ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Υπόθεση Αρ. 1579/2006)
16 Οκτωβρίου, 2007
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
MOHAMMED REJA EBRAHIMPOUR GRAHFAROKHI,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Κρ. Παπαλοϊζου, για τους Αιτητές.
Β. Χριστοφόρου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι ιρανός υπήκοος, μουσουλμάνος στο θρήσκευμα. Ηρθε για πρώτη φορά νόμιμα στην Κύπρο τον Αύγουστο του 1999. Μετά την άφιξή του υπέβαλε αίτηση ασύλου στην Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών, η οποία κατόπιν εξέτασης απορρίφθηκε. Την ίδια τύχη είχε και η έφεση που άσκησε κατά της πιο πάνω απόφασης. Ο αιτητής απελάθηκε από την Κύπρο στις 18.5.2001 κατάφερε όμως να επιστρέψει ξανά με άλλο διαβατήριο. Υπέβαλε νέα αίτηση στην Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών στις 26.11.2001 η οποία και πάλι απορρίφθηκε.
Στις 12.6.2002 υπέβαλε αίτηση προς την Υπηρεσία Ασύλου για πολιτικό άσυλο. Σε μεταγενέστερο χρόνο απέστειλε στοιχεία και φωτογραφικό υλικό προκειμένου να καταδείξει ότι υπάρχει βάσιμος κίνδυνος για τη ζωή του αν επιστρέψει στη χώρα του. Η θέση του αιτητή, όπως παρουσιάστηκε στην Υπηρεσία Ασύλου, είναι ότι καταζητείτο από τις ιρανικές αρχές λόγω της αντικαθεστωτικής δράσης του, τόσο στη χώρα του όσο και στο εξωτερικό. Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου υπέβαλε στον αιτητή διάφορες ερωτήσεις κατά τη διάρκεια της συνέντευξης και στη βάση των απαντήσεων που έδωσε αλλά και στη βάση άλλων στοιχείων που ο Λειτουργός είχε ενώπιόν του κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής ήταν αναξιόπιστος για τους λόγους που με πολλή λεπτομέρεια εκτίθενται στη σχετική έκθεση. Επιπλέον ο Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εξέτασε κατά πόσο μπορούσε να αναγνωρισθεί στον αιτητή το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας. Η Υπηρεσία Ασύλου με βάση την έκθεση που ετοίμασε ο αρμόδιος λειτουργός εξέτασε όλα τα στοιχεία και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η περίπτωση δεν ήταν κατάλληλη για παροχή ασύλου. Ο αιτητής άσκησε ιεραρχική προσφυγή η οποία κατόπιν εξέτασης απορρίφθηκε. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων εξέτασε ενδελεχώς όλα τα στοιχεία και τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Δεν αποδείχθηκε επίσης ότι υπήρχε βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη στην έννοια του άρθρου 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου ούτε πληρούσε τις προϋποθέσεις για παραχώρηση του καθεστώτος προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους όπως προβλέπει το άρθρο 19(Α) του εν λόγω νόμου.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων προβάλλοντας αβάσιμους ισχυρισμούς και αιτιάσεις. Η έρευνα ήταν σχολαστική και κάλυψε όλες τις πτυχές προκειμένου να διαπιστωθεί το γνήσιο του αιτήματος. Η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνάρτηση προς την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, είναι πλήρης ώστε να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Σημειώνω μια μόνο σημαντική πτυχή της προσβαλλόμενης απόφασης που αναφέρεται στην παρατήρηση ότι μετά την απέλαση του αιτητή αυτός δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα στη χώρα του, όπου παρέμεινε για πέντε περίπου μήνες χωρίς να συλληφθεί ή να υποστεί οποιαδήποτε δίωξη από τις αρχές. Προδήλως, η επιστροφή του αιτητή στην Κύπρο μετά την απέλασή του με τη χρήση πλαστού διαβατηρίου αποσκοπούσε στην παραπλάνηση των κυπριακών αρχών ώστε να μη αποκαλυφθεί η πραγματική του ταυτότητα αποφεύγοντας έτσι τις όποιες συνέπειες.
Καταλήγοντας αποφαίνομαι ότι η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων εξέτασε με τη δέουσα προσοχή και επιμέλεια την αίτηση και τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της. Δεν υπήρξε οποιαδήποτε πλάνη, νομική ή πραγματική, όπως ισχυρίζεται ο αιτητής. Το αίτημα για άσυλο εξετάστηκε νομίμως και με καλή πίστη σε κάθε στάδιο της διαδικασίας. Για τους λόγους που η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων εξήγησε, η απόρριψη του αιτήματος ήταν αναπόφευκτη.
Η προσφυγή αποτυγχάνει με £300 έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.