ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 4 ΑΑΔ 21
17 Ιανουαρίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Σ. & Σ. ΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΛΤΔ,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1033/2005)
Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή, σε αντιδιαστολή προς πράξη στερούμενη εκτελεστότητας ― Περιστάσεις του μη εκτελεστού χαρακτήρα του περιεχομένου επιστολής στην κριθείσα περίπτωση.
Έννομο Συμφέρον ― Προσβολής της ισχυριζόμενης πρακτικής του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, σε σχέση με την εργοδότηση υπηκόων τρίτων, μη κοινοτικών, χωρών.
Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο ― Αλλοδαποί ― Συνθήκες εργασίες υπηκόων τρίτων χωρών με βάση το άρθρο 15(3) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ― Ερμηνεία.
Οι αιτητές προώθησαν με την προσφυγή τους, την αντίρρησή τους σε σχέση με το περιεχόμενο επιστολής εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, το οποίο αφορούσε το καθεστώς εργοδότησης μη κοινοτικών αλλοδαπών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Το ουσιαστικό παράπονο των αιτητών είναι ότι, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι υπήκοοι τρίτων χωρών (δηλαδή χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης) που έχουν άδεια να εργάζονται στο έδαφος των κρατών μελών, δικαιούνται συνθηκών εργασίας αντιστοίχων με εκείνες που απολαμβάνουν οι πολίτες της Ένωσης.
Tα όσα όμως αναγράφονται στην επίδικη επιστολή, δεν συνιστούν εκτελεστή διοικητική πράξη, εναντίον της οποίας χωρεί προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. Η επιστολή εκείνη περιέχει απλά παρατηρήσεις αναφορικά με το καθεστώς των αιτητών ασύλου, γενικά, στην Κύπρο και αναφορικά με το καθεστώς και τα δικαιώματα αιτητών ασύλου σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γίνεται ακόμα αναφορά και σε σχετική Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στον περί Προσφύγων Νόμο του 2000 (αρ. 2).
2. Με την προσφυγή επίσης προσβάλλεται και η κατ' ισχυρισμό γενική πρακτική των καθ' ων η αίτηση «να απαιτούν και να απορρίπτουν» συμβόλαια εργοδότησης με υπηκόους τρίτων χωρών. Η γενική αυτή πρακτική των καθ' ων η αίτηση, επίσης δεν μπορεί να συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη εναντίον της οποίας οι αιτητές έχουν έννομο συμφέρον να καταχωρήσουν προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.
3. Παρά τα προαναφερόμενα, τα οποία είναι καθοριστικά για την τύχη της προσφυγής, επί τους ουσίας, επιθυμώ να παρατηρήσω ότι το άρθρο 15(3) του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης διασφαλίζει ότι υπήκοοι τρίτων χωρών, που έχουν άδεια εργασίας στο έδαφος των Κρατών Μελών, δικαιούνται σε συνθήκες εργασίας αντίστοιχες με εκείνες που απολαμβάνουν οι πολίτες της Ένωσης. Αυτή όμως η πρόνοια δεν στερεί τα κυρίαρχα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το δικαίωμα να αποφασίζουν τα ίδια και να ρυθμίζουν το ζήτημα της παροχής ή όχι αδείας εργασίας σε υπηκόους τρίτων χωρών, καθώς και τους όρους και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τέτοιες άδειες δίδονται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Προσφυγή.
Μ. Γεωργίου, για τους Αιτητές.
Κ. Σταυρινός, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή αυτή οι αιτητές ζητούν τις πιο κάτω θεραπείες:
«Α. Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση που περιέχεται σε επιστολή τους προς τους αιτητές, ημερ. 1.8.2005, με την οποία αρνήθηκαν την ανανέωση συμβολαίων εργοδότησης από τους αιτητές δύο αλλοδαπών τρίτης χώρας, αιτητών ασύλου, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.
Β. Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πρακτική που οι καθ' ων η αίτηση έχουν καθιερώσει να απαιτούν και να απορρίπτουν συμβόλαια εργοδότησης με υπηκόους τρίτων χωρών είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.»
Στην προσφυγή αναγράφεται ότι αντίγραφο της προαναφερόμενης επιστολής ημερ. 1.8.2005 επισυνάπτεται ως Παράρτημα Α. Στην πραγματικότητα η επιστολή δεν επισυνάφθηκε στην προσφυγή αλλά επισυνάφθηκε ως Παράρτημα Β στην γραπτή αγόρευση των αιτητών.
Το ουσιαστικό παράπονο των αιτητών είναι ότι, σύμφωνα με το Άρθρο 15 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι υπήκοοι τρίτων χωρών (δηλαδή χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης) που έχουν άδεια να εργάζονται στο έδαφος των κρατών μελών, δικαιούνται συνθηκών εργασίας αντιστοίχων με εκείνες που απολαμβάνουν οι πολίτες της Ένωσης. Κατά τους αιτητές η προαναφερόμενη πρόνοια δεν έτυχε εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση για τους εξής λόγους: Οι αιτητές, οι οποίοι διεξάγουν ηλεκτρολογικές εργασίες, ζήτησαν την ανανέωση συμβολαίων εργοδότησης δύο υπαλλήλων τους, αλλοδαπών, πολιτών τρίτης χώρας, οι οποίοι ταυτόχρονα ήταν και αιτητές ασύλου. Οι καθ' ων η αίτηση φαίνεται ότι δεν ενέκριναν την ανανέωση των συμβολαίων εργοδότησης επειδή η πολιτική του κράτους είναι όπως αιτητές ασύλου διοχετεύονται αποκλειστικά ή κατά προτεραιότητα στους τομείς της γεωργίας και κτηνοτροφίας. Κατά του αιτητές, τέτοιος όρος δεν θα μπορούσε να επιβληθεί αν οι υπάλληλοι τους ήταν πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αυτό συνεπώς συνιστά κακή άσκηση της διακριτικής εξουσίας των καθ' ων η αίτηση.
Στην ένσταση των καθ' ων η αίτηση εγείρονται προδικαστικές ενστάσεις η πρώτη από τις οποίες είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, ενώ επί της ουσίας οι καθ' ων η αίτηση υποβάλλουν ότι η απόφαση τους ήταν απόλυτα νόμιμη, θεμιτή και εντός των πλαισίων της άσκησης της διακριτικής τους εξουσίας.
Στην επιστολή των καθ' ων η αίτηση ημερ. 1.8.2005 προς τους δικηγόρους των αιτητών (η οποία λανθασμένα περιγράφεται στην γραπτή αγόρευση των αιτητών ως επιστολή ημερ. 1.8.2006 αντί 1.8.2005) αναγράφονται ουσιαστικά τα εξής: Σε απάντηση της επιστολής του δικηγόρου των αιτητών προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ. 15.4.2005, η κυρία Μαρία Ματσουκάρη εκ μέρους της Αναπληρωτού Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου παρατηρεί τα ακόλουθα: Ότι το Άρθρο 15(3) του προαναφερόμενου χάρτη προβλέπει ότι νοουμένου πως ένας υπήκοος τρίτης χώρας έχει άδεια εργασίας, τότε δικαιούται στους ίδιους όρους εργοδότησης με τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως το κατά πόσο θα παραχωρηθεί μια άδεια εργασίας, για πόσο χρονικό διάστημα και γενικά υπό ποιες προϋποθέσεις και όρους είναι θέμα της κάθε χώρας μέλους και δεν ρυθμίζεται σε κοινοτικό επίπεδο.
Σ' ότι αφορά το καθεστώς των αιτητών ασύλου στην Κύπρο γίνεται παραπομπή στο Άρθρο 9(2) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 όπως τροποποιήθηκε, με βάση το οποίο το δικαίωμα υποβολής αίτησης για άδεια εργασίας υπόκειται σε περιορισμούς ή όρους τους οποίους οι αρμόδιες αρχές ήθελαν κρίνει εύλογο να επιβάλουν για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος.
Πληροφοριακά αναφέρεται επίσης ότι οι πλείστες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επιτρέπουν πρόσβαση των αιτητών ασύλου στην εγχώρια αγορά εργασίας, για να αποφεύγεται η εκμετάλλευσης του συστήματος αίτησης ασύλου από οικονομικούς μετανάστες. Εξάλλου η Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2003/9/ΕΚ θέτει τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτητών ασύλου.
Είναι προφανές, κατά την κρίση μου, ότι τα όσα αναγράφονται στην προαναφερόμενη επιστολή, ημερ. 1.8.2005, δεν συνιστούν εκτελεστή διοικητική πράξη, εναντίον της οποίας χωρεί προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Η επιστολή εκείνη περιέχει απλά παρατηρήσεις αναφορικά με το Άρθρο 15(3) του προαναφερόμενου Χάρτη, αναφορικά με το καθεστώς των αιτητών ασύλου, γενικά, στην Κύπρο και αναφορικά με το καθεστώς και τα δικαιώματα αιτητών ασύλου σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γίνεται ακόμα αναφορά και σε σχετική Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στον περί Προσφύγων Νόμο του 2000 (αρ. 2).
Η κατάληξή μου ότι με την παρούσα προσφυγή δεν προσβάλλεται οποιαδήποτε εκτελεστή διοικητική πράξη ουσιαστικά προδικάζει το αποτέλεσμα της προσφυγής η οποία θα πρέπει να απορριφθεί γι' αυτό το λόγο. Συναφώς παρατηρώ ότι εκτός από το περιεχόμενο της προαναφερόμενης επιστολής ημερ. 1.8.2005, με την προσφυγή αυτή προσβάλλεται και η κατ' ισχυρισμό γενική πρακτική των καθ' ων η αίτηση «να απαιτούν και να απορρίπτουν» συμβόλαια εργοδότησης με υπηκόους τρίτων χωρών. Η γενική αυτή πρακτική των καθ' ων η αίτηση, επίσης δεν μπορεί να συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη εναντίον της οποίας οι αιτητές έχουν έννομο συμφέρον να καταχωρήσουν προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Παρά τα προαναφερόμενα, τα οποία είναι καθοριστικά για την τύχη της προσφυγής, επί τους ουσίας, επιθυμώ να παρατηρήσω ότι το Άρθρο 15(3) του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης διασφαλίζει, κατά την εκτίμηση μου, ότι υπήκοοι τρίτων χωρών, που έχουν άδεια εργασίας στο έδαφος των Κρατών Μελών, δικαιούνται σε συνθήκες εργασίας αντίστοιχες με εκείνες που απολαμβάνουν οι πολίτες της Ένωσης. Αυτή όμως η πρόνοια, κατά την εκτίμηση μου, δεν στερεί τα κυρίαρχα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το δικαίωμα να αποφασίζουν τα ίδια και να ρυθμίζουν το ζήτημα της παροχής ή όχι αδείας εργασίας σε υπηκόους τρίτων χωρών καθώς και τους όρους και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τέτοιες άδειες δίδονται. Επομένως το προαναφερόμενο άρθρο δεν θα μπορούσε, κατά την κρίση μου, να βοηθήσει την υπόθεση των αιτητών στην προκείμενη περίπτωση.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των αιτητών.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.