ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 20/2006)

 

8 Οκτωβρίου, 2007

 

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

 

Αιτητής,

 

v.

 

1.  ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

2.  ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ

       ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ΄ ων η αίτηση.

__________

 

Μ. Καλλιγέρου (κα), για τον Αιτητή.

Αλ. Κουντουρή Παπαευσταθίου (κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

_________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, ο οποίος είναι υπάλληλος της Αρχής Λιμένων Κύπρου, προσβάλλει την απόφαση της Πειθαρχικής Επιτροπής του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής Λιμένων Κύπρου, ημερ. 7.12.2005, σύμφωνα με την οποία βρέθηκε ένοχος για τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος και του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της διακοπής της προσαύξησης στο μισθό του για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες.

 

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής Λιμένων Κύπρου αποφάσισε, μεταξύ άλλων, στις 16.11.2004, όπως ο αιτητής ως προϊστάμενος του κλάδου Ηλεκτρολογίας/Μηχανολογίας από 1.12.2004 προσφέρει τις υπηρεσίες του από τα Κεντρικά Γραφεία της Αρχής στη Λευκωσία.  Ακολούθησε σωρεία επιστολών, σε μια προσπάθεια του αιτητή να εξηγήσει τους λόγους μη συμμόρφωσής του με την πιο πάνω απόφαση.  Τελικά ο αιτητής παρέλειψε να συμμορφωθεί και γι΄ αυτό το Διοικητικό Συμβούλιο, στις 15.2.2005, αποφάσισε να προχωρήσει σε πειθαρχική διαδικασία εναντίον του.

 

Το Συμβούλιο έκρινε ότι βάσει του κανονισμού 71(3) των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1997, της Κ.Δ.Π. 114/97, το παράπτωμα του αιτητή μπορούσε να εκδικαστεί συνοπτικά.  Αποφασίστηκε ωσαύτως η σύσταση Πειθαρχικής Επιτροπής (στο εξής «η Επιτροπή»), αποτελούμενη από τον αντιπρόεδρο και δύο μέλη, η οποία θα επιλαμβανόταν της υπόθεσης.

 

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την Κ.Δ.Π. 114/97, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής έχει εξουσία να ασκεί πειθαρχικό έλεγχο επί των μελών της Αρχής.

 

Στις 3.3.2005 ο αιτητής πληροφορήθηκε από τον πρόεδρο της Επιτροπής ότι μετά από ενδοτμηματική έρευνα προέκυψε ότι πιθανόν να είχε διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα και γι΄ αυτό εκαλείτο να παρουσιαστεί ενώπιον της Επιτροπής στις 17.3.2005.  Ζήτησε να του δοθεί χρόνος για να προετοιμαστεί κατάλληλα, πράγμα που έγινε. Ακολούθησαν επιστολές  του Γενικού Διευθυντή της Αρχής προς την Επιτροπή στις 21.6.2005 και 1.9.2005, με τις οποίες την πληροφορούσε ότι ο αιτητής εξακολουθούσε να μη συμμορφώνεται με την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, με την κατάσταση να γίνεται ανεξέλεγκτη.

 

Στη συνέχεια ο αιτητής, παρ΄ όλον ότι ειδοποιήθηκε σχετικά, δεν εμφανίστηκε στη συνεδρία της Επιτροπής.  Αντ΄ αυτού απέστειλε επιστολή προς τους καθ΄ων η αίτηση με την οποία τους επεξηγούσε τις απόψεις του για το θέμα.

 

Παρά το ότι ο αιτητής κλήθηκε εγγράφως να παρουσιαστεί ενώπιον της Επιτροπής στις 24.11.2005 για να ακουστεί, αρνήθηκε να παραλάβει τη συγκεκριμένη επιστολή.  Ακολούθησε συνεδρία της Επιτροπής στις  24.11.2005, όπου λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση στην απουσία του.

 

Τελικά η Επιτροπή κατέληξε ότι είχε αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο αιτητής είχε  διαπράξει το παράπτωμα της παράλειψης ή άρνησης συμμόρφωσης με εντολή ή οδηγία που του δόθηκε, και του επέβαλε την ποινή της διακοπής της προσαύξησης για χρονικό διάστημα μη υπερβαίνον τους έξι μήνες.

 

Ο αιτητής προβάλλει πρωτίστως ότι οι καθ΄ων η αίτηση παραβίασαν τις διατάξεις του Πειθαρχικού Κώδικα της Κ.Δ.Π. 114/97, Μέρος VI, διορίζοντας τριμελή πειθαρχική επιτροπή από μέλη του Συμβουλίου για να επιληφθεί της συγκεκριμένης υπόθεσης. Υποστηρίζει ότι στους Κανονισμούς δεν προβλέπεται αρμοδιότητα οποιασδήποτε πειθαρχικής επιτροπής για τη συνοπτική εκδίκαση παραβάσεων.  Σύμφωνα με τον κανονισμό 71(1) (α), (3) και (4) των Κανονισμών, η αρμοδιότητα ανήκει στο Συμβούλιο ή μπορεί να μεταβιβαστεί στο Γενικό Διευθυντή ή σε λειτουργό ανώτερου βαθμού από τον υπάλληλο που ενέχεται.  Συνεπώς, συνεχίζει, η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη από αναρμόδιο όργανο ή και όργανο μη κατά νόμο εξουσιοδοτημένο, χωρίς ρητή πρόνοια στους σχετικούς κανονισμούς.

 

Το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί.  Ο κανονισμός 78(2) σαφώς αναφέρει ότι οι εξουσίες που προβλέπονται στους Κανονισμούς «είναι δεκτικές εκχώρησης με τέτοιους όρους ή περιορισμούς όπως ήθελε κρίνει σκόπιμο να καθορίσει το Συμβούλιο».  Και το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής Λιμένων στη συνεδρία του ημερ. 15.2.2005 αποφάσισε νομότυπα τη σύσταση πειθαρχικής επιτροπής που αποτελείτο από τον αντιπρόεδρο και δύο μέλη.  Πολύ σωστά ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής δεν  περιελήφθη για λόγους φυσικής δικαιοσύνης αφού, κατά κάποιο τρόπο, θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως παραπονούμενος.

 

Επιπροσθέτως στο άρθρο 8 του περί Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμου του 1973, Ν.38/73, σαφώς προνοείται ότι το Συμβούλιο έχει εξουσία να αναθέτει σε οιονδήποτε μέλος του την άσκηση των χορηγουμένων στην Αρχή από το Νόμο αρμοδιοτήτων, υφ΄ους όρους και περιορισμούς ήθελε τούτο καθορίσει.

 

Ο αιτητής υποστηρίζει περαιτέρω ότι δεν διεξήχθη οποιαδήποτε ενδοτμηματική έρευνα και δεν υποβλήθηκε καμιά έκθεση στο Συμβούλιο κατά παράβαση του κανονισμού 71 (1) (α) της Κ.Δ.Π. 114/97.  Αφού έγινε η καταγγελία από το Γενικό Διευθυντή στο Συμβούλιο στις 15.2.2005, δεν διατάχτηκε, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, οποιαδήποτε έρευνα από το Συμβούλιο.  Αντίθετα, το Συμβούλιο αμέσως αποφάσισε τη συνοπτική πειθαρχική του δίωξη και την κλήση του ενώπιον της τριμελούς επιτροπής.  Καμιά απόφαση για διεξαγωγή έρευνας ή λήψης μαρτυρικών καταθέσεων δεν  φαίνεται να αποφασίστηκε.  Η έρευνα, συνεχίζει, θα έπρεπε να διαλαμβάνει μαρτυρικό υλικό.

 

Και αυτός ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί. Όπως προκύπτει από τα ενώπιόν μου γεγονότα, όταν το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε στις 15.2.2005 την έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας για ενδεχόμενη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από τον αιτητή, είχε ενώπιόν του όλα τα έγγραφα και στοιχεία που κατά την άποψή του δικαιολογούσαν την έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας.  Αφού λοιπόν όλα τα σχετικά γεγονότα είχαν τεθεί ενώπιον του Συμβουλίου, δεν θα είχε, κατά τη γνώμη μου, νόημα περαιτέρω έρευνα.  Διαφορετική θα ήταν βέβαια η περίπτωση αν ο αιτητής ισχυριζόταν ότι υπήρχαν άλλα στοιχεία ή έγγραφα τα οποία δεν λήφθηκαν υπ΄ όψιν.  Η συλλογή των εγγράφων και στοιχείων ισοδυναμεί με ενδοτμηματική έρευνα.  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο τρόπος διεξαγωγής της έρευνας δεν προβλέπεται από τους σχετικούς κανονισμούς, αλλά αντίθετα, αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του Συμβουλίου (βλέπε κανονισμό 71(1) (α)).

 

Ο αιτητής υποστηρίζει περαιτέρω ότι η κλήση να παρουσιαστεί στην πρώτη συνεδρία της Επιτροπής στις 17.3.2005, του έγινε με επιστολή ανώτερου διοικητικού λειτουργού, ημερ. 3.3.2005, ο οποίος υπέγραψε για τον πρόεδρο της Επιτροπής χωρίς να αναφέρεται πώς προέκυψε τέτοια αρμοδιότητα, νοουμένου ότι δεν είχε προηγηθεί συνεδρία της Επιτροπής, ενώ ούτε στους φακέλους εντοπίζεται.

 

Και αυτός ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί. Όπως προκύπτει και από την ίδια την επιστολή, ο υπάλληλος υπέγραψε για λογαριασμό του προέδρου της Πειθαρχικής Επιτροπής.  Η εξουσιοδότηση προς τούτο τεκμαίρεται, εκτός αν αποδειχθεί διαφορετικά.  Εξ άλλου σύμφωνα με τον κανονισμό 71(3) ο επηρεαζόμενος υπάλληλος πληροφορείται ότι εναντίον του υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση.  Το καθήκον της διοίκησης εξαντλείται στην πληροφόρηση του υπό δίωξη υπαλλήλου.  Επίσης θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο υπογράφων υπάλληλος ήταν και ο γραμματέας της Επιτροπής και συνεπώς δεν τίθεται θέμα ιεραρχίας έναντι του Γενικού Διευθυντή.

 

Ο αιτητής παραπονείται για έλλειψη δέουσας έρευνας κατά τη λήψη της απόφασης για την καταδίκη του αφού η υπεράσπισή του ελήφθη υπ΄ όψιν μόνο κατά το στάδιο της επιβολής της ποινής.  Ούτε αυτό το επιχείρημα ευσταθεί.  Το γεγονός ότι στην απόφαση της Πειθαρχικής αναφορά στις επιστολές του αιτητή γίνεται μόνο στο τέλος και πριν την επιβολή της ποινής, δεν μεταβάλλει τα πράγματα, όσον αφορά την ουσία της υπόθεσης. Τα πρακτικά των προηγουμένων συνεδριών της πειθαρχικής επιτροπής, αλλά και τα έγγραφα και οι επιστολές του αιτητή, δείχνουν ότι όλα τα στοιχεία μελετήθηκαν για να μπορέσει το Συμβούλιο στην αρχή, αλλά και η Πειθαρχική Επιτροπή στη συνέχεια να κρίνουν ότι ενέχεται ο αιτητής στη διάπραξη του συγκεκριμένου πειθαρχικού παραπτώματος.

 

Ο αιτητής υποστηρίζει περαιτέρω ότι οι καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν κάτω από πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα.  Παρέλειψαν, ισχυρίζεται, να εξετάσουν τι ήταν η οδηγία και πως αυτή αντέβαινε τους νόμους και τους σχετικούς κανονισμούς.  Οι καθ΄ ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπ΄ όψιν το Μέρος V του κανονισμού «Καθήκοντα, Υποχρεώσεις και Δικαιώματα των υπαλλήλων» και συγκεκριμένα τους κανονισμούς 45 (2) (α), 45 (2) (δ), 59, 62 (1) και 62 (2).  Ο αιτητής υποστηρίζει ότι ενήργησε σύννομα μέσα στα πλαίσια των καθηκόντων του ως προϊστάμενου του συγκεκριμένου κλάδου, προστατεύοντας με τις ενέργειές του το κύρος και την ασφάλεια της Αρχής και συνεπώς δεν υπάρχει αιτιολογία για την επιβολή της αυστηρότερης των ποινών για αδικήματα που εκδικάζονται συνοπτικά.

 

Και αυτός ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί.  Οφείλω να πω ότι δεν έχω αντιληφθεί πώς οι καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν, ως ο ισχυρισμός του αιτητή, υπό πλάνη.  Ασφαλώς υπάλληλος δεν μπορεί να επιβάλει στην Αρχή ότι για καλύτερη εκτέλεση των καθηκόντων του θα πρέπει να παραμείνει σε συγκεκριμένο πόστο, σ΄ αυτή την περίπτωση στο λιμάνι Λεμεσού.  Δεν απόκειται βέβαια στον αιτητή ή σε οποιονδήποτε άλλο υπάλληλο να κρίνει ποιος είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος ή τόπος εργασίας του και άσκησης των καθηκόντων του.  Όπως  προβλέπεται στον περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμο του 1996, Ν.89(Ι)/96, άρθρο 13, τη διασφάλιση για την ασφάλεια, υγεία και ευημερία στην εργασία των εργοδοτουμένων έχει ο εργοδότης, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η Αρχή Λιμένων και με κανένα τρόπο ο αιτητής, έστω κι΄ αν είναι προϊστάμενος κάποιου τμήματος.  Ότι ο αιτητής παρέλειψε να παρουσιαστεί στα κεντρικά γραφεία της Αρχής, όπως του δόθηκαν εντολές να πράξει, είναι βέβαια παραδεκτό.

 

Ο ισχυρισμός για καταχρηστικές διαδικασίες, παράβαση των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158 (Ι)/99, της Κ.Δ.Π. 114/97 και της φυσικής δικαιοσύνης, είναι ο τελευταίος που προβάλλει ο αιτητής.  Αμφισβητεί την εμπλοκή του Γενικού Διευθυντή στα ζητήματα της Πειθαρχικής Επιτροπής και συγκεκριμένα τις επιστολές του ημερ. 21.6.2005 και 1.9.2005.

 

Και αυτός ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί.  Δεν φαίνεται να υπήρξαν περισσότερες της μίας πειθαρχικές διαδικασίες που έγιναν εναντίον του αιτητή.  Αντίθετα πρόκειται για μια διαδικασία που διεξήχθη εξ υπαρχής ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου και στη συνέχεια ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής.  Δεν τεκμηριώνεται λόγος ακύρωσης, αφού όπως προκύπτει από τα έγγραφα στα οποία ο αιτητής παραπέμπει, το μόνο που ο Γενικός Διευθυντής επιδίωξε από την Πειθαρχική Επιτροπή ήταν η ολοκλήρωση και διεκπεραίωση της πειθαρχικής διαδικασίας.  Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι δεν εξειδικεύεται ούτε και φαίνεται να υπάρχει συνάρτηση της όποιας καθυστέρησης στη διαδικασία με οποιανδήποτε ζημιά την οποία έχει υποστεί ο αιτητής.

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται, με £600 έξοδα εναντίον του αιτητή.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο