ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Ν. 207/1989 - Ο περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος του 1989
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 518/2006)
22 Οκτωβρίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
HELLENIC PETROLEUM CYPRUS LTD,
Αιτητές,
v.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________
Π. Πολυβίου, για τους Αιτητές.
Α. Πανταζή-Λάμπρου (κα), Νομικός Λειτουργός, για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α. Ευσταθίου- Νικολετοπούλου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές είναι εταιρεία πετρελαιοειδών η οποία συνήψε με κάποιο Αντωνάκη Λοΐζου, συμφωνία παραχώρησης άδειας χρήσης για την παροχή πετρελαιοειδών σε πρατήριο που διαχειριζόταν ο ίδιος. Θεώρησαν τη συμφωνία την οποία ο Λοΐζου κατ΄ ισχυρισμόν συνήψε με τρίτο για παραχώρηση της εμπορικής εκμετάλλευσης του πρατηρίου, ως συνιστώσα παράβαση της μεταξύ τους και του Λοΐζου υφιστάμενης συμφωνίας και έτσι τερμάτισαν τη σύμβαση παραχώρησης άδειας χρήσης, καλώντας τον Λοΐζου να παραδώσει τη διαχείριση του πρατηρίου αμέσως.
Ο Λοΐζου στις 19.1.2006 υπέβαλε μέσω των δικηγόρων του καταγγελία στην Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού (στο εξής «η Επιτροπή»). Στην καταγγελία προβαλλόταν ισχυρισμός για καταχρηστική συμπεριφορά των αιτητών, κατά παράβαση του άρθρου 6 του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου του 1989, Ν.207/89. Οι αιτητές είχαν αρνηθεί να παρέχουν στο Λοΐζου πετρελαιοειδή. Μαζί με την καταγγελία υποβλήθηκε αίτημα για την έκδοση προσωρινών μέτρων.
Στις 20.1.2006 η Επιτροπή με φωτοτηλεμήνυμά της, κάλεσε τους αιτητές να παραστούν σε συνεδρία της Επιτροπής την ίδια ημέρα με σκοπό την εξέταση της αίτησης για προσωρινά μέτρα. Οι αιτητές καλούνταν να προσκομίσουν οποιαδήποτε σχετικά έγγραφα είχαν στην κατοχή τους.
Πράγματι η Επιτροπή συνήλθε σε συνεδρία την ίδια ημέρα στην παρουσία τόσο του Λοΐζου και των δικηγόρων του, όσο και των αιτητών και των δικών τους δικηγόρων. Η Επιτροπή, αφού ζήτησε και πήρε τις διευκρινίσεις που ήθελε και αφού άκουσε και τα δύο μέρη, επιφύλαξε την απόφασή της.
Ακολούθησε η συνεδρία ημερ. 7.3.2006 στην παρουσία των δικηγόρων και των δύο πλευρών, όταν η Επιτροπή κάλεσε τα μέρη για περαιτέρω διευκρινίσεις. Μετά τις διευκρινίσεις που δόθηκαν, η Επιτροπή αποφάσισε κατά πλειοψηφία την έκδοση των αιτουμένων μέτρων υπό όρους οι οποίοι καταγράφονται στην απόφαση. Μέλος της Επιτροπής διαφώνησε γιατί έκρινε ότι ο τερματισμός της προμήθειας καυσίμων ήταν εκ πρώτης όψεως δικαιολογημένος.
Παράλληλα δόθηκαν οδηγίες στην υπηρεσία για τη διεξαγωγή έρευνας επί της ουσίας και την ετοιμασία σημειώματος ενώπιον της Επιτροπής.
Τελικά στις 13.3.2006, κατά πλειοψηφία, οι αιτητές διατάχτηκαν, υπό μορφή προσωρινών μέτρων να προμηθεύουν απρόσκοπτα με καύσιμα το πρατήριο του Λοΐζου, υπό συγκεκριμένους όρους. Η απόφαση αυτή προσβλήθηκε με την παρούσα προσφυγή.
Για να επιτύχουν ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης οι αιτητές επικεντρώνονται κυρίως στον ισχυρισμό ότι ουδέποτε τους επιδόθηκαν ή τους αποστάληκαν καθ΄ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας η εναντίον τους καταγγελία, αλλά ούτε και η αίτηση για προσωρινά μέτρα. Η μη επίδοση των πιο πάνω εγγράφων συνιστά, σύμφωνα πάντα με τους αιτητές, σαφέστατη παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης, καθώς και των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου. Παραπέμπουν σχετικά στην επιστολή της Επιτροπής ημερ. 20.1.2006, με την οποία κλήθηκαν να παραστούν στη συνεδρία ενώπιον της Επιτροπής την ίδια ημέρα στην οποία όμως δεν περιέχονται τα ουσιώδη στοιχεία της καταγγελίας. Πρόκειται για μια απλή κλήση, η οποία δεν περιέχει οποιοδήποτε στοιχείο. Αφού δεν τηρήθηκαν οι διαδικασίες που επιβάλλουν οι αρχές της χρηστής διοίκησης, οι αιτητές στερήθηκαν της δυνατότητας να οργανώσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την παρουσίαση της υπόθεσής τους και την υπεράσπισή τους. Η μη τήρηση της ορθής διαδικασίας, σημειώνουν τέλος οι αιτητές, καθιστά τη διαδικασία άκυρη γιατί δεν τηρήθηκε ουσιώδης τύπος σε σχέση με την επαρκή ενημέρωση του διοικούμενου.
Στο στάδιο των διευκρινίσεων οι αιτητές ισχυρίστηκαν επιπροσθέτως ότι παρουσιάζεται διοικητικό κενό, αφού, ενώ η διαδικασία άρχισε με την καταγγελία του Λοΐζου ημερ. 19.1.2006, στη συνέχεια κλήθηκαν χωρίς πουθενά να φαίνεται ότι η Επιτροπή επιλήφθηκε του θέματος προηγουμένως, ενεργώντας κατά παράβαση του άρθρου 28(4) του Νόμου.
Θα αρχίσω από το τελευταίο επιχείρημα. Το άρθρο 28(4) αναφέρεται στην εξέταση καταγγελιών που υποβάλλονται βάσει του άρθρου 4 ή του άρθρου 6 του Νόμου και η εξέταση αυτή ασφαλώς προχωρεί ύστερα από δέουσα προκαταρκτική έρευνα που διενεργείται από την υπηρεσία και αφού διαπιστωθεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για την παράβαση στην οποία αναφέρεται η καταγγελία. Την ίδια υποχρέωση δεν έχει η Επιτροπή κατά τη διαδικασία λήψης προσωρινών μέτρων η οποία διέπεται από το άρθρο 23 του Νόμου, στον οποίο δεν γίνεται οποιαδήποτε πρόβλεψη για διεξαγωγή προκαταρκτικής έρευνας.
Ακόμα ένα σημείο που τέθηκε επίσης στο στάδιο των διευκρινίσεων θα πρέπει να απορριφθεί. Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η διαδικασία πάσχει γιατί κατά την εκφώνηση της απόφασης, ένα από τα συμμετέχοντα μέλη απουσίαζε.
Είναι προφανές από το πρακτικό ημερ. 7.3.2006 ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 7.3.2006. Η τυπική συνεδρία της 13.3.2006 πραγματοποιήθηκε με μόνο σκοπό την ανακοίνωση από τον πρόεδρο της απόφασης για τα προσωρινά μέτρα. Η απόφαση είχε όμως ήδη ληφθεί κατά νόμιμη διαδικασία στις 7.3.2006. Αυτό καθίσταται φανερό από τη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε, όπου φαίνεται ότι «ο πρόεδρος ανακοινώνει τη συνημμένη - δηλαδή την ήδη συνταχθείσα - απόφαση ημερομηνίας 7.3.2006». Κατά τη λήψη της απόφασης στις 7.3.2006, η Επιτροπή συνεδρίασε νομίμως και σε απαρτία σύμφωνα με το άρθρο 13(1) του Νόμου, αφού ήταν παρόντα και ψήφισαν τρία από τα πέντε μέλη της, των άλλων δύο μελών απόντων λόγω κωλύματος.
Ουσιαστικά απομένει προς απάντηση ο ισχυρισμός των αιτητών για την παράλειψη επίδοσης σ΄ αυτούς της καταγγελίας εναντίον τους και της κατά συνέπεια παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης και υπεράσπισής τους.
Όσον αφορά το παράπονό τους ότι ειδοποιήθηκαν για τη συνεδρία της Επιτροπής την ίδια ημέρα χωρίς να τους δοθεί χρόνος προηγουμένως, όσο κι΄ αν μια τέτοια πρακτική θα πρέπει να αποφεύγεται γιατί ασφαλώς κάθε καταγγελλόμενος θα πρέπει να έχει αρκετό χρόνο στη διάθεσή του για να παρουσιαστεί και εκθέσει τις απόψεις του, εν τούτοις, στην παρούσα υπόθεση δεν θεωρώ ότι συνιστά λόγο ακύρωσης γιατί, ενώ είχαν την ευκαιρία να ζητήσουν αναβολή της συνεδρίας σε άλλη ημερομηνία για να μπορέσουν να ετοιμάσουν την υπεράσπισή τους καλύτερα, παρέλειψαν να το πράξουν. Συμφωνώ ότι οι αιτητές δεν είχαν εκλογή, έπρεπε να παρουσιαστούν γιατί τυχόν παράλειψή τους δυνατόν να είχε συνέπειες. Είχαν, όμως, εν πάση περιπτώσει, το δικαίωμα να ζητήσουν αναβολή. Κάτι που παρέλειψαν να πράξουν.
Παραμένει ουσιαστικά προς εξέταση ο ισχυρισμός των αιτητών ότι με την παράλειψη της Επιτροπής να τους επιδώσει την εναντίον τους καταγγελία παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης και υπεράσπισής τους στη διαδικασία για τη λήψη προσωρινών μέτρων εναντίον τους.
Ο Νόμος δεν περιέχει οποιαδήποτε ειδική πρόνοια για τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται στις αιτήσεις για λήψη προσωρινών μέτρων. Το άρθρο 23 δεν επιβάλλει οποιαδήποτε υποχρέωση στην Επιτροπή για διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας, ούτε της επιβάλλει οποιανδήποτε υποχρέωση να επιδίδει την καταγγελία ή την αίτηση για προσωρινά μέτρα, στον καταγγελλόμενο.
Η Επιτροπή κάλεσε τους αιτητές να παραστούν στη συνεδρία και τους πληροφόρησε επίσης ότι η καταγγελία αφορά τον τερματισμό προμήθειας πετρελαιοειδών στον κ. Λοΐζου, πρατηριούχο τους. Τους καλούσε επίσης να προσκομίσουν αντίγραφο της επιστολής τερματισμού, όπως και κάθε έγγραφο σχετικό με την υπόθεσή τους. Ούτε η καταγγελία, αλλά ούτε και η αίτηση για προσωρινά μέτρα συνόδευε την ειδοποίηση.
Μεταξύ των αρχών που επικρατούν στο διοικητικό δίκαιο είναι και η αρχή που καθιερώνει το δικαίωμα υπεράσπισης ή ακρόασης του διοικουμένου εναντίον του οποίου επίκειται δυσμενής διοικητική πράξη. Η αφετηρία της αρχής αυτής, η οποία βρίσκεται σε απόφαση του Γαλλικού Συμβουλίου Επικρατείας αντικατοπτρίζεται και στον περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158/99. Ο διοικούμενος πρέπει να τύχει πρόσκλησης προς ακρόαση και η πρόσκληση πρέπει να είναι πλήρης, δηλαδή να ενημερώνει επαρκώς τον καλούμενο επί του θέματος επί του οποίου πρόκειται να ληφθεί εκτελεστή απόφαση.
Στην περίπτωση πιθανότητας λήψης δυσμενούς διοικητικού μέτρου που επίκειται συνεπεία υπαιτίου συμπεριφοράς, η πρόσκληση θα πρέπει να περιλαμβάνει επαρκή περιγραφή της μομφής που απευθύνεται προς τον καλούμενο (βλέπε Μ. Στασινόπουλος, Το Δικαίωμα Υπερασπίσεως ενώπιον των Διοικητικών Αρχών, 1974, σελ. 204). Γενικά ο τρόπος της πρόσκλησης προς ακρόαση θα πρέπει να δείχνει ειλικρινή σεβασμό προς το πραγματικό περιεχόμενο του δικαιώματος υπεράσπισης (Γιαγκοπούλου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 432/97, ημερ. 22.12.1998).
Το ζήτημα αν η πρόσκληση είναι πλήρης, δηλαδή αν περιέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία, κρίνεται από το δικαστήριο το οποίο δεν δεσμεύεται από τις αμφισβητήσεις που τυχόν θα προβάλει ο ενδιαφερόμενος.
Στην παρούσα υπόθεση η πρόσκληση που στάληκε στους αιτητές ήταν κατά τη γνώμη μου πλήρης. Τους ενημέρωνε επαρκώς για το υπό κρίση θέμα, το οποίο ήταν η αίτηση για προσωρινά μέτρα εναντίον τους. Τους πληροφορούσε ακόμα ότι η καταγγελία αφορούσε τον τερματισμό της προμήθειας πετρελαιοειδών εκ μέρους των αιτητών στον πρατηριούχο τους Α. Λοΐζου. Η πρόσκληση περιλαμβάνει επαρκή περιγραφή της κατάστασης.
Οι αιτητές και στις δύο συνεδρίες της Επιτροπής παρέλειψαν, παρ΄όλον ότι παρουσιάστηκαν με τους δικηγόρους τους, να ζητήσουν αντίγραφα της καταγγελίας ή της αίτησης για τη λήψη προσωρινών μέτρων. Απάντησαν στις διευκρινιστικές ερωτήσεις που τους υποβλήθηκαν, ενώ είχαν και την ευκαιρία να εκφράσουν τις δικές τους απόψεις και να προβάλουν τα επιχειρήματα και τους ισχυρισμούς τους. Είναι αλήθεια ότι ο χρόνος μεταξύ της ειδοποίησης και της συνεδρίας της Επιτροπής στις 20.1.2006 ήταν σύντομος, αλλά όπως παρατήρησα και πριν, δεν υπήρξε οποιοδήποτε αίτημα για αναβολή της συνεδρίας, ούτε και διαμαρτυρία για το σύντομο του ορισμού.
Υπό τις περιστάσεις, θεωρώ ότι οι αιτητές δεν δικαιούνται να ισχυρίζονται ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης ή και υπεράσπισής τους. Δεν δέχομαι το επιχείρημα των καθ΄ ων η αίτηση ότι με τη συμμετοχή τους οι αιτητές επιδοκίμασαν τη διαδικασία και στη συνέχεια την αποδοκίμασαν. Το γεγονός ότι υπάκουσαν σε επιτακτική κλήση και συμμετείχαν στη διαδικασία δεν τους στερεί του δικαιώματός ακρόασης. Αν δεν συμμορφώνονταν πιθανόν να είχαν δυσμενείς επιπτώσεις. Η συνέπεια της δημόσιας φύσης του δικαιώματος της ακρόασης είναι ότι δεν χωρεί παραίτηση από αυτό. Επίσης μη αποδεκτό παραίτησης είναι και το δικαίωμα για την τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων εν γένει (Μ. Στασινόπουλος, ανωτέρω, σελ. 240. Βλέπε επίσης Η. Κυριακόπουλος, Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον, Β, 1961, σελ. 395 και Γ. Ναυπλιώτης, Η αρμοδιότης εις τα πλαίσια της εκτελεστικής λειτουργίας, 1974, σελ. 94,95. Βλέπε επίσης Γιαγκοπούλου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να σχολιάσω ότι, παρ΄ όλον ότι η διαδικασία επίδοσης της καταγγελίας ή της αίτησης για προσωρινά μέτρα δεν προβλέπεται από το νόμο, εν τούτοις θα ήταν ορθότερο η Επιτροπή να επιδίδει τα δύο έγγραφα, ούτως ώστε να δίδεται η ευκαιρία στον διοικούμενο να ετοιμάσει με καλύτερο τρόπο την υπεράσπισή του. Επίσης κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει, να δίδεται περισσότερος χρόνος μεταξύ της ειδοποίησης και της συνεδρίας της Επιτροπής.
Εν όψει όλων των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται, με £600 έξοδα εναντίον των αιτητών.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ