αξίας, γεγονός που υποδηλώνεται και από τη χρήση του όρου "εν γένει", στον Κ.33(1)».

Oι καθ' ων η αίτηση δεν αντέταξαν οτιδήποτε το συγκεκριμένο.  Υποστήριξαν γενικά πως η Έκθεση Ικανότητας περιλαμβάνει βαθμολογία των ουσιαστικών προσόντων, σύμφωνα με τους Κανονισμούς, με την προσθήκη πως το θέμα προέκυψε όχι από το ίδιο το περιεχόμενο της «νομοθεσίας», αλλά «νομολογιακά». Ενώ, βέβαια, είναι ακριβώς τους Κανονισμούς που ερμηνεύει η νομολογία.

Δεν υπάρχει βαθμολογία των ουσιαστικών προσόντων. Υπάρχει βαθμολογία μόνο ορισμένων από τα στοιχεία στα οποία το κάθε ένα από αυτά αναλύεται και η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχτηκε, αποσπασματικά, στη βαθμολογία ορισμένων από τα στοιχεία εκείνα. Κατά τα ανωτέρω, λοιπόν, στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.

Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει, με £1.000 έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο