ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 4 ΑΑΔ 261

7 Μαΐου, 2007

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚA ΜΕ ΤO ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤAΓΜΑΤΟΣ

ΤΑΣΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 994/2005)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Πειθαρχικό Δίκαιο ― Η πειθαρχική ποινή της απόλυσης ― Συνεπάγεται απώλεια όλων των ωφελημάτων αφυπηρέτησης ― Άρθρο 79(7) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/90) ― Κατά πόσο η στέρηση των ωφελημάτων αφυπηρέτησης του αιτητή στην κριθείσα περίπτωση παραβίαζε το άρθρο 23 του Συντάγματος και το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ― Ανάλυση υπό το φως της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Ο αιτητής επιδίωξε με την προσφυγή του, την ακύρωση της στέρησης των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του, που αποτέλεσε την αυτόματη συνέπεια της πειθαρχικής καταδίκης του σε απόλυση, μετά που κρίθηκε ένοχος ποινικών αδικημάτων τα οποία τέλεσε κατά την υπηρεσία του.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα δημοσίου υπαλλήλου στην Κύπρο συνιστούν «ιδιοκτησία» στα πλαίσια του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1.

Αντλώντας καθοδήγηση από τη νομολογία του Ε.Δ.Α.Δ. επισημαίνονται πρώτα τα στοιχεία εκείνα που συνηγορούν υπέρ του δικαιολογημένου της στέρησης του ιδιοκτησιακού δικαιώματος στην προκειμένη περίπτωση. Κυρίαρχο τέτοιο στοιχείο είναι βεβαίως η σοβαρότητα των διαπραχθέντων αδικημάτων. Ο χαρακτηρισμός της υπόθεσης από την ΕΔΥ ως από τις σοβαρότερες στα χρονικά της δεν φαίνεται υπερβολικός. Είναι τέτοια η εικόνα των αδικημάτων που όχι μόνο εμπεριείχαν καλά οργανωμένη απάτη αλλά και, το κυριότερο, έπληξαν, όπως διαπίστωσε και η ΕΔΥ, το κύρος και την αξιοπιστία της διοίκησης. Η καταδίκη του Αιτητή σε πενταετή φυλάκιση, όπως και η απόλυσή του, δεν εξαντλούσαν αναγκαστικά τα όρια της ευχέρειας της πολιτείας να αποκαταστήσει τα πράγματα. Εξ άλλου, προκειμένου, περί συνταξιοδοτικού σχεδίου χωρίς εισφορές του υπαλλήλου, η μη στέρηση των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων θα ισοδυναμούσε με επιβράβευση του Αιτητή.

Προς την αντίθετη κατεύθυνση, είναι οι δεδομένα σοβαρές συνέπειες της τιμωρίας του Αιτητή με την καταδίκη του σε πενταετή φυλάκιση και απόλυση. Είναι επίσης κυρίως οι συνέπειες δυσπραγίας από τη στέρηση των εν λόγω δικαιωμάτων, ως πρόσθετης «τιμωρίας», στον Αιτητή και την οικογένειά του. Αυτός θα ήταν ένας σημαντικός παράγοντας που θα ελαμβάνετο υπ' όψη ανάλογα με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης αν η στέρηση δεν ήταν αυτόματη αλλά υπήρχε διακριτική ευχέρεια μέσα από θεσμοθετημένες διαδικασίες, ως προς το αν θα υπάρξει στέρηση και πόση.

Ακόμα, είναι και το ότι ο Αιτητής επέστρεψε σε μεγάλο βαθμό τα χρήματα που καταχράσθηκε, γεγονός που, αν και ανέφερε η ΕΔΥ ότι έλαβε υπ' όψη, δεν φαίνεται να επηρέασε την κρίση της αφού, η επιβληθείσα στον Αιτητή ποινή ήταν η έσχατη της απόλυσης μεταξύ των δέκα προβλεπόμενων ποινών αντί τουλάχιστον η δεύτερη σοβαρότερη της αναγκαστικής αφυπηρέτησης που δεν θα συνεπάγετο απώλεια των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.

Γέρνει όμως τελικά, έστω και ελαφρώς την πλάστιγγα υπέρ της Δημοκρατίας το γεγονός ότι η επιφύλαξη του άρθρου 79(7) του Ν.1/90 ότι στη σύζυγο και τα εξαρτώμενα τέκνα του απολυθέντος καταβάλλεται η σύνταξή του από την ημέρα της απόλυσής του ως αυτός να είχε αποθάνει τότε, μειώνει τις συνέπειες δυσπραγίας της οικογένειας ως εκ της απόλυσης και επηρεάζει την επί τούτου επιχειρηματολογία του Αιτητή. Ενδέχεται βεβαίως παρά τούτο να υπάρξουν περιπτώσεις που οι συνέπειες για τον απολυόμενο υπάλληλο να είναι ακόμα ακραίες, όπως όταν δεν υπάρχει σύζυγος ή εξαρτώμενα τέκνα ή οι σχέσεις τους είναι τέτοιες ώστε ο απολυόμενος υπάλληλος να μην μπορεί εύλογα να αναμένει να ωφεληθεί μέσω αυτών. Δεν έχει όμως λεχθεί οτιδήποτε που να εντάσσει την προκειμένη περίπτωση στις περιπτώσεις εκείνες, πλην της θεωρητικής πιθανότητας η σύζυγος να προαποβιώσει του Αιτητή.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Azinas v. Cyprus, no. 56679/2000 (Sect. 3) ― (20.6.2002); E.C.H.R.,

Banfield v. The United Kingdom, (dec.), no. 6223/2004, E.C.H.R. 2005-XI ― (18.10.2005),

Ξενοφώντος ν. Δημοκρατίας (2005) 4 Α.Α.Δ. 773.

Προσφυγή.

Α. Δημητριάδης με Γ. Σεραφείμ, για τον Αιτητή.

Μ. Σταυρινίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας A΄, για την Καθ' ης η Αίτηση.

Cur. adv. vult.

XATZHXAMΠHΣ, Δ.: Ο Αιτητής, ενώ ήταν δημόσιος υπάλληλος στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ως Βοηθός Κτηματολογικός Λειτουργός, καταδικάσθηκε επί της δικής του παραδοχής σε 24 κατηγορίες που αφορούσαν αδικήματα απορρέοντα από την παραποίηση στοιχείων σε δελτία πληρωμής αποζημιώσεων για απαλλοτριώσεις και από παρεπόμενες ενέργειες. Ο Αιτητής, συνεργαζόμενος με άλλο πρόσωπο το οποίο ενέπλεξε, ενεργούσε έτσι έχοντας την ευκαιρία ως εκ των καθηκόντων του, με ανάλογο οικονομικό όφελος για τον ίδιο. Τα προκύπτοντα αδικήματα περιλάμβαναν πρόκληση εκτέλεσης εγγράφου με ψευδείς παραστάσεις, κατάχρηση εξουσίας, κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, εξασφάλιση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, πλαστογραφία επιταγής και συγκάλυψη. Επιβάλλοντας συντρέχουσες ποινές φυλάκισης από 2 μέχρι 5 ετών, το Δικαστήριο έλαβε υπ' όψη του και άλλες 8 υποθέσεις που αφορούσαν άλλες 199 τέτοιες περιπτώσεις.

Η ΕΔΥ, πληροφορηθείσα για την καταδίκη, ενεργοποίησε πειθαρχική διαδικασία, έχοντας και τη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα ότι τα εν λόγω αδικήματα ενέχουν έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα. Κάλεσε προς τούτο τον Αιτητή να υποβάλει οποιεσδήποτε παραστάσεις, όπως και έπραξε εκπροσωπούμενος από δικηγόρο. Η ΕΔΥ, θεωρώντας την υπόθεση από τις σοβαρότερες στα χρονικά της, παρατήρησε ότι η επινόηση και ο σχεδιασμός της καταδείκνυαν «μια καλοστημένη απάτη που έπληξε το κύρος και την αξιοπιστία των διαδικασιών του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, αλλά και την εικόνα της Δημόσιας Υπηρεσίας γενικώτερα», και τόνισε την τεράστια έκταση της όλης δραστηριότητας του Αιτητή ο οποίος «φάνηκε κατώτερος των περιστάσεων, εκμεταλλεύθηκε τη θέση του και ανέπτυξε την εγκληματική του δράση με πρωτοφανή αναίδεια και απερισκεψία». Ελήφθη υπ' όψη, ανέφερε η ΕΔΥ, ότι ο Αιτητής είχε επιστρέψει σε μεγάλο βαθμό τα χρήματα και προσπαθούσε να επιστρέψει και τα υπόλοιπα, παρά ταύτα όμως η ΕΔΥ επέβαλε την έσχατη ποινή της απόλυσης. Ως συνέπεια τούτου, όπως παρατήρησε η ΕΔΥ, είχε εφαρμογή το Άρθρο 79(7) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (N. 1/1990) το οποίο προνοεί ότι:

«79(7)   Η απόλυση συνεπάγεται απώλεια όλων των ωφελημάτων αφυπηρέτησης.»

Περαιτέρω, η ΕΔΥ απεφάσισε όπως μη επιστραφεί στον Αιτητή οποιοδήποτε μέρος των απολαβών του που κατακρατήθησαν κατά το ½ τους κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του που διήρκεσε από 28.5.2002 μέχρι και τη συμπλήρωση της ποινικής υπόθεσης (η απόφαση του Kακουργιοδικείου εξεδόθη στις 18.1.2005).

Ο Αιτητής με την προσφυγή του προσβάλλει την απόφαση της ΕΔΥ σε όλη της την έκταση. Στην αγόρευσή του όμως ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή επικεντρώνεται στη στέρηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του Αιτητή ως κατά παράβαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος και του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Θα εξετασθεί λοιπόν η προσφυγή μόνο ως προς το θέμα αυτό. Η επιχειρηματολογία εστιάζεται στην πρωτόδικη απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Azinas v. Cyprus, 56679/2000, 20.6.2002. Η απόφαση εκείνη ανετράπη βεβαίως από το Grand Chamber με την απόφαση του της 28.4.2004 όμως όχι επί της ουσίας αλλά στη βάση ότι δεν είχαν εξαντληθεί τα ένδικα μέσα στη Δημοκρατία. Εν όψει εν τούτοις του ότι η πλειοψηφία στο Grand Chamber δεν υπεισήλθε στην ουσία του θέματος, αλλά και των απόψεων που εξεφράσθησαν από ορισμένους Δικαστές στο Grand Chamber επί της ουσίας, όσο και εν όψει άλλης νομολογίας και δη της υπόθεσης Banfield v. United Kingdom 6223/2004, 18.10.2005 (Fourth Section), στην οποία είναι δεδομένη η αποδοχή της πρωτόδικης απόφασης στην Azinas v. Cyprus, παρέμεινε ανοικτό το θέμα που αφορά το κατά πόσο η σύνταξη δημοσίου λειτουργού συνιστά περιουσιακό δικαίωμα στα πλαίσια του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1, όπως εισηγείται ο Αιτητής, ή όχι, όπως εισηγείται η Δημοκρατία. Επ'αυτού, διατηρώ και επαναδιατυπώνω την άποψη που εξέφρασα πρωτοδίκως στην Azinas v. Cyprus, σε συμφωνία με την ουσία της απόφασης των άλλων Δικαστών αν και σε διαφωνία με την κατάληξή τους εφ' όσον διαπίστωσα ότι δεν είχαν εξαντληθεί τα ένδικα μέσα στη Δημοκρατία, ότι τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα δημοσίου υπαλλήλου στην Κύπρο συνιστούν «ιδιοκτησία» στα πλαίσια του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1, άποψη την οποία και επαναδιατύπωσα στα πλαίσια της συμφωνούσας με την πλειοψηφία απόφασης μου στο Grand Chamber το οποίο αποφάσισε ότι δεν είχαν εξαντληθεί τα ένδικα μέσα στη Δημοκρατία. Η άποψη μου δεν επηρεάζεται από την απόφαση του αδελφού μου Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Ξενοφώντος ν. Δημοκρατίας (2005) 4 Α.Α.Δ. 773 στην οποία με παρέπεμψε η Δημοκρατία και η οποία δεν αφορούσε απόλυση αλλά οικιοθελή παραίτηση (διάκριση στην οποία η ίδια η Δημοκρατία στην υπόθεση εκείνη απέδωσε σημασία).

Το επόμενο ερώτημα βεβαίως είναι κατά πόσο υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος του Αιτητή. Η θέση του ιδίου είναι ότι, εφ' όσον επρόκειτο για ολοκληρωτική στέρηση των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του, αυτό συνιστούσε δυσανάλογο μέτρο για προστασία του δημοσίου συμφέροντος ώστε να παραβιάζετο η αρχή της αναλογικότητας και να ήταν αδικαιολόγητο ως εξαίρεση από τη γενική αρχή του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1. Η θέση της Δημοκρατίας είναι ότι, εν όψει της εξαιρετικής σοβαρότητας των αδικημάτων που διέπραξε ο Αιτητής και της τεράστιας ζημιάς που προκάλεσε, με ανάλογες συνέπειες στην εμπιστοσύνη του πολίτη στο δημόσιο τομέα, η στέρηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του Αιτητή δεν παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας και ήταν δικαιολογημένη στη βάση του ισοζυγίου μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος και του ιδιωτικού δικαιώματος.

Στην Azinas v. Cyprus πρωτοδίκως εκρίθη από την πλειοψηφία ότι υπήρχε παράβαση της αρχής της αναλογικότητας. Το Δικαστήριο παρέπεμψε ιδιαίτερα στο ότι ο κ. Αζίνας όχι μόνο απελύθη αλλά και κατεδικάσθη σε 18μηνη φυλάκιση και ότι η στέρηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του εξέθεσε τον ίδιο και την οικογένεια του σε δυσπραγία ώστε να ανατρέπετο η αρχή της αναλογικότητας. Στο Grand Chamber η πλειοψηφία, στην οποία συμμετείχα, δεν εξέτασε το θέμα αφού περιορίσθηκε στη διαπίστωση ότι δεν είχαν εξαντληθεί τα εσωτερικά ένδικα μέσα, πλην του Δικαστή Wildhaber, με τον οποίο συμφώνησαν και οι Δικαστές Ροζάκης και Mularoni, οι οποίοι απεφάνθησαν ότι, πέραν της μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων και της μη στοιχειοθέτησης ιδιοκτησιακού δικαιώματος, η στέρηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του κ. Αζίνα ήταν δικαιολογημένη εν όψει των συνθηκών διάπραξης των αδικημάτων, που ενείχαν διάρρηξη του ιδιαίτερου δεσμού εμπιστοσύνης και αφοσίωσης της υψηλής δημόσιας θέσης του. Προς την ίδια κατάληξη έτειναν, χωρίς όμως να τοποθετούνται οριστικά, και οι διαφωνήσαντες με την πλειοψηφία ως προς την εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων Δικαστές Costa και Garlicki, τονίζοντας ότι, με την τροποποίηση του νόμου που μεσολάβησε ώστε η οικογένεια του απολυόμενου να λαμβάνει τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα του, οι συνέπειες της στέρησης για τον ίδιο εμετριάζοντο, ενώ ο επίσης διαφωνήσας με την πλειοψηφία επί του θέματος της εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων Δικαστής Ress είχε την άποψη ότι η αναδρομική στέρηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του κ. Αζίνα δεν ήταν δικαιολογημένη καθ' όσον ουσιαστικά αποτελούσε περαιτέρω τιμωρία και δεν εξυπηρετούσε οποιοδήποτε αναλογικά νόμιμο σκοπό.

Στη Banfield v. U.K. υπάρχουν ιδιαιτερότητες. Κατ' αρχάς, το Δικαστήριο ενήργησε ανορθόδοξα καθ' όσον, αντί να εξετάσει πρώτα αν δεν υπήρχε, όπως τα γεγονότα συνηγορούσαν, εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων, αντιπαρήλθε τούτο αφού εξέτασε την ουσία για να καταλήξει ότι η προσφυγή ήταν χωρίς έρεισμα. Δεχόμενο ότι υπήρχε «ιδιοκτησία» και παρέμβαση με το δικαίωμα, απεφάνθη ότι αυτή δεν ήταν αδικαιολόγητη. Ιδιαίτερης σημασίας έκρινε ότι ήταν το γεγονός, που διαφοροποιούσε την υπόθεση από την Azinas, ότι η στέρηση δεν ήταν, όπως στην Azinas, αυτόματη αλλά το αποτέλεσμα διαδικασιών που εμπεριείχαν την άσκηση διακριτικής εξουσίας και μάλιστα ως αποτέλεσμα της οποίας η στέρηση μειώθηκε στο 65% της σύνταξης που αντιπροσώπευε την εισφορά της πολιτείας. Τούτου δοθέντος, και δοθείσας της φύσης των αδικημάτων στη Banfield (επρόκειτο για αστυνομικό λοχία που διέπραξε σοβαρά σεξουαλικά αδικήματα εναντίον γυναικών υπό την κράτηση του εν ώρα καθήκοντος καθώς και κατόπιν διάρρηξης και κατεδικάσθη σε 18ετή φυλάκιση) που περιγράφησαν ως "the most gross breaches of trust and duty" ώστε να υπόσκαπταν στο έπακρο την εμπιστοσύνη του κοινού προς την αστυνομία, δεν υπήρχε, κατέληξε το Δικαστήριο, παράβαση της αρχής της αναλογικότητας.

Αντλώντας καθοδήγηση από τη νομολογία αυτή στην οποία οι ευπαίδευτοι συνήγοροι με παρέπεμψαν, επισημαίνω κατ' αρχάς τα στοιχεία εκείνα που συνηγορούν υπέρ του δικαιολογημένου της στέρησης του ιδιοκτησιακού δικαιώματος στην προκειμένη περίπτωση.  Κυρίαρχο τέτοιο στοιχείο είναι βεβαίως η σοβαρότητα των διαπραχθέντων αδικημάτων. Ο χαρακτηρισμός της υπόθεσης από την ΕΔΥ ως από τις σοβαρότερες στα χρονικά της δεν φαίνεται υπερβολικός. Είναι τέτοια η εικόνα των αδικημάτων που όχι μόνο εμπεριείχαν καλά οργανωμένη απάτη αλλά και, το κυριότερο, έπληξαν, όπως διαπίστωσε και η ΕΔΥ, το κύρος και την αξιοπιστία της διοίκησης. Η καταδίκη του Αιτητή σε πενταετή φυλάκιση, όπως και η απόλυσή του, δεν εξαντλούσαν αναγκαστικά τα όρια της ευχέρειας της πολιτείας να αποκαταστήσει τα πράγματα. Εξ άλλου, προκειμένου, όπως και στην Azinas, περί συνταξιοδοτικού σχεδίου χωρίς εισφορές του υπαλλήλου, η μη στέρηση των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων θα ισοδυναμούσε με επιβράβευση του Αιτητή.

Προς την αντίθετη κατεύθυνση, είναι οι δεδομένα σοβαρές συνέπειες της τιμωρίας του Αιτητή με την καταδίκη του σε πενταετή φυλάκιση και απόλυση. Είναι επίσης κυρίως οι συνέπειες δυσπραγίας από τη στέρηση των εν λόγω δικαιωμάτων, ως πρόσθετης «τιμωρίας», στον Αιτητή και την οικογένεια του. Αυτός θα ήταν ένας σημαντικός παράγοντας που θα ελαμβάνετο υπ' όψη ανάλογα με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης αν η στέρηση δεν ήταν αυτόματη αλλά υπήρχε διακριτική ευχέρεια μέσα από θεσμοθετημένες διαδικασίες, όπως στην Αγγλία, ως προς το αν θα υπάρξει στέρηση και πόση. Την προοπτική μάλιστα τέτοιας νομοθετικής τροποποίησης θα ήταν καλό να εξετάσει σοβαρά η πολιτεία ώστε το σύστημα να καταστεί πιο ευέλικτο και πιο δίκαιο στην κάθε περίπτωση. Ακόμα, είναι και το ότι ο Αιτητής επέστρεψε σε μεγάλο βαθμό τα χρήματα που καταχράσθηκε, γεγονός που, αν και ανέφερε η ΕΔΥ ότι έλαβε υπ' όψη, δεν φαίνεται να επηρέασε την κρίση της αφού, όπως ήδη ελέχθη, η επιβληθείσα στον Αιτητή ποινή ήταν η έσχατη της απόλυσης μεταξύ των δέκα προβλεπόμενων ποινών αντί τουλάχιστον η δεύτερη σοβαρότερη της αναγκαστικής αφυπηρέτησης που δεν θα συνεπάγετο απώλεια των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.

Αν τα πράγματα είχαν μόνο μέχρι εδώ, θα ήσαν όντως πολύ ισοζυγισμένα, εξ ου και απέφυγα να εκφράσω άποψη στην Azinas εφ' όσον τούτο δεν ήταν αναγκαίο. Γέρνει όμως τελικά, φρονώ, έστω και ελαφρώς την πλάστιγγα υπέρ της Δημοκρατίας το γεγονός ότι η προκειμένη υπόθεση προέκυψε και εκδικάζεται στη βάση νομοθετικού καθεστώτος διάφορου εκείνου της Azinas ως προς τις συνέπειες της απόλυσης συνεπαγόμενης την απώλεια των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων. Η επιφύλαξη του Άρθρου 79(7) ότι στη σύζυγο και τα εξαρτώμενα τέκνα του απολυθέντος καταβάλλεται η σύνταξη του από την ημέρα της απόλυσης του ως αυτός να είχε αποθάνει τότε, μειώνει τις συνέπειες δυσπραγίας της οικογένειας ως εκ της απόλυσης και επηρεάζει την επί τούτου επιχειρηματολογία του Αιτητή. Ενδέχεται βεβαίως παρά τούτο να υπάρξουν περιπτώσεις που οι συνέπειες για τον απολυόμενο υπάλληλο να είναι ακόμα ακραίες, όπως όταν δεν υπάρχει σύζυγος ή εξαρτώμενα τέκνα ή οι σχέσεις τους είναι τέτοιες ώστε ο απολυόμενος υπάλληλος να μην μπορεί εύλογα να αναμένει να ωφεληθεί μέσω αυτών. Δεν έχει όμως λεχθεί οτιδήποτε που να εντάσσει την προκειμένη περίπτωση στις περιπτώσεις εκείνες, πλην της θεωρητικής πιθανότητας η σύζυγος να προαποβιώσει του Αιτητή. Αν τα πράγματα ήσαν άλλως, ενδεχομένως η απόκλιση μου να ήταν προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Καταλήγω λοιπόν ότι η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, εν όψει όμως των νομικών δεδομένων της δεν θα υπάρξει διαταγή για έξοδα.

Πριν αφήσω την υπόθεση επιθυμώ να επανέλθω επί της εισήγησής μου, για να την τονίσω, ότι θα πρέπει να μελετήσουν σοβαρά οι αρμόδιοι το ενδεχόμενο τροποποίησης του νομοθετικού πλαισίου κατ' αναλογία των ισχύοντων στην Αγγλία, ώστε η στέρηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων να μην είναι αυτόματη αλλά το όλο θέμα να εξετάζεται μέσα από θεσμοθετημένες διαδικασίες και με άσκηση διακριτικής ευχέρειας για να αποφασίζεται ποία συνταξιοδοτικά δικαιώματα και σε ποιο βαθμό είναι δίκαιο να στερούνται, αν καθόλου, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά και τις ανάγκες της με αιτιολογημένη απόφαση. Τούτο επιτάσσει η ευνομία και η σύγχρονη αντίληψη της ατομικής δικαιοσύνης.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο