ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 1238/2005)

 

7 Νοεμβρίου, 2007

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Αιτήτρια,

 

ν. 

 

ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ,

 

Καθ' ου η αίτηση.

 

 

Κ. Χατζηιωάννου, για την Αιτήτρια.

 

Ν. Κλεάνθους για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τον καθ' ου η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (αιτήτρια) προσβάλλει την εγκυρότητα της απόφασης του Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (καθ'ου η αίτηση) της 27/7/2005, με την οποία ο καθ'ου η αίτηση αποφάσισε ότι η αιτήτρια όφειλε να παρέχει σε ενδιαφερόμενους οργανισμούς απευθείας πρόσβαση σε πραγματικό χρόνο (on-line) στη βάση Δεδομένων του Τηλεφωνικού Καταλόγου σε ηλεκτρονική μορφή στην ελληνική και αγγλική γλώσσα, επιβάλλοντας προς τούτο τις ανώτατες ετήσιες χρεώσεις.

 

(α) Τα γεγονότα.

Ως αποτέλεσμα αδιεξόδου στο οποίο περιήλθαν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της αιτήτριας η οποία με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 109 του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2004 (Ν. 112(Ι)/2004, όπως τροποποιήθηκε) και της Κ.Δ.Π. 258/2005, είχε χαρακτηριστεί ως παροχέας Καθολικής Υπηρεσίας, και έξι ενδιαφερόμενων εταιρειών για παροχή υπηρεσιών πληροφοριών καταλόγου (Areeba, Infote, Alphanova, Thunderworx, Telepassport και Callsat) σχετικά με τα προϊόντα της Βάσης Δεδομένων Τηλεφωνικού Καταλόγου Κύπρου και την τιμολόγηση των προϊόντων αυτών, ο καθ'ου η αίτηση ενεργώντας μέσα στα πλαίσια των εξουσιών του που απορρέουν από το άρθρο 34(Ι) του Νόμου, ειδοποίησε την αιτήτρια ότι τροχιοδρόμησε έρευνα προς το σκοπό επιδίκασης της διαφοράς. Προς τούτο κάλεσε την αιτήτρια να κοινοποιήσει στο Γραφείο του αναλυτικά στοιχεία και διευκρινίσεις αναφορικά με τον ακριβή αριθμό των εναλλακτικών παροχέων που αναμενόταν να δραστηριοποιηθούν στην αγορά και το κόστος διαχείρισης προϊόντος και παροχής πρόσβασης στη Βάση Δεδομένων. Η αιτήτρια ανταποκρίθηκε με σχετική διευκρινιστική επιστολή και ο καθ'ου η αίτηση κατέληξε στην προσβαλλόμενη επίδικη απόφαση του της 27/7/2005.

 

Κατά τη λήψη της πιο πάνω απόφασης ο καθ'ου η αίτηση έλαβε υπόψη,

 

  (i)  τις πρόνοιες του άρθρου 111 του Νόμου 112(Ι)/2004 αναφορικά με την υποχρέωση της ΑΤΗΚ να παρέχει πρόσβαση στη Βάση Δεδομένων σε όλους τους ενδιαφερόμενους παροχείς με όρους δίκαιους, αμερόληπτους και κοστοστρεφείς με σκοπό τη φιλελευθεροποίηση και το άνοιγμα των υπηρεσιών πληροφοριών καταλόγου στον ανταγωνισμό,

 

(ii)   την εφαρμογή αποτελεσματικών πρακτικών λύσεων αναφορικά με την παροχή και λειτουργία των προϊόντων πρόσβασης στη Βάση Δεδομένων καθώς επίσης και το κριτήριο του κοστοστρεφούς των όρων που η ΑΤΗΚ υποχρεούται να ακολουθεί δυνάμει του άρθρου 11 παρ. 3 του Νόμου,

 

(iii)    τις πρακτικές των άλλων Ευρωπαϊκών χωρών καθώς επίσης και την Απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων               C-109/03 το οποίο γνωμοδότησε σε αίτημα Ολλανδικού Δικαστηρίου ότι για τον καθορισμό της τιμολόγησης των προϊόντων πρόσβασης δεν λαμβάνεται υπόψιν οποιοδήποτε άλλο πρόσθετο κόστος επιφορτίζεται ο παροχέας στη βάση υλοποίησης άλλων υποχρεώσεων της,

 

(iv)     τις απόψεις και διευκρινίσεις που υπέβαλαν όλα τα μέρη της διαφοράς και τα στοιχεία που είχε ενώπιον του καθώς επίσης και τους σκοπούς και γενικές αρχές του άρθρου 2 του Νόμου, όπως επίσης

 

(v)       και το συμφέρον των χρηστών και την αποφυγή στρέβλωσης του ανταγωνισμού.

 

 

       Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω ο καθ'ου η αίτηση κατέληξε στα ακόλουθα:

 

(i)                 Η αιτήτρια είχε την υποχρέωση να παρέχει απευθείας πρόσβαση σε πραγματικό χρόνο (on-line) στη Βάση Δεδομένων και κοινοποίηση του περιεχόμενου της Βάσης Δεδομένων σε ηλεκτρονική μορφή (π.χ. CD, FTP),

 

(ii)              Αναφορικά με την απευθείας πρόσβαση σε πραγματικό χρόνο στη Βάση Δεδομένων οι πληροφορίες πρέπει να είναι διαθέσιμες τουλάχιστον σε ρομανική γραφή (ελληνικά με λατινικούς χαρακτήρες).  Το αργότερο μέχρι τη λήξη του έτους 2005, η αιτήτρια υποχρεούται να προσφέρει τις πληροφορίες μέσω απευθείας πρόσβασης σε πραγματικό χρόνο στη Βάση Δεδομένων στην ελληνική γλώσσα και αναφορικά με το προϊόν της κοινοποίησης της Βάσης Δεδομένων σε ηλεκτρονική μορφή οι πληροφορίες πρέπει να είναι διαθέσιμες στην ελληνική και αγγλική γλώσσα,

 

(iii)   Αναφορικά με το προϊόν 'κοινοποίηση του περιεχομένου της Βάσης Δεδομένων σε ηλεκτρονική μορφή', η αιτήτρια ωφείλει να παρέχει τις επιλογές καθημερινής και εβδομαδιαίας ενημέρωσης και,

 

(iv)      Το περιεχόμενο του προϊόντος 'κοινοποίηση του περιεχομένου της Βάσης Δεδομένων σε ηλεκτρονική μορφή' μπορεί να παρέχεται σε μορφή Flat file ή excel sheet ή οποιαδήποτε άλλη μορφή συμφωνηθεί μεταξύ των μερών.

 

 

Αναφορικά με την τιμολόγηση ο καθ'ου η αίτηση αποφάσισε ότι η ανώτατη χρέωση για την απευθείας σύνδεση στη Βάση Δεδομένων σε πραγματικό χρόνο ήταν £3.718 και για Ηλεκτρονικά Αντίγραφα Βάσης θα ήταν για καθημερινές ενημερώσεις £4.053 και για εβδομαδιαίες ενημερώσεις £1.573.

 

 

 

 

 

 

(β)   Η προσφυγή.

Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση είναι αυθαίρετη, αναιτιολόγητη και προϊόν ανύπαρκτης ή ελλιπούς έρευνας και πλάνης περί το Νόμο. Πιο συγκεκριμένα έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη γιατί δεν τεκμηριώνεται σε αυτή το σκεπτικό του καθ'ου η αίτηση και γιατί η απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, C-109/2003 στην οποία βασίστηκε ο καθ'ου η αίτηση, διαφοροποιείται από την παρούσα υπόθεση αφού σε αντίθεση με τις Κάτω Χώρες, η Βάση Δεδομένων Τηλεφωνικού Καταλόγου στην Κύπρο είναι ένα νέο προϊόν διαφορετικό από τον υφιστάμενο τηλεφωνικό κατάλογο και την υπηρεσία πληροφοριών καταλόγου και επίσης γιατί είναι διαφορετικό από την υπηρεσία που έχει υποχρέωση να προσφέρει η αιτήτρια με βάση το άρθρο 111(1) του Νόμου. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι ο καθ'ου η αίτηση προχώρησε στην επιβολή των ανώτατων χρεώσεων των προϊόντων πρόσβασης στη Βάση Δεδομένων καθορίζοντας αναιτιολόγητα τιμές που δεν έχουν σχέση με το κόστος δημιουργίας της Βάσης Δεδομένων και χωρίς οποιαδήποτε έρευνα. Η ενέργεια του καθ'ου η αίτηση συνιστά ουσιαστικά καθορισμό τιμών παρόλο που τα άρθρα 33, 34 και 20(ιζ) του Νόμου δεν του παρέχουν τέτοια αρμοδιότητα. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της αναλογικότητας, αφού η αιτήτρια επιφορτίζεται με τα έξοδα ετοιμασίας της Βάσης Δεδομένων σε αντίθεση με εναλλακτικούς παροχείς οι οποίοι δεν θα επιβαρύνονται με τα πιο πάνω έξοδα.

 

Το άρθρο 111 του Νόμου 112(Ι)/2004 αναφορικά με τις υπηρεσίες πληροφοριών καταλόγου προνοεί τα πιο κάτω:

 

"111.(1) Πρόσωπο ή πρόσωπα που καθορίζονται σύμφωνα με το Άρθρο 109 του παρόντος Νόμου διασφαλίζουν ότι:-

 

         (α) διατίθεται στους τελικούς χρήστες ένας τουλάχιστον πλήρης κατάλογος συνδρομητών, σε εγκεκριμένη από τον Επίτροπο μορφή, είτε έντυπη είτε ηλεκτρονική είτε σε αμφότερες τις μορφές, ο οποίος ενημερώνεται τακτικά, τουλάχιστον μια φορά ετησίως·

 

     (β) διατίθεται σε όλους τους τελικούς χρήστες, συμπεριλαμβανομένων των χρηστών κοινοχρήστων τηλεφώνων, τουλάχιστον μία πλήρης τηλεφωνική υπηρεσία πληροφοριών καταλόγου.

 

(2) Πρόσωπα ή πρόσωπα που καθορίζονται σύμφωνα με το Άρθρο 109 του παρόντος Νόμου, υπό την επιφύλαξη των υποχρεώσεων Προστασίας Δεδομένων και της Ιδιωτικής Ζωής που τίθενται στο Μέρος 14 του παρόντος Νόμου και των συμπληρωματικών υποχρεώσεων που υιοθετούνται βάσει αυτών, να τηρούν αρχείο (γνωστό ως η Βάση Δεδομένων Τηλεφωνικού Καταλόγου Κύπρου) όλων των συνδρομητών δημοσίως διαθέσιμων τηλεφωνικών υπηρεσιών στην Κύπρο, συμπεριλαμβανομένων αυτών με σταθερούς προσωπικούς και κινητούς αριθμούς, οι οποίοι δεν έχουν αρνηθεί να συμπεριληφθούν στο αρχείο αυτό και θα επιτρέπουν την πρόσβαση σε πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο αρχείο σε οποιοδήποτε άλλο οργανισμό ή πρόσωπο σύμφωνα με όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται από αυτόν και εγκρίνονται κατά περιόδους από τον Επίτροπο. Συγκεκριμένα, πρόσωπα που εκχωρούν τηλεφωνικούς αριθμούς σε συνδρομητές υπέχουν την υποχρέωση να ανταποκριθούν σε όλα τα εύλογα αιτήματα για παροχή πληροφοριών που είναι απαραίτητες για την έκδοση τηλεφωνικών καταλόγων και την παροχή υπηρεσιών πληροφοριών καταλόγου.

 

(3) Η παροχή των σχετικών πληροφοριών που απαιτούνται βάσει του παρόντος Άρθρου από το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που έχουν καθορισθεί βάσει του Άρθρου 109 του παρόντος Νόμου γίνεται σε μορφή που αποφασίζεται μεταξύ της καθορισμένης επιχείρησης και του αιτούντος, υπό την προϋπόθεση ότι οι όροι της πρόσβασης στις πληροφορίες θα είναι δίκαιοι, κοστοστρεφείς, και αμερόληπτοι.

 

(4) Ο Επίτροπος διασφαλίζει, είτε ενεργώντας βάσει των εξουσιών του δυνάμει του Μέρους 5 του παρόντος Νόμου, είτε με παραπομπή στην Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού, ότι οι δραστηριότητες προσώπου ή προσώπων που καθορίζονται βάσει του Άρθρου 109 του παρόντος Νόμου σε συνδυασμό με την παροχή υπηρεσιών πληροφοριών καταλόγου και την έκδοση καταλόγων, δεν θα υλοποιούνται με τρόπους που βλάπτουν τον ανταγωνισμό."

 

 

Έχουν ήδη προαναφερθεί οι παράγοντες που είχε λάβει υπόψη του ο καθ'ου η αίτηση στην έκδοση της επίδικης απόφασης του της 27/7/2005, μεταξύ των οποίων ήταν και η επιστολή της αιτήτριας προς τον καθ'ου η αίτηση ημερομηνίας 30/6/2005, σε απάντηση των διευκρινίσεων που της είχαν ζητηθεί προηγουμένως, με την οποία η αιτήτρια εξέφραζε τη συμφωνία της με το κόστος για τη Βάση Δεδομένων και την Ηλεκτρονική Κοινοποίηση Ολόκληρου του Περιεχομένου της Βάσης Δεδομένων, όπως επίσης και για το κόστος Διεπαφής για Απευθείας Πρόσβαση στη Βάση Δεδομένων, στο οποίο όμως ζήτησε να συμπεριληφθεί το "κόστος επίβλεψης προσωπικού υποστήριξης από άλλες μονάδες" και κόστος εξοπλισμού που θα χρησιμοποιείται καθώς και "κόστος κεφαλαίου". Επίσης ο καθ'ου η αίτηση είχε ενώπιόν του "Εισηγητικό Σημείωμα" αρμόδιας λειτουργού του, ημερομηνίας 5/7/2005, το οποίο κατέληγε στην πρόταση να υιοθετηθεί η νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που διαμορφώθηκε από την απόφαση στην υπόθεση C-109/2003. Στην πιο πάνω υπόθεση το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κλήθηκε από το παραπέμπον Ολλανδικό Δικαστήριο να απαντήσει: (α) ποια στοιχεία εμπίπτουν στην έννοια των "σχετικών πληροφοριών" του άρθρου 6, παράγραφος 3 της Οδηγίας 98/10/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 1998 για την εφαρμογή της παροχής ανοικτού δικτύου (ΟΝP) στη φωνητική τηλεφωνία και για την καθολική υπηρεσία για τις τηλεπικοινωνίες σε ανταγωνιστικό περιβάλλον και (β) ποια είναι τα έξοδα συλλογής, ανανέωσης και παροχής των σχετικών με τους συνδρομητές πληροφοριών που μπορούν να ενσωματωθούν στην τιμή έναντι της οποίας παρέχονται τα στοιχεία στο πλαίσιο του άρθρου 6, παράγραφος 3 της Οδηγίας. Το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων απαντώντας στα πιο πάνω ερωτήματα αποφάνθηκε ότι,

 

"1) Στο άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 98/10/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 1998, για την εφαρμογή της παροχής ανοικτού δικτύου (ONP) στη φωνητική τηλεφωνία και για την καθολική υπηρεσία για τις τηλεπικοινωνίες σε ανταγωνιστικό περιβάλλον πρέπει να δοθεί η ερμηνεία ότι η έννοια των «σχετικών πληροφοριών» αφορά αποκλειστικώς τα στοιχεία που σχετίζονται με τους συνδρομητές που δεν προέβαλαν αντίρρηση στην καταχώρισή τους σε δημοσιευμένο κατάλογο και τα οποία εξασφαλίζουν, αφ' εαυτών, στους χρήστες ενός καταλόγου τη δυνατότητα να προσδιορίσουν την ταυτότητα των συνδρομητών που αναζητούν. Τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνουν, καταρχήν, το όνομα των συνδρομητών και τη διεύθυνσή τους, συμπεριλαμβανομένου του ταχυδρομικού κωδικού, καθώς και τον/τους αριθμό/ούς τηλεφώνου που τους παραχώρησε ο οικείος φορέας. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν νομίμως να προβλέπουν ότι άλλα στοιχεία θα τεθούν στη διάθεση των χρηστών, εφόσον, ενόψει ειδικών εθνικών συνθηκών, κρίνονται αναγκαία για τον εντοπισμό των συνδρομητών.

 

2) Το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 98/10, στον βαθμό που προβλέπει ότι οι σχετικές πληροφορίες παρέχονται σε τρίτους υπό δίκαιους, κοστοστρεφείς και αμερόληπτους όρους, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι:

 

-          όσον αφορά στοιχεία όπως το όνομα και η διεύθυνση των προσώπων, καθώς και ο αριθμός τηλεφώνου που τους παραχωρήθηκε, ο παρέχων την καθολική υπηρεσία μπορεί να χρεώσει μόνον τα έξοδα που σχετίζονται με την ουσιαστική διάθεση των εν λόγω στοιχείων σε τρίτους·

 

-          όσον αφορά τα πρόσθετα στοιχεία που ο παρέχων καθολική υπηρεσία δεν υποχρεούται να θέτει στη διάθεση τρίτων, το εν λόγω πρόσωπο δικαιούται να χρεώνει, πέραν των σχετικών με την εν λόγω διάθεση εξόδων, τα πρόσθετα έξοδα με τα οποία επιβαρύνθηκε ο ίδιος για την απόκτηση των εν λόγω στοιχείων, εφόσον εξασφαλίζεται ότι οι τρίτοι δεν τυγχάνουν διακριτικής μεταχειρίσεως."

 

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι ο καθ'ου η αίτηση κινήθηκε μέσα στα πλαίσια του άρθρου 111 του Νόμου και της σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και κατέληξε στον καθορισμό των προϊόντων πρόσβασης και του ανώτατου τέλους που θα καταβαλλόταν ετησίως από τις έξι ενδιαφερόμενες εταιρείες στην αιτήτρια, αφαιρώντας οποιοδήποτε πρόσθετο κόστος είχε συμπεριληφθεί στην αρχική τιμή της αιτήτριας ως κόστος αναδιοργάνωσης της Βάσης Δεδομένων. Ο καθ'ου η αίτηση περιέλαβε στον καθορισμό της ανώτατης τιμής των προϊόντων μόνο τα πρόσθετα έξοδα που επιβαρύνθηκε η αιτήτρια για παροχή στους εναλλακτικούς παροχείς πρόσβασης στη Βάση Δεδομένων.

 

Η εισήγηση της αιτήτριας ότι ο καθ'ου η αίτηση προέβη σε αναρμόδιο καθορισμό τιμών δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Ο καθ'ου η αίτηση ενήργησε μέσα στα πλαίσια του άρθρου 34 του Νόμου, που καθορίζει τις εξουσίες του για επίλυση διαφορών που ανακύπτουν μεταξύ Οργανισμών και Επιχειρήσεων, το οποίο, κατά τη νομολογία, είναι ανεξάρτητο του άρθρου 20(ιζ). Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Α.Τ.Η.Κ. ν. Επίτροπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων κ.ά. (Προσφυγή 984/2004, της 25/6/2007),

 

     "Στην παρούσα όμως υπόθεση δεν εφαρμόζεται το άρθρο 20(ιζ) αλλά το άρθρο 34 το οποίο προβλέπει την επίλυση διαφορών μεταξύ οργανισμών αναφορικά με υποχρεώσεις που απορρέουν από το Νόμο. Η λύση της διαφοράς γίνεται από τον Επίτροπο, ύστερα από γραπτό αίτημα οιουδήποτε των μερών, όπως έγινε και στην παρούσα περίπτωση. Ο Επίτροπος πριν από την απόφασή του διενεργεί σχετική έρευνα προς το σκοπό της επίλυσης της διαφοράς.

 

     Η διαδικασία της επίλυσης διαφοράς σύμφωνα με το άρθρο 34 είναι τέτοια που ο Επίτροπος θα πρέπει να καταλήξει σε συγκεκριμένες λύσεις και συνεπώς δεν περιορίζεται από τον καθορισμό πλαισίου τιμών που προβλέπεται από το άρθρο 20. Γι' αυτό το λόγο η παρούσα υπόθεση είναι διαφορετική από την υπόθεση ΑΤΗΚ ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, ανωτέρω. Καταλήγω ότι ο Επίτροπος ενήργησε μέσα στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του σύμφωνα με το άρθρο 34 και συνεπώς η ληφθείσα απόφαση είναι νόμιμη."

 

 

Στην παρούσα περίπτωση ο καθ'ου η αίτηση προέβη στον καθορισμό της "ανώτατης ετήσιας χρέωσης" σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 20(ιζ) του Νόμου το οποίο προνοεί ότι ο καθ'ου η αίτηση "καθορίζει και ρυθμίζει με απόφαση το πλαίσιο χρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων του κατώτατου και/ή ανώτατου ορίου τιμών". Κάτω από τις περιστάσεις κρίνω ότι οι ισχυρισμοί περί έλλειψης έρευνας και αιτιολογίας και πλάνης περί το Νόμο είναι ανεδαφικοί.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με £700 έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.

 

 

 

 

 

                                                       Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

                                                                Δ.

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο