ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 4 ΑΑΔ 256
7 Μαΐου, 2007
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΤΙΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
Αιτήτρια,
v.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 415/2006)
Κοινωνικές Ασφαλίσεις ― Σύνταξη ανικανότητας ― Προϋποθέσεις εγκυρότητας της έκθεσης του Ιατρικού Συμβουλίου, που αποτελεί τη βάση για την χορήγηση ή μη της σύνταξης ― Η έκθεση ήταν αναιτιολόγητη στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Η αιτήτρια αξίωσε με την προσφυγή της, την ακύρωση της απόρριψης της αίτησής της για χορήγηση σύνταξης ανικανότητας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Η εισήγηση για την έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας ευσταθεί. Στην παρούσα υπόθεση το Ιατρικό Συμβούλιο συμπλήρωσε την έκθεσή του κατά δυσανάγνωστο και ελλιπή τρόπο. Τα περισσότερα μέρη του σχετικού εντύπου παρέμειναν κενά συμπεριλαμβανομένου του είδους εργασίας της αιτήτριας, για το οποίο στο ίδιο το έντυπο επιβάλλεται "πλήρης περιγραφή", ούτως ώστε να είναι δυνατή η συνάρτηση της ανικανότητας με τη φύση της επαγγελματικής απασχόλησης της αιτήτριας. Κενό παρέμεινε επίσης το "Μέρος IV" στο οποίο θα έπρεπε να καταχωρηθεί δήλωση της αιτήτριας προς το Ιατρικό Συμβούλιο, ενώ στο ουσιαστικότερο μέρος της έκθεσης (Μέρος V) που αφορά το πόρισμα, παρέμειναν κενά τα στοιχεία 2, 3, 4 και 6 στα οποία έπρεπε να καταγραφούν μεταξύ άλλων και λεπτομερή κλινικά ευρήματα καθώς και ευρήματα από ακτινογραφίες, αναλύσεις και άλλες διαγνωστικές εξετάσεις. Τα στοιχεία 1 και 5 συμπληρώθηκαν με βιαστική και δυσανάγνωστη χειρόγραφη σημείωση με πανομοιότυπο λεκτικό, ούτως ώστε να συμπίπτει η περιγραφή της γενικής κατάστασης της υγείας τής αιτήτριας με το πόρισμα και τη διάγνωση. Τέλος, η γνωμοδότηση του Μέρους IV εξαντλείται στην αρνητική απάντηση "όχι".
Από τον τρόπο που είναι διατυπωμένη η έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου δεν προκύπτει αν λήφθηκε υπόψη η έκθεση του θεράποντος γιατρού της αιτήτριας. Η λεπτομερής καταγραφή της καρδιολογικής κατάστασης της αιτήτριας από το Αμερικανικό Ινστιτούτο, επίσης δεν σχολιάστηκε. Τα κενά και οι ασάφειες που έχουν επισημανθεί δημιουργούν αμφιβολίες ως προς την επάρκεια της έρευνας και της ορθότητας της διαπίστωσης του Ιατρικού Συμβουλίου ότι η αιτήτρια είναι ικανή για την άσκηση του επαγγέλματός της.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Οικονόμου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 805/1997, ημερ. 16.7.1999,
Κατσώνη ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 417/2002, ημερ. 23.5.2003,
Χ" Στεφάνου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 186/2002, ημερ. 25.6.2003.
Προσφυγή.
Α. Θεοφίλου, για την Αιτήτρια.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η Κάτια Παπαδοπούλου (αιτήτρια) αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (καθ'ων η αίτηση), με την οποία απορρίφθηκε αίτημα της για χορήγηση σύνταξης ανικανότητας.
(α) Τα γεγονότα.
Ως αποτέλεσμα χειρουργικής επέμβασης στην οποία υποβλήθηκε στις 26/4/2004 για καρδιακά προβλήματα, η αιτήτρια, η οποία είναι πτυχιούχος Πανεπιστημίου, υπέβαλε στις 23/9/2004 αίτηση στο Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων για παροχή σύνταξης δηλώνοντας ότι είχε σταματήσει από το Μάιο του 2004 να εργάζεται ως Σύμβουλος Επιχειρήσεων/Εκπαίδευσης. Στην αίτηση της η αιτήτρια επισύναψε ιατρική έκθεση του καρδιολόγου Α. Κυθραιώτη, σύμφωνα με την οποία η αιτήτρια ήταν ανίκανη για την άσκηση του επαγγέλματός της. Το αίτημα της αιτήτριας απορρίφθηκε στις 5/11/2004.
Ακολούθως η αιτήτρια υπέβαλε νέα αίτηση στις 3/11/2005 στην οποία ανέφερε ότι αντιμετώπιζε προβλήματα από το Σεπτέμβριο του 2003 λόγω ανεπάρκειας βαλβίδας τελευταίου βαθμού, με έντονες αρρυθμίες (παροξυσμικές) και συνεχόμενες επιπλοκές.
Την αίτηση συνόδευε και πάλι εμπεριστατωμένη έκθεση του γιατρού Α. Κυθραιώτη που παρακολουθούσε την αιτήτρια, η γνωμάτευση του οποίου κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια δεν ήταν ικανή για πλήρη απασχόληση.
Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ιατρικό πιστοποιητικό του Δρα Α. Τάνου, ο οποίος επέβλεπε την ιατρική κατάσταση της αιτήτριας μετά από τον τραυματισμό της σε τροχαίο ατύχημα το 2000. Σύμφωνα με το πιο πάνω πιστοποιητικό οι κακώσεις και τα τραύματα που υπέστη η αιτήτρια στον αυχένα, στο γόνατο και στην ποδοκνημική άφησαν διάφορα επώδυνα κατάλοιπα, για την αντιμετώπιση των οποίων απαιτούνταν η χρήση κολάρου, ελαστικού νάρθηκα, μακρές περίοδοι ήπιας φυσικοθεραπείας καθώς και μακρές απουσίες από την εργασία της. Αναφερόταν επίσης ότι η κατάλληλη εντατική φυσικοθεραπεία και η λήψη αντιφλεγμονωδών φαρμάκων δεν ενδείκνυτο λόγω των άλλων (καρδιολογικών) προβλημάτων της αιτήτριας.
Η αίτηση συμπεριλάμβανε και τα αποτελέσματα "Δοκιμασίας Κόπωσης σε Κυλιόμενο Τάπητα", που κατέληγαν ότι η αιτήτρια είχε μειωμένη αντοχή στην κόπωση, όπως επίσης και μια λεπτομερή έκθεση καρδιολογικών ευρημάτων του Αμερικανικού Ινστιτούτου Καρδιάς.
Για την εξέταση της νέας αίτησής της η αιτήτρια παραπέμφθηκε και εξετάστηκε στις 13/12/2005 από το Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο όμως, όπως και κατά την πρώτη εξέταση, γνωμάτευσε ότι η αιτήτρια δεν ήταν ανίκανη για άσκηση του επαγγέλματός της. Η αίτηση της αιτήτριας απορρίφθηκε στις 16/12/2005 με την πιο κάτω επιστολή:
"Κύριε/Κυρία,
Αναφέρομαι στην αίτηση σας της 03/11/2005 για ΣΥΝΤΑΞΗ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ και σας πληροφορώ ότι αυτή απορρίφθηκε γιατί:
είστε ικανός/ή για εργασία."
(β) Οι λόγοι ακύρωσης.
Η αιτήτρια αμφισβητεί την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης ισχυριζόμενη ότι στερείται επαρκούς αιτιολογίας και ότι έχει παρατηρηθεί έλλειψη δέουσας έρευνας και δυσμενής μεταχείρισή της.
Η εισήγηση για την έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας ευσταθεί. Στην παρούσα υπόθεση το Ιατρικό Συμβούλιο συμπλήρωσε την έκθεσή του κατά δυσανάγνωστο και ελλιπή τρόπο. Τα περισσότερα μέρη του σχετικού εντύπου παρέμειναν κενά συμπεριλαμβανομένου του είδους εργασίας της αιτήτριας για το οποίο στο ίδιο το έντυπο επιβάλλεται "πλήρης περιγραφή", ούτως ώστε να είναι δυνατή η συνάρτηση της ανικανότητας με τη φύση της επαγγελματικής απασχόλησης της αιτήτριας. Κενό παρέμεινε επίσης το "Μέρος IV" στο οποίο θα έπρεπε να καταχωρηθεί δήλωση της αιτήτριας προς το Ιατρικό Συμβούλιο, ενώ στο ουσιαστικότερο μέρος της έκθεσης (Μέρος V) που αφορά το πόρισμα, παρέμειναν κενά τα στοιχεία 2, 3, 4 και 6 στα οποία έπρεπε να καταγραφούν μεταξύ άλλων και λεπτομερή κλινικά ευρήματα καθώς και ευρήματα από ακτινογραφίες, αναλύσεις και άλλες διαγνωστικές εξετάσεις. Τα στοιχεία 1 και 5 συμπληρώθηκαν με βιαστική και δυσανάγνωστη χειρόγραφη σημείωση με πανομοιότυπο λεκτικό, ούτως ώστε να συμπίπτει η περιγραφή της γενικής κατάστασης της υγείας της αιτήτριας με το πόρισμα και τη διάγνωση. Τέλος, η γνωμοδότηση του Μέρους IV εξαντλείται στην αρνητική απάντηση "όχι" στο ερώτημα, αν η αιτήτρια είναι σήμερα ικανή για άσκηση του επαγγέλματος του συμβούλου επιχειρήσεων, χωρίς καμιά άλλη παρατήρηση.
Από τον τρόπο που είναι διατυπωμένη η έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου δεν προκύπτει αν λήφθηκε υπόψη η έκθεση του θεράποντος γιατρού της αιτήτριας Α. Κυθραιώτη, ο οποίος διέγνωσε ότι η αιτήτρια δεν ήταν ικανή για πλήρη απασχόληση και ότι είχε μειωμένη αντοχή στην κόπωση, όπως επίσης και το πιστοποιητικό του Ορθοπαιδικού - Χειρούργου Α. Τάνου, το οποίο κατέληγε στο πόρισμα ότι τα καρδιακά προβλήματα της αιτήτριας που δεν επέτρεπαν εντατική φυσικοθεραπεία και τη λήψη αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, επιδείνωναν τη συμπτωματολογία της αιτήτριας. Η λεπτομερής καταγραφή της καρδιολογικής κατάστασης της αιτήτριας από το Αμερικανικό Ινστιτούτο, επίσης δεν σχολιάστηκε, παρόλο που η εξετάστρια απαιτήσεων καλώντας την αιτήτρια για εξέταση είχε ζητήσει να παρουσιαστούν στο Ιατρικό Συμβούλιο την προκαθορισμένη μέρα πρόσφατες ακτινογραφίες, εκθέσεις εργαστηριακών εξετάσεων και ιατρικά πιστοποιητικά τα οποία δεν είχαν υποβληθεί ως τότε. Τα κενά και οι ασάφειες που έχουν επισημανθεί δημιουργούν αμφιβολίες ως προς την επάρκεια της έρευνας και της ορθότητας της διαπίστωσης του Ιατρικού Συμβουλίου ότι η αιτήτρια είναι ικανή για την άσκηση του επαγγέλματός της (βλ. Οικονόμου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 805/1997 της 16/7/1999).
Είχα την ευκαιρία σε άλλες προσφυγές να εξετάσω το θέμα της αιτιολογίας των αποφάσεων του Ιατρικού Συμβουλίου, στις οποίες αποδοκιμάστηκαν ως αναιτιολόγητα έντυπα Ιατρικών Συμβουλίων αναφορικά με τα ποσοστά ανικανότητας και αναπηρίας (βλ. Έλλη Κατσώνη ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 417/2002 της 23/5/2003 και Δέσποινα Χ" Στεφάνου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 186/2002 της 25/6/2003).
Παρά το ανεξέλεγκτο της επίδικης απόφασης του Ιατρικού Συμβουλίου, εντούτοις προκύπτει ότι αυτή στερείται επαρκούς αιτιολογίας που επιτρέπει την επέμβαση του Δικαστηρίου.
Η προσφυγή γίνεται αποδεκτή. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με £600 έξοδα σε βάρος των καθ'ων η αίτηση.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.