ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 82/1967 - Ο περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμος του 1967
Ν. 94(I)/2000 - Ο περί Τραπεζικών Εργασιών (Τροποποιητικός) Νόμος του 2000
Ν. 94(I)/2004 - Ο περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμος του 2004
Ν. 95(I)/2000 - Ο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμος του 2000
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2007) 4 ΑΑΔ 483
20 Ιουλίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
MATHEW' S MOTORS LTD,
Αιτητές,
v.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 551/2006)
Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Πλάνη περί τον νόμο ― Η αναφορά σε λανθασμένο νομοθέτημα, κρίθηκε ως μη ουσιώδης στην εξετασθείσα υπόθεση.
Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Η υποχρέωση του διοικουμένου να ενεργεί με ειλικρίνεια, κατά την προσκόμιση στοιχείων, που οδηγούν στην παραγωγή μιας διοικητικής πράξης.
Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Η αρχή της καλής πίστης και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη προς τη διοίκηση ― Δεν μπορεί να την επικαλείται διοικούμενος, ο οποίος έχει ο ίδιος ενεργήσει κακόπιστα.
Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως ― Επιβολή των ορθών δασμών εκτελώνισης μηχανοκίνητου οχήματος με πολυετή καθυστέρηση ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε έγκυρη στην εξετασθείσα υπόθεση.
Οι αιτητές επεδίωξαν την ακύρωση της επιβολής αναθεωρημένων δασμών, αναφορικά με αυτοκίνητο που εκτελώνισαν, έξι περίπου έτη μετά την επιβολή των αρχικών δασμών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Οι αιτητές προβαίνουν σε αντιφατικούς ισχυρισμούς. Αφ' ενός θεωρούν παράνομη την παραπομπή από τους καθ' ων η αίτηση στο νόμο που ίσχυε προηγουμένως, το Ν.82/67 και όχι στον ισχύοντα Ν.94(Ι)/2004 και αφ' ετέρου, στην προσπάθειά τους να στηρίξουν τους ισχυρισμούς τους, επικαλούνται συνεχώς τις διατάξεις του Ν.82/67.
Αναμφίβολα, λόγω του άρθρου 126(2) του Ν.94(Ι)/04 εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση ο νεότερος νόμος. Όμως και οι δύο νόμοι, τόσο ο 82/67, όσο και ο 94(Ι)/04 περιέχουν πρόνοιες που υποχρεώνουν τους αιτητές να καταβάλουν τη διαφορά που προέκυψε από την υποτιμολόγηση. Η αναφορά συνεπώς σε λανθασμένο νομοθέτημα δεν επηρέασε τους αιτητές και η τυχόν πλάνη δεν είναι ουσιώδης.
2. Έχει νομολογηθεί ότι κατά την προσκόμιση στοιχείων που οδηγούν στην παραγωγή μιας διοικητικής πράξης, ο διοικούμενος έχει την υποχρέωση να ενεργεί με ειλικρίνεια. Αυτή την υποχρέωση οι αιτητές δεν τήρησαν. Αντιθέτως, επανειλημμένα προσπάθησαν να υποβάλουν ότι η αξία του επιδίκου αυτοκινήτου ήταν κατά πολύ χαμηλότερη της πραγματικής. Από την άλλη, η αβλεψία των καθ' ων η αίτηση δεν επηρέασε καθόλου τα συμφέροντα των αιτητών, οι οποίοι γνώριζαν πολύ καλά την πραγματική αξία του αυτοκινήτου. Η έλλειψη της σημείωσης στο φάκελο επηρέαζε μόνο τα συμφέροντα της Δημοκρατίας.
3. Οι αιτητές οι οποίοι προσπάθησαν επανειλημμένα να ξεγελάσουν τη Δημοκρατία υποτιμολογώντας ένα αυτοκίνητο που εισήγαγαν για να αποφύγουν την πληρωμή τελωνειακών δασμών, κατηγορούν τους καθ' ων η αίτηση για παραβίαση της εμπιστοσύνης του ιδιώτη προς τη διοίκηση.
Οι αιτητές δεν μπορούν να επικαλούνται την αρχή της καλής πίστης, όταν οι δικές τους πράξεις είναι και ποινικά κολάσιμες. Ο δε χρόνος διέρρευσε λόγω ακριβώς των κινήσεων των αιτητών και των δικαιοπαρόχων τους, οι οποίοι μετακινούσαν το αυτοκίνητο από αποθήκη σε αποθήκη πάντα με ψευδείς δηλώσεις. Κάτω από τις περιστάσεις και ιδιαίτερα λόγω της συμπεριφοράς των αιτητών και της δικής τους συμβολής στην πάροδο του χρόνου, ο χρόνος που μεσολάβησε μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης δεν κρίνεται υπό τις περιστάσεις τόσο μακρύς, ώστε να θεωρηθεί ότι υπάρχει παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Προσφυγή.
Φ. Α. Σωφρονίου, για τους Αιτητές.
Σ. Θεοδούλου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές που είναι πωλητές μεταχειρισμένων αυτοκινήτων με έδρα τη Λεμεσό, με την παρούσα προσφυγή προσβάλλουν την απόφαση της Διευθύντριας του Τμήματος Τελωνείων (στο εξής «η Διευθύντρια»), ημερ. 3.1.2006, σύμφωνα με την οποία καλούνταν να καταβάλουν ποσό £544 πλέον τόκους σε σχέση με την εκτελώνιση οχήματος μάρκας Honda Civic, με αριθμό πλαισίου EG8-1210960. Προσβάλλουν, παράλληλα, με την ίδια απόφαση την αναθεώρηση της φορολογητέας αξίας του οχήματος από την κατ' αυτούς πραγματική του αξία των ¥380.000, στο ποσό των ¥500.000.
Στις 10.9.1998, η εταιρεία Samer Arnous General Trading Ltd, μέσω της οποίας οι αιτητές εισήγαγαν το συγκεκριμένο όχημα μαζί με άλλα 18, καταχώρησε διασάφηση αποταμίευσης με την οποία αποταμιεύθηκαν σε γενική αποθήκη αποταμίευσης εννιά από τα πιο πάνω αυτοκίνητα, μεταξύ των οποίων και το επίδικο. Στη διασάφηση αποταμίευσης δηλώθηκε ως δασμολογητέα αξία το ποσό των ¥380.000, ή £1.449.
Οι καθ' ων η αίτηση διαπίστωσαν ότι η πραγματική αξία του αυτοκινήτου ήταν ¥500.000. Όταν η υποτιμολόγηση επιβεβαιώθηκε και από άλλα στοιχεία κρίθηκε αναγκαίο το αυτοκίνητο να τεθεί υπό τον έλεγχο και τη φύλαξη του Τελωνείου. Έτσι κατασχέθηκε στις 26.10.1998, αλλά επιστράφηκε στους αιτητές την 1.6.1999. Το όχημα επαναποταμιεύτηκε στην ίδια γενική αποθήκη, κάτω από τον ίδιο αριθμό αποθέματος, ενώ στο σχετικό φάκελο τέθηκε η πιο κάτω σημείωση:
«Το αυτοκίνητο επιστράφηκε για επαναποταμίευση σε αυτό το απόθεμα στις 7.5.1999. Σε περίπτωση τελωνισμού του αυτοκινήτου EG 8 - 1210960 θα ληφθεί υπ' όψιν η αξία 500.000 Γεν CIF".
Σε κάποιο στάδιο οι αιτητές μετακίνησαν το όχημα στην ιδιωτική τους αποθήκη αποταμίευσης, αφού καταχώρησαν ένταλμα μετακίνησης εμπορευμάτων στο οποίο δήλωσαν και πάλι ως δασμολογητέα αξία το ποσό των ¥380.000, με προφανή σκοπό να παρουσιάζεται κάτω από το νέο απόθεμα ως δασμολογητέα αξία η υποτιμολογημένη.
Στις 13.7.1999 οι αιτητές μετακίνησαν το όχημα στη γενική αποθήκη αποταμίευσης, δηλώνοντας ως αξία του και πάλι την αρχική υποτιμολογημένη αξία των ¥380.000. Από αβλεψία δεν τοποθετήθηκε, όπως προηγουμένως, σημείωση στους φακέλους αναφορικά με την πραγματική δασμολογητέα αξία του αυτοκινήτου.
Τελικά το αυτοκίνητο πωλήθηκε από τους αιτητές στις 3.9.1999 στην εταιρεία Elite Motors Ltd έναντι του ποσού των £2.400. Οι αγοραστές πώλησαν το όχημα, με καθεστώς προσωρινής εισαγωγής σε αλλοδαπή. Ως τιμή πώλησης δηλώθηκε τόσο στο τιμολόγιο, όσο και στη σχετική δήλωση εισαγωγής συναλλάγματος το ποσό των £3.200.
Τελικά το όχημα τελωνίστηκε για εσωτερική χρήση με την καταβολή των αναλογούντων δασμών που επιβλήθηκαν στη βάση της υποτιμολογημένης δασμολογητέας αξίας των ¥380.000, αφού προηγουμένως υπολογίστηκε μείωση της αξίας του ανάλογη με την περίοδο που το όχημα κυκλοφόρησε ως αδασμολόγητο.
Μετά την ολοκλήρωση του τελωνισμού, την καταβολή των φόρων και τη μεταβίβαση του οχήματος στον αγοραστή, διαπιστώθηκε η υποτιμολόγηση, οπότε το Τμήμα Τελωνείων, εκτιμώντας ότι η διαφορά που προέκυπτε δεν μπορούσε να βαρύνει τον καλόπιστο τρίτο αγοραστή, διεκδίκησε τη διαφορά των φόρων από τους αιτητές.
Οι αιτητές με την παρούσα προσφυγή υποστηρίζουν ότι οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν κάτω από πλάνη περί το νόμο, γιατί, όπως υποστηρίζουν, στην προσβαλλόμενη απόφαση καταγράφεται ότι η απαίτηση βασίζεται στα Άρθρα 79(1)(2), 169, 188(2) του περί Τελωνείων και Φόρων Κατανάλωσης Νόμου του 1967, Ν. 82/67, στο Άρθρο 125(3) του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2000, Ν. 94(Ι)/2000 και στα Άρθρα 5(4) και 13 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000, Ν.95(Ι)/2000. Αντίθετα, στις 3.1.2006 ότε και ελήφθη η προσβαλλόμενη απόφαση ίσχυε ο περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμος του 2004, Ν.94(Ι)/2004.
Παραπέμπουν στο Άρθρο 126(2) του Ν.94(Ι)/2004 για να τονίσουν ότι για εκκρεμή ζητήματα που δεν ολοκληρώθηκαν κατά την έναρξη της ισχύος του Νόμου, θα διεκπεραιωθούν, κατά το δυνατό, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.94(Ι)/2004. Παράλληλα παραπέμπουν στο έντυπο Τελ.42, με το οποίο υποβάλλεται αίτημα για μετακόμιση εμπορεύματος από μία αποθήκη αποταμίευσης σε άλλη, το οποίο απαιτεί μόνο την αναγραφόμενη τιμολογιακή αξία, η οποία στην προκειμένη περίπτωση ήταν αυτή των ¥380.000.
Ισχυρίζονται ακόμα ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν προέβηκαν σε καμιά εύλογη έρευνα προς διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, ούτως ώστε να υπολογιστούν ορθά οι σχετικοί φόροι. Στους ισχυρισμούς των αιτητών για εμφιλοχώρηση πλάνης οι καθ' ων η αίτηση στη γραπτή τους αγόρευση δεν δίνουν καμιά απάντηση.
Οι αιτητές προβαίνουν σε αντιφατικούς ισχυρισμούς. Αφ' ενός θεωρούν παράνομη την παραπομπή από τους καθ' ων η αίτηση στο νόμο που ίσχυε προηγουμένως, το Ν.82/67 και όχι στον ισχύοντα Ν.94(Ι)/2004 και αφ' ετέρου, στην προσπάθειά τους να στηρίξουν τους ισχυρισμούς τους, επικαλούνται συνεχώς τις διατάξεις του Ν.82/67.
Αναμφίβολα, λόγω του Άρθρου 126(2) του Ν.94(Ι)/04 εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση ο νεότερος νόμος. Όμως και οι δύο νόμοι, τόσο ο 82/67, όσο και ο 94(Ι)/04 περιέχουν πρόνοιες που υποχρεώνουν τους αιτητές να καταβάλουν τη διαφορά που προέκυψε από την υποτιμολόγηση. Η αναφορά συνεπώς σε λανθασμένο νομοθέτημα δεν επηρέασε τους αιτητές και η τυχόν πλάνη δεν είναι ουσιώδης.
Σύμφωνα με το Άρθρο 39 του Ν.94(Ι)/04, σε περίπτωση που υποβληθεί διασάφηση η οποία γίνεται με βάση στοιχεία εξ αιτίας των οποίων δεν εισπράττονται εν μέρει ή και καθόλου οι νομίμως οφειλόμενοι δασμοί, τότε τα πρόσωπα τα οποία παρέσχαν τα αναγκαία για τη συμπλήρωση της διασάφησης στοιχεία και τα οποία γνώριζαν ή όφειλαν λογικά να γνωρίζουν ότι τα στοιχεία αυτά ήταν εσφαλμένα, μπορούν επιπρόσθετα να θεωρηθούν οφειλέτες.
Από την άλλη, σύμφωνα με το Άρθρο 79(1) του Ν.82/67, προβλεπόταν ότι οι τελωνειακοί δασμοί που βαρύνουν αποταμιευμένα εμπορεύματα, είναι αυτοί που ίσχυαν κατά την ημερομηνία της μεταφοράς τους από την αποθήκη αποταμίευσης. Το εδάφιο (2) του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι ο πληρωτέος δασμός βεβαιούται βάσει της εξέλεγξης των εμπορευμάτων όταν αυτά τέθηκαν για πρώτη φορά σε αποθήκη αποταμίευσης. Και όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση το αυτοκίνητο τέθηκε σε αποθήκη αποταμίευσης, η τιμολόγηση που έγινε από τους αιτητές ήταν, για να πούμε το λιγότερο, ανακριβής.
Συνεπώς, εν όψει των πιο πάνω, είναι φανερό ότι δεν τίθεται θέμα ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης γιατί η πλάνη θα έπρεπε να ανάγεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου, κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα υπόθεση. Αξίζει να σημειωθεί ότι το αυτοκίνητο κατασχέθηκε, όταν διαπιστώθηκε από τους καθ' ων η αίτηση η υποτιμολόγησή του. Κατά τη διάρκεια των ερευνών στις 10.10.1998 κατέθεσε σχετικά και ο διευθυντής της εταιρείας των αιτητών, ενώ στη συνέχεια, το αυτοκίνητο επιστράφηκε στους αιτητές και επαναταμιεύτηκε στην ίδια γενική αποθήκη με τη σημείωση που αναφέραμε στην αρχή.
Οι αιτητές όχι μόνο δεν προέβηκαν σε οποιαδήποτε ενέργεια για αντικατάσταση του ψευδούς τιμολογίου με το πραγματικό, αλλά και παρέλειψαν να περιλάβουν στη δέσμη εγγράφων που κατέθεσαν για την εισαγωγή του αυτοκινήτου και οποιαδήποτε αναφορά είτε στην πραγματική τιμολογιακή του αξία, είτε στη σημείωση που έγινε από τους καθ' ων η αίτηση στο φάκελο της υπόθεσης. Είναι φανερό ότι η παράλειψη εκ νέου καταχώρησης σημείωσης που προειδοποιούσε για την υποτιμολόγηση, οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην ενσυνείδητη συμπεριφορά των αιτητών.
Έχει νομολογηθεί ότι κατά την προσκόμιση στοιχείων που οδηγούν στην παραγωγή μιας διοικητικής πράξης, ο διοικούμενος έχει την υποχρέωση να ενεργεί με ειλικρίνεια. Αυτή την υποχρέωση οι αιτητές δεν τήρησαν. Αντιθέτως, επανειλημμένα προσπάθησαν να υποβάλουν ότι η αξία του αυτοκινήτου ήταν κατά πολύ χαμηλότερη της πραγματικής. Από την άλλη, η αβλεψία των καθ' ων η αίτηση δεν επηρέασε καθόλου τα συμφέροντα των αιτητών οι οποίοι γνώριζαν πολύ καλά την πραγματική αξία του αυτοκινήτου. Η έλλειψη της σημείωσης στο φάκελο επηρέαζε μόνο τα συμφέροντα της Δημοκρατίας.
Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση οι καθ' ων η αίτηση παραβίασαν τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη προς τη διοίκηση. Συγκεκριμένα υποστηρίζουν ότι τρία χρόνια μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας και την καταβολή των δασμών και φόρων για το συγκεκριμένο αυτοκίνητο και έξι χρόνια από την οριστική αποξένωση των ιδίων από το αυτοκίνητο, οι καθ'ων η αίτηση κατά παράβαση των πιο πάνω αρχών, αξιώνουν απ' αυτούς την καταβολή νέων φόρων και δασμών.
Το επιχείρημα είναι εντελώς αβάσιμο. Οι αιτητές οι οποίοι προσπάθησαν επανειλημμένα να ξεγελάσουν τη Δημοκρατία υποτιμολογώντας ένα αυτοκίνητο που εισήγαγαν για να αποφύγουν την πληρωμή τελωνειακών δασμών, κατηγορούν τους καθ' ων η αίτηση για παραβίαση της εμπιστοσύνης του ιδιώτη προς τη διοίκηση.
Οι αιτητές δεν μπορούν να επικαλούνται την αρχή της καλής πίστης όταν οι δικές τους πράξεις είναι και ποινικά κολάσιμες. Ο δε χρόνος διέρρευσε λόγω ακριβώς των κινήσεων των αιτητών και των δικαιοπαρόχων τους, οι οποίοι μετακινούσαν το αυτοκίνητο από αποθήκη σε αποθήκη πάντα με ψευδείς δηλώσεις. Κάτω από τις περιστάσεις και ιδιαίτερα λόγω της συμπεριφοράς των αιτητών και της δικής τους συμβολής στην πάροδο του χρόνου, ο χρόνος που μεσολάβησε μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης δεν κρίνεται υπό τις περιστάσεις τόσο μακρύς ώστε να θεωρήσουμε ότι έχουμε παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, ιδιαίτερα, όπως είπαμε, γιατί το όλο θέμα βασίστηκε στις αναληθείς, για να μην πούμε κάτι χειρότερο, δηλώσεις των αιτητών. Αντίθετα, διερωτάται κανένας, γιατί οι αρμόδιοι δεν προχώρησαν και στη λήψη ποινικών μέτρων εναντίον των αιτητών για τη ψευδή τους δήλωση.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με £700 έξοδα εναντίον των αιτητών.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.