ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 4 ΑΑΔ 519

1 Αυγούστου, 2007

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ (ΛΑΤΣΙΑ ΜΟΤΟΡΣ) ΛΤΔ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ

    ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ/Ή,

2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1465/2005)

 

Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Αρμοδιότητα βεβαίωσης (και διερεύνησης πριν τη βεβαίωση) ― Εξουσιοδότηση του Εφόρου ΦΠΑ προς υφισταμένους λειτουργούς της υπηρεσίας του, να προβαίνουν εκ μέρους του σε βεβαιώσεις ― Η νομιμότητα της πρακτικής αυτής υπό τον Ν.246/90, καθώς και υπό το Ν.95(Ι)/00.

Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Βεβαίωση ― Βεβαίωση κατά την κρίση του Εφόρου ΦΠΑ (ασκώντας την κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο) ― Άρθρα 34(1) και (2) του Ν.246/90 και 49(1) και (2) του Ν.95(Ι)/00 ― Δεν έπασχε με οποιονδήποτε τρόπο στην κριθείσα περίπτωση.

Η αιτήτρια εταιρεία επεδίωξε την ακύρωση της σε βάρος της επιβληθείσας φορολογίας προστιθέμενης αξίας (που αφορούσε την περίοδο 1/1/97 έως 31/12/03 και επιβλήθηκε την 25/7/05).

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Δεν υπήρξε εν προκειμένω πρόβλημα εξουσιοδότησης ή αρμοδιότητας. Η λειτουργός ΦΠΑ είχε αρμοδιότητα να αναλάβει την έρευνα με βάση το νόμο. Είναι προφανές ότι η λειτουργός ενεργούσε στο πλαίσιο καθηκόντων, τα οποία της είχαν ανατεθεί από την Έφορο Φ.Π.Α. και τα οποία είχε υποχρέωση να εκτελέσει, αφού προβλέπονταν από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης. Η εκχώρηση εξουσίας την οποία παρείχε ο προηγούμενος νόμος όπως και η εξουσιοδότηση για την άσκηση εξουσίας την οποία παρέχει ο νέος, αφορούν στη λήψη απόφασης και όχι στη διερεύνηση της περίπτωσης. Κατά τον ουσιώδη χρόνο, που η λειτουργός έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, υπήρχε η προβλεπόμενη εξουσιοδότηση από την Έφορο Φ.Π.Α.. Αυτό ήταν το κυρίαρχο γεγονός.

2.  Ως προς τα λοιπά, η θέση της αιτήτριας ότι δεν υπήρξε αμεροληψία, επειδή η έρευνα διεξήχθη από τη λειτουργό που εξέδωσε την απόφαση, παραγνωρίζει τη φύση του υπό αναφορά διοικητικού έργου, η δε θέση της ότι δεν διεξήχθη δέουσα έρευνα, με αποτέλεσμα να παρεισφρύσει πλάνη είναι αδικαιολόγητη. Προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο ότι διεξήχθη ενδελεχής έρευνα, η οποία κάλυψε όλες τις πτυχές της υπόθεσης, τόσο σε έκταση όσο και σε βάθος και ότι καταγράφηκαν λεπτομερώς όλα τα στοιχεία που χρειάζονταν, για να μπορεί να εκδοθεί βάσιμα και πλήρως αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Προσφυγή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.

Ε. Συμεωνίδου, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια εταιρεία είναι εγγεγραμμένη στο Μητρώο Φ.Π.Α. από 1 Ιουλίου 1992 και διατηρεί επιχείρηση εμπορίας καινούργιων και μεταχειρισμένων αυτοκινήτων. Το Επαρχιακό Γραφείο Φ.Π.Α. Λευκωσίας διενήργησε εκτενή έλεγχο της επιχείρησης. Ο έλεγχος, ο οποίος άρχισε στις 5 Ιουνίου 2003 και ολοκληρώθηκε στις 2 Ιουνίου 2005, κάλυψε τις φορολογικές περιόδους από 1 Ιανουαρίου 1997 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2003. Αφιερώθηκε για τον φορολογικό έλεγχο πολύς χρόνος, σύνολο 290 ωρών, 30 στις εγκαταστάσεις, 174 στο Επαρχιακό Γραφείο και 86 για την ετοιμασία της έκθεσης ελέγχου. Υπεύθυνη για την περίπτωση ήταν η λετουργός Φ.Π.Α. Αθανασία Νούσκα Κόκκινου.

Διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για επιχείρηση μέτριου μεγέθους, άσχημα διοικούμενη και μη οργανωμένη. Βιβλία τηρούνταν, υπό τύπων χειρόγραφων σημειώσεων του τότε λογιστή  της εταιρείας, μεταξύ 1 Ιουλίου 1999 και 31 Δεκεμβρίου 2002,  και για αρκετές φορολογικές περιόδους δεν υπήρχαν καθόλου αρχεία. Διευκρινίζεται σε σημείωμα της λειτουργού, ημερ. 14 Ιουλίου 2004, ότι:

«Συγκεκριμένα σε κάποιες φορολογικές περιόδους στην προαναφερθείσα περίοδο, δεν υπήρχαν τιμολόγια αγορών / εξόδων και εισαγωγικά έγγραφα αλλά ούτε τιμολόγια πώλησης.  Όπως μου ανέφερε ο λογιστής της εν λόγω εταιρείας μέχρι το 2002 κ. Σπύρος Χριστοφή, ο διευθυντής της εταιρείας κ. Χρ. Παπαχριστοφόρου δεν του έπαιρνε τα τιμολόγια πώλησης στο τέλος του τριμήνου και ως εκ τούτου για ολόκληρο το 2002 και για δύο φορολογικές περιόδους του 2001, ο λογιστής συμπλήρωνε τον φόρο εκροών καθ' υπολογισμό. Ο διευθυντής της εταιρείας κ. Χρ. Παπαχριστοφόρου σε ερωτήσεις μου, σχετικά με το θέμα αυτό, μου ανέφερε ότι έδινε του κ. Σ. Χριστοφή τα τιμολόγια αυτά, αλλά δεν ήταν σε θέση να μου εξηγήσει γιατί ο λογιστής του δεν τα είχε, ούτε ήξερε που βρίσκονταν τα τιμολόγια αυτά. Μετά από πλλές και χρονοβόρες προσπάθειες για εντοπισμό των τιμολογίων αυτών ο νέος λογιστής της εταιρείας κ. Λουκάς Παπαλής που ανέλαβε από 1/1/2003, κατάφερε και μου παρουσίασε τιμολόγια πώλησης που αναφέρονται στο έτος 2002. Ο κ. Λουκάς Παπαλής μου έδωσε επίσης βιβλία (μηχανογραφημένα) και αρχεία για την περίοδο από 1/1/2003 μέχρι 31/12/2003.

Σημειώνεται ότι το Υ.Φ.Π. δεν τηρεί τα βιβλία και αρχεία που οφείλει δυνάμει του Άρθρου 39 του Ν. 246/90 και του Άρθρου 43 του Ν. 95(Ι)/2001-2004 που παραπέμπει στο Δέκατο Παράρτημα στην παράγραφο 5 και στους κανονισμούς 22-23 της Κ.Δ.Π. 314/01 καθώς και στην Γνωστοποίηση Κ.Δ.Π. 27/2002. Επίσης δεν τηρούσε ότι προνοείται από την Γνωστοποίηση Κ.Δ.Π. 115/92 για εφαρμογή του Σχεδίου Μεταχειρισμένων Αυτοκινήτων.»

Επιπλέον, προέκυψε από καταθέσεις τις οποίες λειτουργοί του Τομέα Διερευνήσεων έλαβαν από πελάτες της εταιρείας, ότι υπήρχε σε ορισμένες περιπτώσεις υποτιμολόγηση και τέθηκε προς εξέταση θέμα ποινικής ευθύνης δυνάμει του Άρθρου 53 του Ν. 246/90 και του Άρθρου 46 του Ν. 95(Ι)/00. Συζητήθηκαν τα προβλήματα σε αριθμό συναντήσεων μεταξύ της εν λόγω λειτουργού και άλλων λειτουργών του γραφείου της με τον λογιστή και τον διευθυντή της εταιρείας στους οποίους δόθηκε χρόνος να παρουσιάσουν τιμολόγια και άλλα έγγραφα. Δεν μπόρεσαν όμως και κατά την τελευταία συνάντηση ο διευθυντής, ο οποίος εμφανιζόταν αρνητικός, αποχώρησε εκνευρισμένος.

Στις 25 Ιουλίου 2005 έγινε βεβαίωση φόρου εκροών και εισροών με βάση το Άρθρο 34(1) και (2) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990, (Ν. 246/90 όπως τροποποιήθηκε) για τις φορολογικές περιόδους μέχρι την ημερομηνία της ισχύος του και, για τις μετέπειτα περιόδους, με βάση το Άρθρο 49(1) και (2) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000 (Ν. 95(Ι)/00 όπως τροποποιήθηκε), χρησιμοποιώντας κρίση κατά το καλύτερο δυνατόν. Το αποτέλεσμα γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή, της ίδιας ημερομηνίας, η οποία εξηγούσε με λεπτομέρεια την απόφαση. Το ουσιώδες μέρος συνίστατο στα εξής:

«                               Βεβαίωση φόρου

Αναφέρομαι στην επίσκεψη ελέγχου που άρχισε στις 5 Ιουνίου 2003 και σας πληροφορώ ότι από την εξέταση των βιβλίων και αρχείων, που τηρείτε για την περίοδο 1/1/1997 μέχρι 31/12/2003 έχουν διαπιστωθεί τα ακόλουθα που επηρεάζουν τις φορολογικές σας υποχρεώσεις:

                                 Φόρος εκροών

1. Έχει διαπιστωθεί ότι οι φορολογικές δηλώσεις που αφορούν τον φόρο εκροών υποβάλλονταν καθ' υπολογισμό, δηλ δεν λαμβάνονταν υπόψη τα πραγματικά δεδομένα της επιχείρησης σας.

2. Κατά τον έλεγχο παρατηρήθηκε ότι υπήρχαν αυτοκίνητα τα οποία είχαν εισαχθεί από την εταιρεία σας, (είχε διεκδικηθεί ο φόρος εισροών), αλλά δεν εντοπίστηκαν οποιαδήποτε τιμολόγια πώλησης ούτε παρουσιάστηκαν οποιαδήποτε άλλα βιβλία ή αρχεία που να δείχνουν ότι είχε πραγματοποιηθεί η πώληση τους.

3. Από έρευνα το Τομέα Διερευνήσεων διαπιστώθηκε (σε ορισμένες περιπτώσεις) ότι η πραγματική αξία πώλησης αυτοκινήτων ήταν μεγαλύτερη από την τιμολογημένη αξία. Επομένως δεν υπήρχε υποτιμολόγηση.

4. Ενόψει των πιο πάνω έχω προβεί σε εξωλογιστικό προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των αυτοκινήτων αυτών με την μέθοδο του περιθωρίου κέρδους, λαμβάνοντας υπόψη:

  Ι.     Το απόθεμα της επιχείρησης (δεν υπήρχαν απούλητα αυτοκίνητα)

 ΙΙ.     Την καταγραφή όλων των αυτοκινήτων για τα οποία υπήρχαν τιμολόγια αγοράς και πώλησης

ΙΙΙ.     Την αξία πώλησης από τα τιμολόγια πώλησης κάθε ενός από αυτά

IV.    Την αξία αγοράς από τον αντίστοιχο φόρο εισροών που διεκδικήθηκε κατά την εισαγωγή κάθε ενός από αυτά

Ως εκ τούτου όπως φαίνεται στον Πίνακα 1 που επισυνάπτεται το περιθώριο κέρδους ανέρχεται σε 29%. Το περιθώριο κέρδους που προέκυψε, χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό των αναμενόμενων πωλήσεων και του αντίστοιχου φόρου εκροών των αυτοκινήτων αυτών. Ο φόρος που έπρεπε να αποδοθεί για όλη την υπό εξέταση περίοδο δηλ. από 1/1/1997 μέχρι 31/12/2003 έχει ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό της τελικής βεβαίωσης φόρου εκροών που σας έχει επιβληθεί όπως φαίνεται στον Πίνακα ΙΙ: «Φόρος εκροών που βεβαιώνεται», που επισυνάπτεται (στήλη 3).

5. Δεν αποδώσατε φόρο £162.96 σχετικά με την παράδοση μεταχειρισμένου εμπορικού αυτοκινήτου, με αρ. εγγραφής ΑΑΒ871 στο τιμολόγιο με αρ. 389 ημερομηνίας 26/3/1999. Πίνακας ΙΙ (στήλη 4).

6. Δεν αποδώσατε φόρο £1789.90 (244,44+245,46+1300,00) σχετικά με την παράδοση πέντε (5) επιβατηγών μεταχειρισμένων αυτοκινήτων για τα οποία χρησιμοποιήσατε Σχέδιο Μεταχειρισμένων Αυτοκινήτων, παρόλο που δεν εφαρμόζατε καμία από τις πρόνοιες της Γνωστοποίησης με αρ. Κ.Δ.Π. 115/92 του Ν. 246/90. Πίνακας ΙΙ (στήλη 5).

7. Στην φορολογική περίοδο 1/7 - 30/9/2000 θεωρήσατε το αυτοκίνητο BMW 320i (αρ. Πλαισίου WBACB20XOAP1511) σαν μεταχειρισμένο ενώ είχατε διεκδικήσει φόρο εισροών ύψους £1299,00. Ο φόρος που δεν αποδώσατε ανέρχεται σε £363,64 αφού έχει ληφθεί υπόψη ποσό £54,54 που αποδώσατε στο περιθώριο κέρδους. Πίνακας ΙΙ (στήλη 6).

8. Για τρία (3) καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα αποδώσατε φόρο εκροών με λανθασμένο φορολογικό συντελεστή 8% αντί 10% σύμφωνα με τα τιμολόγια με αρ. 460, 464 και 468 με ημερομηνίες έκδοσης 4/7/2001, 16/10/2001 και 26/10/2001 αντίστοιχα. Συνολικά δεν αποδόθηκε φόρος εκροών ύψους £454,18 (153,71+300,47). Για άλλα τρία (3) καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα αποδώσατε λιγότερο φόρο εκροών ύψους £764,34 (417,92+346,42) επειδή χρησιμοποιήσατε επίσης λανθασμένο φορολογικό συντελεστή 10% αντί 13% σύμφωνα με τα τιμολόγια με αρ. 494,98 και 499 με ημερομηνίες έκδοσης 2/9/2002, 1619/9/2002 και 23/10/2002 αντίστοιχα. Πίνακας ΙΙ (στήλη 7).

9. Δεν αποδώσατε φόρο £5005.00 σχετικά με την παράδοση πέντε (5) επιβατικών καινούργιων αυτοκινήτων (OPEL ASTRA, ISUZU, JEEP GRAND CHEROKKE και TOYOTA L/GRUISER) για τα οποία δεν υπάρχουν τιμολόγια πώλησης αλλά πωλητήρια έγγραφα. Πίνακας ΙΙ (στήλη 8).

Όλα τα στοιχεία που έχουν αναφερθεί στις παραγράφους 1-9 πιο πάνω έχουν ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό της τελικής βεβαίωσης φόρου εκροών που σας έχει επιβληθεί όπως φαίνεται στον Πίνακα ΙΙ που επισυνάπτεται. Η συνολική βεβαίωση φόρου εκροών για την περίοδο από 1/1/1997 μέχρι 31/12/2003 ανέρχεται σε £16719.36.

                                   Φόρος εισροών

10. Έχει διαπιστωθεί ότι οι φορολογικές δηλώσεις που αφορούν τον φόρο εισροών υποβάλλονταν καθ' υπολογισμό, δηλ δεν λαμβάνονταν υπόψη τα πραγματικά δεδομένα της επιχείρησης σας.

11. Δεν δικαιούστε έκπτωση φόρου εισροών συνολικού ύψους £9714,81 για τον οποίο δεν κατέχετε τα αντίστοιχα φορολογικά τιμολόγια. Πίνακας ΙΙΙ (στήλη 2).

12. Δεν δικαιούστε έκπτωση φόρου εισροών συνολικού ύψους £114.88 που έχετε διεκδικήσει και δεν αφορά φόρο αλλά ναύλο. Πίνακας ΙΙΙ (στήλη 3).

13. Έχει διαπιστωθεί ότι λανθασμένα, έχει διεκδικήσει περισσότερο φόρο εισροών λόγων αριθμητικών λαθών, ύψους £2590,00 (2323,00+267,00) καθώς και λιγότερο ύψους £1824,00. Πίνακας ΙΙΙ (στήλη 4).

14. Δεν δικαιούστε έκπτωση φόρου εισροών συνολικού ύψους £920,33 (14,86+11,16+886,87+7,44) ο οποίος αφορά προσφορές προμηθευτών σας και όχι φορολογικά τιμολόγια.  Πίνακας ΙΙΙ (στήλη 5).

Σημειώνεται ότι όλα τα ποσά αυτά που αναφέρονται στα σημεία 10-14 έχουν ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό της βεβαίωσης φόρου εισροών που σας έχει επιβληθεί όπως φαίνεται στον Πίνακα ΙΙΙ: "Φόρος εισροών που βεβαιώνεται", που επισυνάπτεται. Η συνολική βεβαίωση φόρου εισροών για την περίοδο από 1/1/1997 μέχρι 31/12/2003 ανέρχεται σε £22022,02.

15. Ενόψει των πιο πάνω:

=    το συνολικό ποσό των £38741,38 βεβαιώνεται ως φόρος οφειλόμενος από εσάς δυνάμει του Άρθρου 34(1) & (2) του Νόμου 246/90 και του Άρθρου 49(1) & (2) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, 95(Ι)/2000-2004 και

=    καλείστε, δυνάμει του Άρθρου 36 του Ν. 256/90 και της παραγράφου 4(1) του Δεκάτου Παραρτήματος του Νόμου 95(Ι)/2000-2004, να καταβάλετε £38208,39 (τριάντα οκτώ χιλιάδες διακόσιες οκτώ λίρες και τριάντα εννέα σεντ).  Το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει τον επιπρόσθετο πληρωτέο φόρο για όλες τις φορολογικές σας περιόδους από 1/1/1997 μέχρι 31/12/2003. Στον υπολογισμό του έχει ληφθεί υπόψη το πιστωτικό σας υπόλοιπο ύψους £532,99 που έχει δημιουργηθεί μέχρι σήμερα. Στον υπολογισμό αυτό δεν έχουν ληφθεί οι χρηματικές επιβαρύνσεις που θα σας επιβληθούν με βάση το Άρθρο 38 του Νόμου 246/90 και το Άρθρο 45 του Νόμου 95(Ι)/2000-2004.»

Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια προβάλλει (α) ότι η απόφαση δεν λήφθηκε από αρμόδιο όργανο· (β) ότι η απόφαση δεν λήφθηκε αμερόληπτα· και (γ) ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα με αποτέλεσμα η απόφαση να ληφθεί υπό πλάνη περί τα πράγματα. 

Η Δημοκρατία υπέβαλε προδικαστικά ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη. Επεσήμανε τη μεγάλη χρονική διάσταση μεταξύ της ταχυδρόμησης της γνωστοποίησης, με διπλοσυστημένη επιστολή, και της καταχώρισης της προσφυγής. Ωστόσο δεν εντοπίστηκαν στοιχεία με τα οποία να μπορεί βάσιμα να αμφισβητηθεί η ημερομηνία, αρκετά καθυστερημένα που η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι την παρέλαβε. Επομένως θεωρώ εμπρόθεσμη την προσφυγή.

Αρχίζω με το ζήτημα αρμοδιότητας. Η αιτήτρια προβάλλει ότι η λειτουργός κα Κόκκινου, η οποία έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση εν ονόματι της Εφόρου Φ.Π.Α., στερείτο νόμιμης εξουσιοδότησης. Εισηγείται ως εκ τούτου «Ανυπαρξία Απόφασης Αρμοδίου Οργάνου». Δεν αμφισβητείται ότι στις 18 Μαΐου 2000 δόθηκε στη λειτουργό εξουσία εφαρμογής, εκ μέρους της Εφόρου Φ.Π.Α., του Ν. 246/90 (όπως τροποποιήθηκε). Αυτό  έγινε με εκχώρηση δυνάμει του Ν. 23/62  αφού ο Ν. 246/90 δεν περιείχε ο ίδιος πρόνοια για εξουσιοδότηση ενώ αντιθέτως, ο νέος Ν. 95(Ι)/00 περιλαμβάνει, στο Άρθρο 4, τέτοια ρύθμιση. Πιο άμεσα ενδιαφέρει το εδάφιο (2) σύμφωνα με το οποίο:

«(2) Οποιαδήποτε πράξη ή οτιδήποτε είναι υπόχρεος ή εντεταλμένος να πράξει ο Έφορος δυνάμει οποιουδήποτε νόμου, μπορεί να διενεργηθεί από οποιοδήποτε λειτουργό ή άλλο πρόσωπο που ενεργεί δυνάμει εξουσιοδότησης του Εφόρου· και οποιαδήποτε δήλωση υπογραμμένη από τον Έφορο που πιστοποιεί ότι πρόσωπο ενεργεί δυνάμει εξουσιοδότησής του είναι δεκτή ως απόδειξη σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία.»

Ούτε αμφισβητείται ότι στις 14 Απριλίου 2005 η Έφορος Φ.Π.Α. έδωσε τέτοια εξουσιοδότηση στην εν λόγω λειτουργό. Η πιστοποίηση διατυπώθηκε ως εξής:

«Με βάση τις εξουσίες που μου παρέχονται από τον περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμο 95(Ι) του 2005, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εξουσιοδοτώ το πρόσωπο που αναφέρεται στο πίσω μέρος της παρούσας, να ασκεί εκ μέρους μου τις εξουσίες και τα καθήκοντα που ανατίθενται σε εμένα από τον πιο πάνω Νόμο ή από οποιονδήποτε άλλο Νόμο.»

Η αιτήτρια επισημαίνει ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου διεξαγωγής του φορολογικού ελέγχου, που άρχισε στις 5 Ιουνίου 2003, η λειτουργός δεν κατείχε εξουσιοδότηση με βάση τον ισχύοντα νόμο, τον Ν.55(Ι)/00 αφού η  εξουσιοδότηση με  βάση  αυτό  το νόμο δόθηκε στις 14 Απριλίου 2005, λίγο πριν από την ολοκλήρωση του ελέγχου στις 2 Ιουνίου 2005. Το πρόβλημα, όπως το συνόψισε ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας στο στάδιο των διευκρινήσεων, αναφερόμενος στη λειτουργό, είναι ότι:

«. όλες οι ημερομηνίες της δικής της έρευνας έχουν γίνει την περίοδο που δεν είχε τη νόμιμη εξουσιοδότηση για να αποφασίσει η ίδια.»

Η αιτήτρια επισημαίνει εξ άλλου ότι η λειτουργός, με σχετικά σημειώματα, παρέπεμψε τα στοιχεία τα οποία είχε συγκεντρώσει με την έρευνα της σε δύο λειτουργούς, προϊσταμένους της, ζητώντας μάλιστα στο τέλος και έγκριση για διενέργεια βεβαίωσης φόρου, και ότι η επιστολή, με την οποία γνωστοποιήθηκε η απόφαση, υπεγράφη από τη λειτουργό «για Έφορο Φ.Π.Α.».

Η αντίθετη άποψη της Δημοκρατίας στηρίζεται κυρίως στο Άρθρο 59(2) του Ν. 95(Ι)/00, όπου προβλέπεται ότι:

«Η συνέχεια της νομοθεσίας που σχετίζεται με το Φ.Π.Α., δεν επηρεάζεται από την αντικατάσταση του καταργηθέντος Νόμου από τον παρόντα Νόμο.»

Κατά τη Δημοκρατία, με την εν λόγω διάταξη μεταφέρθηκε στο νέο νομοθετικό καθεστώς ό,τι ίσχυε στο προηγούμενο, συμπεριλαμβανομένης και της εξουσίας που είχε δοθεί σε λειτουργούς να ενεργούν εν ονόματι της Εφόρου Φ.Π.Α. Επιπλέον η Δημοκρατία επικαλέστηκε, επικουρικά, βεβαίωση της Εφόρου Φ.Π.Α., ημερ. 5 Μαΐου 2003, ότι τα καθήκοντα  της κας Κόκκινου από τις 15 Ιανουαρίου 2003 που προάχθηκε στη θέση Λειτουργού Φ.Π.Α. είναι, όπως άλλωστε προβλέπεται και από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, «η εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας, η διεξαγωγή ελέγχων και επισκέψεων στους φορολογούμενους με σκοπό τη διασφάλιση της επιβολής και είσπραξης του φόρου και η διεξαγωγή μελετών και ερευνών σχετικά με τις δραστηριότητες της Υπηρεσίας.».

Κατά την άποψη μου, δεν υπήρξε πρόβλημα εξουσιοδότησης ή αρμοδιότητας. Δεν χρειάζεται να συζητήσω το κατά πόσο η εκχώρηση, δυνάμει του Ν. 23/62, της εξουσίας που παρείχε ο Ν. 246/90, σήμαινε πως η λειτουργός συνέχιζε, με βάση το Άρθρο 59(2) του νέου νόμου να έχει ανάλογη εξουσία για τους σκοπούς του νέου νόμου. Το θεωρώ δεδομένο ότι η λειτουργός είχε αρμοδιότητα να αναλάβει την έρευνα με βάση το νέο νόμο, χωρίς την εξουσιοδότηση στην οποία αναφέρεται το Άρθρο 4(2), όπως άλλωστε παρομοίως θα είχε τέτοια αρμοδιότητα με βάση τον προηγούμενο νόμο χωρίς εκχώρηση. Είναι προφανές ότι η λειτουργός ενεργούσε στο πλαίσιο καθηκόντων τα οποία της είχαν ανατεθεί από την Έφορο Φ.Π.Α. και τα οποία είχε υποχρέωση να εκτελέσει, αφού προβλέπονταν από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης. Η εκχώρηση εξουσίας την οποία παρείχε ο προηγούμενος νόμος όπως και η εξουσιοδότηση για την άσκηση εξουσίας την οποία παρέχει ο νέος, αφορούν στη λήψη απόφασης και όχι στη διερεύνηση της περίπτωσης. Κατά τον ουσιώδη χρόνο, που η λειτουργός έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, υπήρχε η προβλεπόμενη εξουσιοδότηση από την Έφορο Φ.Π.Α.. Αυτό ήταν το κυρίαρχο γεγονός και η εμβέλεια του δεν μπορούσε να περιοριστεί από τις ενδοϋπηρεσιακές αναφορές τις οποίες η λειτουργός υπέβαλε προς άλλους λειτουργούς, αναφορές εξ άλλου από τις οποίες δεν προέκυψαν εξωγενείς επιδράσεις αλλαγής των δεδομένων και, κατ' επέκταση, ούτε του τελικού αποτελέσματος.

Ως προς τα λοιπά, η θέση της αιτήτριας ότι δεν υπήρξε αμεροληψία επειδή η έρευνα διεξήχθη από τη λειτουργό που εξέδωσε την απόφαση, μου φαίνεται να παραγνωρίζει τη φύση του υπό αναφορά διοικητικού έργου, η δε θέση της ότι δεν διεξήχθη δέουσα έρευνα, με αποτέλεσμα να παρεισφρύσει πλάνη είναι, κατά την άποψη μου, αδικαιολόγητη. Προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο ότι διεξήχθη ενδελεχής έρευνα η οποία κάλυψε όλες τις πτυχές της υπόθεσης, τόσο σε έκταση όσο και σε βάθος και ότι καταγράφηκαν λεπτομερώς όλα τα στοιχεία που χρειάζονταν για να μπορεί να εκδοθεί βάσιμα και πλήρως αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με £800 έξοδα.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο