ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 301/2006
20 Δεκεμβρίου 2007
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
Αιτήτρια,
και
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - - -
Ε. Θεοφάνους (κα) για Κ. Χατζηϊωάννου για τον αιτητή
Ν. Κλεάνθους (κα) για Χ. Τριανταφυλλίδη, για τους καθ΄ων η αίτηση.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο Επίτροπος Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων («ο Επίτροπος») επέβαλε στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου διοικητικό πρόστιμο ΛΚ50.000 επειδή οι τελευταίοι παρέλειψαν να παρέχουν πρόσβαση στη Βάση Δεδομένων Τηλεφωνικού Καταλόγου Κύπρου («Αρχείο») στην εταιρεία Telepassport Telecommunications Ltd για σκοπούς παροχής υπηρεσιών πληροφοριών καταλόγου εκ μέρους της δυνάμει του άρθρου 111 παράγραφοι 2 και 3 του Περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2004 (Ν.112(1)/04), κατά παράβαση της παραγράφου 14 του Παραρτήματος ΙΙ της Απόφασης περί Καθορισμού του πεδίου της Τηλεπικοινωνιακής Καθολικής Υπηρεσίας (ΚΔΠ 138/2005).
Κατά την 22.9.05, η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, ως Παροχέας Καθολικής Τηλεπικοινωνιακής Υπηρεσίας και η εταιρεία Telepassport Telecommunications Ltd, ως ο δικαιούχος φορέας, υπέγραψαν συμφωνία για την παροχή εκ μέρους της πρώτης του Αρχείου για σκοπούς παροχής υπηρεσιών πληροφοριών καταλόγου εκ μέρους της δεύτερης δυνάμει του άρθρου 111 παράγραφοι 2 και 3 του Ν.112(1)/04.
Κατά την 26.9.05, η εν λόγω εταιρεία, γνωστοποίησε γραπτώς στον Επίτροπο ότι το Αρχείο, όπως της είχε κοινοποιηθεί από την Αρχή, ήταν ελλιπές κατά τρόπο που δεν είχε τη δυνατότητα να παρέχει και η ίδια ανάλογες υπηρεσίες όπως η Αρχή, καθότι δεν είχε λάβει τις απαραίτητες πληροφορίες.
Συγκεκριμένα, πρόβαλε η εν λόγω εταιρεία, ότι τα στοιχεία που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, την κατηγορία «Δήμος Λευκωσίας», όπως π.χ. το Γραφείο Δημάρχου, Πολιτιστική Υπηρεσία, Αίθουσα Μελίνας Μερκούρη, διεύθυνση, αριθμούς τηλεφώνων και τηλεομοιοτύπων αντίστοιχα και την κατηγορία «Τράπεζα Κύπρου», όπως π.χ. υποκαταστήματα και διάφορα τμήματος της Τράπεζας Κύπρου όπως αυτά δόθηκαν από το συνδρομητή, καταχωρήθηκαν και ανευρίσκονται στο Αρχείο, το οποίο τηρεί η Αρχή και βάσει του οποίου παρέχει υπηρεσίες πληροφοριών καταλόγου, δε συμπεριλαμβάνονται στο Αρχείο που κοινοποιήθηκε από την Αρχή στην εν λόγω εταιρεία, με αποτέλεσμα η τελευταία να μη δύναται να παρέχει αντίστοιχες υπηρεσίες με τις υπηρεσίες πληροφοριών καταλόγου της Αρχής, αφού το κοινοποιημένο Αρχείο δε συμπεριλάμβανε τις απαραίτητες πληροφορίες.
Ο Επίτροπος, αφού γνωστοποίησε στην Αρχή τους ισχυρισμούς της εταιρείας, ζήτησε από αυτή να υποβάλει τη θέση της επί του θέματος.
Η Αρχή απάντησε ότι το Αρχείο όπως κοινοποιήθηκε στην εταιρεία δεν ήταν ελλιπές, προβάλλοντας ότι τα αναφερθέντα στοιχεία είναι επιπρόσθετα και ως τέτοια θα δίδονταν προς κάθε ενδιαφερόμενο μέρος σε μεταγενέστερο χρόνο και με πιθανό πρόσθετο κόστος.
Λειτουργοί του Γραφείου του Επιτρόπου διεξήγαγαν έρευνα στα γραφεία των Υπηρεσιών Πληροφοριών Καταλόγου της Αρχής με την εισαγωγή των «λέξεων-κλειδιών» στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και εκτύπωση πληροφοριών που ο υπάλληλος, ο οποίος δέχεται την κλήση εκ μέρους του καταναλωτή για παροχή πληροφοριών καταλόγου, έχει στη διάθεσή του για εξυπηρέτηση.
Τα αποτελέσματα της έρευνας αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης και σύγκρισης με τις πληροφορίες που εκπρόσωπος της εταιρείας, χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέξεις κλειδιά, έφερε ενώπιον του Επιτρόπου.
Ο Επίτροπος κατέληξε στα πιο κάτω συμπεράσματα:
«(α) ότι το Κέντρο παροχής υπηρεσιών πληροφοριών καταλόγου 11892/192 (ούτω εφεξής καλούμενο «Υπηρεσία 192» έχει τη δυνατότητα να παρέχει στον καταναλωτή όλα τα στοιχεία που δηλώθηκαν από το συνδρομητή και καταχωρήθηκαν στο αρχείο όπως όνομα ή επωνυμία επιχείρησης συμπεριλαμβανομένων και των υποκαταστημάτων όπως ονοματίστηκαν και δηλώθηκαν από π.χ. τη κεντρική διεύθυνση της Τράπεζας Κύπρου, διεύθυνση συμπεριλαμβανομένου του Ταχυδρομικού Κώδικα καθώς επίσης και τους αριθμούς συμπεριλαμβανόμενων και των δηλωμένων αριθμών Τηλεομοιοτύπων.
(β) ότι το αρχείο, ως τηρείται από την ΑΤΗΚ, παρέχει τη δυνατότητα στην Υπηρεσία 11892/192 να δίδει στον καταναλωτή όλα τα εκάστοτε αιτούμενα στοιχεία, ως περιγράφονται στη παράγραφο 10 του Παραρτήματος ΙΙ της Απόφασης περί Καθορισμού του Πεδίου της Καθολικής Υπηρεσίας, όπως όνομα ή επωνυμία επιχείρησης συμπεριλαμβανομένων και των υποκαταστημάτων όπως ονοματίστηκαν και δηλώθηκαν από την π.χ. Κεντρική Τράπεζα Κύπρου, διεύθυνση συμπεριλαμβανομένων του Ταχυδρομικού Κώδικα καθώς επίσης και τους αριθμούς συμπεριλαμβανόμενων και των δηλωμένων αριθμών Τηλεομοιοτύπων ανά π.χ. υποκατάστημα Τράπεζας Κύπρου σε αντίθεση με το αρχείο που κοινοποιήθηκε στο ενδιαφερόμενο μέρος όπου διαπιστώθηκαν σχετικές ελλείψεις στις κοινοποιηθείσες πληροφορίες σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του τελευταίου.
(γ) ότι η ΑΤΗΚ εφόσον έχει αποδεκτεί, καταχωρήσει και τηρεί τα εν λόγω περαιτέρω στοιχεία (όνομα, διεύθυνση και αριθμό π.χ. των υποκαταστημάτων της Τράπεζας Κύπρου) του συνδρομητή, ως έχουν καταγραφεί κατόπιν δικής του επιθυμίας, γεγονός που συνιστά απόδειξη της πρόθεσης του συνδρομητή για εξυπηρέτηση του ιδίου και όχι για παροχή ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος στην ΑΤΗΚ, τα παρέχει προς τους καταναλωτές που διενεργούν κλήσεις προς την Υπηρεσία 11892/192, ως αυτά θεωρούνται νομίμως αποκτηθέντα στοιχεία και
(δ) ότι η εταιρεία Telepassport Telecommunications Ltd δεν έχει τις πιο πάνω δυνατότητες δυνάμει του Αρχείου που της παρείχε η ΑΤΗΚ κάτι που και η ΑΤΗΚ παραδέχεται στην επιστολή της με ημερομηνία 6 Οκτωβρίου 2005 και αρ. αναφ. ΓΔΝΜ060501.»
Αφού ο Επίτροπος μελέτησε όλα τα ενώπιον του στοιχεία, διαπίστωσε ότι ενδεχόμενα παραβιάζεται το άρθρο 111 παράγραφοι 2 και 3 του Νόμου καθώς και η παράγραφος 14 του Παραρτήματος ΙΙ της ΚΔΠ 138/2005 και αποφάσισε να προβεί σε έναρξη της διαδικασίας διοικητικού προστίμου ενημερώνοντας σχετικά την Αρχή.
Ακολούθως, αφού έλαβε υπόψη τα ενώπιον του στοιχεία, τα οποία περιλάμβαναν πληροφορίες που πήρε από την Αρχή και την εν λόγω εταιρεία, τα αποτελέσματα της σχετικής έρευνας, το πόρισμα στο οποίο κατέληξε καθώς και τις γραπτές θέσεις της Αρχής, αποφάσισε ότι η Αρχή παρέλειψε να παρέχει πρόσβαση στο αρχείο ή/και στις απαραίτητες πληροφορίες στο ενδιαφερόμενο μέρος κατά τέτοιο τρόπο έτσι ώστε το ενδιαφερόμενο μέρος να έχει τη δυνατότητα να παρέχει και το ίδιο ανάλογες υπηρεσίες, κατά παράβαση της παραγράφου 14 του Παραρτήματος ΙΙ της Απόφασης περί Καθορισμού του Πεδίου της Καθολικής Υπηρεσίας (ΚΔΠ 138/2005)» και επέβαλε στην Αρχή πρόστιμο ποσού ΛΚ50.000.
Οι δικηγόροι της Αρχής ισχυρίστηκαν ότι η εξουσία του Επιτρόπου για επιβολή διοικητικού Προστίμου δεν ασκήθηκε προς το σκοπό εξαναγκασμού σε συμμόρφωση αλλά είναι τιμωρητική ενέργεια για κατ΄ισχυρισμό παράβαση νόμου και κανονισμών. Είναι η θέση τους ότι αυτό καθιστά άκυρη την επίδικη απόφαση, λαμβανομένης υπόψη της συμμόρφωσης της Αρχής από 15.11.05.
Παραπέμπω στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επίτροπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Υπ. Αρ. 1339/05, ημερ. 19.3.07, στην οποία προβλήθηκε ο εν λόγω ισχυρισμός και λέχθηκαν τα πιο κάτω, τα οποία υιοθετώ:
«. . . . Αποδοχή της θέσης των αιτητών θα συνεπαγόταν κατάργηση της δυνατότητας που ο νομοθέτης παρέχει στη διοίκηση να παρεμβαίνει σε περιπτώσεις παραβίασης της διοικητικής νομοθεσίας, ανεξάρτητα της τυχόν ποινικής ευθύνης των παραβατών, επιβάλλοντας διοικητικό πρόστιμο για λόγους δημοσίου συμφέροντος, στις περιπτώσεις που οι παραβάτες έχουν στο μεταξύ συμμορφωθεί. Η συμμόρφωση των αιτητών δε διαγράφει την παράβαση ούτε αίρει τη διαδικασία επιβολής διοικητικής ποινής, εφόσον το πρόστιμο, επιβάλλεται στα πλαίσια του Νόμου και σύμφωνα με τις αρχές της αναλογικότητας.»
Ισχυρίστηκαν περαιτέρω ότι ο Επίτροπος παραβίασε τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης αφού κατέστησε εαυτό κριτή της δικής του υπόθεσης, ήταν κατήγορος και κριτής. Καθώς και ότι παραβίασε τα άρθρα 12 και 30 του Συντάγματος.
Ο δικηγόρος του Επιτρόπου υποστήριξε ότι ακολουθήθηκε η διαδικασία επιβολής διοικητικού προστίμου που καθορίζεται στους σχετικούς Κανονισμούς. Πρόβαλε ότι ο Επίτροπος έχει εξουσία επιβολής διοικητικού προστίμου και ουδόλως έπραξε ως δικαστής ποινικού δικαστηρίου.
Το θέμα παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, όπως προβάλλεται από τους δικηγόρους της Αρχής έχει αποφασιστεί από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης, Υπ. Αρ. 320/99, ημερ. 24.2.04, όπου, κατά πλειοψηφία, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε. Παρόλον ότι ανήκα στη μειοψηφία και είχα διαφορετική άποψη από αυτή της πλειοψηφίας, είμαι δεσμευμένος από την απόφαση αυτή και συνεπώς αναγκασμένος να απορρίψω τον εν λόγω ισχυρισμό.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό για παραβίαση των άρθρων 12 και 30 του Συντάγματος, το θέμα έχει απασχολήσει το Ανώτατο Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Κυπριακή Δημοκρατία ν. Demand Shipping Co Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 460, Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπ. Αρ. 1096/01, ημερ. 7.1.03 και Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπ. Αρ. 393/2003, ημερ. 14.2.06.
Ο σχετικός Νόμος δε χαρακτηρίζει ως ποινική την επίδικη παράβαση, ούτε και η φύση της παράβασης είναι ποινική. Περαιτέρω, οι προβλεπόμενες από το Νόμο κυρώσεις δεν είναι της αυστηρότητας εκείνης ώστε να ενταχθούν εντός της έννοιας του όρου «ποινή» του άρθρου 12 του Συντάγματος.
Λαμβάνω υπόψη τη δυνατότητα δικαστικής αναθεώρησης της απόφασης του Επιτρόπου καθώς και ότι η «κατηγορία» που έχει προσαφθεί εναντίον της Αρχής δε συνιστά «ποινική κατηγορία» εντός της έννοιας του άρθρου 30.2 του Συντάγματος. Καταλήγω πως ο Επίτροπος μπορούσε να επιληφθεί της επίδικης παράβασης. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Στη συνέχεια πρόβαλαν οι δικηγόροι της Αρχής ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε από τον Επίτροπο με πλάνη ως προς το Νόμο και τα πραγματικά γεγονότα.
Από τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ο Επίτροπος μετά τη διεξαγωγή της έρευνας, τα οποία παρέθεσα ανωτέρω, προκύπτει, όπως ορθά ανέφερε ο δικηγόρος του Επιτρόπου, ότι η μη συμπερίληψη στο Αρχείο, στοιχείων που τα ίδια τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα έδωσαν για σκοπούς πληροφοριών καταλόγου και συμπερίληψής τους στο εν λόγω Αρχείο που τηρεί η Αρχή, συνιστά παραβίαση της υποχρέωσης της τελευταίας να παρέχει σε άλλους παροχείς τις ίδιες πληροφορίες που η ίδια κατέχει και προσφέρει στους καταναλωτές. Αυτό τους εμπόδιζε να προσφέρουν ανάλογες υπηρεσίες δυνάμει της παραγράφου 14 της ΚΔΠ 138/2005. Ο εν λόγω ισχυρισμός είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
Εξέτασα τον ισχυρισμό των δικηγόρων της Αρχής ότι με την επίδικη απόφαση ο Επίτροπος δε διασφάλισε την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Το εν λόγω Αρχείο περιλαμβάνει στοιχεία συνδρομητών που έγιναν συνδρομητές πριν την εφαρμογή του Ν. 112(1)/04. Με τη θέση σε ισχύ του εν λόγω Νόμου και της ΚΔΠ 138/05, τα προσωπικά δεδομένα του συνδρομητή διασφαλίζονται επαρκώς με τις πρόνοιες τη παραγράφου 5(1) και (2) του Παραρτήματος ΙΙ της ΚΔΠ 138/05:
«5(1) Οποιοσδήποτε συνδρομητής οποιουδήποτε Δικαιούχου φορέα έχει το δικαίωμα:
(α) να αρνείται τη συμπερίληψή του στη Βάση Δεδομένων Τηλεφωνικού Καταλόγου Κύπρου (γνωστή ως Τηλεφωνικός κατάλογος)
(β) να αρνείται οποιαδήποτε αναφορά του φύλου του στον τηλεφωνικό κατάλογο
(γ) να επιτρέπει τη συμπερίληψη μέρους μόνο της διεύθυνσής του στον τηλεφωνικό κατάλογο
(2) Ο Παροχέας Καθολικής Τηλεπικοινωνιακής Υπηρεσίας ενημερώνει ατελώς τους συνδρομητές σχετικά με τη δυνατότητα πρόσβασης άλλων Δικαιούχων Φορέων στις πληροφορίες Τηλεφωνικού Καταλόγου την οποία τηρεί, με σκοπό την παροχή πληροφοριών, καταλόγου και από άλλους Δικαιούχους Φορείς, κατ΄εφαρμογή του άρθρου 111 του Νόμου.
Συνεπώς ο ισχυρισμός των δικηγόρων της Αρχής για παραβίαση προσωπικών δεδομένων επειδή «οι πλείστοι από αυτούς τους συνδρομητές δεν είχαν την ευκαιρία να αρνηθούν τη συμπερίληψη τους στη ΒΔΤΚ γνωρίζοντας ή αντιλαμβανόμενοι ότι άλλοι πάροχοι χρησιμοποιούν τα προσωπικά τους δεδομένα για να τα προσφέρουν έναντι ανταλλάγματος» είναι ανεδαφικός και απορρίπτεται.
Πρόβαλαν ακολούθως οι δικηγόροι της Αρχής ότι δε τηρήθηκε η διαδικασία που προνοεί το άρθρο 19(3) του Νόμου, αφού ο Επίτροπος δε ζήτησε την άποψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής που καθιδρύεται με βάση το άρθρο 32(1)(α).
Στο άρθρο 19(3)(α) καθορίζεται ότι ο Επίτροπος οφείλει να ζητά και να λαμβάνει τη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής που καθιδρύεται δυνάμει του άρθρου 32(1)(α) πριν από την άσκηση οποιασδήποτε εκ των αρμοδιοτήτων και εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 20 με κάποιες εξαιρέσεις, με επιφύλαξη της παραγράφου (β) του άρθρου 28(2).
Στο άρθρο 28(2) ορίζεται ότι ο Επίτροπος δε ζητά τη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, μεταξύ άλλων, στις περιπτώσεις «επιβολής διοικητικών προστίμων και/ή άλλων διοικητικών κυρώσεων.»
Ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται.
Πρόβαλαν οι δικηγόροι της Αρχής ότι το πρόστιμο είναι υπερβολικό.
Στη διαδικασία της προσφυγής με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος, το Δικαστήριο δεν ελέγχει την κρίση του διοικητικού οργάνου όσο αφορά το ύψος του διοικητικού προστίμου, διότι αυτό απόκειται στην κρίση του οργάνου. Ο έλεγχος που ασκείται είναι έλεγχος νομιμότητας της επίδικης κρίσης του.
Δε διαπιστώθηκε λόγος ακύρωσης. Η απόφαση λήφθηκε μέσα στα όρια της διακριτικής εξουσία του Επιτρόπου και ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με £700 έξοδα εναντίον της αιτήτριας.
Π. Αρτέμης, Δ.
/Χ.Π.