ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 246/1990 - Ο περί Ο Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμος του 1990
Ν. 95(I)/2000 - Ο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμος του 2000
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.1529/2005)
18 Οκτωβρίου, 2007
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
M. ERACLEOUS & SON LTD,
Αιτητές,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ-
ΤΜΗΜΑ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - - -
Κ. Μακρίδης, για τους Αιτητές.
Λ. Χριστοδουλίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές λειτουργούν επιχείρηση εστιατορίου στην Πάφο και είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο ΦΠΑ από τις 19.5.2001 με αρ. Εγγραφής 10119856Χ.
Ασκώντας τις εξουσίες οι οποίες της παρέχονται από τον περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμο (Νόμος 246/1990), η Έφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (η Έφορος) διενήργησε, μέσω των αρμόδιων Λειτουργών του Επαρχιακού Γραφείου ΦΠΑ Πάφου, έλεγχο στα υποστατικά των αιτητών κατά τον οποίο εξετάστηκαν τα βιβλία και αρχεία της επιχείρησης για την περίοδο μεταξύ 1.1.1997 και 31.12.2003. Ο έλεγχος ολοκληρώθηκε στις 22.5.2005. Διαπιστώθηκε πως οι αιτητές δεν απέδωσαν ολόκληρο το ποσό του φόρου εκροών ο οποίος αναλογούσε στις φορολογητέες παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών που πραγματοποίησε το εστιατόριό τους κατά την πιο πάνω περίοδο.
Οι λειτουργοί της Εφόρου συνέταξαν σχετική έκθεση προς την Έφορο. Συγκεκριμένα διαπίστωσαν πως:
"(i) Δεν συνάδει ο αριθμός τιμολογίων που εκδίδονται από το μηχανογραφημένο σύστημα με τον αριθμό ναπερό που καθαρίζονται στην ίδια περίοδο, τα οποία χρησιμοποιούνται ένα για κάθε τραπέζι.
(ii) Δεν συνάδει ο αριθμός των πελατών που εξυπηρετούνται με βάση τα τιμολόγια που εκδίδονται από το μηχανογραφημένο σύστημα με τον αριθμό των πετσετών που καθαρίζονται στην ίδια περίοδο.
(iii) Οι αγορές ποτών των βιβλίων είναι υποδηλωμένες για συγκεκριμένο προμηθευτή που ελέγχθηκε.
(iv) Οι δαπάνες μισθοδοσίας είναι υποδηλωμένες σε εξαιρετικά σημαντικό ποσό με βάση αξιολόγηση των στοιχείων της επιχείρησης (αποτρέπει τη δημιουργία πιστωτικών ταμείων).
(v) Το μηχανογραφημένο σύστημα είναι αναξιόπιστο αφού επιτρέπει επανεκτύπωση τιμολογίων με τον ίδιο αριθμό διαφοροποιώντας τα."
Στην έκθεση αναφέρεται επίσης ότι, κατά τον υπολογισμό του φόρου εκροών, δόθηκε για παραχώρηση για ποσοστό ναπερό που δεν αποφέρουν πωλήσεις (δεν χρησιμοποιούνται σε τραπέζι πελατών ή χρησιμοποιούνται σε ένα τραπέζι πελατών περισσότερο από ένα ναπερό) που ανέρχεται σε 10%.
Υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων, η Έφορος έκρινε ότι οι φορολογικές δηλώσεις τις οποίες είχαν υποβάλει οι αιτητές για τις φορολογικές περιόδους από 1.1.1997 μέχρι 31.12.2003 ήσαν ελλιπείς και/ή περιείχαν σφάλματα. Ως εκ τούτου, προέβη σε βεβαίωση του φόρου εκροών, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 34(1) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990 μέχρι 2000, των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων 2000 μέχρι 2005 και των άρθρων 34(2) και 4(2)9 των ίδιων Νόμων για το φόρο εισροών. Σύμφωνα με τη βεβαίωση οι αιτητές όφειλαν να καταβάλουν ποσό φόρου εκροών ύψους £38.256,69.
Οι αιτητές ειδοποιήθηκαν σχετικά με επιστολή ημερομηνίας 23.9.2005. Το ουσιαστικό μέρος της οποίας είχε ως εξής:
"(α) Σε απροειδοποίητη επίσκεψη στα υποστατικά της επιχείρησης παραλήφθηκαν δυο διπλά τιμολόγια με τους ίδιους αύξοντες αριθμούς 5207 και 5239. Στα ημερήσια Ζ που έχετε εκδώσει από το μηχανογραφημένο σύστημα σας, που αφορούν τις ημερομηνίες των συναλλαγών, έχει καταχωρηθεί μόνο το ένα τιμολόγιο. Η δυνατότητα του συστήματος επανέκδοσης τιμολογίων με τον ίδιο αύξοντα αριθμό αλλά με διαφοροποιημένα είδη και ποσά, δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες για την αξιοπιστία των πωλήσεων που παρουσιάζουν τα βιβλία της επιχείρησής σας.
(β) Σε αρκετές περιπτώσεις τιμολόγια που εκδόθηκαν και αναγράφονται στα ημερήσια Ζ δεν παρουσιάζουν καμία πώληση. Αυτό σε συνάρτηση με την δυνατότητα παρέμβασης στο μηχανογραφημένο σύστημα επαυξάνει τις αμφιβολίες για την αξιοπιστία των πωλήσεων που παρουσιάζουν τα βιβλία της επιχείρησης σας.
(γ) Λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο με την οποίο εργάζεται η επιχείρηση τεκμηριώνεται συσχέτιση μεταξύ του αριθμού των ναπερό που καθαρίζονται και του αριθμού των τιμολογίων που εκδίδονται από το μηχανογραφημένο σύστημα και αφορούν την λειτουργία του εστιατορίου (όχι του σνακ-μπαρ). Η συσχέτιση αυτή που προκύπτει με βάση τα στοιχεία, αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι χρησιμοποιούνται πολύ περισσότερα ναπερό σε τραπέζια και επομένως εξυπηρετούνται πελάτες οι οποίοι όμως δεν τιμολογούνται. Σαν αποτέλεσμα συμπεραίνεται ότι οι πωλήσεις της επιχείρησης υποδηλώνονται σημαντικά.
(δ) Λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο με τον οποίο εργάζεται η επιχείρηση τεκμηριώνεται συσχέτιση μεταξύ του αριθμού των πετσετών που χρησιμοποιούν οι πελάτες, οι οποίες καθαρίζονται, και του αριθμού των πελατών που εξυπηρετούνται σύμφωνα με ανάλυση των τιμολογίων που εκδίδονται από το μηχανογραφημένο σύστημα και αφορούν τη λειτουργία του εστιατορίου (όχι του σνακ-μπαρ). Η συσχέτιση αυτή που προκύπτει με βάση τα στοιχεία αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι χρησιμοποιούνται πολύ περισσότερες πετσέτες σε σύγκριση με τον αριθμό των πελατών που τιμολογούνται. Σαν αποτέλεσμα συμπεραίνεται ότι οι πωλήσεις της επιχείρησης υποδηλώνονται σημαντικά.
(ε) Από έλεγχο των στοιχείων του προμηθευτή ΚΕΟ ΛΤΔ, προκύπτει ότι η εταιρεία δεν καταχώρησε πλήρως τις εν λόγω αγορές για τα έτη 1999 και 2000. Οι μη καταχωρημένες αγορές ανέρχονται αντίστοιχα κατά έτος σε £1.408 και £460.
(στ) Από ανάλυση του εβδομαδιαίου προγράμματος υπαλλήλων που παρουσιάζεται στο ημερολόγιο που παραλήφθηκε από την επιχείρηση στις 19.8.2004 και αφορά το έτος 2004, προκύπτει ότι ο αριθμός των υπαλλήλων που απασχολούνται πραγματικά είναι δεκαεπτά (17). Στα βιβλία για δαπάνες μισθοδοσίας παρουσιάζονται μόνο επτά (7) πρόσωπα. Είναι φανερό ότι υπάρχει σημαντικότατη υποδήλωση των δαπανών μισθοδοσίας της επιχείρησης. Αυτό όμως πλήττει και την αξιοπιστία των υπόλοιπων δαπανών που διενεργεί η επιχείρηση περιλαμβανομένων των αγορών ποτών.
(ζ) Από συσχέτιση κατά έτος των αγορών αλκοολούχων ποτών που δηλώνονται με τις πωλήσεις που δηλώνονται προκύπτουν αποτελέσματα που δημιουργούν σοβαρές αμφιβολίες για την αξιοπιστία τόσο των πωλήσεων αλλά επίσης και των αγορών των αλκοολούχων ποτών που καταχωρήθηκαν στα βιβλία της επιχείρησης.
Για τους λόγους που αναφέρονται στα σημεία (α) και (ζ) πιο πάνω κρίνω ότι οι εκροές και ο φόρος εκροών που δηλώθηκαν στις φορολογικές σας δηλώσεις είναι ανακριβείς και περιέχουν σφάλματα."
Με επιστολή τους ημερομηνίας 19.10.2005, οι αιτητές υπέβαλαν, μέσω του φορολογικού τους Συμβούλου, ένσταση εναντίον της βεβαίωσης της 23.9.2005. Η Έφορος, αφού εξέτασε την ένσταση, την απέρριψε και απέστειλε στους αιτητές επιστολή ημερομηνίας 3.2.2006, με την οποία γνωστοποιούσε την απόρριψή της.
Με την παρούσα προσφυγή, που καταχώρησαν στις 29.1.2005, οι αιτητές επιδιώκουν ακύρωση της βεβαίωσης της 23.9.2005.
Οι καθ΄ων η αίτηση πρόβαλαν την προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή των αιτητών είναι πρόωρη και/ή στρέφεται κατά μη τελικής πράξης αφού, μετά την ένσταση των αιτητών, εκδόθηκε τελική πράξη, ήτοι η απόφαση επί της ένστασης. Εισηγούνται, επίσης, ότι οι αιτητές δεν μπορούν να προσβάλλουν τη βεβαίωση του φόρου με προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου και, ταυτόχρονα, με ένσταση ενώπιον της Εφόρου.
Η ένσταση δεν ευσταθεί. Εκτελεστή διοικητική απόφαση ήταν η βεβαίωση φόρου ημερομηνίας 23.9.2005. Με την επιστολή την οποία απέστειλαν οι αιτητές στην Έφορο παραπονούνταν για τον υπολογισμό του φόρου αλλά δεν παρέθεταν οποιαδήποτε νέα ουσιώδη στοιχεία. Η Έφορος δεν εξέτασε νέα ουσιώδη στοιχεία για να καταλήξει σε νέα απόφαση. Συνακόλουθα, η απόφαση της 3.2.2006 ήταν βεβαιωτική εκείνης της 23.9.2005.
Όσον αφορά την εισήγηση ότι οι αιτητές δεν μπορούσαν να προσβάλουν τη βεβαίωση του φόρου με προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου και, ταυτόχρονα, με ένσταση ενώπιον της Εφόρου, ούτε αυτός ευσταθεί. Οι ίδιοι οι καθ΄ων η αίτηση, στην επιστολή τους ημερομηνίας 23.9.2005, πληροφορούν τους αιτητές ότι μπορούν να υποβάλουν ένσταση και ότι, πρόσθετα, μπορούν να καταχωρήσουν προσφυγή στο Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Θα προχωρήσω τώρα να εξετάσω την ουσία της προσφυγής.
Προβάλλονται ως λόγοι ακυρώσεως ότι η απόφαση για βεβαίωση του φόρου λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας, ότι οι καθ΄ων η αίτηση παρέλειψαν να προχωρήσουν στη διεξαγωγή δέουσας έρευνας προς εξακρίβωση του πραγματικά οφειλόμενου ποσού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και ότι εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα. Συγκεκριμένα, ότι η Έφορος λανθασμένα ανασυγκρότησε τις εκροές και το φόρο εκροών με βάση τα ναπερό και όχι με βάση τα ποσά που είναι η πιο αξιόπιστη μέθοδος που κατά βάση χρησιμοποιεί στους ελέγχους που προβαίνει η υπηρεσία ΦΠΑ. Επίσης, ότι η μέθοδος σύγκρισης ναπερό και τιμολογίων είναι αυθαίρετη και κακόπιστη.
Το άρθρο 34(1) του Νόμου 246/1990 προνοεί ότι:
"34.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει τις φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή δεν τηρεί τα αναγκαία έγγραφα ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των φορολογικών δηλώσεων, ή όταν ο Έφορος κρίνει ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν είναι ελλιπής ή ότι περιέχουν σφάλματα, τότε ο Έφορος μπορεί να επιβεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να ειδοποιήσει σχετικά το πρόσωπο αυτό."
Το άρθρο 49(1) του Νόμου 95(Ι)/2000 προνοεί ότι:
"Όταν οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείψει να υποβάλει οποιεσδήποτε φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται δυνάμει του παρόντος Νόμου (ή δυνάμει οποιασδήποτε διάταξης που καταργήθηκε με τον παρόντα Νόμο) ή να τηρήσει οποιαδήποτε έγγραφα και να παράσχει τις διευκολύνσεις τις απαραίτητες για να επαληθευτούν τέτοιες δηλώσεις ή όταν ο Έφορος κρίνει ότι τέτοιες δηλώσεις είναι ελλιπείς ή ανακριβείς, ο Έφορος δύναται να βεβαιώσει κατά την καλύτερη κρίση του το ποσό του ΦΠΑ που είναι οφειλόμενο από αυτό το πρόσωπο και να γνωστοποιήσει το ποσό στο πρόσωπο αυτό."
Ο ΦΠΑ είναι αυτοβεβαιούμενος φόρος, η δε καταγραφή ή λήψη όλων των απαιτούμενων πληροφοριών που καθιστούν δυνατή τη βεβαίωση και πληρωμή του αποτελεί ευθύνη του επιχειρηματία. Στην Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 21, τονίστηκε ότι ο Έφορος, σύμφωνα με το άρθρο 34(1) του Νόμου, μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του, αν ο φορολογούμενος παραλείψει να υποβάλει τις απαιτούμενες από το νόμο φορολογικές δηλώσεις ή δεν τηρεί τα αναγκαία έγγραφα ή αρνείται την παροχή των αναγκαίων διευκολύνσεων για επαλήθευση των φορολογικών δηλώσεων ή οι φορολογικές του δηλώσεις είναι ελλιπείς ή περιέχουν σφάλματα. Στην προκείμενη περίπτωση, η διαπίστωση της Εφόρου ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλαν οι αιτητές ήσαν ελλιπείς, βρίσκει έρεισμα στην έκθεση του αρμόδιου λειτουργού. Από την έκθεση αυτή, αλλά και από ολόκληρο το ενώπιόν μου υλικό, είναι φανερό ότι η έρευνα που διενεργήθηκε ήταν ενδελεχής. Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί η έκταση και μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένες με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Τίποτε από ό,τι έχει λεχθεί από πλευράς των αιτητών δεν δείχνει ότι η έρευνα που έγινε ήταν ελλιπής. Το αντίθετο συμβαίνει. Η Έφορος προέβη σε ενδελεχή έρευνα όλων των δεδομένων προτού καταλήξει στην προσβαλλόμενη απόφαση. Η όλη προσέγγισή της ήταν ορθή και οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, για τη βεβαίωση του οφειλομένου φόρου, όντως χρησιμοποίησε, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, την κρίση της ώστε η απόφασή της να είναι εύλογα επιτρεπτή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με £600 έξοδα εις βάρος των αιτητών.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΧΤΘ